Τη Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2022, ο ποιητής και εικαστικός Ιωσήφ Σαρειδάκης παρουσίασε, την τρίτη του ποιητική συλλογή «Κάποτε στα καράβια», από τις εκδόσεις Δρόμων, στην Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών. Έχοντας γνωρίσει την εικαστική του δεινότητα μέσα από τις ολοζώντανες θαλασσογραφίες του, η πρότασή του να μιλήσω για το ποιητικό του έργο υπήρξε τιμή και πρόκληση.
Στην επικοινωνία που είχαμε, μου είπε συγκινημένος: «Για μένα η ποίηση και η ζωγραφική είναι προσευχή. Δεν μπορώ να μοιράζομαι. Ή ζωγραφίζω ή γράφω. Μα τούτο τον καιρό, όσο κι αν θέλω να ζωγραφίσω, η ποίηση δεν με αφήνει να ησυχάσω. Ουρλιάζει μέσα μου.».
Όταν έλαβα το βιβλίο του ταξίδεψα ανάμεσα στις εικόνες και τους στίχους. Θωρούσα τα καράβια και τη θάλασσα, τη φουρτούνα μέσα από τα μάτια του. Η θάλασσα, μεγάλη κι αδιαφιλονίκητη αγάπη του στη ζωή, αποτυπώνεται και στη γραφή του και στην ποίησή του. Ποιήματα γεμάτα ταξίδια κι αγώνες με τα κύματα, λιμάνια και σύντροφοι, έναστροι ουρανοί και μοναδικά αγκυροβόλια.
Μέσα απ' το βιβλίο του ταξίδεψα σε ολάκερη τη γη κι έτσι αποφάσισα αντί να μιλήσω για την ποίησή του, να αφήσω την ποίηση να μιλήσει γι' αυτόν…
Οι λέξεις, οι στίχοι, η ποίησηΤο χρώμα, ο χρωστήρας, η ζωγραφικήΤ’ αλάτι, η αλισάχνη, η αλμύρα, η θάλασσα,η θάλασσα,η θάλασσα
Αυτή είναι η Κυρά και αφέντρα στην ψυχή του γίγαντα Σαρειδάκη.
Γίγαντας… έτσι τον αντιλήφθηκα σαν τον άκουσα, όταν τον είδα πρώτη φορά.
Ένας άντρας με τη θωριά του γίγαντα και τη φωνή τ' ανέμου.
Με τον καιρό στα γένια του και όλες τις ρότες που τράβηξε χαραγμένες δεξά και ζερβά στις γραμμές των ματιών του.
Κι ύστερα ήρθε η ποίησηΣτίχοι βαφτισμένοι στο γαλάζιο,ψημένοι στις αλυκέςντυμένοι την αλμύρα και τον αφρό των κυμάτων.Μια φουρτούνα και μια μπονάτσακι όμως στην κουπαστή του καραβιούτο βλέμμα του να αναμετράται με την άκρη του ορίζοντα.Καπετάνιος σε σκαρί ζηλευτόνα ζυγιάζει τον καιρό και να ορμηνεύει τους συντρόφους…Λιμάνια, ρούμι και καπνόςΡοζέ μαργαριτάρια…θυσία στη κάψα της νυχτιάς και στ' απαλά λικνίσματαΚάθε ναύτης ξεχωριστός και κάθε πρόσταγμα διαφορετικό απ' τ' άλλακι όμως ποιος τολμά να το παρακούσειΣτο φουλ οι μηχανές κι αν νυχτώνει κι αν βραδιάζειο χάρτης ουρλιάζει…το επόμενο λιμάνι τον καλείΚι εκείνη πάντα εκεί …κι η κάθε άγνωστη του λιμανιού αγαπημένηνα αναμετριέται με την θάλασσα την πρώτη ερωμένηκαι όσα θέλγητρα κι αν έχει να χαρίσειπιστός στη θάλασσα και πάλι να γυρνάς.Περνούν τα χρόνια… κι όλα στα καράβιαάνθρωποι φεύγουν και πίσω δεν γυρνούντι και αν άσπρισαν οι ρίζες στους κροτάφουςτα μάτια σου τη θάλασσα ακόμα να κοιτούνΓια μέρη εξωτικά κάθε αυγή σαλπάρειςκαι κάθε γιόμα άλλη ακτή αγναντεύειςμε τη φωνή σου τη γοργόνα τη μαγεύειςστα κύματα μιλάς και τα μερεύεις.Χίμαιρα κι αντάρακαι τα κατάρτια... ...τρίζουν φοβισμένακερνούν ναυάγιακι η ερωμένη να χορταίνειμε κορμιά αδικοχαμέναΟι λέξεις λίγες για να περιγράψω τη γραφή σουκαι τα ταξίδια αναρίθμητα πολλάμαθήματα δίνουν και μαρτυρούνε τη ζωή σουκι είναι τα δάκρυα στα μάτια μου αλμυρά.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Αποσπάσματα συλλογής:
ΑΦΡΟΕΣΣΑ
Μέγα το της θάλασσας κράτος, ζωοδότρα πηγή,
αεικίνητο κύμα, προαιώνιο ανθρώπων συνταίριασμα,
άχραντου έρωτα, πρώτο εράσμιο σαγήνευμα,
η πρώτη πάνω σου ήλιου ακτίνα, αγνή προσευχή.
Διαλάμπουσα, εσύ γλαυκότατη φρίσσουσα,
γαστέρα ζωής, ανέσπερων κόσμων αγλάισμα,
επί των υδάτων σου, απείρους πορείας χάραξα,
συλλέγοντας γνώση, εμπειρίες, σοφία, πλούτισα.
🍂
ΗΡΘΕ ΚΙ ΑΥΤΟ
[…]
Κάθομαι στου λιμανιού μια μπίντα και σκαλίζω μνήμες,
θα ‘θελα ένα καράβι φορτηγό να με έπαιρνε από εδώ,
να με ταξίδευε στο Rio, στη Jakarta, στις Αντίλλες,
εκεί, σε κάποιο στέκι μου παλιό, για λίγο να βρεθώ.
Θάλασσα πόσο σε σεβάστηκα, το ξέρω πως το θες,
τον βρυχηθμό των κυμάτων σου, τον έκανα ποίημα,
πληγές πάντα εσύ τις γιάτρευες κι ας ήτανε νωπές,
σε λάτρεψα και στα καλά και στ' άγριο σου το κύμα.