Τα μεγάλα έργα, τα πραγματικά μεγάλα έργα, όσες φορές κι αν τα δεις, είναι σαν να τα βλέπεις πρώτη φορά. Πάντα έχουν να σου δώσουν κάτι, πάντα τα βλέπεις λες και δεν τα έχεις ξαναδεί. Έτσι έχει συμβεί με εμένα και με όλα τα έργα του Τσέχοφ. Δεν θυμάμαι πλέον πόσες φορές έχω δει το καθένα τους! Αυτό όμως που ξέρω είναι ότι η κάθε νέα παράστασή τους, έχει κάτι να μου προσφέρει, μου δίνει ένα συναίσθημα πληρότητας.
Είναι πασίγνωστη η ιστορία των τρυφηλών γαιοκτημόνων, των αριστοκρατών που δεν είχαν τη θέληση και τη δυνατότητα να σώσουν την περιουσία τους, που δεν είχαν μάθει ποτέ τους να δουλεύουν, που τους ξεπέρασε η εποχή τους. Είναι μοιραίο να χάσουν την πατρογονική τους γη και μαζί με αυτήν, τον υπέροχο βυσσινόκηπο, τον κήπο της Εδέμ. Μια νέα εποχή έρχεται, τα δέντρα θα κοπούν για χάρη της αλλαγής, της εκβιομηχάνισης, του πλουτισμού. Δεν θα είναι πλέον ο κήπος και ο παράδεισος των λίγων αλλά η εύκολη λύση και οι διακοπές των μεσοαστών.
Ο Άντον Τσέχοφ έγραψε τον Βυσσινόκηπο το 1903 και ήταν το τελευταίο του έργο που πρόλαβε να δει επί σκηνής, λίγο πριν πεθάνει. Το 1903 ήταν ήδη έντονη η επαναστατική ατμόσφαιρα στην τσαρική Ρωσία, ένα αναμμένο καζάνι που έβραζε ήταν και τα πράγματα ήδη άλλαζαν: δεν υπάρχουν πλέον δουλοπάροικοι, ο κόσμος αναζητά την αλλαγή. Όλη αυτή η ατμόσφαιρα είναι φανερή και διάχυτη στον Βυσσινόκηπο, ο οποίος γράφτηκε ως κωμωδία και όλοι οι ήρωες παραπαίουν ανάμεσα στο σοβαρό και στο γελοίο.
Η Λιούμπα, η πρωταγωνίστρια, είναι μια ξεπεσμένη αριστοκράτισσα, που παρά την οικονομική δυσπραγία της συνεχίζει να σκορπά τα χρήματά της. Ο αδελφός της συνεχώς φαντάζεται κινήσεις του μπιλιάρδου και κάνει ανέφικτα σχέδια για τη διάσωση του κτήματός τους. Ο Λοπάχιν, γιος και εγγονός δουλοπάροικων, κομπάζει που κατάφερε να ζει ελεύθερος, είναι πρακτικός και έξυπνος και έχει καταφέρει να μαζέψει χρήματα αλλά δεν παύει να είναι ένας αγροίκος χωρίς αρχές και χωρίς όραμα. Η Βάρια, η ψυχοκόρη της οικογένειας, είναι μια άτολμη γεροντοκόρη. Ο Τροφίμοφ, ο αιώνιος φοιτητής, ονειρεύεται την επανάσταση που θα έρθει, αλλά ο ίδιος παραμένει μόνο στη θεωρεία και αδυνατεί να πράξει το οτιδήποτε. Ο γείτονας γαιοκτήμονας, ζητά συνεχώς δανεικά και περιμένει μια λύση που δεν έρχεται φυσικά. Ο γέρος υπηρέτης έχει ξεκουτιάνει και αναπολεί τα χρόνια της απόλυτης εξουσίας των πλουσίων και της σκλαβιάς του. Αν το καλοσκεφτεί κανείς, δεν ξέρει αληθινά, πώς να αισθανθεί για αυτούς τους ήρωες: να λυπηθεί για τα προβλήματα που μαζεύονται μοιραία ή να γελάσει με τις ακραίες αναζητήσεις τους και τις ανθρώπινες αδυναμίες τους. Αλλά, αυτό συμβαίνει πάντα με τα έργα του Τσέχοφ: οι κωμωδίες του είναι τόσο συνυφασμένες με τραγικότητα, που είναι και για τους σκηνοθέτες δύσκολη η απόφαση να επιλέξουν τον τρόπο που επιθυμούν να αποδώσουν αυτό το υλικό.
Στο πρώτο ανέβασμα του Βυσσινόκηπου στο Θέατρο Τέχνης, ο Στανισλάβσκι προτίμησε το δράμα και αυτό δυσαρέστησε τον ίδιο τον Τσέχοφ. Στην παράσταση που θα δείτε στο Μικρό Broadway, ο Βασίλης Πλατάκης, προτίμησε την κωμωδία, δεν απέφυγε βέβαια κάποιες δραματικές πινελιές (που όντως χρειάζονταν). Άλλωστε, αυτό είναι τα έργα του Τσέχοφ: κωμωδίες που έχουν έντονη, σε στιγμές στιγμές, την αίσθηση του δράματος. Ίσως επειδή και η ίδια η ζωή μας είναι έτσι: μια κωμωδία με τραγικές στιγμές, που δεν μπορούμε να αποφύγουμε. Ίσως για αυτό να είναι τόσο δημοφιλή παγκοσμίως τα έργα του Τσέχοφ και να υπάρχουν τόσα πολλά ανεβάσματά τους κάθε χρόνο.
Στην τωρινή παράσταση κυριαρχεί η αίσθηση του γελοίου, τονίζονται τα κωμικά στοιχεία όπως πρέπει, αλλά δεν λείπουν και οι τραγικές πινελιές. Γιατί πώς αλλιώς μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει τον ρόλο του πιστού, υπερήλικου υπηρέτη, που επιμένει να προστατεύει τους αφεντάδες του και να αναπολεί τα χρόνια της σκλαβιάς του; Υπέροχα ερμηνευμένος ο ρόλος από τον παλαίμαχο Μανώλη Δεστούνη. Γενικά, πολύ καλές ερμηνείες από όλο το καστ των ηθοποιών.
Η μετάφραση είναι του Λυκούργου Καλλέργη και ακούγεται ακόμα τόσο φρέσκια, ζωντανή και σύγχρονη! Τα κουστούμια υπογράφει η Ανδρομάχη Μοντζολή: ταιριαστά με την εποχή, δίνουν μια αίσθηση πλούτου αλλά και ποικιλίας. Τη μουσική έχει επιμεληθεί ο Τάκης Μπινιάρης με μεγάλη μαεστρία, όπως μας έχει συνηθίσει.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου