Μαρία Κασιμάτη: Η ιδέα προήλθε από μία προσωπική μαρτυρία, συγκεκριμένα από την αληθινή ιστορία της Μαρίας Κωνσταντινίδου-Σεμερτζή η οποία γεννήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα στο Ντιγιάρμπακιρ της σημερινής Τουρκίας και η οικογένειά της –από μία κακή συγκυρία της τύχης– ενεπλάκη στη δίνη των γεγονότων της Γενοκτονίας των Αρμενίων.
Πόσο χρόνο σας πήρε η συγγραφή;
Μ.Κ.: Η συγγραφή διήρκησε δέκα μήνες.
Πώς θα χαρακτηρίζατε το βιβλίο σας με δυο λόγια;
Μ.Κ.: Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που ισορροπεί ανάμεσα στη βιογραφία και το ιστορικό μυθιστόρημα.
Θέλετε να μας δώσετε μια περιγραφή;
Μ.Κ.: Ναι, φυσικά. Η ιδέα, όπως ανέφερα και προηγουμένως, ξεκίνησε από την αληθινή ιστορία της Μαρίας Κωνσταντινίδου-Σεμερτζή, η οποία έφτασε στα χέρια μου μέσω της κόρης της, της κυρίας Ειρήνης Βαδιάκα. Επιθυμία της οικογένειας ήταν να καταγραφούν σε βιβλίο τα βιώματα της μητέρας και γιαγιάς τους, γιατί πραγματικά η Μάρω –η πρωταγωνίστρια του βιβλίου– από πολύ μικρή ηλικία αναμετρήθηκε με κινδύνους που για ένα μικρό παιδί φαντάζουν σήμερα ανυπέρβλητοι. Η πορεία ζωής της Μάρως, όμως, δείχνει ότι με αποφασιστικότητα, θάρρος και επιμονή μπορεί ο άνθρωπος –ακόμη κι αν είναι παιδί– να καταφέρει να επιβιώσει, αλλά και να διεκδικήσει μία καλή ζωή.
Τι αγαπήσατε περισσότερο σε αυτό το βιβλίο;
Μ.Κ.: Αγάπησα τους ήρωές του, επειδή είναι ανεπιτήδευτοι. Έχοντας στα χέρια μου μία αληθινή ιστορία, δεν θέλησα να επέμβω με διάθεση εξιδανίκευσης στο αρχικό υλικό. Προσπάθησα να τους αναπαραστήσω όσο πιο φυσικά γινόταν και το «μαγικό» είναι ότι, ενώ στην αρχή εγώ ήμουν αυτή που τους «δημιούργησα», στην πορεία της συγγραφής εκείνοι –οι ήρωες– άρχισαν να με συνεπαίρνουν και να με βάζουν στο δικό τους χωροχρονικό πλαίσιο. Αυτό έγινε αβίαστα και κάπως σαν ανταπόδοση από την πλευρά τους για την πρόθεσή μου να διηγηθώ τα όσα έζησαν. Σταδιακά, έγινα εγώ μέρος της ιστορίας τους κι έπαψα να είμαι αυτή που «κινούσα τα νήματα». Ξύπνησαν ασφαλώς και τα δικά μου βιώματα –μιας κι έχω κι εγώ η ίδια ρίζες από τη Μικρά Ασία– κι έτσι συντέθηκε ένα λογοτεχνικό σύμπαν ιστορικής μνήμης. Μέσα από την προσωπική ιστορία της Μάρως ήρθα σε επαφή και με τις δικές μου ρίζες και κατανόησα, μέσω του δρόμου της έρευνας και της δημιουργίας, πόσο το παρελθόν μας καθορίζει τον εαυτό μας στο παρόν, τόσο ως μεμονωμένων προσωπικοτήτων, όσο και ως κοινωνικό σύνολο με εθνική ταυτότητα. Είναι καιρός, πιστεύω, να αντικρίσουμε το παρελθόν μας θαρραλέα και νηφάλια κι όχι με διάθεση θρηνωδίας και μεμψιμοιρίας.
Ποιος είναι ο πιο αγαπημένος σας ήρωας και γιατί;
Μ.Κ.: Δεν μπορώ να ξεχωρίσω τους ήρωές μου. Τους αγαπώ όλους εξίσου.
Τι προσφέρει αυτό το βιβλίο στον αναγνώστη, βιβλιόφιλο ή βιβλιοφάγο;
Μ.Κ.: Πιστεύω πως προσφέρει μία απρόσκοπτη κι ευχάριστη ανάγνωση, δίνοντάς του συνάμα ιστορικές πληροφορίες για τα συνταρακτικά γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορία του 20ού αιώνα, με τρόπο εύληπτο.
Ποια είναι η μεγαλύτερη αγωνία σας;
Μ.Κ.: Μην ξεσπάσει ένας μεγάλος πόλεμος με απρόβλεπτες για την ανθρωπότητα συνέπειες, λόγω της ύπαρξης κι ενδεχόμενης χρήσης όπλων μαζικής καταστροφής.
Φοβάστε...
Μ.Κ.: Την προδοσία και την παράνοια.
Αγαπάτε...
Μ.Κ.: Τη δημιουργία, τη γενναιοδωρία και τη μεγαλοψυχία.
Ελπίζετε...
Μ.Κ.: Στην αλήθεια και στη συγχώρεση.
Θέλετε...
Μ.Κ.: Να είμαι μέρος της αλλαγής προς το καλύτερο.
Ποιοι αναγνώστες θα λατρέψουν αυτό το βιβλίο;
Μ.Κ.: Όσοι αγαπούν τη ζωή.
Γιατί πρέπει να το διαβάσουμε;
Μ.Κ.: Δεν υπάρχει «πρέπει» στα αναγνώσματά μας. Ανοίξτε το στην πρώτη σελίδα και επιλέξτε αν θα συνεχίσετε ή όχι. Ελευθερία επιλογής!
Γιατί δεν πρέπει;
Μ.Κ.: Ελευθερία επιλογής θα απαντήσω κι εδώ!
Πού/πώς μπορούμε να βρούμε το βιβλίο σας;
Μ.Κ.: Από το e-shop των εκδόσεων Ελκυστής και από οποιοδήποτε βιβλιοπωλείο κατόπιν παραγγελίας.
Πού μπορούμε να βρούμε εσάς;
Μ.Κ.: Στον προσωπικό μου λογαριασμό στο facebook.
Ποιο χρώμα του ταιριάζει;
Μ.Κ.: Αυτό που έχει το εξώφυλλο, το ώριμο από τις αναμνήσεις κόκκινο ή αλλιώς κεραμιδί.
Ποια μουσική;
Μ.Κ.: Παράπονο – η ξενιτιά (από τα αρμένικα τραγούδια) με ερμηνεύτρια την Ελευθερία Αρβανιτάκη στην ελληνική γλώσσα.
Ποιο άρωμα;
Μ.Κ.: Άρωμα από φρεσκοκομμένα κεράσια.
Ποιο συναίσθημα;
Μ.Κ.: Η χαρμολύπη.
Αν δεν ήταν βιβλίο, τι θα μπορούσε να είναι;
Μ.Κ.: Κεραμικό βάζο με απεικονίσεις ξεριζωμού και συνεχών μετακινήσεων. Θα είχε κλωνάρια βασιλικού μέσα, επειδή ο βασιλικός βγάζει ρίζες μέσα στο νερό –ξαναριζώνει–, φυτεύεται σε νέο χώμα κι ευωδιάζει.
Αν δεν ήσασταν συγγραφέας τι θα μπορούσατε να είστε;
Μ.Κ.: Είμαι φιλόλογος και αγαπώ το επάγγελμά μου. Θαυμάζω όμως πάρα πολύ και τους ανθρώπους που ασχολούνται με χειρωνακτικά επαγγέλματα. Θεωρώ πως τα χέρια που φτιάχνουν, καλλιεργούν, δημιουργούν δίνουν λύσεις στις αντίξοες συνθήκες της ζωής.
Ποιον συγγραφέα διαβάζετε ανελλιπώς;
Μ.Κ.: Τον Μ. Καραγάτση.
Σας έχει επηρεάσει άλλος συγγραφέας στον τρόπο που γράφετε ή σκέφτεστε ή ζείτε; Ποιος/ποιο βιβλίο;
Μ.Κ.: Ναι, φυσικά. Η Ρέα Γαλανάκη, ο Νίκος Θέμελης, η Ιωάννα Καρυστιάνη και παλαιότεροι, όπως ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Βιτσέντζος Κορνάρος. Βρίσκομαι σε διαρκή αλληλεπίδραση με όλα όσα διαβάζω.
Οι ήρωές σας μπορούν να σας κατευθύνουν ή εσείς και μόνο ορίζετε την συνέχεια και τις τύχες τους;
Μ.Κ.: Όπως είπα και πρωτύτερα, στην αρχή τους δημιουργώ εγώ κι ύστερα «αφήνομαι στα χέρια τους».
Τι χρειάζεται κάποιος για να γράψει; Φαντασία ή εμπειρία;
Μ.Κ.: Φαντασία, πειθαρχία και κυρίως ικανότητα γραφής. Η εμπειρία έρχεται αργά αργά και μέσω και των προσωπικών βιωμάτων του συγγραφέα. Αν αποκλειστεί ο ίδιος ο συγγραφέας από τη ζωή και όλα όσα τη συνθέτουν, δεν νομίζω ότι θα μπορέσει να γράψει. Είναι αναγκασμένος, μάλιστα, να έρθει σε επαφή με επώδυνες καταστάσεις, όπως η ματαίωση, η προδοσία, η απώλεια, ο πόνος, να εισχωρήσουν στην ψυχή του, για να μπορέσει να νιώσει και τους ήρωές του και μαζί με αυτούς να οδηγηθεί στην ίαση. Το γράψιμο, για μένα, είναι ίαση.
Τι καθορίζει την επιτυχία σε ένα βιβλίο;
Μ.Κ.: Η ικανότητα να σε συντροφεύει όμορφα. Το βιβλίο για μένα είναι πρωτίστως καλή συντροφιά, σαν να σε παίρνει αγκαλιά από τους ώμους και να σου λέει: «Έλα, πάμε μαζί…».
Τι την αποτυχία;
Μ.Κ.: Η επιτήδευση, νομίζω, και η προσπάθεια να γράψεις ένα βιβλίο, για να αποδείξεις στους άλλους ότι μπορείς να γράψεις.
Η βιβλιοφαγία είναι/μπορεί να γίνει κατάχρηση;
Μ.Κ.: Ναι, κατά τη γνώμη μου, όταν γίνεται για λόγους επίδειξης.
Ποιον τίτλο βάζετε στο βιβλίο της ζωής σας;
Μ.Κ.: Δημιουργία.
Η Μαρία Κασιμάτη απάντησε το ερωτηματολόγιο Ριντ Φερστ για το μυθιστόρημά της, Ρίζες, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ελκυστής. Στην περίληψη διαβάζουμε:
Για τη Μάρω ο αγώνας της επιβίωσης ξεκινά από πολύ μικρή ηλικία. Από μία κακή συγκυρία της τύχης βρίσκεται, μαζί με την οικογένειά της, μέσα στη δίνη των γεγονότων της Γενοκτονίας των Αρμενίων, στο μακρινό Ντιγιάρμπακιρ της Ανατολίας. Κι ύστερα ξεκινά μια «οδύσσεια», που τη φέρνει αντιμέτωπη με νέες αντιξοότητες, ώσπου φτάνει στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, όπου βιώνει τον απόηχο της Μικρασιατικής Καταστροφής και μέσα σε λίγα χρόνια τα γεγονότα της Κατοχής και του Εμφυλίου. Κι αν η «τύχη ευνοεί τους τολμηρούς», η Μάρω αναμετρήθηκε πολλές φορές με μία άλλη πανίσχυρη και αμείλικτη δύναμη της ζωής, την ανάγκη.
Τη Μελικέ δε θα την ξανάβλεπε ποτέ. Την είχαν πάρει. Η σκλαβωμένη αρχόντισσα έπρεπε, φαίνεται, να υπηρετήσει και αλλού. Κάθε σπίτι και μία σκλάβα. Η Μάρω είχε μάθει όλες τις δουλειές πια, δε χρειαζόταν καθοδήγηση, δε χρειαζόταν βοήθεια, το κυριότερο, δε χρειαζόταν φιλία και ανάπαυλα. Αυτά είναι προνόμια που απολαμβάνουν μόνο οι ελεύθεροι, όχι οι σκλάβοι.Χωρίς να της τα εξηγήσει όλα αυτά κανείς, η Μαρία τα είχε καταλάβει. Ήταν μία σκλάβα. Εκείνη την ημέρα που έκανε αυτή την παραδοχή, ασυνείδητα μέσα της άρχισε να σχεδιάζει και την απελευθέρωσή της. Ήταν σκλάβα, αλλά όχι για πολύ. Ήταν γεννημένη, για να ζήσει ή να πεθάνει ελεύθερη.
Η Μαρία Κασιμάτη γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Πειραιά. Είναι απόφοιτος του τμήματος Κλασικής Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάζεται ως φιλόλογος στον ιδιωτικό τομέα. Από το 2019 συνεργάζεται με τον φιλολογικό ιστότοπο filologika.gr, όπου αρθρογραφεί και παραχωρεί εκπαιδευτικό υλικό. Είναι συγγραφέας –μαζί με τον Τάσο Χατζηαναστασίου– του ιστορικού βιβλίου «Πολεμώντας το '21», από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις. Αγαπά τη ζωή και τη λογοτεχνία, και οι «Ρίζες» είναι η πρώτη προσωπική μυθιστορηματική της απόπειρα.