Ο Αμερικανός συγγραφέας Μάρτιν Σέρμαν έχει γράψει πάνω από είκοσι θεατρικά έργα, είναι αυτός που μας έχει χαρίσει τον εξαιρετικό μονόλογο «Ρόουζ», που στην Αθήνα απολαύσαμε το 2001 με την αείμνηστη Αντιγόνη Βαλάκου και αργότερα με την Ζωή Λάσκαρη αλλά και με την Δέσποινα Μπεμπεδέλη. Μας έχει επίσης δώσει το «Όπως πάει το ποτάμι» και το θρυλικό πλέον «Μπεντ». Μπεντ στα αγγλικά σημαίνει «λυγισμένος» αλλά και αυτόν που υπερβαίνει τα όρια. Η λέξη στην αργκό καθιερώθηκε να σημαίνει επίσης τον ομοφυλόφιλο.
Το Μπεντ πραγματεύεται τη δίωξη των ομοφυλόφιλων στα χρόνια της ναζιστικής Γερμανίας. Το έργο ανέβηκε για πρώτη φορά παγκοσμίως στο Λονδίνο, το 1979, την ίδια ακριβώς ημέρα που αναλάμβανε την πρωθυπουργία η συντηρητική Μάργκαρετ Θάτσερ. Αποτελεί και αυτό ένα από τα παράξενα παιχνίδια της μοίρας! Τους πρωταγωνιστικούς ρόλους ανέλαβαν τότε ο Ίαν Μακ Κέλεν και ο Τομ Μπελ. Το 1980 το Μπεντ ανέβηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα με πρωταγωνιστές τον Πέτρο Φυσσούν και τον Γιάννη Φέρτη. Ήταν η πρώτη φορά που ένα μεγάλο, κεντρικό αθηναϊκό θέατρο ανέβαζε έργο που είχε ως πρωταγωνιστές ομοφυλόφιλους, γεγονός που συζητήθηκε αρκετά εκείνη την εποχή. Σε εκείνη την ιστορική πλέον παράσταση ακούσαμε για πρώτη φορά το υπέροχο τραγούδι της Τάνιας Τσανακλίδου «Οι δρόμοι του Βερολίνου» σε μουσική Γιάννη Σπανού και στίχους Μάνου Ελευθερίου. Ακολούθησε η παράσταση με τον Σταύρο Ζαλμά και τον Σπύρο Σπαντίδα το 1995 ενώ το 2002 το Μπεντ θα ανέβει ξανά με πρωταγωνιστές τον Απόστολο Γκλέτσο και τον Κώστα Κοντογιάννη. Το Μπεντ θα παιχτεί επίσης το 2012 στο θέατρο Vault με τον Δημήτρη Καρατζιά και τον Στέφανο Κακαβούλη με νέα μουσική του Μάνου Αντωνιάδη.
Το Μπεντ μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο σε προσαρμογή σεναρίου από τον ίδιο τον συγγραφέα με πρωταγωνιστές τον Κλάιβ Όουεν, τον Ίαν Μακ Κέλεν και τον Μικ Τζάγκερ.
Όλοι γνωρίζουμε τις θηριωδίες των ναζιστών εναντίον των Εβραίων, έχουμε δει αρκετές ταινίες και έργα με πρωταγωνιστές Εβραίους. Ελάχιστα όμως έχουν ειπωθεί για τις διώξεις των ομοφυλόφιλων. Στην Γερμανία από το 1871 έως το 1994 υπήρχε νόμος που απαγόρευε την ομοφυλοφιλία και οι ένοχοι τιμωρούνταν με φυλάκιση. Στα χρόνια του ναζισμού η ποινή της φυλάκισης μετατράπηκε σε θάνατο και καταναγκαστικά έργα ενώ δεν έλλειπαν οι περιπτώσεις του αναγκαστικού ευνουχισμού, των ορμονοθεραπειών και άλλων επεμβάσεων.
Κατά τη διάρκεια της ναζιστικής Γερμανίας, οι ομοφυλόφιλοι χρησιμοποιήθηκαν για να καλυφθούν πολιτικά κίνητρα. Προ του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, στη δεκαετία του 1930, υπήρχαν δύο παραστρατιωτικές οργανώσεις: τα τάγματα εφόδου (SA) και τα τάγματα προστασίας (SS). Τα τάγματα εφόδου μετρούσαν πάνω από τρία εκατομμύρια και δουλειά τους ήταν να συγκρούονται με κομμουνιστές, με σοσιαλδημοκράτες, με συνδικαλιστές ενώ τα τάγματα προστασίας, που μετρούσαν μόνο περί τα 30.000 άτομα, προστάτευαν τα υψηλόβαθμα κομματικά στελέχη. Αρχηγός του τάγματος εφόδου ήταν ο Ρεμ, ο οποίος ήταν ομοφυλόφιλος. Ο Χίτλερ από την μια ήθελε τα τάγματα εφόδου, αφού έκαναν όλη την βρόμικη δουλειά για αυτόν, από την άλλη όμως, φοβόταν την αυξανόμενη δύναμή τους και δεν ήθελε να δυσαρεστήσει τους βιομηχάνους και τους πλούσιους της Γερμανίας (οι οποίοι δεν ήθελαν τα τάγματα εφόδου αφού είχαν αντικαπιταλιστική νοοτροπία). Για αυτούς τους λόγους, ο Χίτλερ αποφάσισε να ξεφορτωθεί τα τάγματα εφόδου, κατασκεύασε μια ψεύτικη κατηγορία εναντίον του Ρεμ και χρησιμοποίησε την ομοφυλοφιλία του για να τον κατηγορήσει. Κάπως έτσι έγινε η γνωστή νύχτα των μεγάλων μαχαιριών και της σφαγής των ανώτερων αξιωματικών των ταγμάτων εφόδου και κάπως έτσι ξεκίνησε η μεγάλη δίωξη κατά των ομοφυλόφιλων αντρών στην Γερμανία του Χίτλερ. Πάνω από 10.000 άντρες ομοφυλόφιλοι μεταφέρθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, βασανίστηκαν και θανατώθηκαν, μόνο και μόνο επειδή είχαν διαφορετική σεξουαλική προτίμηση. Στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ο κάθε κρατούμενος είχε το δικό του αστέρι: κίτρινο για τους Εβραίους, κόκκινο για τους πολιτικούς κρατούμενους, πράσινο για τους κακοποιούς, καφέ για τους Ρομά, μπλε για τους μετανάστες και ροζ για τους ομοφυλόφιλους. Οι Εβραίοι, οι Ρομά και οι ομοφυλόφιλοι ήταν αυτοί που υπέφεραν περισσότερο: ξυλοδαρμοί, πειράματα, βασανιστήρια.
Το Μπεντ πρέπει να ανεβαίνει ξανά και ξανά και όχι μόνο για ιστορικούς λόγους, για να μάθουμε τι έγινε τότε στην ναζιστική Γερμανία αλλά και επειδή δυστυχώς ο ρατσισμός υπάρχει ακόμα. Η φτώχεια και οι δύσκολες συνθήκες που ζούμε δεν βοηθάνε την κατάσταση, το αντίθετο: οι κυβερνήσεις ακολουθούν τη λογική διαίρει και βασίλευε και ψάχνει για θύματα. Όποιος δεν ακολουθεί το ρεύμα, όποιος υποτίθεται ότι δεν είναι ίδιος, στιγματίζεται.
Στην φετινή παράσταση στο θέατρο Χώρα, την σκηνοθεσία του Μπεντ αναλαμβάνει ο πολύς Πέτρος Ζούλιας, ο οποίος δεν χρειάζεται καμία παρουσίαση από εμένα, όλοι γνωρίζουμε την σοβαρή δουλειά του. Ο Πέτρος Ζούλιας μας δίνει μια στιβαρή, δυνατή παράσταση, γεμάτη συγκινήσεις, μια παράσταση γροθιά στο στομάχι, μια παράσταση ενηλίκων.
Στον πρωταγωνιστικό ρόλο έχουμε τον Μέμο Μπεγνή, ο οποίος με ξάφνιασε ευχάριστα. Η αλήθεια είναι ότι πρώτη φορά τον είδα στο θέατρο. Είναι ένας ηθοποιός που τον είχα συνηθίσει στις γνωστές κωμικές σειρές της τηλεόρασης, οι οποίες δεν δίνουν μεγάλα περιθώρια υποκριτικής δεινότητας στους συντελεστές. Ο Μέμος Μπεγνής έχει ένα μεγάλο υποκριτικό τάλαντο, κυριολεκτικά σήκωσε όλη την παράσταση στους ώμους του. Ήταν εκεί από την πρώτη στιγμή έως την τελευταία, σε έναν ιδιαίτερα απαιτητικό ρόλο: κατάφερε να πείσει ως γλεντζές, ως απελπισμένος και κυνηγημένος, ως κυνικός, ως θύμα, ως ερωτευμένος. Υποκλίνομαι στο ταλέντο του και χαίρομαι πολύ που τον ανακάλυψα. Από εδώ και εμπρός, θα παρακολουθώ την καριέρα του.
Στον ρόλο του συγκρατούμενου ομοφυλόφιλου ο Ιωάννης Αθανασόπουλος, ήταν εξαιρετικός, έπειθε ως ταλαιπωρημένος, πεινασμένος αλλά ταυτόχρονα γεμάτος ζωή, γεμάτος δύναμη. Ήταν εκπληκτικό αυτό που έβγαζε: ο πιο δυστυχισμένος κρατούμενος ήταν ο πιο δυνατός από όλους τελικά, πιο δυνατός από τους βασανιστές του, πιο δυνατός από τον εραστή του, πιο δυνατός από τη μοίρα του.
Ο Δημήτρης Καραμπέτσης είναι ο θείος Φρέντυ, ένας σχετικά μικρός αλλά πολύ χαρακτηριστικός ρόλος, ο κρυμμένος ομοφυλόφιλος, παντρεμένος με παιδιά, ζει διπλή ζωή στα κρυφά για να διατηρήσει την κοινωνική του ηρεμία αλλά και την ίδια του τη ζωή.
Ο Μανώλης Θεοδωράκης αναλαμβάνει με μεγάλη επιτυχία, τον ρόλο της Γκρέτα, της τραβεστί των μεσοπολεμικών βερολινέζικων γκέι κλαμπ.
Η μετάφραση του έργου είναι η κλασική μετάφραση του Γιώργου Θεοδοσιάδη, είναι η μοναδική που υπάρχει στην Ελλάδα, από το 1980 που παίχτηκε για πρώτη φορά το έργο. Είναι ιδιαίτερα πετυχημένη και ακούγεται σύγχρονη. Τα πετυχημένα σκηνικά είναι της Μαίρης Τσαγκάρη, μας μεταφέρουν την ατμόσφαιρα της νυχτερινής ζωής του μεσοπολεμικού Βερολίνου αλλά και την φρίκη των ναζιστικών στρατοπέδων. Απλά, λιτά σκηνικά αλλά γεμάτα νοήματα: τα ηλεκτροφόρα σύρματα, οι βαριές πέτρες των καταναγκαστικών έργων, τα τραπεζάκια του κλαμπ, όλα έξυπνα φτιαγμένα. Τα εξίσου πετυχημένα κουστούμια υπογράφει ο Νίκος Χαρλαύτης: κοστούμια, στολές των Γερμανών στρατιωτών, φόρμες των φυλακισμένων, το υπέροχο μαύρο φόρεμα της Γκρέτα.
Η μουσική είναι για άλλη μια φορά πρωτότυπη και την υπογράφει ο Θοδωρής Οικονόμου. Στην παράσταση ακούγεται το τραγούδι «Στου Βερολίνου τα στενά», που ερμηνεύει πολύ όμορφα ο Μανώλης Θεοδωράκης.
Δεν ξέρω τι άλλο να γράψω. Θεωρώ ότι είπα πολλά. Το τελευταίο που θα πω είναι: μην χάσετε αυτή την αριστουργηματική παράσταση! Και ποτέ να μην ξεχάσουμε όλοι μας τη φρίκη του ρατσισμού, ασχέτως των θυμάτων του. Όλοι είμαστε εν δυνάμει θύματά του, όπως έλεγε ο Μπρεχτ.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Συντελεστές:
Μετάφραση: Γιώργος Θεοδοσιάδης
Σκηνοθεσία - Δραματουργική επεξεργασία: Πέτρος Ζούλιας
Σκηνικά: Μαίρη Τσαγκάρη
Κοστούμια: Νίκος Χαρλαύτης
Μουσική: Θοδωρής Οικονόμου
Φωτογραφίες: Μαριλένα Αναστασιάδου
Βοηθός σκηνοθέτη: Μαριάννα Τουντασάκη
Βοηθός σκηνογράφου: Μαρία Λώλου
Παίζουν:
Μέμος Μπεγνής
Ιωάννης Αθανασόπουλος
Μανώλης Θεοδωράκης
Γιάννης Σίντος
James Rodi
Χρήστος Ζαχαριάδης
Σπύρος Δούρος
και ο Δημήτρης Καραμπέτσης στο ρόλο του θείου Φρέντυ