Έλληνας σκηνοθέτης (1890-1934) ο πρώτος στην ιστορία του Εθνικού Θεάτρου μετά την επανίδρυσή του το 1932, κριτικός θεάτρου, μεταφραστής, θεατρικός συγγραφέας και αρθρογράφος, στάθηκε πολύτιμος δάσκαλος για πολλούς ηθοποιούς τεράστιου υποκριτικού αναστήματος με μεγάλη και ουσιαστική πορεία στο θέατρο. Αρκεί κάνεις να δει τα ονόματα των μαθητών του: Αλέξης Μινωτής, Κατίνα Παξινού, Θάνος Κωτσόπουλος, Γιώργος Γληνός και τόσοι άλλοι, που λάμπρυναν με την παρουσία τους και την αισθητική τους την σκηνή του Εθνικού Θεάτρου αλλά και όλου του ελληνικού θεάτρου γενικότερα.
Πρώτα πρώτα, ο Πολίτης πίστευε σε ένα ανώτερο δραματολόγιο και στο ταλέντο του ηθοποιού. Πίστευε, σαν γνήσιος παιδαγωγός του θεάτρου, στον ποιητή ή συγγραφέα και στον ηθοποιό. Τον ενδιέφερε ό,τι υπήρχε εσωτερικά στο έργο, στη δημιουργία δηλαδή, και στον ηθοποιό κατά πόσο μπορεί να φτάσει στην –όσο γίνεται ανώτερη ερμηνεία– αναδημιουργία. Δεν τον ενδιέφεραν τα εξωτερικά «εφέ», ούτε να εντυπωσιάσει. Την αλήθεια ήθελε και για αυτήν δούλευε τόσο πολύ και ακατάπαυστα. Τον είχαν αποκαλέσει κάποτε «δικτάτορα του Εθνικού Θεάτρου»· είναι πολύ εύκολο όμως να σκεφτεί κανείς για τι εργασία μιλάμε όταν ανέβασε τόσα πολλά έργα –και τι έργα!– μέσα σε ένα μικρό διάστημα, ούτε τεσσάρων χρόνων. Ήθελε σκληρή δουλειά χωρίς εκπτώσεις, και τη δουλειά την άρχιζε από τα θεμέλια. Είχε και το κύρος και την αυστηρότητα που έπρεπε για να μπορέσει να επιβληθεί στους ηθοποιούς του. Ένας άνθρωπος που μαθήτευσε κοντά στον μεγάλο Γερμανό σκηνοθέτη Μαξ Ράινχαρντ, και όμως κάποιες φορές διαφωνούσε μαζί του, παρόλο που θαύμαζε το ταλέντο του και τις παραστάσεις του.
Μεταφέρει ο Αλέξης Μινωτής στο βιβλίο του «Μακρινές φιλίες», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κάκτος το 1981, λόγια του Φώτου Πολίτη: «Όταν η σκηνοθεσία είναι ορατή, παράστασις δεν υπάρχει, υπάρχει μόνο πόζα του σκηνοθέτη. Ο μεγάλος Γερμανός σκηνοθέτης, πολλές φορές συνέβη ν' αδιαφορήσει ως προς το ουσιαστικό περιεχόμενο σπουδαίων έργων της δραματικής ποιήσεως και να παίζει κυρίως με τα σκηνικά "εφέ" που του παρείχαν. Έτσι παρουσίαζε συχνά πλαίσια ευρύτερα από την εικόνα ή βάθρα μεγαλύτερα από τα αγάλματα. Η σκηνοθεσία καταβρόχθιζε και την ποίηση και την υπόκριση. Η σκηνοθεσία καταντούσε το παν, όχι δηλαδή ένα μέσον και αυτή, αλλ' απλός και μοναδικός σκοπός. Έφτασε να πιστεύει ότι ο δραματικός ποιητής και ο ηθοποιός ήταν οι υπηρέται του σκηνοθέτου, τα όργανά του. Εκηρύχθη τότε το θέατρον δια τον σκηνοθέτην. Και εβγήκε το απόφθεγμα"το θέατρο είναι θέαμα".».
Πολύ πιο πριν από την επαναλειτουργία του Εθνικού Θεάτρου (1932) και συγκεκριμένα στα 1919, στον θίασο της Εταιρείας Ελλήνων θεατρικών συγγραφέων, όταν παρουσίαζε στη δική του σπουδαία θεατρική και πνευματική μετάφραση τον Οιδίποδα Τύραννο, νιώθει άβολα μπροστά στις υποκριτικές ικανότητες των ηθοποιών. Τότε, σε ένα σημείωμά του γράφει τα εξής: «Από τα θέατρά μας, λείπει η ηθοποιία. Υπάρχει μόνο η υπόκρισις. Υπάρχουν δηλαδή άνθρωποι που παίζουν ρόλους. Ηθοποιοί για τους οποίους ή βαθύτερη ζωή των προσώπων του ποιητή περνά ξένη απ' την ψυχή των και που στα έργα βλέπουν μόνο εξωτερικά μερικές περίεργες μορφές και τείνουν να τις μιμηθούν. Η τέχνη των είναι απλώς μίμησις.».
Ένα τρανό παράδειγμα της τελειομανίας του ήταν αυτό που έκανε όταν ανέβασε τη «Θυσία του Αβραάμ». Σε αυτήν την παράσταση, με σκηνικά σχεδιασμένα από τον Φώτη Κόντογλου και εκτελεσμένα από τον Κλεόβουλο Κλώνη, άλλαξε τη διανομή τέσσερις μέρες πριν την πρεμιέρα. Έτσι έπαιξε η Κατίνα Παξινού αντί της Σαπφώς Αλκαίου. Δεν ήθελε να εκθέσει ούτε το έργο ούτε την παράσταση και τόλμησε αυτήν την τεράστια αλλαγή προς όφελος του Εθνικού Θεάτρου. Χωρίς βέβαια αυτό να μειώνει το ταλέντο και την προσφορά της αείμνηστης ηθοποιού Σαπφώς Αλκαίου.
Η εργασία και η συμβολή του Φώτου Πολίτη, στην πρόοδο του θεάτρου, ήταν τεράστια και σημαντικότατη· μέσα σε αυτά τα τέσσερα χρόνια έκανε ό,τι δεν θα μπορούσε άλλος να κάνει και έβαλε το Εθνικό Θέατρο πάνω από τον εαυτό του. Δούλευε όμως ασταμάτητα, χωρίς ανάπαυλα, ζητώντας συνεχώς από τον εαυτό του και από τους συνεργάτες του το κάτι παραπάνω. Αυτό δυστυχώς τον οδήγησε στον πρόωρο θάνατό του σε ηλικία μόλις 44 χρόνων. Εάν ζούσε και δεν έφευγε τόσο νέος, καταλαβαίνει κανείς τι άλλο θα είχε προσφέρει στον θεατρικό μας πολιτισμό.
Γράφει ο Αλέξης Μινωτής πάλι στις «Μακρινές φιλίες»: «Ο Πολίτης αγωνιζόταν στις επάλξεις, για να το πούμε έτσι ρητορικά, με καρτερία και γενναιότητα και πίστη απαράμιλλη, αλλά εργάζονταν πολύ, υπεράνθρωπα και ένα βράδυ, λίγες μέρες μετά την πρώτη του "Δον Κάρλος", πήγε στο σπίτι του μ' ένα πόνο δριμύ στο στήθος και αργά την νύχτα πέθανε. Το θέατρο έκλεισε μια μέρα για να τον κηδέψει και την άλλη το βράδυ η αυλαία άνοιξε πάλι την συνηθισμένη ώρα. Οι λιγοστοί θεατές εκείνης της παράστασης στάθηκαν μάρτυρες του πόνου και του κατάβαθου πένθους των συνεργατών του, που έκλαιγαν επί σκηνής και δεν μπορούσαν να πουν τα λόγια τους ή να κοιτάξουν ο ένας τον άλλον στα μάτια.».
Δυστυχώς από μια θεατρική παράσταση δεν μένει τίποτα... Φωτογραφίες και αργότερα από την εποχή του Φώτου Πολίτη κάποια ηχητικά ντοκουμέντα. Στην περίπτωση του Φώτου Πολίτη όμως έμειναν οι μεγάλοι μας ηθοποιοί που έγιναν δάσκαλοι έχοντας τον Φώτο Πολίτη δικό τους δάσκαλο.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Πηγή:
Οι πληροφορίες και οι φωτογραφίες του άρθρου δόθηκαν από το βιβλίο του Αλέξη Μινωτή, Μακρινές φιλίες, που κυκλοφόρησε το 1981 από τις εκδόσεις Κάκτος.