Γιάννη Σμίχελη
— Να την κάνεις μόκο και να δεχτείς αυτό που σου ζητάνε!
— Τι λες ρε μάνα; Πλακωνόσασταν εσείς εικοσιπέντε χρόνια και μου λες να κάνω τουμπεκί! Στα μαχαίρια είσαστε μέχρι σήμερα.
— Εεεεεεεεε...
— Τι εεεεεε; Δεν λέγατε ότι η θεία έστειλε τον μπαμπά με έμφραγμα στο νοσοκομείο; Πως πάντα του άφηνε τα ψυγεία άδεια, πως είχε μια μουτσούνα μέχρι το πάτωμα και δεν μίλαγε σ' άνθρωπο; Πως σας εκβίαζε συνεχώς χτυπώντας σας συνέχεια; Ότι σαν ιδιοκτήτρια σας πετάει έξω όποτε θέλει και μια φορά μάλιστα ο μπαμπάς έψαχνε νέο μαγαζί να φύγει; Ξεχνάς που ήρθες μες στα νεύρα γιατί η κουνιάδα της, ο σκελετός της χούντας, σας ούρλιαζε ότι εκμεταλλεύεστε την περιουσία της;
— Εεεεεεεεεεεε...
— Με δουλεύεις με το εεεεε; Εγώ δεν κάνω πίσω· ή αυτοί θα το πάρουν και θα πληρώσουν το μερίδιό μας ή εγώ και θα πληρώσω σ' αυτούς.
— Γεια σου θεία! Ποσά θέλετε για το μερίδιο;
— Ογδόντα.
— Δεν είναι πολλά ογδόντα χιλιάρικα για τον μισό αέρα;
— Τόσα θέλω.
— Όλα μαύρα θα είναι. Είναι παρά πολλά. Αέρας είναι, δεν είναι ακίνητο.
— Αν θέλεις το ακίνητο ζητάμε ένα εκατομμύριο. Αν και δεν νομίζω πως θέλουν τα παιδιά μου να πουλήσουν.
— Καλά. Θα ψάξω για συνέταιρο και τα λέμε.
— Γιάννη θα πάμε στου Μπάμπη να κουβεντιάσουμε για συνεργασία, θέλει να βάλει τον γιο του μέσα.
— Εγώ είμαι σύμφωνος, ας έρθουν να δουν το μαγαζί, ξέρω πως έχουν εμπειρία όποτε γιατί όχι. Να κανονίσετε συνάντηση με την ενδιαφερόμενη, αυτή πουλάει. Εγώ νομίζω πως ζητάει παρά πολλά για μισό κοπανιστό αέρα.
— Καλά θα το κανονίσουμε.
— Πώς πήγε η κουβέντα; Βγάλατε άκρη;
— Επιμένει στα ογδόντα.
— Ο Μπάμπης της είπε πως είναι παρά πολλά κι ότι πρέπει να κατέβει.
— Αυτή ανένδοτη. Τα θέλει όλα κι ακατέβατα.
— Κάνανε πίσω.
— Καλά θα πάω να της μιλήσω.
— Γιατί ζητάς τόσα πολλά; Ο εξοπλισμός είναι παμπάλαιος. Το όνομα από μόνο του μπορεί να έχει μια αξία αλλά είναι αναγκαία η πλήρης ανακαίνιση. Είναι δυνατόν ν' ανεβαίνει η τιμή της επιχείρησης σχεδόν στα τριακόσια χιλιάρικα σύμφωνα με τις απαιτήσεις σου. Όλα θέλουν ξήλωμα και τα μηχανήματα πέταγμα.
— Τόσα θέλω.
— Ε τότε δώσε μού τα και φεύγω εγώ, αφού δεν κάνεις πίσω.
— Εγώ δεν αγοράζω. Το κλείνουμε τότε.
— Ααα έτσι; Αυτός είναι ωμός εκβιασμός! Μας βάζεις το μαχαίρι στον λαιμό.
—….
— Θα τον βάλω συνέταιρο κι ας μην έχει. Είναι αποδεκτός από όλους γιατί δουλεύει χρόνια εκεί μέσα. Θα πάρω δάνεια. Συμφώνησε τελικά στα σαράντα χιλιάρικα προκαταβολή και τα υπόλοιπα σαράντα σιγά σιγά, θα της τα πληρώνει ο συνέταιρος. Βέβαια αύξησαν το ενοίκιο τριάντα τοις εκατό. Από εννιακόσια στα χίλια διακόσια και θα χρειαστούμε και δάνειο για την ανακαίνιση. Δηλαδή για αρχή πενήντα χιλιάρικα και στα επόμενα δυο χρόνια αλλά τόσα. Το ακίνητο είναι σαράβαλο.
— Με το που εξάγγειλε το μνημόνιο ο Γιωργάκης έπεσε η δουλειά κατά τριάντα τοις εκατό. Δεν βγαίνω. Δεν θέλουν να κατεβάσουν οι άλλοι το ενοίκιο. Είπαν μόνο πως δεν θα κάνουν αύξηση. Ευτυχώς πούλησα το μισό σπίτι στον αδελφό μου κι εξασφάλισα αλλά σαράντα χιλιάρικα. Πληρώσαμε όλους τους πιστωτές και τις υπηρεσίες. Αλλά φάγαμε μπλόκο στον Τειρεσία. Μας σφράγισαν επιταγή. Καλύτερα έτσι. Με ό,τι βγάζουμε θα πληρώνουμε.
— Ο χειμώνας δεν τραβάει με τίποτα. Προτιμότερο να το κλείνουμε Σαββατοκύριακο.
— Θα έρχομαι το Σάββατο. Θα το κρατάω μόνος μου.
— Καλά κάνε ό,τι νομίζεις.
— Θα φύγω. Θα ψάξω δουλειά στο εξωτερικό. Δεν χωράμε όλοι. Ρε Νίκο, γιατί δεν πας στην Αγγλία που είναι η γυναίκα και το παιδί;
— Εγώ πάω μόνο για διακοπές εκεί. Νομίζω πως θα μου πέσει ο ουρανός με την μαυρίλα. Δεν φεύγω από αυτήν εδώ την πόλη με τίποτα.
— Καλά. Όποτε θα την κάνω εγώ. Θα πάω Τσεχία που είναι ο Μανώλης και βλέπουμε.
— Πώς πάει η κίνηση;
— Σκατά τίποτα. Από το κακό στο χειρότερο. Εκεί τι λέει;
— Μας ξεζουμίζουν για ψίχουλα. Πατάνε στο ότι δεν μιλάμε γερμανικά και δεν ξέρουμε τα συστήματα. Πάντως δουλειές έχει.
— Τι γίνεται;
— Πέθανε ο Νίκος. Είχε χαθεί δυο μέρες. Τον βρήκε ο κουμπάρος του κόκαλο ακουμπισμένο στον τοίχο.
— Δεν πάμε καλά. Δεν έχω λεφτά να πληρώσω το τηλέφωνο. Ίσα ίσα κατάφερα και πλήρωσα το ρεύμα. Αλλά το νερό αδύνατον. Φυσικά και οι διακανονισμοί πήγαν περίπατο.
— Κοίτα, λέω να το κλείσουμε. Δεν έχει νόημα πια.
— Καλά.
— Έρχομαι τότε.
— Θα έρθει ο έμπορας για τον εξοπλισμό.
— Πότε;
— Τώρα. Θα δει και θα σου πει.
— Λοιπόν όλα μαζί τρία χιλιάρικα. Και το μαντέμι το παίρνουμε για τον σιδερά.
— Ρε συ δώσαμε μόνο για τα μπεν-μαρί και τα αιρ-κοντίσιον 12 χιλιάρικα!
— Μην τον ακούς, πάρε τα και δώσε μου τα λεφτά. Τρία τρία.
— Ρε τι κλαις;
— Εδώ μέσα παντρεύτηκα.
— Κι εγώ έτρωγα σχεδόν τριάντα χρόνια.
— Εμένα μου πήρε πέντε χρόνια στην Γερμανία μετανάστης για να το δουλέψω στο κεφάλι μου και να το δεχτώ.
Τέλος
Copyright © Γιάννης Σμίχελης All rights reserved, 2022
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Συνοδεύεται από έργο Ηλία Παπανικολάου (ατομική έκθεση Ακροβάτες)
Το κείμενο ανήκει στο πεντάπτυχο «Το πλεκτό της παρακμής»
Ο δημιουργός σημειώνει: Είναι μια απόπειρα ενός πεντάπτυχου. Τα Κλαμπατσίμπαλα, ένας μονόλογος που επικεντρώνει στις διαστάσεις μιας πτώχευσης, το Συμφωνία τεφαρίκι είναι ένας διάλογος γυμνός των εμπλεκομένων προσώπων και παράθεση των γεγονότων δίχως ποιητικό ντύσιμο ενώ Το μαγαζί μου είναι μια ψυχοσυναισθηματική απεικόνιση της σχέσης ιδιοκτήτη εστιατορίου με ψυχαναλυτική προσέγγιση για την ανάδειξη της υποσυνείδητης διάστασης.
Ακολούθησαν τα: Κλήρωση στημένη και το τελευταίο κείμενο του πεντάπτυχου «Το πλεκτό της παρακμής», το Καραγκιοζιλίκια