Τη γραφή της Λίλιας Τσούβα τη θυμάμαι έντονα –παρά τον όγκο πραγμάτων που διαβάζω– από τη συλλογή διηγημάτων της, Το τραγούδι των Ινουίτ, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Βακχικόν όπως και το προκείμενο, δηλαδή η ποιητική της συλλογή Εγκέφαλος Ψάρι.
Η όμορφη αφηγηματικότητα, που είχα συναντήσει στα διηγήματά της, επιστρέφει στα ελληνικά γράμματα με μία ακόμη φρέσκια, νέα ματιά σε ποιητική φόρμα. Η κυρία Τσούβα, προφανώς, είναι μία πένα που εξετάζει νέα δεδομένα και αποφεύγει την αποστείρωση και τις στείρες ή παγιωμένες (εγ-)γραφές.
Γίνεται σουρεαλιστική, μεταφυσική ή μεταφορική, πάντως (τέρμα) δημιουργική κι επιστρατεύει όλα τα μέσα. Γίνεται λεξοπλαστική, λεξομορφοποιητική, στιχομορφοποιητική, διαθέτει μια γραφιστική παρουσίαση των κειμένων, εικονική παρουσίαση-σημασία κ.λπ. Έχει φαντασία· καταλήγοντας σε μία λέξη. Δημιουργική φαντασία, που την εκμεταλλεύεται κατά το δοκούν, και δομεί μ' εκείνη μια προσωπική υπογραφή. Μια ταυτότητα. Για παράδειγμα, στο Λέπια ημέρας, ο τίτλος του πρώτου έργου που διαβάζουμε, σε παραπέμπει στα λεπτά (;) ή στις στιγμές (;)... δεν ξέρεις γιατί δεν έχεις εξερευνήσει τον στίχο ακόμα όμως καταλαβαίνεις πώς λειτουργεί αυτό το ουσιαστικό εκεί. Κι αλλού, όταν λέει σχοινόπρασα οι μέρες είναι εύγλωττο αυτό που «βλέπει»/νιώθει, πώς το βλέπει, τι εννοεί και πώς το εννοεί. Χρησιμοποιεί και διαχειρίζεται, με άλλα λόγια, ό,τι υπάρχει τριγύρω, στον κόσμο, κατά τη δική της «ματιά». Σημειολογεί εκμεταλλευόμενη τις αποχρώσεις της γλώσσας και την ευελιξία της.
Αντί κρασί,υδράργυρος.Η μοναξιά μου αμοιβάδα.
Παίρνει την πιο κλισέ κλαίουσα ιτιά (σ. 21) και την αναδημιουργεί προσωποποιώντας την με κάποιο τρόπο, της δίνει πνοή και την κάνει μέσο επικοινωνίας, δίαυλο με τη μητέρα (την οποία τιμά σε αυτό το βιβλίο κι αναφέρεται σε εκείνη αρκετά) στο Ιτιά (καμιά εικοσαριά σελίδες παρακάτω).
Φοβόσουν το σκοτάδι.Τώρα η νύχτα σουβούτυρο στη φέτα του ψωμιού.ποια η δυνατότητα αντι-κατάστασης του χαμένου χρόνουαφού ξοδεύεσαι δίχως αφή.
Αν και ξεκάθαρα ποιητική η συλλογή αυτή, εκείνη εμφανίζεται και αφηγηματική και διαλογική. Διακρίνουμε εναλλάξ πρώτο και τρίτο πρόσωπο στο ίδιο κείμενο, όπως θα περιμέναμε να συμβεί σε μια πεζογραφία.
Υφολογικό της στοιχείο αποτελεί και η άναρχη σύνταξη. Καταφεύγει συχνότατα σε μη δόκιμα συντακτικά σχήματα κερδίζοντας όμως έτσι σε άποψη και στιλ ενώ το σύνολο λειτουργεί ωραιότατα.
Στις κρεμαστές του κόσμου γέφυρεςψάρια κλόουν στροβιλίζονται,δέντρα σεκόγια ψιθυρίζουν.
Το ψάρι που το πρωτοσυναντάμε στον γενικό τίτλο απαντάται γενικότερα, υπάρχει, μη πω κυριαρχεί, στα έργα όπως και το υδάτινο στοιχείο. Εξάλλου το υγρό συνδέεται αυτοστιγμεί με το ψάρι και τα άλλα θαλάσσια ή υδροβιότοπα πλάσματα. Σκέφτομαι ότι το νερό συνδέεται και με τον άνθρωπο αφού κατά βάση από νερό αποτελείται κι αυτός, άρα και με την ίδια.
«Βλέπω» και την άνοιξη στους στίχους, να προκαλεί/ται μια αισιοδοξία. Συναντώ και ήρωες από την Οδύσσεια και τη Μυθολογία, και μάλιστα με μια δική της προσέγγιση (όπως στη σ. 54 ως προς την ιστορία της Πηνελόπης).
Διαβάζω και όσο διαβάζω αισθάνομαι σαν να συνεχίζεται το λογοτεχνικό ταξίδι των Ινουίτ· με παραπέμπει. Επίσης, διακρίνω τον/την ποιητή/ρια μέσα στα έργα και παρατηρώ την οντότητα που αποκτούν τα τραγούδια, τον χώρο που καταλαμβάνουν, το πώς χρωματίζουν με μελωδίες τις στιγμές...
Τις νύχτεςστις ξεχασμένες όχθεςαπλώνονται μικρές τελείες, οιλέξεις που δεν θα προφέρουμε ποτέ.
Δεν ξέρω γιατί «είδε» τον λαβύρινθο, τον Μινώταυρο, την Αριάδνη και τον μίτο της στην Κνωσό κι έχω αναρωτηθεί ήδη μερικές φορές ποιο από τα δύο ουσιαστικά του τίτλου αποτελεί τον επιθετικό προσδιορισμό (δουλεύει αμφίρροπα). Ξέρω όμως ότι με ταξιδεύει ακόμα μία φορά. Έχει κάτι το εξωτικό αλλά πολύ δικό μας ταυτόχρονα και στο σύνολο, αυτό το στοιχείο, παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον και κάνει την εμπειρία απολαυστική.