Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο -παρακολουθείτε όλα τα είδη- ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθιστορήματα: Ο καπετάνιος τση Ζάκυθος * Το κορίτσι της Σελήνης * Οι τρεις πίνακες * Η φυγή των τεσσάρων * Από τις στάχτες της Καντάνου * Σαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ * 4ος όροφος ** Αληθινή ιστορία: Το ανυπεράσπιστο αγόρι ** Διηγήματα: Αγόρια και κορίτσια * Pelota * Backpack: Ιστορίες χίμαιρες ** Διάφορα άλλα: Έξι τίτλοι από τις εκδόσεις Ελκυστής * Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις Ελκυστής ** Για παιδιά: Η περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη * Ρόνι ο Σαλιγκαρόνης

Στις παγίδες του Σπερχειού

Δημήτρη Μακρυγιάννη

Πίνακας αρχείου shutterstock

Η ιστορία που θα σας διηγηθώ είναι παλιά και διαδραματίστηκε στη δεκαετία του ογδόντα, όταν επιτρεπόταν στον Λαμιακό Κόλπο το κυνήγι και φυσικά τα νιάτα μας ήταν επάνω στην άνθηση και την ακραία τόλμη κι αποφασιστικότητά τους. Ο μεγάλος κι εύφορος λαμιακός κάμπος ήταν τότε άκρως καλλιεργήσιμος και η ποικίλη του παραγωγικότητα όχι μόνο έτρεφε αλλά προστάτευε παράλληλα την πανίδα που ζούσε μέσα σ' αυτόν. Εμείς οι κυνηγοί βέβαια τον θεωρούσαμε πολύ σπουδαίο κυνηγότοπο, τόσο από πλευράς ποικιλίας θηραμάτων όσο και από πλευράς θηραματικών πληθυσμών, κάτι που φαινόταν από χωράφι σε χωράφι με τις φωνές και τα τσιρίγματα των πουλιών. Οι δύο του μεγάλοι τροφοδότες ήταν τα γύρω βουνά, που φιλοξενούσαν τα πουλιά τις παγωμένες χειμωνιάτικες νύχτες και ο εξ ανατολής θαλάσσιος Μαλιακός Κόλπος, όπου κι αυτός, όχι μόνο φιλοξενούσε τα πάσης φύσεως υδρόβια, που έβρισκαν σ' αυτόν καταφύγιο, αλλά τα συντηρούσε κιόλας, με τον πλούσιο ζωικό μικρόκοσμο που επιβίωνε στα κανάλια και τις λιμνούλες με τα βουρκόνερα και τις παράλληλες αλλά πλούσιες αγροτικές καλλιέργειες.

Αναφέρομαι λοιπόν στη μεγάλη κι επίπεδη γη, ανατολικά και νότια της φθιωτικής πρωτεύουσας, που έχει στο επίκεντρο το αγροτοχώρι της Ανθήλης κι επιτρέπει στον Μαλιακό Κόλπο να δροσίζει ευεργετικά την αγροτική ανάπτυξη με την αμέριστη συνεργασία του τροφοδότη των φερτών υλών Σπερχειού Ποταμού. Ένα ποτάμι που, πληθωρικά και με δύναμη, λειτουργεί σαν παθιασμένο αρσενικό να γονιμοποιήσει κυριαρχικά την καρτερική γη, που την άνοιξη άρχιζαν οι πρώτες μεγαλειώδεις ομορφιές να δείχνουν τα καρποφόρα αποτελέσματα του χειμωνιάτικου γάμου της.

Οι φωτογραφίες που πάγωσαν τον χρόνο μέσα στο μεγάλο φιλμ των κυνηγετικών αναμνήσεων καταχωρήθηκαν για πάντα σ' ένα ξεχωριστό αρχείο με κύρια στοιχεία τις ατέλειωτες ομορφιές αυτού του τόπου και τις εξαιρετικά επικίνδυνες περιπέτειές μας, όπου το πάθος και η δύναμη της νιότης μας ήταν οι παρορμητικοί πρωταγωνιστές του ολοζώντανου υδροβιότοπου. Πλημμυρισμένα χωράφια, ολόγιομα κανάλια, πυκνές συστάδες βλάστησης, φυσικοί φράχτες κι ένα δαιδαλώδες πλέγμα λασπωμένων και μη αγροτικών δρόμων ρυμοτομούσαν την τεράστια λαμιακή γη σ' ένα ποικιλόχρωμο καλομονταρισμένο παζλ, που έσφυζε από ζωντάνια και κίνηση όλες τις εποχές. Οι θορυβώδεις εκπλήξεις από τα ξεπετάγματα των πιασμένων στα κανάλια κοπαδιών, το σήκωμα της ξεχασμένης πάπιας από δίπλα σου, ο οξύς ήχος του τρομαγμένου μπεκατσινιού, μέχρι και η απότομη θέα του φουσκωμένου Σπερχειού, τροφοδοτούσαν την αδιάκοπη ετοιμότητα των αισθήσεών μας μέσ' από την θαυμαστή παρουσία της φύσης, που δεν σ' άφηνε ποτέ αμέτοχο από τις ανά πάσα στιγμή ιδιαίτερες εκπλήξεις.

Πουλιά, πολλά, πουλιά! Πάσης φύσεως κοπάδια, από σιταρήθρες και σπουργίτες μέχρι μεγαλόσωμες πρασινοκέφαλες και χηνάρια. Και όταν ο καιρός ήταν χιονιάς με ψιλόχιονο και αέρηδες; Τότε να βλέπατε τι γλέντι! Τι περιπέτεια! Και τι κρύο βέβαια παγίδευε σε μερική ακαμψία τα μέλη του σώματος που ήταν περισσότερο απροστάτευτα. Ο υδροβιότοπος της Ανθήλης, έτσι τον αποκαλούσαμε, ήταν για μας ένας ακαταμάχητος πόλος έλξης στον οποίο συχνότατα παραδινόμαστε άνευ όρων και προϋποθέσεων.

Εκείνο το πρωινό, με τον Γιώργο, είχαμε ξεκινήσει αρκετά πριν του κανονικού, με πρόσχημα την αγριάδα του καιρού κι ένα ψωφόκρυο που δεν το άντεχες. Τα μουγκρητά των μηχανών από τις αργοκίνητες νταλίκες έδιναν ένα βροντώδες ηχητικό «φόντο» στην υγρή μαυρίλα που αγκάλιαζε απειλητικά τον κάμπο της Κωπαΐδας. Πιο πάνω στα υψώματα του Μαρτίνου, που οι σταγόνες της βροχής νόμισαν πως έγιναν χιόνι, έτριψα τα χέρια μου με ευχαρίστηση λέγοντας μη επιτρεπόμενα κυνηγετικά λόγια, μπερδεύοντας μια αναμενόμενη ευχαρίστηση μ' ένα αλλόκοτο κυνηγετικό πείσμα.

Ήταν ακόμη νύχτα, όταν στρίψαμε δεξιά για την Ανθήλη, λίγα χιλιόμετρα πριν την πόλη της Λαμίας. Διασχίσαμε αργά το μικρό, απλωμένο στον κάμπο του, χωριό, που παραδομένο στ' απομεινάρια του παγωμένου πρωινού, θα τυλιγόταν χουχουλιάζοντας νωχελικά στις βαριές μπονόβες με την μάλλινη προβατίσια τρίχα, που ζέσταινε τα κορμιά όσο κανένα άλλο σκέπασμα στον κόσμο. Κι ενώ οι λασπωμένοι δρόμοι μάς ήταν γνωστοί, συνήθως χάναμε αυτόν που μας οδηγούσε δίπλα στο απόμακρο αντλιοστάσιο, όπου σχεδόν πάντα αφήναμε το, αγνώριστο από τη λάσπη, αυτοκίνητό μας.
Οι πόρτες, που ανοίγαμε αργά και σιγανά λες κι επρόκειτο να πάμε για κάποιες κλοπές, άφηναν ανελέητα το πρώτο κύμα της πρωινής παγωνιάς να μας χτυπήσει στο πρόσωπο κόβοντάς μας την ανάσα. Εμείς όμως λες και αγνοούσαμε αυτές τις διατρήσεις της παγωνιάς μέχρι το κόκκαλο, κλείναμε με τον λιγότερο ηχηρό τρόπο την πόρτα για ν' ακούσουμε τις φωνές των πουλιών, να εντοπίσουμε τη θέση τους και κυρίως να συμπεράνουμε κατ' εκτίμηση το αν ήταν πολλά ή λίγα. Μερικά λεπτά ήταν αρκετά για την επιτόπια εκτίμηση, κι αμέσως μετά ξέσπαγε ένας χαμηλόφωνος συναγερμός με μια σαστιμάρα κι αδέξιες κινήσεις, για να πάρουμε συντόμως τ' απαραίτητα και να ξεκινήσουμε για τις φυλάχτρες μας. Έδενα τα κορδόνια από τα παραπέτια του καπέλου μου κάτω απ' το σαγόνι, για την προστασία των αφτιών μου, όταν ο Γιώργος με μια πνιγηρή μακρόσυρτη φωνή: «Κοπάδι πάνω μας ρε... Κοπάδι... Κοπάδι!».

Ήταν αυτή η ώρα που ο βάλτος ήθελε να ξυπνήσει! Η ώρα που ποικίλες φωνές πουλιών προμήνυαν το φως της χαραυγής σ' ένα ηχητικό συνονθύλευμα με κραυγές από διάφορα νυχτερινά ζουλάπια, που είχαν βγει για κυνήγι και ξεκίναγαν τώρα για τη φυγή τους στις πλαγιές των γύρω βουνών ή την εξαφάνισή τους μέσα σε βαθιές υπόγειες τρυπούλες, συνήθως σε πυκνά φυλλώματα ή συστάδες με πολλαπλές ρίζες. Ήταν αυτή η ώρα που η ζωή, η φύση, το περιβάλλον παίρνοντας μια πιο φωτεινή ταυτότητα ζωντάνευαν ένα ανατριχιαστικά κυνηγετικό όργιο, όπου πρώτη η φαντασία έτρεχε ακράτητη πίσω από τον παφλασμό του κοπαδιού, που σαν σκοτεινός ίσκιος περνούσε πάνω απ' τα κεφάλια μας, άτρωτος, γιγαντιαίος, αλώβητος.

Βαρύς εξοπλισμός, βαριά τα βήματά μας στην κολλώδη λασπουριά, βαριά ακόμη και η νύχτα, που δεν άφηνε το βλέμμα μας να τρυπήσει το άπιαστο στημένο τείχος μπροστά μας φτιαγμένο από θολούρα σκοτάδι και αντάρα. Το κλατς-κλουτς από τις μπότες μας, που ξεκολλάνε απ' τον αφιλόξενο βούρκο, κράτησε κάμποση ώρα μέχρι ν' αρχίσει ο νέος ήχος του νερού, που έφθανε συχνά και πάνω απ' το γόνατό μας δίνοντας ένα νέο ηχητικό ρυθμό: Μπλουντούφρς, μπλουντούφρς. Επιτέλους οι δέσμες των φακών μας συνάντησαν τις γνωστές καλαμένιες φυλάχτρες μας, όπου το νερό και η παγωνιά ώρες ολόκληρες προσπαθούσαν να κάμψουν το κουράγιο μας για την αναμονή των κοπαδιών τραυματίζοντας ύπουλα το κυνηγετικό μας ηθικό!

Οι πρώτες μπηχτές τουφεκιές φάνηκαν σαν επιπόλαια απάντηση στις προκλητικές φωνές των υδρόβιων τραγουδιστών, δεν άργησε όμως αυτό το πρωινό πανηγύρι να εξελιχθεί στους ρυθμούς των τουφεκιών μας όταν ξύπνησε ολότελα ο βάλτος και η μέρα θέλησε να παραμερίσει το σκοτάδι.
Μεθυσμένοι απ' το κυνηγετικό γλέντι, αχόρταγοι οφθαλμολάγνοι της μακρινής εικόνας των κοπαδιών, που έμπαιναν από τη θάλασσα και πλεύριζαν τις πλατιές εκβολές του Σπερχειού Ποταμού, θελήσαμε να δώσουμε μια προέκταση της κυνηγετικής μας απληστίας πηγαίνοντας σιγά σιγά προς τα εκεί. Και να! Οι φαλαρίδες να μας αιφνιδιάζουν... Να... τα παπιά να μας «καβαλάνε», σ' αυτή την αργή πορεία προς την βαλτώδη παγίδα, που συχνά η φύση στήνει απαγορευτικά, για λόγους που εκείνη γνωρίζει.

Η βραχνή κοφτή τσιρίδα του βασιλικού μπεκατσινιού, με τη μεγάλη μύτη, έδειχνε την πορεία του πουλιού προς τη θάλασσα και ίσα που πρόλαβα να το δω και να το τουφεκίσω με αρκετή προσκόπευση. Κοιτούσα και σκεφτόμουν θα πέσει; δεν θα πέσει... όταν σχεδόν ταυτόχρονα οι φωνές του Γιώργου απ' το βάθος, φορτωμένες με τρόμο και απόγνωση τρύπωσαν στ' αφτιά μου βίαια για να με κατατρομάξουν και να χτυπήσουν συναγερμό! Αστραπιαία τα μάτια μου σάρωσαν τον χώρο απ' όπου ερχόταν η φωνή για να εστιάσω έκπληκτος τον μισοβυθισμένο στον βούρκο φίλο μου να επαναλαμβάνει σχεδόν με κραυγές απόγνωσης: «Βοήθειααααα... Δημήτρη, βουλιάζω!». Μου πάγωσε το αίμα. Κόπηκαν τα πόδια μου, ήταν αδύνατο να χωνέψω ότι από την μια στιγμή στην άλλη ο βούρκος είχε καταπιεί τον Γιώργη, με μια θανάσιμα καλοστημένη παγίδα, που τίποτε δεν πρόδιδε την παρουσία της.
Όσες δυνάμεις μου είχαν απομείνει, απ' το εξαντλητικό μου περπάτημα στον κολλώδη βαλτότοπο, επιστρατεύτηκαν άμεσα, σε σημείο που άρχισα σχεδόν να τρέχω για να προλάβω το κακό. Όσο πλησίαζα όμως προς τις εκβολές του Σπερχειού τόσο γιγάντωνε κι ο φόβος, όχι μόνο αν προλάβω για την έγκαιρη παροχή βοηθείας, αλλά και για το μήνυμα που μου έδινε ο χώρος που πατούσα! Κάθε μου βήμα έδειχνε τη δόνηση από το βάρος μου που δεχόταν το έδαφος να μεταφέρεται σαν κυματισμός γύρω γύρω, όπως ακριβώς συμβαίνει όταν πετάμε ένα πετραδάκι στο νερό της λίμνης. Το σαθρό και προφανώς αδύνατο στρώμα, του δημιουργημένου από φερτές ύλες εδάφους, δεν μπορούσε να δεχτεί το βάρος του ανθρωπίνου σώματος και στα πιο αδύνατα σημεία του υποχωρούσε σαν ρουφήχτρα στο βουρκώδες υπέδαφος του οποίου, τα επί σειρά ετών στηρίγματα, ήταν τα διάφορα υλικά που κουβαλούσε τους χειμώνες ο αγριεμένος «επιβήτορας» της λαμιακής γης.

Η σκέψη ότι κινούμαι επάνω σε κούφιο έδαφος, κόντεψε να μηδενίσει την ήδη εξαντλημένη μου ψυχραιμία και το γεγονός ότι θα βουλιάξω κι εγώ από στιγμή σε στιγμή, με ανάγκασε σε επανεκτίμηση της κατάστασης. Τι να σκεφτώ όμως; Ο χρόνος περνούσε, ο Γιώργος φώναζε κι αυτομάτως πέφτω πρηνηδόν, συρόμενος και καταλασπωμένος σαν γλοιώδες ερπετό, μέσα από ένα δύσοσμο κι επικίνδυνο μονοπάτι θανάτου μέχρι να φθάσω κάπως κοντύτερα στον άτυχο συνάδελφό μου. «Υπομονή ρε φίλε... κουράγιο», του φωνάζω με δύναμη, έχοντας κατά νου την επόμενη σωτήρια κίνηση. Το τυλιγμένο στον λαιμό μου κασκόλ, η φαρδιά στρατιωτική μου ζώνη πάνω απ' τα θυλάκια, μαζί με τον αορτήρα του όπλου και τη λωρίδα του παντελονιού αποτέλεσαν τον δεσμό ζωής μεταξύ εμού και του παγιδευμένου, που στο δεύτερο πέταγμα του ιμάντα κατάφερε τελικά να τον πιάσει.

— Ρίξε το βάρος σου μπροστά, προσπάθησε να οριζοντιωθείς με το έδαφος, εγώ θα κρατάω κόντρα... Πάμεεεεε... Έλαααααα!

Είχα τυλίξει το κομμάτι της δερμάτινης ζώνης μου, απ' τη μεριά της μεταλλικής πόρπης, γύρω από το δεξί μου χέρι. Η κόντρα που κράταγα για να μπορέσει ν' απεγκλωβιστεί ο φίλος μου, έκανε τα χέρια μου να μελανιάσουν. Το μέταλλο, που βρέθηκε τυχαία στο πάνω μέρος της παλάμης μου, πίεζε επώδυνα τα τεντωμένα νεύρα και τις φουσκωμένες μου φλέβες. «Έλα ρε Γιώργη, δώσ' του ρε παιδί μου με δύναμη», του φώναζα έντονα και παρακλητικά έχοντας και τον φόβο μη τυχόν ο ιμάντας, που στην προκειμένη έμοιαζε με ομφάλιο λώρο ζωής, κοπεί ή σπάσει από την αμφίδρομη έλξη. Η υπερπροσπάθεια του Γιώργη, που τον έβλεπα μπροστά μου ν' αγωνίζεται και να ελίσσεται σαν ψάρι μαγκωμένο στα δίχτυα, έστελνε στ' αφτιά μου συνεχώς κοφτούς αγχώδεις στεναγμούς με ενδιάμεσα από κομμένες ανάσες βογκητά, κάνοντας τιτάνιο τον αγώνα για τη νίκη και τη ζωή. Δεν ξέρω το πώς, αλλά ένοιωσα ότι άρχισε να ξεφεύγει από την παγίδα του θεριεμένου βάλτου, που για πρώτη φορά μας αντιμετώπιζε με τόσο φανερή και προκλητική επιθετικότητα. Μου φάνηκε πως είδα τους σκεπασμένους από το τζάκετ του γλουτούς να σύρονται αργά προς την επιφάνεια, ενώ αργά ξεπρόβαλε και το επάνω μέρος των μηρών του διπλώνοντας ακόμη περισσότερο το σώμα του εμπρός με τη βοήθεια και το τράβηγμα του –ευτυχώς– ισχυρού και σωτήριου ιμάντα. «Έλα ρε Γιώργη! Τα κατάφερες ρε αγόρι μου, κοντεύεις!» Δεν ξέρω αν αυτά τα λόγια γιγάντωσαν τη θέλησή του, αλλά ένα ακόμη δυνατό αγκομαχητό, που με τρόμαξε, τον ξεπέταξε ολοκληρωτικά στην οριζοντίωση του αγριεμένου βαλτότοπου σαν γέννημα ζωοφόρου μήτρας, που ο ομφάλιος λώρος ζωής ήταν ακόμη τυλιγμένος στα πονεμένα χέρια και των δυο μας.

Ο χρόνος είχε παγώσει. Δεν ξέρω με ποιον τρόπο πλέον μετριόταν, αλλά εγώ ποτέ δεν μπόρεσα να μετρήσω πόσο κράτησε αυτό το μαρτύριο του απεγκλωβισμού, που με μηδενικό κουράγιο και δύναμη λειτουργούσαμε οριακά στο κόκκινο. Για λόγους ασφαλείας, αλλά και την ικανοποίηση του φόβου που μας είχε κυριολεκτικά καταβάλλει, κινηθήκαμε έρποντας ακόμη πιο πέρα απ' τα σημεία που, όταν ερχόμουν, περπατούσα όρθιος.
Σταματήσαμε. Ο Γιώργης ακούμπησε αγκομαχώντας το κεφάλι του επάνω στο λασπωμένο του χέρι, το πρόσωπό του έμοιαζε μ' εκείνο του νεκρού και το στόμα του δεν κατάφερε ν' αρθρώσει εκείνο το ευχαριστώ, που ήθελε να μου πει. Τα χείλη του δύο πάνινες λωρίδες, με ένα ματωμένο κόψιμο στην κάτω μεριά, δέχτηκαν σαν βάλσαμο ένα δάκρυ, που κύλησε αθόρυβα από τα κουρασμένα του μάτια ενώ δύο ρυτιδιασμένοι κύκλοι μετρούσαν τα μεγέθη του τρόμου και της αγωνίας, που τον είχαν καταβάλει. Ο χρόνος δεν ήταν πολύς, πέρναγε όμως τόσο βασανιστικά που έμοιαζε με αιώνα. Και ήταν αυτός ο αιώνας που τραυμάτισε τα νιάτα ενός παλικαριού με σημάδια ώριμου μεσόκοπου άνδρα.

Συνέβαινε όμως κάτι περίεργο, κάτι δεν κόλλαγε καλά στα μάτια μου, κάτι που προσπαθούσα κοιτάζοντας ερευνητικά να το εντοπίσω. Κοίταζα και ξανακοίταζα με βαθιά θλίψη αλλά και ικανοποίηση τα μαύρα μας τα χάλια, που χωμένοι και οι δυο απ' την κορυφή μέχρι τα νύχια στην καινούρια λασπωμένη μας ενδυμασία είχαμε γίνει πραγματικά αγνώριστοι. Τώρα όμως λύθηκε το αίνιγμα, τώρα είδαν τα μάτια μου το αξιοπερίεργο.
Πέρασαν κάποια λεπτά εκεί, πεσμένοι κατά γης, στη λύτρωση της ψυχικής μας λαβωματιάς, στην επαναφορά του κουράγιου από την εξουθενωτική προσπάθεια, όταν όμως είδα τον Γιώργη να τρέμει, προφανώς από την κούραση και το κρύο, του ζήτησα να σηκωθούμε και να πάμε το συντομότερο και μετά προσοχής στο αυτοκίνητο, γιατί σίγουρα θα ξεπαγιάζαμε. Και τότε λύθηκε το μυστήριο που δεν πήγαινε καλά στα μάτια μου. Ο Γιώργης είχε ελευθερωθεί από την ελώδη παγίδα του ακριβώς επειδή ξεγλίστρησε μέσα από τις κολλημένες μπότες του, οι οποίες δεμένες κι αυτές με κορδονάκια στο παντελόνι του έμειναν για πάντα κολλημένα εκεί, για να τον οδηγήσουν στην ελευθερία αφού αυτά του επέτρεψαν ν' αποδράσει με μεγαλύτερη ευκολία, μένοντας όμως με το μακρύ άσπρο του σώβρακο και τις χοντρές του κάλτσες, που όταν σύρθηκε πάνω στο έδαφος, πήραν κι αυτά το ίδιο καμουφλάζ-λασπόχρωμα από πάνω μέχρι κάτω. Έτσι η δική μου περιέργεια, που δημιουργήθηκε από κάποια άσπρα κομμάτια στο πίσω μέρος του δήθεν παντελονιού του, βρήκε τη λύση στο μακρύ άσπρο του εσώρουχο, που ευτυχώς ήταν και ισοθερμικό.

Όταν φθάσαμε στο αυτοκίνητο τρέμαμε και οι δύο σαν ψάρια. Βάλαμε τα αγνώριστα όπλα μας στο πίσω κάθισμα και με όλη μας τη λάσπη και την ελώδη βρομιά χωθήκαμε μέσα, βάζοντας μπροστά τη μηχανή μήπως και συνέλθουμε λιγάκι απ' το καλοριφέρ, που χρειάστηκε κάμποση ώρα για να μας ζεστάνει κάπως.

Στο δρόμο έτρεχα σαν τρελός. Η σκέψη και μόνο ότι μοιάζαμε σαν εξωγήινα φρικιά ή λασποβρυκόλακες που ήρθαν στη Γη για να κάνουν ζημιά, από τη μια μου προκαλούσαν φρίκη κι απ' την άλλη ντροπή και αηδία. Τόλμησα να αστειευτώ κάπως για να κάνω τον Γιώργη να ευθυμήσει λίγο κι ενώ στην αρχή τα κατάφερα μετά από δύο λεπτά πέσαμε και πάλι σε βαθιά μελαγχολία και προβληματισμό, που ήταν ολοφάνερο ότι κανένα αστείο, καμιά ευχάριστη κουβέντα δεν μπορούσε να μας βγάλει ολοκληρωτικά από τις γεμάτες κινδύνους βαλτωμένες μας σκέψεις.

Είχαμε καλύψει σχεδόν τον μισό δρόμο επιστροφής. Το καλοριφέρ του αυτοκινήτου μας είχε κυριολεκτικά φουντώσει σπάζοντας σε ασύμμετρα σχήματα τον φλοιό της λάσπης στα πρόσωπά μας. Κοιταχτήκαμε. Κι όταν ένα χαμόγελο μετατράπηκε σε ξεκαρδιστικό γέλιο, τότε καταλάβαμε κι οι δύο ότι τα φρικιά της λάσπης μόλις είχαν λευτερωθεί απ' τις λασπόφατσες.


Copyright © Δημήτρης Μακρυγιάννης All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα αρχείου Shutterstock

ΔΩΡΑ - Κλικ σε εκείνο που θέλετε για πληροφορίες και συμμετοχές
Pelota, Σταμάτη Γιακουμή4ος όροφος, Μάριου ΛιβάνιουΗ φυγή των τεσσάρων, Χάρη ΜπαλόγλουΑγόρια και κορίτσια, Δημήτρη ΣιάτηΣαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ, Αντώνη ΠαπαδόπουλουBackpack: Ιστορίες χίμαιρεςΑπό τις στάχτες της Καντάνου, Χριστίνας Σουλελέ
Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΟι τρεις πίνακες, Βαΐας ΠαπουτσήΈξι τίτλοι από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΤο κορίτσι της Σελήνης, Μαργαρίτας ΔρόσουΤο ανυπεράσπιστο αγόρι, Αλέξανδρου ΠιστοφίδηΡόνι ο Σαλιγκαρόνης, Χριστίνας ΔιονυσοπούλουΗ περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη, Ευαγγελίας Τσαπατώρα