Δείτε τώρα πώς πάει αυτό. Πρόκειται για βιβλίο που δείχνει νουβέλα αλλά είναι μυθιστόρημα. Επίσης, έχει εμφάνιση σαν κάτι ανάμεσα σε graphic novel και ευθυμογράφημα αλλά δεν έχει κανένα αστείο. Επίσης, μοιάζει αστυνομικό αλλά είναι υβρίδιο νουάρ και κοινωνικού ψυχοδράματος. Τελικά, το μόνο αδιαπραγμάτευτο εδώ είναι πως το Ambassador, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Νίκας Ελληνική παιδεία Α.Ε., είναι το βιβλίο της Μαρίας Αμανατίδου και είναι έτοιμο να γοητεύσει κάθε φιλαναγνώστη.
Στο οπισθόφυλλο γράφει:Ακούγεται ένας πυροβολισμός. Μια γυναίκα φεύγει τρέχοντας από την είσοδο της πολυκατοικίας. Μήπως αυτή η γυναίκα κρατούσε το όπλο; Τα τακούνια της ακούγονται στον δρόμο. Οι ένοικοι του Ambassador ακούν τον πυροβολισμό. Κανείς όμως δεν μπορεί να μιλήσει στην αστυνομία. Γιατί κανείς δεν έπρεπε να βρίσκεται στο ξενοδοχείο.
Διαβάζοντας τις σελίδες του όμως, το ηχόχρωμα είναι πιο σκούρο, βαθύ, ουσιαστικό, μεστώδες (υπάρχει αυτή η λέξη;) και η χροιά του ακολουθεί την πόλη (μας), τους πολίτες (μας), την κατάσταση που βιώνουμε σήμερα· τον κοινωνικό παλμό. Ο τόπος του θα μπορούσε να είναι η γειτονιά σου και οι ήρωές του οι τύποι που συναντάς βγαίνοντας από το σπίτι σου –αν δεν είσαι κι εσύ ο ίδιος εκεί. Κι αυτοί οι άνθρωποι είναι που παίρνουν τον λόγο στις σελίδες, ένας ένας δίνουν το στίγμα τους, τη δική τους ιστορία (μεριά, πόνο, φόβο, αγωνία...).
Η συγγραφέας μάς βάζει από την κλειδαρότρυπα στη συνθήκη αφού, ως αναγνώστες, είμαστε οι μόνοι που είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε την πάσα αλήθεια και όλα τα εμπλεκόμενα πρόσωπα. Οι, κατά κύριο λόγο, πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις εμβολίζονται από μέρη της αφηγήτριας-συγγραφέως σε αυτό το κοινωνικό δράμα με την νουάρ ατμόσφαιρα δημιουργώντας ένα σύνολο πυκνών νοημάτων.
Ολοκληρώνεται η εμπειρία και σκέφτομαι ότι θα ήθελα να έχει κι άλλο. Δεν τους χόρτασα τους ήρωες· με έχουν συνεπάρει, μ' έχουν γοητεύσει και με αφήνουν τόσο γρήγορα (!) αν και το τελευταίο χαρακτηριστικό είναι μέγα πλεονέκτημα για όποιον έχει λίγο ή πολύ συγκεκριμένο χρόνο να διαθέσει σ' ένα λογοτεχνικό βιβλίο.
Πρόκειται για ένα συνονθύλευμα ιστοριών που «συναντιούνται» μοιραία στο ίδιο σημείο της πόλης τη δεδομένη στιγμή. Καθένας εκ των χαρακτήρων έχει τη δική του ζωή, τον δικό του σκοπό και τα δικά του ζητήματα. Όλοι μαζί αποτελούν τους κρίκους μιας αλυσίδας, που ξεκινά μία στιγμή στο παρελθόν, τους ακολουθεί νοερά ως τη στιγμή του περιστατικού και σε ό,τι γίνει μετά.
Οι αποκαλύψεις έρχονται για τα ταράξουν τους συμβιβασμούς, οι ήρωες αποτελούν τραγικές φιγούρες ανθρώπων εγκλωβισμένων σε νόμους, πάθη, σχέσεις, ανάγκες, συμβιβασμούς κ.ο.κ. και αντικατοπτρίζουν κάθε τάξη, εθνικότητα, μπακγκράουντ... Η περίληψη, με δυο λόγια, θα μπορούσε να πηγαίνει και κάπως έτσι: Ένας, δύο ή περισσότεροι πυροβολισμοί. Ένας μάρτυρας, μερικοί αυτήκοοι, κάποιοι γνωρίζουν, κανείς δεν μιλά. Οι αμαρτίες θέλουν οργάνωση, η ομορφιά δημιουργείται αφού πονέσει ένας καλλιτέχνης και τα πουλιά δεν ξέρουν τι σημαίνει σύνορα. Απλά πετάνε.
Δυνατό, γρήγορο και άκρως συναισθηματικό μυθιστόρημα που αφήνει απόσταγμα μέσα σου κάνοντάς σε –με τον τρόπο του– συνένοχο στο άνομο αφού σου δίνει κάθε μία, όλες τις δικαιολογίες ως άφεση αμαρτιών. Σου θυμίζει ξεκάθαρα πως το σύνολο έχει τον τρόπο του να αποβάλει το σκάρτο, να λύνει το πρόβλημα και να κρατάει ό,τι αξίζει ή ό,τι πρέπει να κρατήσει και πως, αυτή η πόλη, που δεν «απέχει» από τη δική σου, καμιά φορά, ως πρεσβευτής κάθε αδικημένου, αποδίδει τη δική της δικαιοσύνη.
Τα όπλα είναι πιο δυνατά. Τα όπλα τα έβαψαν όλα γκρι. Τα όπλα σβήσανε το χρώμα. Μια σκόνη κάλυψε τα πάντα. Και τότε φύγαμε.
Να το διαβάσετε! Η κυρία Αμανατίδου ξέρει από ανθρώπινο πόνο, ταξίδι και φυγή. Για όλους τους πόνους, τα ταξίδια και τις φυγές (μας).