Ταξική πεντοζάλη

Γιώργου Καριώτη

Sergiy Ciochina (A house full of memories)

Τέσσερις και κάτι το πρωί αξημέρωτα, σ' ένα δρομάκι στους πρόποδες του λόφου.
Ψιλοβρέχει· νοτιάς και κουφόβραση. Εκείνος κατηφόριζε προς το σπίτι του, σε λιγότερο ευπρεπή συνοικία. Μόλις είχε τελειώσει την εκτύπωση των προκηρύξεων του Ανένδοτου Επαναστατικού Πυρήνα του οποίου ήταν ιδρυτής, θεωρητικός, πρόεδρος και CEO. Εκείνη ανηφόριζε προς τον λόφο. Μόλις είχε φύγει από ένα πάρτι, το οποίο ακόμα και οι μη δωδεκαθεϊστές θα χαρακτήριζαν διονυσιακό.

Ο πατέρας του δούλευε στις λαϊκές αγορές, λαϊκατζής δηλαδή. Δεν μπορεί θα έχετε ακούσει γι' αυτήν της Καλλιδρομίου. Η μητέρα του ήταν υπάλληλος σε μίνι μάρκετ.
Αυτός σπούδασε πολιτικές επιστήμες στο Καποδιστριακό για να εμπεδώσει τα της πάλης των τάξεων δουλεύοντας –όταν άδειαζε η τσέπη από το λιγοστό χαρτζιλίκι– σε φάμπρικες, μεταξύ των οποίων και του μπαμπά της όπως ανακαλύψανε αργότερα. Ως θεωρητικός του Α.Ε.Π. ήταν και εκδότης της εφημερίδας του. Είχε τον όλο νόημα τίτλο Πυρηνική Αντίδραση. Για να τα φέρνει βόλτα οικονομικά έπαιζε κατά καιρούς κιθάρα σε κουλτουριάρικες ταβέρνες ή σε ό,τι είχε απομείνει από τις μπουάτ.
Ο αδελφός του ήτανε πιασμένος εργολάβος αλλά τον είχε προγράψει λόγω των πολιτικών διαφορών τους. Μια φορά μάλιστα, μόνο μετά τα παρακάλια της μάνας τους δεν τον είχε καρφώσει στους μπάτσους για κάποια φασαρία που είχε μπλέξει.
Τώρα μοιραζότανε ένα δυάρι με τη γραμματέα του Α.Ε.Π. και υπεύθυνη νεολαίας.
Τραγούδαγε μαζί του όταν είχε όρεξη. Όλα κι όλα, είχε ωραία φωνή. Οι λιγότερο φιλόμουσοι από τους γείτονες όμως δεν είχαν την ίδια γνώμη όταν έπιανε τις, ατονικής τεχνοτροπίας, ερωτικές της άριες και δεν τους άφηνε να κοιμηθούν. Το τελευταίο δεν της το είπε.

Κόρη βιομηχάνου –του παππού της ήτανε δηλαδή το μαγαζί από τη μεριά της μαμάς, προίκα σα να λέμε– μεγαλωμένη στη χλιδή. Σπουδαγμένη ψυχολογία στο Παρίσι για να κατανοήσει τις εσωτερικές πάλες. Έμενε, μόνη της συνήθως, σ' ένα μικρό ρετιρέ ψηλά στην πλαγιά του λόφου με την Αθήνα στο πιάτο της. Τα σεμινάρια ομαδικής αυτογνωσίας που διοργάνωνε δεν της αποφέραν αρκετά για τα προς το ζην. Ένα όχι ευκαταφρόνητο μερίδιο του εισοδήματός της ήταν η διατροφή του τέως. Υποτροφία την έλεγε γελώντας. Τον είχε παντρευτεί όταν σπούδαζε. Νόμιζε ότι της είχε πέσει το λαχείο, παρά τη διαφορά ηλικίας. Ίσως να τον είχε ερωτευτεί και λίγο, μαζί με μια διμοιρία άλλες στην τάξη της. Τότε ήταν ένας ελκυστικός και φιλόδοξος καθηγητής.

Μέγας και πολύς προφέσορας είναι τώρα, μεστωμένος και ματσωμένος. Χωρίσανε ειρηνικά όταν έφυγε από το Παρίσι. Τα κέρατά της δεν χώραγαν στο αεροπλάνο.
Εκείνη όμως σχεδόν πιστή για πρώτη και τελευταία φορά. Το υπόλοιπο; Ένα δυο ενοίκια, κάτι μερίσματα μετοχών και άλλων άυλων –στην κυριολεξία πλέον– τίτλων που κάθε χρόνο στα γενέθλιά της και σε άλλες γιορτές της δωρίζουνε ο παππούς, ο μπαμπάς και ο θείος. Προς το παρόν ήτανε τσακωμένη με τον μπαμπά που δεν ενέκρινε τον έκλυτο βίο της. Μικροπράγματα· θα του πέρναγε πάλι. Είχε και τα όχι ευκαταφρόνητα έξτρα της. Ένας διάσημος και παραγωγικός ζωγράφος –αλλά γκόμενος της ξεφτίλας– την πλήρωνε αδρά για να του ποζάρει κατά προτίμηση με την περιβολή της θεάς Αθηνάς όταν την έπαιρνε μάτι ο αόμματος Τειρεσίας. Οι σε σχήμα σκαληνού τριγώνου ελίτσες στον πισινό της, αποτελούν δόλωμα για διθυραμβικά σχόλια στους κύκλους όπου συχνάζουν τα άτομα της φιλότεχνης κοινωνίας και ορισμένων καθηγητών γεωμετρίας. Δεν άργησε ν' ανακαλύψει κι ο ίδιος –κάπως καθυστερημένα ίσως– την κλίση του προς την Ευκλείδεια αυτή επιστήμη. Η περίφημη πλέον λιθογραφία –βαπτισμένη από τον δημιουργό της «αναπόδεικτο θεώρημα»– κοσμεί τα σαλόνια όσων τυχερών μαικήνων πρόλαβαν να την χρυσοπληρώσουν.

Η μαμά, μετά από απειράριθμους ασπασμούς, είχε ασπασθεί τώρα τελευταία τον βουδισμό και απολάμβανε την Νιρβάνα κάπου ανάμεσα στο Θιβέτ και το Μπουτάν.
Με τα πολιτικά δεν ασχολούταν. Αν και παλιά –όχι και τόσο δηλαδή– ο τέως την τραβολόγαγε σε διαδηλώσεις κάθε τρεις και μία. Ήξερε και την διεθνή στα γαλλικά να καταλάβεις. «C’ést la lute finale…» αλλά την έκοψε. Είχε μάθει με το ζόρι λίγο πιάνο βέβαια –όπως όλες οι παρθένες ή περίπου των καθώς πρέπει οικογενειών. Οι φωνητικές της όμως επιδόσεις στον ερωτικό τομέα περιορίζονταν σε σκάτινγκ –αυτοσχέδιους λαρυγγισμούς δηλαδή– που όπως ευγενικά της λέγανε, οι πιο ψαγμένοι από τους δικούς της γείτονες, προσιδίαζαν σε κακόφημο υπόγειο τζαζ κλαμπ κι όχι σε ευυπόληπτο αριστοκρατικό ρετιρέ. Αυτό όμως του το φύλαγε γι' αργότερα.

Αδέλφια δεν είχε. Ευτυχώς, γιατί θα της το πρήζανε κι αυτά. Είχε τελεστεί κι ένας αρραβώνας –ο οποίος απασχόλησε τότε τα σκανδαλοθηρικά περιοδικά– με τον κανακάρη ενός επιχειρηματία συνεργάτη του μπαμπά. Κατάλαβε όμως ότι την ήθελε για βιτρίνα και του είπε μετά από λίγο να πάει ν' απαυτωθεί. Κάτι που ο μνηστήρας έκανε και χωρίς την παρότρυνσή της.


Τα μάτια του κόκκινα από τη νύστα, τα χέρια του μαύρα από το μελάνι του πολυγράφου, το κεφάλι του βαρύ από τα τσιγάρα, άδειο το στομάχι του πλημμυρισμένο από καφέδες.

Την είδε ωστόσο που περπάταγε τρεκλίζοντας –από το μεθύσι φαντάστηκε– με το κεφάλι να κρέμεται σα να το βάραιναν τα μαύρα κυματιστά μαλλιά. Το άσπρο φόρεμα, που έκρυβε τα απολύτως απαραίτητα και κάτι λιγότερο, βρεμένο και στραπατσαρισμένο. Μα όμορφη σαν πυγολαμπίδα μέσα στο σκοτάδι. Ίσως αυτή η λάμψη των άδειων ματιών της τον έκανε να σταματήσει τη στιγμή ακριβώς που διασταυρώθηκαν· εκείνος ο γιος της επανάστασης κι εκείνη η κόρη του κατεστημένου.

Καλά που σταμάτησε. Την ίδια στιγμή άρχισε να πέφτει μέσα στο βάραθρο που είχε ανοίξει μέσα της το αλκοόλ και ποιος ξέρει τι άλλο. Λίγο πριν σωριαστεί στο πεζοδρόμιο την έπιασε. Τον γρατζούνισε με τα μυτερά σαν αιλουροειδούς νύχια της.
Από θαύμα δεν έρευσε το ομοιόχρωμό τους αίμα του. Το άγγιγμά του την έκανε να βρει για λίγο τα λόγια της. «Θέλω να ξεράσω», είπε· όχι πολύ αισθησιακά.
Την κράτησε να σκύψει, αλλά αφού μετά από λίγο δεν είχε βγάλει τίποτα την ακούμπησε στον τοίχο. Της λέρωσε και το φουστάνι με τα μαύρα του χέρια.
Προσπάθησε να της μιλήσει αλλά εκείνη άρχισε πάλι να πέφτει στο βάραθρο.
Το πάρτι είχε αρχίσει όπως όλα τ' άλλα και θα είχε τελειώσει όπως όλα τ' άλλα, με μικρές ίσως παραλλαγές. Στο πολλοστό tequila sunrise –πολύ πριν την ανατολή του ήλιου– άρχισε το κεφάλι της να γυρίζει κι έκανε διάλειμμα. Ακολούθησαν όμως κι άλλα κοκτέιλ –με χαπάκια αυτά– και φυσικά η ανατροφή της δεν της επέτρεπε να προσβάλει τους αμφιτρύωνες.

Όπως συνήθιζε –προγονή της θηρεύτριας Θεάς καθώς ήταν– στο πάρτι είχε πάει μόνη της για να μην δεσμεύεται από κανέναν κι όπως σε όλα σχεδόν τα πάρτι λογάριαζε να φύγει με παρέα· ενίοτε πολυποίκιλη. Ευτυχώς δεν είχε κληρονομήσει και τα άλλα χούγια της άσπιλης θεάς.

Κάποια στιγμή βρέθηκε να χορεύει πάνω στο τραπέζι. Το άσπρο φόρεμα πεσμένο στα πόδια της, τα εσώρουχά της φετίχ μιας ακόμα βραδιάς. Το ελάχιστο κάτω δηλαδή, πάνω φόραγε σπάνια. Τι να το κάνει με το μάρμαρο που κουβάλαγε; Ευσεβή πόθο κάποιων άτυχων που δεν το είχαν ήδη προσκυνήσει. Χέρια την χάιδευαν παντού κι εκείνη τα ενθάρρυνε. Ώσπου σωριάστηκε κάτω· πρέπει να χτύπησε και λίγο αλλά πού να νοιώσει πόνο. Τότε την βαρέθηκαν και την έδιωξαν ή έφυγε μόνη της; Σιγά μην θυμάται τώρα. Της φόρεσαν πάντως το ρούχο της.

Την σήκωσε στα χέρια του σαν πούπουλο. Το πήρε απόφαση. Θα την πήγαινε στα γραφεία του Α.Ε.Π. να της ρίξει νερό, να της φτιάξει καφέ, να προσπαθήσει να την συνεφέρει. Μόνο που δεν θα έπρεπε να το μάθει κανένας. Ο λαϊκός αγωνιστής να περιθάλπει μια παρακμιακή μεγαλοαστή! Δεν το ήξερε βέβαια τότε αλλά βουνό που φαίνεται… Από αυτήν δεν είχε φόβο, έτσι όπως ήτανε φέσι δεν θα θυμότανε τίποτα.

Νόμισε πριν διαψευσθεί. Οι σύντροφοι δεν θα έρχονταν πριν το μεσημέρι έτσι ξενυχτισμένοι που ήτανε. Κάποιο ψέμα θα έβρισκε και για τη γραμματέα· σάμπως θα ήταν η πρώτη φορά; Του τα φόραγε κι εκείνη άλλωστε για να στρατολογήσει νεολαίους, αφισοκολλητές και πωλητές της εφημερίδας. Έτσι λέγανε τουλάχιστον τα συντροφικά κουτσομπολιά. Αλλά τα δικά της δικά της και τα δικά του δικά της. Από ζήλιες άλλο τίποτα.
Θα την είχε διώξει μέχρι τότε. Την ανέβασε, όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, τις σκάλες που τρίζανε. Την κάθισε σε μια καρέκλα και πήγε στο κουζινάκι να φτιάξει καφέ.

Χτύπησε κι ένα σφηνάκι για να ηρεμήσει. Στο μεταξύ εκείνη σωριάστηκε στο πάτωμα κι έτσι όπως ήταν πεσμένη ξέρασε πάνω σε σκορπισμένες προκηρύξεις που δεν είχε σκεφτεί να μαζέψει. Του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι.

«Παλιοκαριόλα», έσκουξε και του ήρθε να την πλακώσει στις κλωτσιές. Εκείνη δεν τον άκουγε. Άνοιξε έξαλλος την πόρτα να την πετάξει έξω. Μετάνιωσε, την έκλεισε.
Ευτυχώς οι μεμβράνες είχαν μείνει στον πολύγραφο. Πιο ευτυχώς, δεν είχε προλάβει να πάρει τις εφημερίδες από το τυπογραφείο. Αν ήταν τώρα στο πάτωμα θα την είχε ανεπανόρθωτα βαμμένη. Έπρεπε να θυμηθεί να τις πάρει το απόγευμα.

Την ξανακάθισε, στην πολυθρόνα αυτή τη φορά, της έδωσε με το ζόρι τον καφέ γουλιά γουλιά κι άρχισε να μαζεύει φουριόζος τα αμάζευτα.

Κάποια στιγμή κάτι ψιθύρισε εκείνη και τον επανέφερε. Την πλησίασε κάπως αμήχανος. Δεν του είχε ξανατύχει κάτι παρόμοιο. Το φόρεμά της –κι όχι μόνο– βρομούσε. Της το έβγαλε χωρίς αντίσταση. Έμεινε σαν γυμνό τσουβάλι. Και τι γύμνια! Η Φρύνη λαξευμένη από τον Πραξιτέλη αχταρμά με την Αφροδίτη της Μήλου. Καμία σχέση με τις ξενέρωτες συντρόφισσες. Με εξαίρεση δυο τρεις απ' αυτές μεταξύ των οποίων και η γραμματέας, που την ματιάζανε συνέχεια γιατί ήτανε κόμματος όταν δεν υποδυότανε την Ρόζα Λούξεμπουργκ. Άσε που το πήγαινε και το γράμμα όπως έχετε ενημερωθεί. Της έβγαλε και τα ψηλοτάκουνα. Τον έδεσε με την χρυσή αλυσίδα που αγκάλιαζε τον αστράγαλό της. «Ψυχραιμία σύντροφε», είπε στον εαυτό του. Ένιωσε τα άδεια φαιοπράσινα μάτια της να τον κοιτάζουν. Άρχιζε να συνέρχεται;

Τότε πρόσεξε το μικρό καρούμπαλο στο κούτελο. Αλλά τι να έκανε; Δεν είχε παγάκια. Σκέφτηκε ότι έπρεπε να επισκευάσουν την κατάψυξη για κάθε ενδεχόμενο.
Δεν φάνηκε να την ενοχλεί που την είχε στην πολυθρόνα γυμνή. Συνήθεια;
Σκέφτηκε να την πλύνει και να την ξεφορτωθεί. Τα γραφεία δεν είχαν βέβαια μπανιέρα. Δεν ήτανε δα και σουίτα ξενοδοχείου, μια γκαρσονιέρα στο δώμα ενός παλιού τριώροφου μόνο. Την είχε κληρονομήσει ένας σύντροφος από μία άκληρη θεία του με λεφτά. Είχαν όμως ένα ντους. Την έβαλε από κάτω κι άνοιξε το κρύο νερό. Το ζήλεψε έτσι που έτρεχε πάνω της και τη χάιδευε. Πήρε το σαπούνι κι άρχισε να την τρίβει. Υποχρεωτικά έμεινε κι αυτός με το εσώρουχο για να μην γίνει μούσκεμα. Εκείνη άρχισε ν' αντιδρά. Μπορούσε τουλάχιστον να σταθεί πια όρθια.
Τον άφησε –ασυναίσθητα ή όχι– να την πλύνει, να την σκουπίσει και να την ξαναβάλει γυμνή στην πολυθρόνα. Πήγε να της φορέσει το ρούχο της για να την διώξει αλλά δεν τον άφησε. Ζήτησε μ' ένα νόημα κι άλλο καφέ. Της τον έφτιαξε αφού ντύθηκε και χτύπησε στη ζούλα άλλο ένα –διπλό αυτό– σφηνάκι. «Α! Δεν πάμε καλά συναγωνιστή», μονολόγησε.

Ξαφνικά εκείνη ζωντάνεψε, έριξε πάνω της την πετσέτα σα να ντράπηκε. Ευχαρίστησε για τη βοήθεια και ζήτησε συγγνώμη για την ανακατωσούρα. Πιάσανε την κουβέντα και είπανε τις ιστορίες που ήδη ξέρουμε. Το γιατί την πιάσανε δεν το έμαθαν ούτε οι ίδιοι. Τα πιο προσωπικά βέβαια τα είπανε αργότερα.
«Πώς θα βγω έξω με τέτοιο φόρεμα;» Αναρωτήθηκε ή τον ρώτησε όταν τέλειωσαν οι συνοπτικές αφηγήσεις γνωριμίας.

Δεν της πρότεινε να βγει γυμνή σαν την γνωστή Λαίδη κι όχι μόνο επειδή δεν είχαν άλογο. Αντίθετα της πρόσφερε το αδιάβροχό του για να κρύψει τα χάλια του φορέματος. Το δικό της είχε ξεχαστεί στο πάρτι ή της είχε πέσει στον δρόμο.
«Τότε πάμε μαζί στο σπίτι μου για να στο δώσω πίσω, δεν είναι μακριά αν και λένε ότι είναι άλλος κόσμος». Είπε και τον άφησε στήλη άλατος.

«Μόνο που τα ψηλοτάκουνα θα τα κρατάω στο χέρι γιατί παραπατάω ακόμα και το ρούχο μου δεν φοριέται». Το έβαλε στην τσέπη του αδιάβροχου· τόσο μικρό ήτανε και βέβαια μεταξωτό.

Τι να της πει; Ότι είναι ταξικοί εχθροί; Όσο την έπλενε δεν ήτανε; Η ώρα πέρναγε, είχε αρχίσει να φωτίζει. Έπρεπε να φύγει από κει, δικαιολογήθηκε στον εαυτό του.
Αν την έβρισκαν οι σύντροφοι και ιδίως οι συντρόφισσες τσιτσίδι στα γραφεία του πυρήνα ποιος τον ξέπλενε· νέες δίκες της Μόσχας. Η γραμματέας θα τον έστελνε σε κάποιο γκουλάγκ έτσι κι αλλιώς. Αρκετές εξισώσεις θα είχε άλλωστε να επιλύσει με τις χαλασμένες προκηρύξεις.

«Πάμε» είπε, σα να της έκανε χάρη. Εκείνη πάντως έτσι το πήρε και του έσκασε ένα ευχαριστήριο φιλί στο αριστερό μάγουλο που του άφησε ένα χαμογελαστό κόκκινο αποτύπωμα των χειλιών της. Το κραγιόν ήταν αδιάβροχο φαίνεται.

Τα σύννεφα, μαζί τους κι η βροχή, είχαν οπισθοχωρήσει. Κατέβηκαν με προσοχή αλλά δεν ξέφυγαν από το απαξιωτικό βλέμμα της κουτσομπόλας κυρίας του ισογείου, η οποία σηκωνότανε αξημέρωτα. Την είχε ξεχάσει αυτήν μέσα στην παραζάλη του.
Τους καλημέρισε με νόημα. Πάντα πίστευε ότι ήτανε ρουφιάνα. Σαν να διάβαζε το πρωτοσέλιδο της επόμενης έκδοσης της εφημερίδας του πυρήνα. «Ο αποκαθηλωμένος πρόεδρος πιάστηκε στα πράσα μετά από ερωτικές περιπτύξεις με καπιταλιστικό τσουλί στα γραφεία του Α.Ε.Π.. Το κίνημα καταδικάζει με βδελυγμία τον επαίσχυντο καιροσκοπικό ρεβιζιονισμό του.» Ο τόμος με τους πύρινους λόγους του στα συνέδρια θα κατέληγε παρανάλωμα του πυρός. Τουλάχιστον δεν θα είχαν φωτογραφίες για τεκμήρια. Αν είχαν πάντως ενσταντανέ της στο ντους και την πολυθρόνα οι πωλήσεις της εφημερίδας θα εκτοξεύονταν στα ύψη. Τύφλα να 'χει το Playboy.

Όντως το σπίτι της δεν ήταν μακριά, είχε βέβαια ανηφόρα αλλά αυτός πέταγε. Ο παπουτσωμένος γάτος και η ξυπόλητη λέαινα. Ήταν το ζώδιό της του είχε πει, λες και αυτό τα εξηγούσε όλα.

Ανέβηκαν στο ρετιρέ και τον έβγαλε στη βεράντα κρατώντας τον από το χέρι. Του έδειξε την Αθήνα στο πιάτο. Τον ήλιο να ανηφορίζει το δικό του μονοπάτι όπως πάντα. Αυτός είχε αλλού τα μάτια του. Του πρόσφερε καφέ αλλά της ζήτησε ένα ενισχυμένο σφηνάκι. Εκείνη χαμογέλασε. Μάλλον ήξερε πολλά.

«Είμαστε κι οι δύο ξάγρυπνοι», του είπε αφού τον άφησε να τελειώσει το δεύτερο, μια και είχε πάει με δυο πόδια. «Εγώ είμαι ακόμα ζαλισμένη και σε λίγο θα είσαι κι εσύ. Δεν ξεκουραζόμαστε λιγουλάκι;» Έβγαλε το αδιάβροχο και του το έδωσε. Αν δεν την είχε ήδη δει γυμνή θα πάθαινε αποπληξία. Πήρε το αδιάβροχο κι έκανε να φύγει κάπως συγχυσμένος αφού του έκοψε να βγάλει το φόρεμά της από την τσέπη.
«Το βράδυ σε περιμένω εδώ. Θα κάνουμε πάρτι τα δυο μας. Ξέρω και να μαγειρεύω πρόεδρε», του είπε τσαχπίνικα λες και ήθελε δήθεν να τον πείσει. Κόκαλο αυτός όταν του έσκασε φιλί στο δεξί μάγουλο που του άφησε δεύτερο, πιο χαμογελαστό αυτό, κόκκινο αποτύπωμα των χειλιών της. Κούνησε απροσδιόριστα το κεφάλι μια και του είχε κοπεί η λαλιά. «Βάλε πάγο στο καρούμπαλο, δεν είναι τίποτα. Θα δούμε το βράδυ πώς πάει», ψέλλισε τελικά ενώ του έκλεινε την πόρτα και το μάτι.

Κατηφορίζοντας ξανά για το σπίτι του ο πρόεδρος του Α.Ε.Π. σκούπιζε τα κοκκινάδια στα μάγουλα και απομνημόνευε τον λόγο της απολογίας του για τις θετικές συνέπειες του ανεπαίσχυντου καιροσκοπικού ρεβιζιονισμού. Έπρεπε να σκαρφιστεί βέβαια και μια δικαιολογία προς τη γραμματέα για την επικείμενη αποψινή έξοδο. Θα πήγαινε να πουλήσει εφημερίδες στους ξενύχτηδες της –κατά Κώστα Χατζή– μικρής πλατείας, ας πούμε. Να αλώσει το σύστημα εκ των ένδον.
Έτσι όπως θα ήταν για τα μπάζα μπορεί και να αγοράζανε, θα της έλεγε. Τώρα αν θα την έχαβε η γραμματέας, που μόνο χαϊβάνι δεν ήτανε, είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο. Άλλωστε η θρησκεία είναι το όπιο του λαού.


Copyright © Γιώργος Καριώτης All rights reserved, 2022
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Sergiy Ciochina (A house full of memories)