Εάν θα έπρεπε να επιλέξω τρία αγαπημένα λογοτεχνικά είδη, σίγουρα ένα εξ αυτών θα ήταν το είδος της αστυνομικής λογοτεχνίας. Θα μου επιτρέψετε να τρέφω μία ιδιαίτερη αδυναμία στην συγκεκριμένη κατηγορία βιβλίων, καθώς δύναται και συγκεντρώνει κάτω από μία κοινή «ομπρέλα» το κοινωνικό στοιχείο, την περιπέτεια, το μυστήριο, ακόμη και θέματα από την αληθινή ζωή. Διεγείρουν τις αισθήσεις και τη φαντασία μου. Με κρατούν σε μία μόνιμη εγρήγορση και τρόπον τινά βοηθούν στην «κάλυψη» της ανάγκης για μία απονομή της δικαιοσύνης –έστω και στο πλαίσιο της μυθοπλασίας– μέσω μίας τεχνητής ψυχικής λύτρωσης.
Αναγνώσεων συνέχεια και αυτήν τη φορά μου κράτησε πολύ όμορφη συντροφιά το νέο αστυνομικό μυθιστόρημα του συγγραφέα Νεοκλή Γαλανόπουλου, με τίτλο «Βάσει σχεδίου», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Κι επειδή εγώ έχω την καλή/κακή –πείτε την όπως θέλετε– συνήθεια να «αποκρυπτογραφώ» τους τίτλους των εκάστοτε βιβλίων που διαβάζω, ο συγκεκριμένος δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση, μα επιβεβαίωσε αυτόν τον «κανόνα».
«Βάσει σχεδίου», λοιπόν, κι αναρωτιέμαι σε τι σχέδιο, που πρέπει να ακολουθηθεί κατά γράμμα, μπορεί να αναφέρεται. Σε ένα σχέδιο που αφορά την διετέλεση ενός εγκλήματος; Σε ένα σχέδιο που στοχεύει στην επίλυση ενός μυστηρίου ή εγκλήματος; Κάτι άλλο; Όλα τα παραπάνω; Ή και τίποτα απ' όλα αυτά; Τα ερωτήματα πολλά και οι απαντήσεις τους θα δινόντουσαν μέσα στις σελίδες του βιβλίου κι αφότου θα έμπαινε η τελευταία τελεία.
Βλέπετε, το να υποθέσει κάποιος/α τι μπορεί να μας «μεταφέρει» η ιστορία ενός βιβλίου, απέχει παρασάγγας απ' το να το διαβάσει ολόκληρο και να εκφράσει μία γνώμη. Γι' αυτό κι εγώ την τελευταία μου κουβέντα την λέω μετά την ολοκλήρωση της ανάγνωσης κι όχι πιο πριν. Έτσι έγινε και με το παρόν βιβλίο. Μόνο που εδώ έριξα κάποιες κλεφτές ματιές και στην περίληψη, μήπως και βρω κάποια παραπάνω στοιχεία...
Η έρευνα για το ύποπτο θανατηφόρο τροχαίο, που έχει αναλάβει να φέρει εις πέρας ο απόστρατος ταξίαρχος της αστυνομίας και νυν δημοφιλής ‒λόγω τηλεόρασης‒ ιδιωτικός ντετέκτιβ Βαγγέλης Διαλυνάς, θα τον οδηγήσει στη νεαρή ζάπλουτη κληρονόμο Ελευθερία Μώρου, η οποία, αν και ιδιοκτήτρια-ένοικος μιας μεγαλοπρεπούς έπαυλης στην Κηφισιά, βγαλμένης λες από μυθιστόρημα του Γιάννη Μαρή, δεν έχει ‒και ούτε θέλει να έχει‒ καμία σχέση με «αριστοκρατικά τζάκια». Ο Διαλυνάς δεν θα αργήσει να διαπιστώσει ότι η απλή, προσηνής και μάλλον αιθεροβάμων δεσποινίς με τις καλλιτεχνικές τάσεις και φιλοδοξίες –καθώς και η επίζηλη περιουσία της, ασφαλώς– βρίσκεται στο επίκεντρο μιας σκοτεινής υπόθεσης με περίεργα «δυστυχήματα», οικογενειακά μυστικά και κακόβουλα ψέματα. Το κλειδί του μυστηρίου, όμως, δεν είναι το μόνο κλειδί που κρατάει η Μώρου. Κρίνοντας από αρκετά δείγματα ασυνήθιστης για το χαρακτήρα του και αντίθετης προς τη φήμη του συμπεριφοράς του βετεράνου ντετέκτιβ, ήδη από τη μέρα της αρχικής γνωριμίας τους, θα έλεγε κανείς ότι η Μώρου κρατάει και το κλειδί της καρδιάς του…
Βάσει, λοιπόν, ενός σχεδίου και πάντα με λεπτές, σχεδόν χειρουργικές, κινήσεις ο συγγραφέας μας προσφέρει ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που επάξια ανήκει στην κατηγορία των νουάρ. Οι εν δυνάμει ένοχοι πολλοί... Ποιος, όμως, μπορεί με βεβαιότητα να τους υποδείξει; Και εμείς ως αναγνωστικό κοινό, κάπου στην μέση, να «δεχόμαστε» τα διασταυρωμένα πυρά όλων των πλευρών που αντικρούουν τη δύναμη και την αλήθεια του ενός και του άλλου... Ποια αλήθεια να δεχθούμε ότι ευσταθεί και ποια να απορρίψουμε; Ισχύει αυτό που λένε πως η αλήθεια έχει τόσα πρόσωπα, όσοι κι εκείνοι που διατείνονται πως την κατέχουν;
Πρώτη, μα καίρια, γνωριμία με την πένα του συγγραφέα και οφείλω να ομολογήσω πως εντυπωσιάστηκα από την οξυδέρκεια της σκέψης του και το πώς αυτή «μεταφράζεται» μέσα στην επίσης ευφυή ιστορία του βιβλίου. Ένα βιβλίο καλογραμμένο και προσεγμένο μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια. Από το πλούσιο λεξιλόγιο, το απαραίτητο χιούμορ, τα εύστοχα αινίγματα, τον στρωτό και αδιάκοπο λόγο του συγγραφέα, που πείθει με μία τόση φυσικότητα, τους ρεαλιστικούς διαλόγους, τους αληθοφανείς χαρακτήρες, που πρωταγωνιστούν σαν άλλοι «άγιοι» και «δαίμονες», όμοιοι με πρόσωπα που συναντάμε μέρα και νύχτα στην καθημερινότητά μας έως και τις γλαφυρές περιγραφές των σκηνών, καθώς και την αγωνία που χτυπά κόκκινο, είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται με μία ανάσα, όχι μία, αλλά πολλές φορές με το ίδιο αμείωτο ενδιαφέρον.
Εν κατακλείδι, μπορώ να πω πως αγάπησα τόσο τη γραφή του συγγραφέα, όσο και τον κεντρικό ήρωα του βιβλίου, που είναι σίγουρο πως μελλοντικά θα αναζητήσω να διαβάσω κι άλλο έργο του και –γιατί όχι;– μία επικείμενη συνέχεια με πρωταγωνιστή τον αγαπημένο μας ήρωα. Ένα βιβλίο που αξίζει να αναζητήσετε κι εσείς, για να διαπιστώσετε πως και στη χώρα μας έχουμε εξαιρετικές πένες δημιουργών κι ανάλογα έργα.
Καλή ανάγνωση!
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου