Η άλω των φώτων. Βαθύς ηθικός ρύπος εν είδει πτωμάτων στις αμμώδεις ακτές του αρχιπελάγους.Του πυθμένα τα σεντεφένια κελύφη.Ποταπό αντιστάθμισμα, νιότη γκρέμιζε με αψηφισιά τα αδιέξοδα, μέσα μου η καλοκαιρία είναι εύθρυπτη, άνθρωποι που μιλούν μεταξύ τους με αγλαή αγαθότητα. Το μεταξένιο μαγνάδι της θάλασσας με τα αργυρόχαιτα κύματα, τα στραφταλιστά νερά, ποικιλμένα με της αυγής τα πορφυρώδη κεντίδια.Απομονωμένες ατομικότητες εγκαταλειμένες στα βδελυρά ενός πολιτισμού παρακμάζοντος. Εξ ανατροφής απομονωμένοι παρίες. Ελκόμενος από της θέας τη χαρμόσυνη υπόσχεση. Οικουρώ και περιμένω μαργωμένος το ξαναζωντάνεμα του τηλεφώνου μου. Το ανασάλεμα κάποιας ανησυχίας. Κόσμος αποθηριωμένος όπου σε κάθε γωνιά καραδοκούν άρπαγες αιμοβόροι.Πολυεθνικές σαν αιμοσταγή νεκρόσιτα όρνεα που συσσωρεύονται πάνω από των νεκρών τα κουφάρια. Το φρικτό σύγνεφο της επικείμενης απειλής. Λιπόψυχη ικεσία. Ισχνή ατομική σου ελπίδα που αποδεικνύει την κακομοιριά σου ολάκερη. Αισιοδοξία ποταπή –ρανίδα συναγμένη μες στο όνειρο που συνήθισες να ζεις. Αυγουστιάτικο ανεμοχάδι που έκανε τα φύλλα να θροούν. Το γρασίδι που πάσχιζε να ξεκλέψει κάποια πνιχτή ανάσα. Αλαβάστρινο της αμάθειας φάος. Η φαυλότητα θα σκεδάζεται προς κάθε κατεύθυνση και θα εμποτίζει τις συνειδήσεις. Το κυνήγι των απαραίτητων για την συντήρηση της ζωής αγαθών έχει μετατραπεί σε ένα ατέρμονο ταντάλιο μαρτύριο. Όσο η ηθική υπνώττει η διαφθορά εφημερεύει. Των αναμνήσεων το ορμητικό θρασομάνημα.Την υποκρισία άλλωστε πάντα τη γυροφέρνει η μοναξιά αλλά η ειλικρίνεια, καθώς φαίνεται, δεν είναι για τον καθένα. Μα αναρωτιέμαι συχνά, θα γινόταν αλήθεια τόσο πιο αφόρητη η ζωή, αν είχαμε το σθένος να την κοιτούμε κατάματα και να μιλούμε σταράτα;Ο πολυκαιρισμένος μανδύας της νωθρότητας. Από το διαρκώς ατελέσφορο ατένισμα, το χωρίς εστίαση, γιόμισαν κενά περιγράμματα τα μάτια μου και διάφανες παραστάσεις ο νους μου. Για αυτό ακονίζουμε τις εικόνες σαν λόγχες και τις γυαλίζουμε, ώστε να αστράφτουν στο μάτι και να σπαθίσουν τον νου διαπερνώντας το παχύ σάβανό του. Γιατί μόνο τότε θα μπορέσει ο νους να δει πιο βαθιά αναζητώντας το επέκεινα του ορωμένου πράγματος. Μόνο τότε θα μπορέσεις σε έναν κόσμο που φλέγεται να μην στρέφεις το βλέμμα σου άσκοπα. Κι εμείς οι τυχεροί, που δεν μας ζύγωσε ακόμη η φρίκη, να πορευόμαστε ασφυκτιώντας θαρρείς και βρισκόμαστε κλεισμένοι σε κλίβανο. Από ψες είχε πάρει να βαμβακώνει ο καιρός και να χαμηλώνει. Ένα άπειρο σύνολο πεπερασμένων κορμιών αμιλλώμενο την υπεραριθμία των αυτοκινήτων.Ο άνεμος άρχισε να ιαχεί και πάλι μαινόμενος.Βοερές προσταγές, πληγές χαίνουσες. Απόκοσμες ατραποί των ονείρων.Των ενύπνιων ο πλανερός παροξυσμός.Τα ονείρατα θα αποτελούν πάντοτε μια terra incognita.
Ορισμένοι διαβάζοντας το παραπάνω κείμενο θα πούνε εύλογα: «Ακόμα ένα ποίημα». Κι όμως ποίημα αυτό το κείμενο στην πραγματικότητα δεν είναι. Παρά μόνο ένα σύνολο φράσεων, προβληματισμών, προτάσεων-παροτρύνσεων, που συνταιριάστηκαν τυχαία ενώ βρισκόντουσαν διασκορπισμένα εδώ κι εκεί ανάμεσα σε όλα τα διηγήματα του Κωνσταντίνου.
Δείχνοντας περίτρανα την μεγαλοσύνη της γραπτής γλωσσικής του δεξιότητας. Του αφουγκρασμού του την ικανότητα για την ντόπια και διεθνή κοινωνικοπολιτική κατάσταση και πως αυτή διαχέεται στον ψυχισμό και λογισμό του ανθρώπου ως ατομικό και κοινωνικό ον. Μέσα από μια σειρά ενδεικτικών βιωματικών καταστάσεων, γνωστών στον καθέναν σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Άραγε οι καταστάσεις αυτές λειτουργούν υποκινητικά; Στην πασιφανή αναγκαιότητα της ενδυνάμωσης των εργατικών σωματείων μέσω συμμετοχής σε αυτά; Στην ενεργητική στάση για απόρριψη κι οριστική παύση πολλών συμπεριφορικών ιδιομορφιών, που δημιουργούν μέχρι σήμερα πολλές συγκρούσεις ανάμεσα σε ολόκληρες οικογένειες σε πολλά χωριά μας; Στην ισχυρή επικράτηση της λογικής έναντι της εκμετάλλευσης της αδυναμίας εξήγησης των πραγμάτων από πολλούς ανθρώπους και στη θρησκευτική καταφυγή τους; Στην οριστική ενταφίαση των κατασπαρακτικών σχέσεων ανάμεσα σε γονείς και παιδιά; Στον πλήρη εξοστρακισμό των προτύπων σκέψης που δημιουργούν έδαφος ψυχοδιανοητικής αρνητικής σκέψης και οκνηρίας; Στην κυρίαρχη απάλειψη των οικονομικοκοινωνικών σχέσεων που δημιουργούν ανθρώπινα τέρατα μέχρι του ο γονέας-τέρας να παράγει τέρατα-παιδιά και η τερατώδη κοινωνία να εξελίσσεται μόνο βάσει της ανθρώπινης αλληλοσπάραξης; Στην ολόπλευρη επιστημονική αρωγή κι ενίσχυση των χτυπημένων από τις εξαρτήσεις ατόμων που ψάχνουν εντός τους γαλάζιο ουρανό, καθάριο και ήλιο ζεστό εσωτερικής γαλήνης; Στην ξεκάθαρα ορατή εξήγηση του τι ψάχνει επιτέλους να βρει και να λύσει από μέρους της η Τέχνη και ποια τα ντεμέκ κίνητρα της; Στην ταξικά επιβεβαιωμένη αλληλέγγυα δράση ντόπιων και προσφύγων εργατών για την θανάτωση του δράκου διαίρεσης των λαών σε κάθε κράτος που αυτός ο δράκος υπάρχει;
Όλα τούτα υπάρχουν στα διηγήματα του Κώστα. Ο οποίος θεωρητικά και πρακτικά τα εντάσσει σε ένα αλληλομαχόμενο τρίπτυχο που κατά τη γνώμη του πλειονεκτεί στους δρόμους της ανθρώπινης βούλησης της σύγχρονης πραγματικότητας: Σιωπή, έρεβος, απραξία. Ακόμη κι εκεί όμως, κατορθώνει και τρυπώνει το μικρό ζιζάνιο της προόδου που οφείλει συνεχώς να μεγαλώνει ακατάπαυστα. Το ζιζάνιο που με τη φωνούλα του, που όλο και δυναμώνει, λέει στα αφτιά μας: «Την υποκρισία άλλωστε πάντα την γυροφέρνει η μοναξιά και καθώς φαίνεται η ειλικρίνεια δεν είναι για τον καθένα. Μα αναρωτιέμαι συχνά, θα γινόταν αλήθεια τόσο αφόρητη η ζωή, αν είχαμε το σθένος να την κοιτάμε κατάματα και να μιλούμε σταράτα;».
Στο επανιδείν σύντομα Κωνσταντίνε, σταράτες πια οι κουβέντες και όσο πάει. Το ζήτημα είναι το χνάρι μας στο μέλλον να είναι έστω σε λίγους κι έστω ελάχιστα φωτεινό. Συνεχίζουμε.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Το βιβλίο του Κωνσταντίνου Λίχνου, Αδιέξοδοι καιροί, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γράφημα.