Ο Κούλης Ζαμπαθάς, καρδιακός φίλος και κουμπάρος του Μενέλαου Λουντέμη, έχοντας συλλέξει ένα πολύτιμο αρχείο για τη ζωή του μεγάλου λογοτέχνη εμπλουτισμένο με επιστολές και ποιήματα, δίνει τη δυνατότητα στην κόρη του Φαίδρα, να προβεί σε έκδοση του βιβλίου, προσφέροντας στους αναγνώστες, μια πολυσχιδή βιογραφία ενός ανθρώπου που σε όλη του τη ζωή πάλευε τόσο για βιοποριστικούς λόγους, όσο και για λογοτεχνικούς.
Ο Μενέλαος Λουντέμης, γεννήθηκε το 1906 στην Αγία Κυριακή, που απείχε 2,5 ώρες από την Πόλη. Έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του ως πρόσφυγας, μένοντας για λίγο στην Αίγινα και μετέπειτα στην Έδεσσα, αλλά λόγω μιας διαφωνίας που προέκυψε ανάμεσα σε εκείνον και τον πατέρα του για τον επικείμενο γάμο της αδερφής του, αποφασίζει να φύγει μακριά τους.
Έρχεται στην Αθήνα, αλλάζει το όνομά του, γράφει συνεχώς και είναι άστεγος, μιας και τα οικονομικά του έσοδα είναι σχεδόν ανύπαρκτα. Με τον Κούλη Ζαμπαθά θα γνωριστεί στο στέκι τους, το σχολείο για πνευματικούς ανθρώπους, το Σαν Σούσι, και θα δεθούν μεταξύ τους με άρρηκτους δεσμούς. Θα φιλοξενηθεί στο πατρικό του Ζαμπαθά και αργότερα στο σπίτι που ο τελευταίος θα μένει με τη γυναίκα και την κόρη του και θα γίνει ο νονός της μικρής, επιλέγοντας να την ονομάσουν Φαίδρα.
Το βιβλίο είναι γεμάτο ποιήματα και επιστολές, που αντάλλαξαν μεταξύ τους, και επιπλέον περιέχει μια περιγραφή της άγνωστης για τους νεότερους Αθήνας. Από τις σελίδες του θα παρελάσουν πολλά ονόματα των γραμμάτων, όπως ο Γιάννης Ρίτσος, ο Τάσος Βουρνάς, ο Βάσος Βαρίκας και τόσοι άλλοι που αποτέλεσαν κομμάτια της ζωής του Μενέλαου Λουντέμη.
Η ζωή του Λουντέμη είναι συνυφασμένη με τη φτώχεια, την πείνα αλλά και την πένα, την ανεργία και την κιθάρα που δεν αποχωριζόταν ποτέ του. Οι πρώτες δημοσιεύσεις στην «Εστία», οι δημοσιευμένες –βραβευμένες– ερωτικές επιστολές, το αποτύπωμα μιας ματωμένης παλάμης, οι τουρνέ με τον θίασο, οι Ευαγγελικοί, τα ανέκδοτα βιβλία που μένουν όνειρα, ένα βραβείο πεζογραφίας το 1938, ο έρωτας, ο γάμος, η αριστερή του φύση, η Έμμυ, το έπος του '40 και το νέο μέλος της οικογένειας, βαφτισιμιά του Άγγελου Σικελιανού, που ακούει στο όνομα Μυρτώ, θα χρωματίσουν τις αναμνήσεις του και θα χαράξουν νέους δρόμους πλεύσης, πάντα με πυξίδα το γράψιμο που τόσο αγαπά.
Το τραγούδι, η κυβέρνηση Τσαλδάρη, ο Στρατής Μυριβήλης, η «Στρέλνα», το μανιφέστο, η εξορία, η κλινική του Λευκού Σταυρού, οι βουρκωμένες μέρες, η Ζωζώ, το αίσθημα κατωτερότητας που τον κατατρέχει και πηγάζει από το στραμπούληγμα στο πόδι του, αλλά και η απάρνηση του πραγματικού του ονόματος Δημήτρη Βαλασιάδη, θα τον σημαδέψουν ανεξίτηλα για πάντα.
Από τα βιβλία που διαβάζω, επιλέγω μια φράση, για να την μοιραστώ μαζί σας. Από το βιβλίο του Κούλη Ζαμπαθά, ένα μικρό βιογραφικό του οποίου θα βρείτε στο τέλος του άρθρου, επέλεξα την παρακάτω:
Η έμπνευση δεν σου 'ρχεται ό,τι ώρα τη θέλεις…
Ο πολυδιαβασμένος Μενέλαος Λουντέμης, γεννιέται και μας παρουσιάζεται μέσα από την πένα του Κούλη Ζαμπαθά, μεταφέροντάς μας τη δύναμη του πνεύματός του, τη γενναιότητά του απέναντι στα δύσκολα αλλά και τη δίψα του για τη ζωή και τα ιδανικά ενός όμορφου κόσμου.
Ο Κούλης Ζαμπαθάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1905, στην οδό Ακομηνάτου, πίσω από το τότε Βασιλικό Θέατρο. Φοίτησε στο περίφημο Σχολείο της Πλάκας, µε δάσκαλο τον ξεχωριστό λαογράφο Γεώργιο Μέγα. Τον πατέρα του δεν τον θυμόταν· όταν πέθανε, ήταν μωρό στην κούνια. Γι' αυτό και βγήκε νωρίς στη βιοπάλη. Παράλληλα, έγραφε ποίηση από μικρός. Ανήκει στη γενιά του '30. Διετέλεσε υπάλληλος στο Χρηματιστήριο Αθηνών, όπου εργαζόταν για κάποιον καιρό και ο πατέρας του. Αργότερα, διορίστηκε στο Ε.Ι.Ρ., όπου έγραφε παραμύθια για την «Ώρα του Παιδιού». Κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεµο, μαζί µε τον τότε στρατιωτικό διοικητή Στέφανο Τούµπα, παρέδωσαν µε δακρυσμένα µάτια τα κλειδιά του Ραδιοφωνικού Σταθμού της Αθήνας. Εκείνο το βράδυ, ο υπάλληλος Κ. Ζαμπαθάς είχε βάρδια στον σταθμό. Ύστερα από αρκετά χρόνια, διορίστηκε στην Προεδρία της Κυβερνήσεως και στη συνέχεια μετατέθηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών, απ' όπου συνταξιοδοτήθηκε. Το 1946 πρωτοστάτησε στο Ψήφισμα των 73 Λογοτεχνών ενάντια στα φασιστικά μέτρα, µε αποτέλεσμα να χάσει τα εργάσιμα χρόνια του και από μόνιμος να γίνει έκτακτος. Από την αρχή του Πολέμου μπήκε στις γραμμές του Ε.Α.Μ. Λογοτεχνών, στη θέση του Γραμματέα, καθώς και στην ΚΟΒΑ Λογοτεχνών. Τη Γραμματεία του Ε.Α.Μ. την παρέδωσε, γύρω στο 1947-48, στο συγγραφέα Στρατή Δούκα. Δεν σταμάτησε να γράφει και να δημοσιεύει σε διάφορα περιοδικά της εποχής, όπως τα «Ελεύθερα Γράμματα», «Η Φιλολογική Πρωτοχρονιά» κ.ά. Ήταν µέλος της λέσχης «Σαν Σουσί», στην οποία είχαν μαζευτεί όλοι οι προοδευτικοί συγγραφείς και καλλιτέχνες. Υπήρξε µέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και ο τελευταίος Ταμίας του Δ.Σ., λίγο πριν τη Χούντα. Έγραψε πολλά βιβλία λογοτεχνικά, όπως και ποιητικά, διηγήματα, χρονικά, νουβέλες και ταξιδιωτικά. Έφυγε από τη ζωή αρκετά νέος, στα εξήντα εννιά του χρόνια, το 1975, στις 29 του Μάρτη, την ίδια μέρα, κατά μοιραία σύμπτωση, που εκτελέστηκε ο Νίκος Μπελογιάννης. Μετά το θάνατό του, η κόρη του Φαίδρα (1939-2021), που επιμελήθηκε την παρούσα έκδοση, κυκλοφόρησε δύο του βιβλία, μεταξύ των οποίων το «Νίκος Μπελογιάννης - Νίκος Μπλουμπίδης: Στο σπίτι των ηρώων».
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πηγή.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου