Ομάρ Καγιάμ

 Αστρονόμος, Μαθηματικός, Φιλόσοφος και Ποιητής


Διάφορες εκδόσεις ρουμπαγιάτ του Ομάρ Καγιάμ

Για τον Ομάρ Καγιάμ (Omar Khayyam) –συντομογραφία ενός μακροσκελούς ονοματεπωνύμου[1]– (1048-1131) ξέρουμε αρκετά. Ευτυχώς, γιατί η γνωριμία μαζί του μας επιφυλάσσει ευχάριστες εκπλήξεις. Ανέλπιστη η τύχη μας, γιατί ας μην ξεχνάμε ότι μας χωρίζει σχεδόν μία χιλιετία από την εποχή του και έχουν μεσολαβήσει πολλά· όχι όλα καλά.

Ο γιος του σκηνοποιού γεννήθηκε και πέθανε στη Νισαπούρ της Περσίας, ακμάζουσα τότε πόλη της αυτοκρατορίας των Σελτζούκων και πρωτεύουσα της περιοχής Χορασάν στα Β.Α. του σημερινού Ιράν. Ο βιολογικός του κύκλος υπήρξε μακρύς για την εποχή και εύφορος. Η σοδειά του –πνευματική και υλική– ήταν πλούσια και μας έχει κληροδοτηθεί αρκετή. Από τύχη ίσως οι ορδές του Τζένκινς Χαν δεν κατάφεραν να την καταστρέψουν όλη όταν ισοπέδωσαν την Νισαπούρ και τόσες άλλες ξακουστές, μέχρι σήμερα, πόλεις της εποχής.
Δεν έκαναν τέτοια μόνο αυτοί βέβαια. Ταξίδεψε λίγο στη Γη –στις λαμπρές και τις ιερές πόλεις του καιρού του– και πολύ στα άστρα, τους αριθμούς και τον νου. Ήταν ένας πολυμαθής, (παν-)επιστήμονας και φιλόσοφος. Ακόμα και με τη θεωρία της μουσικής είχε ασχοληθεί! Με την ορυκτολογία και τη γεωγραφία επίσης. Έγινε όμως πιο γνωστός σαν ποιητής. Ιδιότητα την οποία πολλοί ερευνητές αμφισβητούν ότι είχε στο βαθμό που του αποδίδεται. Για λίγες δεκάδες ρουμπαγιάτ τού αναγνωρίζεται η πατρότητα στην καλύτερη περίπτωση και όχι εκατοντάδες. Το ρουμπάι είναι ένα τετράστιχο με ομοιοκαταληξία ααβα, συνήθως, χαρακτηριστικό της περσικής ποίησης της εποχής.
Το ογκώδες επιστημονικό έργο του σώζεται σε ικανοποιητικό βαθμό. Πάλι ευτυχώς γιατί περιλαμβάνει πραγματείες που στον χριστιανικό μεσαίωνα θα είχαν αποτελέσει προσάναμμα στην πυρά που θα τον έκαιγε. Είτε μας αρέσει είτε όχι κατά τους λεγόμενους «σκοτεινούς αιώνες» –που ήταν πολλοί– η επιστήμη και η φιλοσοφία είχαν «μετακομίσει» στην –με την ευρεία έννοια– ανατολή. Σταχυολογώ: την συμβολή του στην μεταρρύθμιση του περσικού ημερολογίου, την «Πραγματεία για την απόδειξη αλγεβρικών προβλημάτων», τις «Εξηγήσεις των δυσκολιών στα αξιώματα του  Ευκλείδη». Αυτά και άλλα πολλά συμμετείχαν στην εξέλιξη των επιστημών τους επόμενους αιώνες.

Τον Ομάρ Καγιάμ γνώρισα από «συνοικέσιο» των εκδόσεων Ωκεανίδα στις αρχές της δεκαετίας του '90. Τότε διάβασα το μυθιστόρημα του Αμίν Μααλούφ «Σαμαρκάνδη». Τρεις χιλιάδες εννιακόσιες δραχμές (η τιμή έχει μείνει στην πρώτη σελίδα του βιβλίου) μου είχε κοστίσει μια γνωριμία που αντιστέκεται στην λεγόμενη φθορά του χρόνου. Του χρόνου που χλευάζουν τα επικεντρωμένα στο τώρα τετράστιχα ρουμπαγιάτ. «Να 'σαι χαρούμενος. Αυτή εδώ η στιγμή είν' η ζωή σου.»[2]

Ακούγεται άσχετο, αλλά μπορεί και να μην είναι, το ότι πενήντα περίπου χρόνια πριν –στις αρχές της δεκαετίας του '70– είχα πληροφορηθεί από τον Μάρκο Πόλο για τον Χασάν-ι-Σαμπάχ ή Γέρο του βουνού· παλιό φίλο του Καγιάμ. Είχα απολαύσει επίσης το κλασσικό μουσικό κομμάτι των Santana, Incident at Neshabur[3] το οποίο, κατά τους ειδικούς επί της μουσικής αναφέρεται, με τον τρόπο του, στην επιδρομή των Μογγόλων και την καταστροφή της Νισαπούρ το 1222. Κάτω από άλλες συνθήκες είχαν γίνει φυσικά αυτές οι γνωριμίες. Τότε που μας απασχολούσε αν η λέξη ασασίνος προέρχεται από τον Χασάν ή το χασίς. Ήσσονος σημασίας είναι όμως αυτά για το θέμα μας.

Το «συνοικέσιο» είχε λοιπόν αίσια έκβαση και η σχέση συνεχίζεται. Έχουν μεσολαβήσει αναγνώσεις δεκάδων ρουμπαγιάτ σε διάφορες έντυπες ή διαδικτυακές ελληνικές, αγγλικές και γαλλικές εκδόσεις. Η αφορμή όμως γι' αυτό το άρθρο ήταν η ανάγνωση του βιβλίου «Ρουμπαγιάτ» –σε απόδοση Αργύρη Ευστρατιάδη– των εκδόσεων Πατάκη. Μια πολύ καλαίσθητη εικαστικά και λογοτεχνικά έκδοση· για τα δικά μου μέτρα τουλάχιστον. Είχε προηγηθεί μία πρόσφατη –ανοιξιάτικη και τυχαία– συζήτηση μ' έναν φίλο από την Σκωτία ο οποίος, για να βελτιώσει τα πολύ μέτρια ελληνικά του, μου είχε ζητήσει να του προτείνω μία απόδοση των ρουμπαγιάτ στη γλώσσα μας. Είχε στην κατοχή του πολλές εκδόσεις στην αγγλική –με προεξάρχουσες αυτές του Edward FitzGerald φυσικά– και πίστευε ότι θα τον βοηθούσε η συγκριτική ανάγνωσή τους. Το πιστεύει ακόμα. Ίσως γιατί στο παράρτημα του βιβλίου του κυρίου Ευστρατιάδη περιλαμβάνονται οι αποδόσεις των ίδιων ποιημάτων στην αγγλική, τη γαλλική αλλά και μερικών στην ισπανική γλώσσα.
Η συμβολή του FitzGerald στη γνωριμία της δύσης με τα ρουμπαγιάτ ήταν καθοριστική. Βοήθησε βέβαια και ο ενθουσιασμός του εξαιρετικού Προ-Ραφαηλίτη ζωγράφου –αλλά και ποιητή– Dante Gabriel Rossetti. Κοινή πεποίθηση είναι πάντως ότι οι μεταφράσεις του FitzGerald είναι περισσότερο δική του ποίηση με ρίζες σ' αυτήν του Καγιάμ. Εκείνο το βράδυ, ο φίλος μου δώρισε ένα δυσεύρετο πλέον αντίγραφο –από το 1970– της πρώτης εκδοχής των ρουμπαγιάτ του FitzGerald από τις εκδόσεις The Folio Society, με σχέδια του Virgil Burnett. Ένα κόσμημα που έριξε λάδι στη φωτιά.

Έκδοση έργων Ομάρ Καγιάμ

Η ποίηση που αποδίδεται στον Καγιάμ είναι ευδαιμονική· έρωτας, κρασί και απολαύσεις. «Να πίνεις το κρασί με συντροφιά σου λυγερά κορίτσια.» Επικούρεια δηλαδή, σύμφωνα με την επικρατούσα έννοια της λέξης. Όσοι αμφισβητούν την ποιητική του φλέβα έχουν ίσως κάποιο δίκιο γιατί με τόσο κρασί μάλλον θα έβλεπε τα άστρα διπλά! Όπως λέει όμως: «Μα τα αινίγματα που μας παιδεύουν το κρασί τα λύνει.». Άλλοι μελετητές της αποδίδουν μυστικιστικά νοήματα. Προσωπικά πάντως δεν καταλαβαίνω πόσο μυστικιστικός είναι ο στίχος: «Με το καθμερινό μας μερτικό τις κούπες ξεχειλίστε.». Η λέξη οινόπνευμα έχει βέβαια δύο συνθετικά. Σήμερα πάντως θα είχε στην πατρίδα του σοβαρά προβλήματα με τις κρασοκατανύξεις! Σοβαρότερα, φαίνεται πως θα ήταν αυτά που θα αντιμετώπιζε για τις θρησκευτικές του ανορθοδοξίες. Όχι μόνο αυτός όμως! Διακόσια πενήντα χρόνια αργότερα ο έξοχος Πέρσης λυρικός ποιητής Hafez έγραφε: «Τώρα που αγγίζω με τα χείλη μου το ποτήρι του αγνού κρασιού, το αηδόνι αρχίζει να τραγουδάει.».[7] Αυτός βέβαια ήταν από το Shiraz με τα ξακουστά κρασιά!
Για όποιον όμως και να έγραψε αυτά τα ρουμπαγιάτ –μερικά ή όλα– ισχύει, κατά την άποψή μου, η τοποθέτηση του Αργύρη Ευστρατιάδη στο επίμετρο του βιβλίου του: «…υπάρχει ποίηση σ' αυτούς τους στίχους; Κι αν υπάρχει και αξίζει, τι μας νοιάζει εμάς ποιος έγραψε τα ποιήματα; (Προσωπικά δεν δίνω δεκάρα.).

Τα τετράστιχα, που έχουν μεταφραστεί σε δεκάδες γλώσσες και κυκλοφορήσει σε πολλές εκατοντάδες εκδόσεις, είναι –κατά κοινή ομολογία– ποίηση ολκής. Είναι η αποθέωση της ζωής και ο χλευασμός του θανάτου. Είναι, κατά κάποιον τρόπο, η προσέγγιση του επιστήμονα και φιλόσοφου στην εφήμερη επίσκεψή μας εδώ πέρα. Όποιος κι αν είναι αυτός. Carpe diem –όπως μας διδάσκει ο Οράτιος– είναι η κεντρική ιδέα ή η προτροπή. «Πες μου, γιατί να θλίβεστε και συλλογιέστε τ' αύριο;»

Φαίνεται σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα. Το πώς αντιλαμβάνονταν κάποιοι τα δρώμενα μερικούς αιώνες πριν, το συνειδητοποιούν και μερικοί από μας τώρα. Τι είναι άλλωστε κάπου εννιακόσια χρόνια σε σύγκριση με τα τέσσερα –ή περίπου– εκατομμύρια από τη γέννηση του προγόνου μας αυστραλοπίθηκου; Ωστόσο τίποτα δεν είναι το ίδιο. Μόνο η πρόσφατη ανακάλυψη της διάστασης του χρόνου παραμένει αναλλοίωτη. «Πιες κι άλλη μια γουλιά. Δεν έχει γυρισμό αυτός ο δρόμος.» Αμπελοφιλοσοφίες, θα μου πείτε. Μα φυσικά, αφού πρόκειται για το κρασί! Πάνω απ' όλα όμως, στην ποίηση αυτή σπέρνεται αγνωστικισμός και αναφύεται έρωτας, χαρά της ζωής και ειρωνεία· ακόμα και αυτοσαρκασμός.

Μπεκρή και γυναικά θα τον χαρακτήριζαν οι ζηλιάρηδες «φίλοι» του σήμερα. Αν είναι δυνατόν! Κάποτε όμως τον ταλανίζουν οι τύψεις. «Ομνύει κάθε τόσο ν' αρχίσει πιο καλή ζωή.»[4] «Κάθε πρωί ορκίζομαι, το βράδυ να ματανοήσω» λέει ο Καγιάμ. Δεν μας πείθει όμως. «Δείξε συμπόνια, Κύριε! Για μεταμέλειες είμαι τώρα;» «Άλλ' όταν έλθ' η νύχτα με τες δικές της συμβουλές»[4], δηλαδή.

Το προσανατολισμένο προς το μέλλον διάνυσμα του χρόνου αποτελεί συχνή αναφορά στην ποίηση του Καγιάμ· παρέα με τις επικούρειες δοξασίες της. «Τ' άνθη που έχουν ξεραθεί δεν πρόκειται ν’ ανθίσουν πάλι.»
Διαβάζοντας τα ρουμπαγιάτ –έστω και όσα του αναλογούν– είναι δύσκολο να φανταστεί ο αναγνώστης ότι είναι γραμμένα από έναν λαμπρό επιστήμονα· ίσως όμως είναι ο μούστος από τον τρύγο του φιλόσοφου. Πώς να αμφισβητήσει άλλωστε κάποιος ότι αυτά στα οποία αναφέρει τ' όνομά του είναι δικά του; «Έξω καρδιά, λοιπόν, Καγιάμ! Τώρα που τα 'χεις λίγο τσούξει.»

Η ποίηση τον έχει τιμήσει δεόντως με τις άπειρες μεταφράσεις των ρουμπαγιάτ και με ισάριθμες μελέτες. Ο σπουδαίος T.S.Elliot είχε αντικρίσει τον κόσμο εκ νέου· με ζωηρά, χαρούμενα και αλγεινά χρώματα. Η επιστήμη τού έχει αποτίνει φόρο τιμής βαφτίζοντας τον αστεροειδή 3095 με το όνομά του. Τι πρεσβεύει όμως τελικά ο επιστήμονας και ποιητής; Με ποια διαλεκτική σύνθεση καταφέρνει ο φιλόσοφος να μας ξελογιάσει; Δειγματίζω λοιπόν για να γίνω σαφέστερος. «Για να έχω στην μεριά μου τον ίδιο τον ποιητή», που λέει και ο Διονύσης Σαββόπουλος στους απαράμιλλους «Αχαρνής» του.

Για τη ματαιότητα του είναι μας:

Αλλά όσο ζω, δεν δίνω τσακιστή δεκάρα για δύο μέρες·
τη χτεσινή που έφυγε και την αυριανή που θα 'ρθει.

Δεν είσαι όμως, μην το λησμονάς, παρά μια χούφτα χιόνι
που στρώθηκε στην άμμο μια δυο μέρες, πριν να λιώσει.

Α!, το ποτήρι γέμισε κρασί κι αναθυμήσου
Πως λάσπη για τον κανατά θα γίνουμε κι εμείς.[6]

Άσπρο πάτο! Και μετά από μας, καλά να ξέρεις,
Θα γίνεται η πανσέληνος πάλι και πάλι νιο φεγγάρι.

Για τη θρησκεία και τις δοξασίες της:

Τι λες; Για προσευχή 'ναι ώρα; Τσιμουδιά, κυρ ταβερνιάρη.
Αψήφα τους παλιούς κανόνες. Έλα, τσούγκρισε μαζί μας.

Στέκει η καρδιά μου κι απορεί. Δεν ξέρει που να γύρει
Προς την Ταβέρνα ή στο Τζαμί; Κοράνι ή ποτήρι;[5]

Ποιος εγεννήθη κι έζησε χωρίς να αμαρτήσει
Κι αν έζησε αναμάρτητος σαν τι ζωή έχει ζήσει;[6]

Παράτησε τις προσευχές και τις νηστείες σπάσε
και πρόσεχε Ομάρ Καγιάμ έργα σωστά να κάμεις.[5]

Για τον έρωτα, το ελιξίριό μας:

Μην απαρνιέσαι το λιβάδι, το φιλί, το ερωτικό τραγούδι,
Μέχρι που ο πηλός της γης να ζυμωθεί με τον πηλό σου.

Ημέρες δίχως έρωτα, νυχτιές χωρίς φιλιά
Χαμένες είναι κι άχρηστες γι' αυτόν που θα τις ζήσει.[6]

Απόψε είναι το μικρό σου στόμα ο επιούσιός μου άρτος.
Δώσ' μου κρασί, και να 'χει χρώμα σαν τα μάγουλά σου.

Χαρά σ' αυτόν που δίπλα του μια λυγερή κοιμάται
Κι οι ομορφιές της πιο πολύ κι απ' το κρασί μεθούν.[6]

Εν κατακλείδι:

Φέρε κοπέλες όμορφες, στάμνες κρασί γεμάτες,
Και διώξε τους υποκριτές, της Πίστης τους δραγάτες.
Κι αν όσοι πίνουν κι αγαπούν στην κόλαση θα πάν',
Τότε για τον παράδεισο πού θα βρεθούν πελάτες;[6] (Θεός φυλάξοι!)

Ή ακόμα:

Τινάχτηκα σαν το γεράκι απ' τα μυστήρια του κόσμου
Κι όλο και πιο ψηλά να φτάσω έβαλα τα δυνατά μου.
Μα εκεί κανείς σοφός δεν ήταν που να ξέρει την αλήθεια,
Και να 'μαι πίσω, να περνώ την ίδια πύλη απ' όπου βγήκα. (Ουδέν οίδα)

Θρονιασμένος στον αστεροειδή του ο αειθαλής Ομάρ Καγιάμ, όταν δεν ενδίδει στις εγκόσμιες απολαύσεις, μας κουνάει πότε πότε το δάχτυλο για να μην ξεχνάμε ότι:
Το κινούμενο δάχτυλο γράφει. Βάζει τελεία
και φεύγει. Μάταια το ικετεύετε
ν' αλλάξει μισή αράδα· με δάκρυα
που δεν πνίγουν ούτε μια λέξη του.[7]



Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου

Σημειώσεις συντάκτη:
[1] Ghiyath al-Din Abu al-Fath Umar ibn Ibrahim al-Nisaburi al-Khayyami σύμφωνα με την εγκυκλοπαίδεια Britanica. Γκιιάτ αντ-Ντιν Αμπούλ-Φατχ Ουμάρ ιμπν Ιμπραχίμ αλ-Χαγιάμ Νισαπουρί, σύμφωνα με τη Βικιπαίδεια.
[2] Οι αποδόσεις είναι του Αργύρη Ευστρατιάδη, από το προαναφερθέν βιβλίο, εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά
[3] Από το άλμπουμ με τον τίτλο Abraxas· υπέρτατη θεότητα κατά τους γνωστικούς αλλά και με άλλες παραπλήσιες έννοιες σε διάφορα δόγματα
[4] Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, Ομνύει, εκδόσεις Ίκαρος
[5] Παύλος Γνευτός, Ρουμπαγιάτ, εκδόσεις Ερατώ
[6] Πάνος Χρονόπουλος, Ρουμπαγιάτ του Ομάρ Καγιάμ, εκδόσεις Καγιάφα
[7] Persian Poems, εκδόσεις Everyman's library, σε ελεύθερη απόδοση δική μου