Ο Γιάννης Μπούζας και Ο κήπος των ονείρων

Από το εξώφυλλο του μυθιστορήματος του Γιάννη Μπούζα, Ο κήπος των ονείρων, και φωτογραφία του ίδιου

Γιατί γράφετε; Ποια η ανάγκη που σας οδηγεί σε αυτή τη μορφή έκφρασης;
Γιάννης Μπούζας: Οι μορφές έκφρασης δεν είναι τίποτα άλλο από συναισθήματα. Η αναγκαιότητα λοιπόν να εκφράσουμε όσα αισθανόμαστε εμφανίζεται από τη στιγμή της γέννησής μας και ολοκληρώνεται με τον φυσικό μας θάνατο. Ο άνθρωπος όμως πλαισιώνεται από πολλούς εαυτούς που φωνάζουν μέσα μας, άλλοτε για ν' απαλύνουν τη θλίψη, τον θυμό κι άλλοτε για να δηλώσουν ευχαρίστηση, φόβο ή χαρά. Μερικοί από τους δικούς μου εαυτούς με ωθούν να εξωτερικεύσω τις φωνές τους, γιατί –όπως λένε– πνίγονται μέσα μου. Η επιβίωση και η αρμονική συνύπαρξη μαζί τους είναι η ανάγκη που με οδηγεί να ικανοποιώ διαμέσου του γραπτού λόγου όλα τους τα αιτήματα.

Αν δεν υπήρχε η συγγραφή, με ποιον τρόπο θα δημιουργούσατε;
Γ.Μ.: Πέρα από τις γνωστές Τέχνες –που εξ ορισμού είναι δημιουργικές– θεωρώ ότι όλοι μπορούν να δημιουργήσουν, με τον έναν ή άλλο τρόπο. Για παράδειγμα όσοι ασχολούνται με την αρχιτεκτονική κήπου, οι σχεδιαστές κοσμημάτων, οι διακοσμητές χώρου και ούτω καθεξής. Η δημιουργία είναι μια συνεχής πάλη να πλάσουμε εκ του μηδενός κάτι νέο· εν δυνάμει πολλές ασχολίες μας και επαγγέλματα εμπεριέχουν δημιουργικά στοιχεία. Η αξία ή μη, ωστόσο, του δημιουργήματός μας είναι –εν τέλει– και η ανταμοιβή της προσπάθειάς μας ως αποτέλεσμα του πηγαίου ταλέντου, της έντασης και ενέργειας που δαπανήσαμε. Αν δεν υπήρχε η συγγραφή σίγουρα θα είχα ασχοληθεί με τη φωτογραφία, ίσως και τη σκηνοθεσία. Η σύλληψη εικόνων και η οριοθέτησή τους σε πλαίσιο με συνεπαίρνει από τα νεανικά μου χρόνια.

Πώς εμπνευστήκατε την ιστορία του Club Med;
Γ.Μ.: Το πρώτο μοντέλο των all inclusive ξενοδοχείων έγινε γνωστό σε ολόκληρο τον κόσμο από τις αρχές της δεκαετίας του '50. Πηγή έμπνευσης για τη συγγραφή του μυθιστορήματος αποτέλεσε η ιδιαιτερότητα του επαγγέλματος του ευγενικού διοργανωτή, του G.O –από τα αρχικά των γαλλικών λέξεων Gentil Organisateur–, όπως είναι γνωστός ο υπάλληλος που εργάζεται στα ξενοδοχειακά χωριά του Club Med. Η αρχική σκέψη όταν έγραφα τα πρώτα κεφάλαια ήταν να συστήσω στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό την ύπαρξη ενός διαφορετικού στιλ διακοπών, μια πραγματικότητα που ελάχιστοι στην Ελλάδα γνωρίζουν.

Διαβάζοντας το μυθιστόρημα, μου γεννιέται ένα ερώτημα: άραγε, υπάρχει υποχρεωτική χαρά; Είναι δυνατή μια συνθήκη που να σε υποχρεώνει να διασκεδάσεις ή είναι καταδικασμένη σε αποτυχία;
Γ.Μ.: Πράγματι, η χαρά είναι υποχρεωτική, είναι ένα από τα βασικά συναισθήματα του ανθρώπινου ψυχισμού. Αν το καλοσκεφτούμε, για ποιο πράγμα αγωνίζεται ο άνθρωπος στη ζωή του; Αγωνίζεται για να ζήσει καλύτερα και ευτυχισμένα, για να έχει δικαιώματα κι ελευθερίες σ' ένα περιβάλλον που μεταλλάσσεται διαρκώς. Η ζωή του αποκτά νόημα μόνο όταν πορεύεται σε ισορροπία με την ύπαρξή της, ως αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορικής εποχής που ζει. Μολονότι ουδείς δεν μας υποχρεώνει να διασκεδάσουμε (ή να λυπόμαστε) συνειδητά ή υποσυνείδητα αναζητούμε να νιώσουμε πλήρεις, κατ' επέκταση χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι. Συνθήκη ζωής.

Πώς σκιαγραφήσατε τον κεντρικό ήρωα;
Γ.Μ.: Το μυθιστόρημα εξελίσσεται σε τριάντα κεφάλαια και ο κεντρικός ήρωας δεν είναι ο απρόσωπος υπάλληλος ενός πολυτελούς ξενοδοχείου, που μετά το πέρας του ωραρίου αποχωρεί από τον χώρο της εργασίας του. Στο πρόσωπό του ενσαρκώνεται η ευγένεια, η ευτυχία· συμμετέχει στις εκδηλώσεις και στα θεάματα του ξενοδοχείου, χορεύει, πίνει και μεθά με τους πελάτες, ενίοτε πλαγιάζει μαζί τους, σ' ένα περιβάλλον όπου η ελευθεριότητα αφυπνίζει τις αισθήσεις. Η πλοκή του έργου είναι κατά βάση μυθοπλαστική, ωστόσο, τα προσωπικά βιώματα λειτούργησαν ως καταλύτης στη σκιαγράφηση όλων των ηρώων, καθώς κάποτε υπήρξα κι εγώ ένας ευγενικός διοργανωτής.

Αν έπρεπε να περιγράψετε το βιβλίο με μια φράση, ποια θα ήταν αυτή;
Γ.Μ.: Στον άχρονο χρόνο ταξιδεύουμε αγκαλιά με μια χούφτα όνειρα.

Τι θα λέγατε σε εκείνον που επρόκειτο να διαβάσει το βιβλίο;
Γ.Μ.: Θα πρότεινα στον αναγνώστη να περιπλανηθεί πλάι στους ήρωες, να βιώσει το όνειρο της ιστορίας, που δεν είναι άλλο από την ευτυχία, τη χαρά, ταξίδι στο χρόνο, και συνάμα ν' ανακαλύψει την πολύχρονη ιστορία του Club Med και την ιδιαίτερη ζωή ενός ευγενικού διοργανωτή.

Ο κήπος των ονείρων, Γιάννη Μπούζα

Αυτά είπε ο Γιάννης Μπούζας για το μυθιστόρημά του, Ο κήπος των ονείρων, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Βακχικόν. Στην υπόθεση, γνωρίζουμε τον Μάκη, έναν φιλόδοξο νέο που αναζητεί εργασία. Ένας μέσος Νεοέλληνας αστός τον οποίο μπορούμε να κατανοήσουμε και να ταυτιστούμε καθώς το πρότυπό του είναι πολύ οικείο τριγύρω μας. Η τύχη του Μάκη τον οδηγεί στις all exclusive παροχές του ξενοδοχειακού Club Med όπου αναλαμβάνει τη θέση του ευγενικού διοργανωτή. Στο πλαίσιο της εργασίας του θα συμμετάσχει σε θεατρικές παραστάσεις, χορευτικά πάρτι, διαγωνισμούς, παρελάσεις... θα ερμηνεύσει ρόλους, θα τραγουδήσει, θα χορέψει, θα διαγωνιστεί... σε ένα ατελείωτο γαϊτανάκι ξέφρενης διασκέδασης με μεταμφιέσεις, ποτά, κέφι και σεξ... χωρίς δεύτερες σκέψεις, αναστολές, ταμπού ή ντροπές. Ξέφρενη διασκέδαση κάθε μέρα και μέχρι το πρωί σε έναν παράδεισο αποπλάνησης και ηδονής όπου ζει με κάθε του αίσθηση το όνειρο.
Να περιμένετε μπόλικο ελληνικό καλοκαίρι, θάλασσα, αμμουδιά, αλμύρα και άφθονη διασκέδαση κάθε είδους. Το παιχνίδι έχει σημασία, θα γράψει ο κύριος Μπούζας και πράγματι, το Club Med ενσαρκώνει την έννοια της ευτυχισμένης διαμονής ενώ μια άλλη φράση, εκεί που θα γράψει πως ο άνθρωπος έχει φτιαχτεί για να είναι ευτυχισμένος σε κάθε στιγμή της ζωής του, περιγράφει εύγλωττα τη «φιλοσοφία» του ξενοδοχειακού χωριού. Ένα σαν σε σκηνή του Παζολίνι, όπου έπεσε το μάτι μου ανύποπτα, αντικατοπτρίζει την καθημερινότητα σε αυτό το περιβάλλον –και τον στόχο, τρόπον τινά.
Όλα όσα θα συμβούν εκεί θα τα ανακαλύψετε στο βιβλίο, όπως και την επιστροφή στην καθημερινότητα όταν ολοκληρωθεί η σεζόν, με όλη τη μελαγχολία που θα φέρει μοιραία.