Ο Μπίλι Τζόουνς

Λίτσας Ψαραύτη

Έργο g_muradin (κάρβουνο)

Κόντευαν να τελειώσουν οι βραδινές ειδήσεις. Κάθε τόσο η μάνα μου γύριζε και μου φώναζε: «Βασίλη, ώρα να κοιμηθείς, αύριο θα ξυπνήσεις νωρίς για το σχολείο.». Κάθε βράδυ η ίδια ιστορία. Αφού ξέρει πως αν δε δω τ' αθλητικά δεν πάω για ύπνο.
Εκείνη τη στιγμή είδα τον Μπίλι Τζόουνς στην οθόνη. Καθόταν μπροστά στην πόρτα του σπιτιού του, μια ετοιμόρροπη πολυκατοικία στο Ντιτρόιτ της Αμερικής, χωρίς παραθυρόφυλλα και τζάμια. Θα ήταν ως δέκα χρονών, με μια βρόμικη τραγιάσκα στο κεφάλι του, αδύνατος, θα κρύωνε κιόλας μια και το χιόνι ήταν στρωμένο παντού κι εκείνος φορούσε ένα ψιλούτσικο πουλόβερ, ξεχειλωμένο.
Ήταν κι άλλα παιδιά ακουμπισμένα στον τοίχο της πολυκατοικίας, ένα μάλιστα είχε γυρισμένη την πλάτη του και κάτι έγραφε με μαύρο σπρέι. Υπήρχαν κι άλλες επιγραφές, που δεν μπορούσα να διαβάσω. Σίγουρα όμως όλες εκείνες οι νεκροκεφαλές και τα σταυρωμένα κόκαλα τα είχαν χαράξει χέρια θυμωμένα. Καθώς ο φακός της τηλεόρασης έψαχνε τα πρόσωπα των παιδιών, μάτια γεμάτα πίκρα και απόγνωση, η φωνή του δημοσιογράφου έλεγε ότι χιλιάδες παιδιά στην Αμερική σαν τον Μπίλι Τζόουνς πεινάνε, γιατί οι γονείς τους δε βρίσκουν πια δουλειά στις μεγάλες πόλεις.
Ένας λυγμός μ' έκανε να γυρίσω. Η γιαγιά μου έκλαιγε. Παραξενεύτηκα. Η γιαγιά δεν κλαίει ποτέ μπροστά στην τηλεόραση. Δε λέω, στενοχωριέται όταν βλέπει τους σκοτωμένους στο Σαράγιεβο, τα πεινασμένα παιδιά της Σομαλίας και τα κομματιασμένα κορμιά του Σαββατοκύριακου. Τώρα όμως είχε γείρει το κεφάλι της και τα μάτια της έτρεχαν, βρύσες.
Της έπιασα το χέρι και το χάιδεψα, δεν αντέχω να βλέπω τη γιαγιά μου να κλαίει.

— Μη στενοχωριέσαι, Βασιλάκη, κλαίω γιατί θυμήθηκα τα παλιά... Αχ, πώς τα φέρνει η τύχη, παιδάκι μου...

Σηκώθηκα κι έκλεισα την τηλεόραση. Ας χάσω τα αθλητικά. Ήξερα πως η γιαγιά θα μου έλεγε μία από κείνες τις απίστευτες ιστορίες που είχε ζήσει...

— Ήμουνα στην ηλικία σου, Βασιλάκη, έμπαινα στα δώδεκα... Μόλις είχε τελειώσει ο πόλεμος, 1944 ήταν... Θυμάμαι ακόμα εκείνο το μεγάλο καράβι με τα ψηλά φουγάρα που μπήκε ένα πρωί στο λιμάνι. «Είναι γεμάτο δέματα από την Αμερική», μαθεύτηκε στο νησί. Πριν καλά καλά αράξει, μαζεύτηκε το παιδομάνι στην προκυμαία. Πρώτη και καλύτερη εγώ. Έβλεπα τα πελώρια δέματα να κατεβαίνουν με το βίντσι και η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, το στόμα μου γέμιζε σάλια, καθώς σκεφτόμουνα τις σοκολάτες, τα μπισκότα και τη μαρμελάδα που σίγουρα θα είχαν μέσα.
Μείναμε όμως με τη χαρά. Μόλις τα ξεφόρτωσαν, έτρεξαν οι στρατιώτες και τα στοίβαξαν στα φορτηγά αυτοκίνητα που περίμεναν. Θα τα μοίραζαν τα Χριστούγεννα στους πεινασμένους, είπαν. Ποιος θα πρωτόπαιρνε, όμως; Εκείνο τον καιρό όλοι ήμασταν πεινασμένοι στο νησί.
Σιγά σιγά ο κόσμος διαλύθηκε, έφυγαν και τα παιδιά. Έμεινα μόνη μου, καθισμένη στη σιδερένια δέστρα κι έβλεπα τα φορτηγά που χάνονταν ένα ένα στη στροφή.
Στην αρχή δεν πρόσεξα τον ναύτη που στεκόταν μπροστά μου, ίσως γιατί τα μάτια μου είχαν θαμπώσει από τα δάκρυα. Κρατούσε ένα δέμα και κάτι μου έλεγε στη γλώσσα του. Ύστερα το ακούμπησε μπροστά στα πόδια μου, με χάιδεψε στα μαλλιά και χάθηκε στην μπουκαπόρτα του καραβιού.
Άρπαξα το δέμα κι άρχισα να τρέχω κατά το σπίτι μου. Ήταν ασήκωτο, με δυσκολία το κουβαλούσα, τα πόδια μου όμως είχαν βγάλει φτερά, πετούσα.
Έφτασα στο σπίτι με κομμένη την ανάσα και τα χέρια γεμάτα πληγές από το χοντρό σπάγκο. Η μάνα μου μόλις με είδε, σάστισε. «Πού το βρήκες;», κατάφερε ν' αρθρώσει. Εγώ, λαχανιασμένη ακόμα από το τρεχαλητό, άρπαξα το μαχαίρι της κουζίνας κι έκοψα τους σπάγκους.
Στη στιγμή γέμισε η κουζίνα μας μ' όλα τα καλά του κόσμου, γεύσεις και μυρωδιές ξεχασμένες από χρόνια... Σοκολάτες, καραμέλες, κονσέρβες με κρέας, μαρμελάδα, ένα κουτί καφέ, δυο ζευγάρια γυναικεία παπούτσια μυτερά, πράσινα και πορτοκαλιά, σαράντα νούμερο, δυο φουστάνια έξωμα στο χρώμα της φωτιάς. Και ζάχαρη... Ένα μεγάλο σακούλι ψιλή, κάτασπρη ζάχαρη... Είχαμε χρόνια να δούμε στο σπίτι μας τέτοιο πολύτιμο αγαθό. Πού και πού βρίσκαμε λίγο πετιμέζι για το πρωινό φασκόμηλο... Εκείνο όμως που έκανε τα χέρια μου να τρέμουν, καθώς ξετύλιγα το χρωματιστό χαρτί, ήταν ένα τετράγωνο κουτί, δεμένο με φιόγκους και κορδέλες. Μάντευα ότι κάποιο παιχνίδι έκρυβε μέσα.
Είχε ένα σκύλο, κάτασπρο σαν το χιόνι και μόλις τον άγγιζες γάβγιζε δυνατά. Τρελάθηκα από τη χαρά μου. Δε θυμάμαι πόσο καιρό είχα να πιάσω παιχνίδι στα χέρια μου. Όταν βρίσκαμε καμιά παλιά κάλτσα, την παραγεμίζαμε με κουρέλια και παίζαμε μπάλα στις αλάνες της γειτονιάς... Είχε κι ένα σημείωμα μέσα στο κουτί. Το απόγευμα τρέξαμε στον κύριο Πυθαγόρα, τον δικηγόρο που ήξερε αγγλικά. Ως τα σήμερα θυμάμαι τι έγραφε εκείνο το γράμμα: «Με λένε Μπίλι Τζόουνς και είμαι δέκα χρονών. Μένω στο Ντιτρόιτ και έχω μία αδελφή και έναν αδελφό, δίδυμα. Ο πατέρας μου εργάζεται σε ένα εργοστάσιο που φτιάχνουν αυτοκίνητα και η μητέρα μου είναι δασκάλα. Το σκυλί το λένε Λάκι και εύχομαι να φέρει τύχη σ' όποιον το πάρει. Εγώ και η οικογένειά μου θέλουμε να τελειώσει γρήγορα ο πόλεμος για να πάψουν να σκοτώνονται οι άνθρωποι και να ζήσουν όλοι οι λαοί ευτυχισμένοι...».
Ήθελα να γράψω στον Μπίλι Τζόουνς, να τον ευχαριστήσω για τα δώρα του και να του πω πόσο είχαμε υποφέρει όλα τα χρόνια που γινόταν πόλεμος, το γράμμα όμως δεν είχε διεύθυνση. Ψάξαμε στο χάρτη και βρήκαμε το Ντιτρόιτ σφηνωμένο ανάμεσα σε λίμνες και σε ποτάμια. «Είναι μεγάλη πολιτεία, δε θα πάει το γράμμα σου χωρίς διεύθυνση», είπε ο κύριος Πυθαγόρας.
Θυμόμουνα τον Μπίλι Τζόουνς πολύ καιρό, όσο έπαιζα με τον Λάκι. Ύστερα ο πόλεμος τελείωσε, ο Λάκι πάλιωσε και πετάχτηκε στην αποθήκη κι εγώ λαχταρούσα καινούρια παιχνίδια. Ήρθε όμως ο Εμφύλιος και γέμισε μ' αγωνία και φόβο τις καρδιές μας. Πού καιρός για παιχνίδια και χαρές. Μαζευόμασταν νωρίς στα σπίτια μας και παρακολουθούσαμε τις κουβέντες των μεγάλων.

Η γιαγιά αναστέναξε κι ύστερα έκλεισε τα μάτια της. Μπορεί και να την πήρε ο ύπνος. Είναι και μεγαλούτσικη πια, κοντεύει στα εβδομήντα.
Εγώ όμως έμεινα ξάγρυπνος όλη τη νύχτα. Σκεφτόμουνα τον Μπίλι του παλιού καιρού και τον σημερινό, της τηλεόρασης. Όταν ξημέρωσε, είχα πάρει την απόφασή μου. Διάλεξα από την ντουλάπα το πιο ζεστό πουλόβερ –μου το είχε πλέξει η γιαγιά στην αρχή του χειμώνα– και το δίπλωσα με γερό σπάγκο μέσα σ' ένα κουτί. Πριν το δέσω με γερό σπάγκο, έβαλα μέσα ένα σημείωμα: «Αγαπητέ κύριε. Σε παρακαλώ ψάξε και βρες τον Μπίλι Τζόουνς που μένει σε μια βρόμικη πολυκατοικία πέρα από το ποτάμι και δώσ' του το πουλόβερ που έπλεξε η γιαγιά μου. Είναι φτωχός και το χρειάζεται.». Ύστερα έγραψα με κεφαλαία γράμματα: ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΔΗΜΑΡΧΟ ΤΟΥ ΝΤΙΤΡΟΪΤ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ και το ταχυδρόμησα. Δεν ξέρω αν θα φτάσει στον Μπίλι Τζόουνς της τηλεόρασης. Ο Δήμαρχος όλο και κάποιον «Μπίλι Τζόουνς» θα βρει να το δώσει. Υπάρχουν τόσοι στην πόλη του...


Copyright © Λίτσα Ψαραύτη All rights reserved
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Σωσμένο από το mathisis που δεν υπάρχει πια
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο g_muradin (κάρβουνο)