Την Εύα Στάμου την πρωτογνώρισα –κυριολεκτικά και συγγραφικά– όταν παρουσίασε το δοκίμιό της Η επέλαση της ροζ λογοτεχνίας και μάλιστα σε μια εποχή που είχα «κουραστεί» από τους εκπροσώπους των ροζ μυθοπλασιών με αποτέλεσμα να τους αποφεύγω σχεδόν ενστικτωδώς. Λίγα χρόνια μετά, ίσως δύο, ακολούθησε η νουβέλα Η εκδρομή την οποία εκείνη περιέγραψε μονολεκτικά ως «αναζήτηση» κι όπου είχα σημειώσει ότι γράφει με πυροτεχνήματα· μικρά, σύντομα κεφάλαια αλλά πολύ μεγάλης έντασης ενώ αργότερα, είχα τη χαρά να διαβάσω και τη συλλογή διηγημάτων της, Τα κορίτσια που γελούν. Σε κάθε της πόνημα διακρίνει κανείς την ψυχολόγο, την ψυχογραφική της ματιά και τις προεκτάσεις στα ζητήματα της ψυχής οπότε, λογικά, μια τέτοια προσέγγιση περιμένεις και στο νέο της βιβλίο, Η επίσκεψη, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αρμός.
Πρόκειται για συλλογή διηγημάτων ανθρωποκεντρικής υφής και σύγχρονης πεζογραφίας, που αφορά άπαντες και σχετίζεται με οικείους χαρακτήρες, αναγνωρίσιμους τριγύρω. Η συγγραφέας, (και) σε αυτό το βιβλίο, δημιουργεί ρεαλιστικά πορτρέτα –ακόμα κι όταν συναντάς ήρωες με ακραίες συμπεριφορές ή σκέψεις– μέσω των οποίων μπορείς να δεις κομμάτια του εαυτού σου ή να αναγνωρίσεις κομμάτια άλλων. Στο σύνολο δημιουργεί μια λογοτεχνία κοινωνικών αντικατοπτρισμών, που σφύζει από αληθοφανείς χαρακτήρες και συνθήκες. Περισσότερο, σου δίνει την αίσθηση ότι αυτοί οι άνθρωποι υπάρχουν, ή τους ξέρεις κι εσύ, κι ίσως να τους έχεις συναντήσει/συναναστραφεί, παρά ότι πρόκειται για αποκυήματα μιας αχαλίνωτης φαντασίας.
Στην πλειονότητά τους είναι γυναίκες –μόνο στο δεύτερο μέρος συναντάμε άντρες– και συχνά υπάρχει μια ιδιαίτερη σχέση μητέρας - κόρης, όχι πάντα με τη θετική έννοια. Συνήθως βλέπουμε την ιστορία από τη μεριά της κόρης, η οποία εξομολογείται το ζήτημα που αντιμετωπίζει με τη μάνα της. Αυτή η αντιπαλότητα που διακρίνει τις εξ αίματος σχέσεις όταν φιλτράρονται υπό το πρίσμα του ανταγωνισμού κ.ά. Από την άλλη βέβαια, οι σχέσεις πατέρα - κόρης είναι λιγότερο σύνθετες, πιο ομαλές, πιο γλυκές, αγαπησιάρικες και τρυφερές, όπως και τις διακρίνουμε μέσα στις αφηγήσεις της κυρίας Στάμου.
Οι ήρωες των ιστοριών ποικίλουν στα χαρακτηριστικά: συναντάμε κομπάρσους στις ζωές των άλλων, παραδομένους κι αφημένους, παρανοϊκούς κι οξύθυμους... που βλέπουν και προβάλουν την εικόνα από τη δική τους μεριά –όπως/όποια κι αν είναι αυτή η μεριά και όχι απαραίτητα με αντικειμενικότητα. Αρκετοί από αυτούς κουβαλούν θυμό, κάποιοι είναι μόνοι από αθέλητα επιθυμητή επιλογή (αν υπάρχει αυτό το σχήμα), άλλοι μονόχνοτοι και κλειστοί... κάποιοι απελευθερώνονται με τους λανθασμένους τρόπους ή για τους λανθασμένους λόγους, αρκετοί είναι οι ανικανοποίητοι και οι ψυχολογικά ασταθείς, μερικοί συναισθηματικά ανάπηροι κ.ο.κ. Έτσι, βλέπουμε τον θύτη να μετατρέπεται σε θύμα ενώ ο καλός και ο κακός αποτελούν σχετικές έννοιες.
Εννοείται πως η προσωπική όψη των πραγμάτων μπορεί να διαφέρει παρασάγγας από των άλλων, ακόμα και των εμπλεκόμενων. Αν όμως έπρεπε να χαρακτηρίσω εν συντομία τις «χροιές» των αφηγημάτων, τότε θα έλεγα πως πρόκειται για ψυχολογικές εντάσεις μέσα από ρηχά βάθη, εννοώντας ότι δεν χρειάζεται να υψωθεί η φωνή ή να βουτήξει το χέρι το μαχαίρι, ή να πέσει το κορμί στο κενό... Οι συμπεριφορές των προσώπων εδώ είναι πιο ύπουλες, πιο υποδόριες οι σκέψεις, πιο υπόγειες οι διεργασίες... πιο ομιχλώδεις.
Αυτοί οι τραγικοί ήρωες (καθένας με διαφορετικό τρόπο και για διαφορετικό λόγο) έχουν κι ένα υποδόριο χιούμορ, που λειτουργεί και ως υπογράμμιση της συγγραφέως, όπως και ένα εύστοχο κοινωνικό σχόλιο και μια λεπτή ειρωνεία.
Συναντώ ηρωίδες που αγαπούν τη λογοτεχνία ή γράφουν, όπως η ίδια, και αισθάνομαι ότι μόλις μου χαμογέλασε στραβά η συγγραφέας. Σαν να μου κλείνει με νόημα το μάτι ή υψώνει περιπαιχτικά το φρύδι (επειδή μου την έφερε;).
Στο δεύτερο μέρος όλες οι ιστορίες έχουν κοινό παρονομαστή ένα χοτ-σποτ μεταναστών σε ελληνικό νησί. Ίδιος τόπος, ίδιος χρόνος. Όλοι αυτοί οι χαρακτήρες θα μπορούσαν να συμμετέχουν σε ένα κοινό μυθιστόρημα, να αποτελούν τα πρόσωπα μιας μεγαλύτερης, κοινής, ενιαίας ιστορίας.
Άκρως ενδιαφέρον! Πυκνό ουσιαστικό, μεστό, καίριο. Ένα βιβλίο εσωτερικότητας που υπονοεί περισσότερα απ' όσα λέει κι εκεί ακριβώς κρύβει την τρομακτική του σκιά.