Ο γαμπρός

Μάνου Καραβασίλη

Πίνακας Marc Chagall

Τα πρόσωπα του έργου:
Γαμπρός, πενήντα πέντε ετών
Θείος, εβδομήντα ετών
Ανιψιά, τριάντα έξι ετών

Τα φώτα ανάβουν σιγά σιγά. Για σκηνικό υπάρχει ένα λιτό δωμάτιο. Κρεβάτι, πολυθρόνα. Από έξω ακούγεται η βροχή. Μπαίνει μέσα ο Θείος ανάβει το φως. Είναι ένας ευγενικός και ήσυχος άνθρωπος. 

Θείος: Πέρασε, πέρασε μέσα.
Μπαίνει μέσα ο Γαμπρός. Ένας σκληρός άνθρωπος που τώρα φαίνεται ταλαιπωρημένος και γερασμένος. Είναι ρακένδυτος.
Γαμπρός: Παναγιά μου βροχή! Βράχηκα. Βράχηκα πολύ, κύριέ μου. Ούτε ένας περαστικός στους δρόμους. Ποιος να βγει και πού να πάει; Κακοκαιρία άλλο πράγμα. Χαμός σου λέω. Χαμός. Βράχηκαν και τα ρούχα μου. Παλιά είναι βέβαια... είναι και λίγο σκισμένα... πολύ σκισμένα δηλαδή... αλλά γιατί να βραχούνε; Ήταν ανάγκη; Ξέρεις, έτσι κρυώνεις γρήγορα γρήγορα και δεν προλαβαίνεις να αμυνθείς. Μέχρι ν' αμυνθείς είσαι στο κρεβάτι με πυρετό.
Θείος: Το ξέρω. Έχεις δίκαιο. Για αυτό πρέπει κάτι να φορέσεις, κάτι να βάλεις. (Βρίσκει ένα μπουφάν πάνω στο κρεβάτι) Νομίζω ότι σου κάνει. Δικό μου είναι. Το είχα αγοράσει παλιά από ένα ταξίδι μου.
Γαμπρός: Έχεις κάνει πολλά ταξίδια;
Θείος: Ναι. Παλιότερα ταξίδευα πολύ συχνά. Τώρα έχω μεγαλώσει κάπως.
Γαμπρός: Δηλαδή να το βάλω;
Θείος: Να το βάλεις. Και βέβαια να το βάλεις. Κάνει πολύ κρύο. Μην κρυώσεις.
Γαμπρός: Σε ευχαριστώ. (Βάζει το μπουφάν) Μου κάνει. Ναι, μου κάνει, είναι το νούμερό μου. Ωραίο είναι. Ωραίο και ζεστό. Μου αρέσει.
Θείος: Ζεστάθηκες;
Γαμπρός: Ναι, ζεστάθηκα. Ωραίο μπουφάν. Ακριβό.
Θείος: Χαίρομαι που είναι ζεστό.
Γαμπρός: Πόσο κάνει;
Θείος: Γιατί ρωτάς; Θες να το αγοράσεις;
Γαμπρός: Όχι. Μόνο για αγορές δεν είμαι. Δεν έχω λεφτά. Δεν έχω καθόλου λεφτά. Είμαι φτωχός, άστεγος. Αλήθεια σε ευχαρίστησα ή όχι; Δεν θυμάμαι.
Θείος: Για ποιο πράγμα να με ευχαριστήσεις; Για το μπουφάν;
Γαμπρός: Και για το μπουφάν. Και γενικά για ό,τι έκανες απόψε για μένα.
Θείος: Δεν έκανα τίποτα. Ξέχασέ το. Ο καθένας στη θέση μου το ίδιο θα έκανε. Θα σου έδινε στέγη και ένα μπουφάν. Χαράς στο πράγμα.
Γαμπρός: Έτσι λες εσύ. Αλλά δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι όμορφα συναισθήματα σαν και εσένα. Απόδειξη ότι τόσα χρόνια κανείς δεν με βοήθησε. Όλοι μπορούσαν αλλά κανείς δεν το έκανε. Αλήθεια ξέρεις γιατί;
Θείος: Μην τα σκέφτεσαι αυτά. Πάνε αυτά.
Γαμπρός: Πάνε αυτά χάρη σε εσένα. Και πάλι σε ευχαριστώ. Αλήθεια... εδώ τι είναι;
Θείος: Εδώ θα μείνεις απόψε. Εδώ είναι το σπίτι της αδερφής μου. Το δικό μου σπίτι βρίσκεται ακριβώς απέναντι. Η μονοκατοικία απέναντι είναι δική μου.
Γαμπρός: Δική σου; Η μονοκατοικία; Απέναντι;
Θείος: Ναι. Μένω απέναντι.
Γαμπρός: Μόνος μένεις; Μόνος;
Θείος: Αυτό δεν έχει σημασία. Πες πως μένω μόνος μου.
Γαμπρός: Να πω; Μάλιστα. Και δεν μου λες; Θα κοιμηθώ εδώ απόψε;
Θείος: Και απόψε και αύριο. Όσο πάει τέλος πάντων.
Γαμπρός: Όσο πάει, ε; Ωραία, ωραία, πολύ ωραία.
Θείος: Εδώ όπως καταλαβαίνεις δεν υπάρχει τίποτα για φαΐ. Αλλά παρ' όλα αυτά κάτι θα γίνει.
Γαμπρός: Τι θα γίνει; Μην μου πεις ότι θα φάω;
Θείος: Ναι. Θα φας. Το φαΐ μόνο καλό κάνει.
Γαμπρός: Αν έμαθα κάτι από τη ζωή αυτό είναι. Ότι το φαΐ κάνει μόνο καλό.
Θείος: Πεινάς φουκαάα μου, ε;
Γαμπρός: Ε, τι να το κρύψω; Πεινάω.
Θείος: Καλά. Θα σου φέρω να φας. Αλλά πρώτα θέλω να μάθω.
Γαμπρός: Να μάθεις. Γιατί να μην μάθεις; Τι θες να με ρωτήσεις;
Θείος: Είσαι καιρό άστεγος;
Γαμπρός: Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου.
Θείος: Πέρασες πολλά.
Γαμπρός: Δεν πέρασα πολλά. Πέρασα από όλα.
Θείος: Τι εννοείς;
Γαμπρός: Εννοώ ότι τα έχω ζήσει όλα. Ακόμα και τον θάνατό μου.
Θείος: Τον θάνατό σου; Τον έχεις ζήσει;
Γαμπρός: Αν πεθάνεις μια φορά δεν πειράζει. Όμως αν πεθαίνεις συνέχεια... Δεν αντέχεται αυτό.
Θείος: Δεν είχες ποτέ οικογένεια;
Γαμπρός: Αν παντρεύτηκα με ρωτάς;
Θείος: Όχι σε ρωτάω αν είχες μάνα, πατέρα. Αυτό σε ρωτάω. Το κατάλαβες;
Γαμπρός: Α, όχι, δεν γνώρισα γονείς. Μια ζωή στον δρόμο.
Θείος: Πώς σε λένε;
Γαμπρός: Εσύ κατάλαβες. Με λένε άστεγο. Ποτέ μου δεν είχα ένα κεραμίδι για να βάλω πάνω από το κεφάλι μου. Ποτέ μου δεν είχα τίποτα. Μήτε και μια μικρή γωνίτσα. Έτσι, για να γλυκαίνει η ψυχή μου. Ποτέ μου δεν είχα τίποτα δικό μου. Ποτέ μου όμως. Ποτέ.
Θείος: Καλά. Να σε ρωτήσω κάτι άλλο. Πού έχεις δουλέψει;
Γαμπρός: Μια εδώ και μια εκεί. Τίποτα το σίγουρο. Τίποτα το στάνταρ.
Θείος: Κατάλαβα.
Γαμπρός: Τεμπέλης δεν είμαι. Μου αρέσει η δουλειά. Αλλά ποτέ μου δεν κατάφερα να έχω λεφτά. Αυτό άλλωστε φαίνεται. Αν είχα λεφτά...
Θείος: Πρέπει να βοηθήσεις τον εαυτό σου. Πρέπει να δουλέψεις.
Γαμπρός: Θέλω να δουλέψω. Αλλά δεν στεριώνω ποτέ μου. Δεν ξέρω γιατί.
Θείος: Έχεις κλέψει ποτέ;
Γαμπρός: Μα τι λες τώρα; Είναι δυνατόν; Φτωχός είμαι. Άστεγος είμαι. Αλλά είμαι καθαρός.
Θείος: Καλά. Με συγχωρείς. Δεν έπρεπε να σε ρωτήσω. Ήταν λάθος μου. Συγγνώμη.
Γαμπρός: Είμαι τίμιος. Αυτό θέλω να το ξέρεις. Δεν πείραξα ποτέ κανέναν. Ούτε την περιουσία του. Είμαι τίμιος. Είμαι τίμιος αφεντικό.
Θείος: Δεν μου αρέσει να με λες αφεντικό.
Γαμπρός: Καλά. Συγγνώμη.
Θείος: Ξάπλωσε να ξεκουραστείς αν θες.
Γαμπρός: Σε ευχαριστώ. Η αλήθεια είναι ότι δεν κουράζομαι ποτέ. Έχω περάσει τόσα πολλά που έμαθα να μην κουράζομαι ποτέ. Δεν με πιάνει η κούραση.
Θείος: Το ξέρω. Το κατάλαβα δηλαδή.
Γαμπρός: Από πού το κατάλαβες;
Θείος: Από αυτό που βλέπω. Άσε τώρα τα λόγια όμως και ξάπλωσε, όλο και θα είσαι κουρασμένος έστω και αν δεν κουράζεσαι ποτέ, εν τω μεταξύ εγώ θα φροντίσω για το φαγητό σου.
Γαμπρός: Σε ευχαριστώ πολύ αφεντικό. Όχι αφεντικό, συγγνώμη. Πάντως σε ευχαριστώ πολύ. Κάνεις πολλά για μένα. Πιστεύω να σε δικαιώσω.
Θείος: Είμαι σίγουρος για αυτό.
Γαμπρός: Τι εννοείς;
Θείος: Θα σου πω. Θα σου πω...

Σκοτάδι.

Στον ίδιο χώρο. Λίγη ώρα αργότερα. Ο Γαμπρός είναι στη σκηνή με τον Θείο. Ο Γαμπρός τρώει.

Γαμπρός: Αυτό είναι φαΐ άνθρωπέ μου, αυτό είναι φαΐ. Και τι φαΐ! Όπως σου είπα και όπως διαπιστώνεις τώρα η πείνα μου ήταν μεγάλη. Τι μεγάλη δηλαδή; Τεράστια ήταν, τεράστια. Πείναγα, πείναγα πολύ και ακόμα πεινάω η αλήθεια είναι. Είχα να βάλω μια μπουκιά φαΐ στο στόμα μου έξι μέρες.
Θείος: Γιατί αυτό; Πάντα έτσι πέρναγες ή έτυχε τώρα;
Γαμπρός: Έτυχε τώρα. Μαύρη τύχη δηλαδή. Με την πείνα που είχα μπορούσα να φάω τα πάντα. Ακόμα και σένα αφεντικό.
Θείος: Καταλαβαίνω. Αφεντικό όμως μην με λες. Δεν είμαι το αφεντικό σου. Αλίμονο. Αυτό είναι τοίχος ανάμεσα σε εμάς τους δύο. Εγώ αφεντικό και εσύ τι; Υπηρέτης; Προς Θεού όχι. Με τίποτα, με καμία δύναμη μην με ξαναπείς έτσι. Άκου αφεντικό! Εγώ δεν είμαι το αφεντικό σου. Αλίμονο. Αλίμονο άνθρωπε μου.
Γαμπρός: Καλά και αφού δεν θες να σε λέω αφεντικό μου, τότε πώς να σε λέω;
Θείος: Πώς να με λες; Να μην με λες τίποτα!
Γαμπρός: Και γιατί αυτό;
Θείος: Έτσι.
Γαμπρός: Θα σε λέω φίλο. Σου αρέσει αυτό; Σου αρέσει;
Θείος: Το καλύτερο από όλα. Από αφεντικά βρομάει ο κόσμος, από φίλους υπάρχει έλλειψη. Από αληθινούς φίλους υπάρχει έλλειψη. Μεγάλη έλλειψη. Έτσι λοιπόν να με λες. Φίλο να με λες. Φίλο.
Γαμπρός: Εντάξει. Θα σε λέω φίλο. Δεν σου χαλάω ποτέ χατίρι. Φίλο θα σε λέω. Φίλο.
Θείος: Να σε φιλήσω! ( Τον φιλάει στο μάγουλο ενώ ο Γαμπρός τραβιέται)
Γαμπρός: Ε, όχι έτσι, όχι έτσι. Τραβήξου. (Απομακρύνεται) Δεν θέλω διαχύσεις. Όλα κι όλα!
Θείος: Καλά με συγχωρείς. Αλλά αφού είμαστε φίλοι δεν είναι κακό. Έλα τώρα, έλα τώρα να φας.
Γαμπρός: Τι να φάω; Αφού έφαγα!
Θείος: Σου άρεσε το φαΐ;
Γαμπρός: Μου άρεσε. Μου άρεσε. Εσύ το μαγείρεψες;
Θείος: Δυστυχώς δεν μαγειρεύω. Είναι κάτι με το οποίο δεν ασχολήθηκα καθόλου.
Γαμπρός: Τότε ποιος το μαγείρεψε;
Θείος: Κάτσε κάτω να μιλήσουμε σε παρακαλώ.
Γαμπρός: Έχεις να μου πεις κάτι;
Θείος: Ναι κάτι έχω να σου πω. Όχι βέβαια για το φαγητό. Έλα κάτσε σε παρακαλώ, κάτσε παιδί μου.
Γαμπρός: Σε ακούω, πες μου. (Κάθεται) Τι έχεις να μου πεις; Α, μισό λεπτό. Τσιγάρο; Έχεις τσιγάρο;
Θείος: Έχω και τσιγάρο. (Βγάζει από την τσέπη του ένα πακέτο, βγάζει και αναπτήρα)
Γαμπρός: (Ανάβει τσιγάρο): Εσύ θα καπνίσεις φίλε;
Θείος: Όχι τώρα. Δεν θέλω.
Γαμπρός: Κάνει κακό στην υγεία. Σωστά. Ξέρεις από ποτέ έχω να καπνίσω;
Θείος: Από πότε;
Γαμπρός: Δεν θυμάμαι.
Θείος: Εγώ ξέρεις, μπορώ αν θες να σε βοηθήσω να βρεις μια δουλειά. Θα το ήθελες κάτι τέτοιο ή όχι;
Γαμπρός: Θέλω. Γιατί να μην θέλω; Γερός είμαι. Δυνατός είμαι. Και βέβαια θέλω!
Θείος: Ωραία. Από τώρα και στο εξής θα δουλεύεις για μένα.
Γαμπρός: Δηλαδή θα γίνεις αφεντικό μου; Καλά σε έλεγα εγώ αφεντικό!
Θείος: Βρε τι λύσσα είναι αυτή! Όλο αφεντικό και αφεντικό με φωνάζεις.
Γαμπρός: Ε, αφού θα γίνεις το αφεντικό μου πώς θες να σε φωνάζω; Όχι αφεντικό;
Θείος: Όχι αφεντικό. Εσύ, είπαμε, θα με λες φίλο.
Γαμπρός: Πόσα θα παίρνω; Πλάκα σου κάνω. Όσα και να μου δίνεις κλείσαμε. Θα δουλεύω για σένα.
Θείος: Χαίρομαι για αυτό που ακούω. Έχεις όρεξη για δουλειά.
Γαμπρός: Έχω όρεξη. Όρεξη για δουλειά και για φαΐ έχω.
Θείος: Και πάλι χαίρομαι που το ακούω.
Γαμπρός: Και δεν μου λες, τι δουλειά είναι αυτή; Εύκολη;
Θείος: Εύκολη είναι. Θα είσαι ο άνθρωπος που θα προστατεύει την ανιψιά μου.
Γαμπρός: Τι δουλειά είναι αυτή;
Θείος: Έχω μια ανιψιά. Θα κάνει κάποια ταξίδια σε όλον τον κόσμο. Θέλω να είσαι μαζί της. Μην την πειράξει κανένας. Κατάλαβες; Σε είκοσι ημέρες ξεκινάει τον γύρο του κόσμου.
Γαμπρός: Ωραία αλλά εγώ τι να κάνω; Να την παρακολουθώ;
Θείος: Όχι, όχι βέβαια. Όπου πάει θα είσαι και εσύ. Μαζί της. Παρέα της.
Γαμπρός: Θα το ξέρει;
Θείος: Ε, μα φυσικά.
Γαμπρός: Και τι θα κάνω μαζί της;
Θείος: Άκου να δεις. Η ανιψιά μου είναι από οικογένεια με κάποια οικονομική άνεση και αυτό μας δημιουργεί μια σκέψη μήπως στα ταξίδια της αυτά κάποιος της κάνει κακό για να την ληστέψει. Εσύ θα είσαι κοντά της. Μόνο αυτό. Άμα κάποιος θέλει να την ληστέψει μαζί σου δεν θα τα καταφέρει. Κατάλαβες;
Γαμπρός: Κατάλαβα. Εντάξει. Μείνε ήσυχος. Δεν θα την πειράξει κανείς. Σου δίνω τον λόγο μου. Κανείς.
Θείος: Όταν δεν ταξιδεύετε θα είσαι εδώ. Σε αυτό το σπίτι.
Γαμπρός: Εντάξει.
Θείος: Είμαστε σύμφωνοι;
Γαμπρός: Σύμφωνοι, ναι.
Θείος: Ωραία.
Γαμπρός: Αυτή μαγείρεψε το φαΐ;
Θείος: Αυτή το μαγείρεψε, ναι. Αλλά πρόσεξε. Θα είσαι ευγενικός μαζί της. Θα είσαι ένας κύριος. Μου δίνεις τον λόγο σου;
Γαμπρός: Φυσικά και σου δίνω τον λόγο μου. Θα είμαι κύριος. Ευγενικός. Σου δίνω τον λόγο μου. Αλίμονο. Σε ευχαριστώ φίλε. Σε ευχαριστώ πολύ. Μου δίνεις την ευκαιρία να πετύχω. Και εγώ θα πετύχω. Θα το δεις. Αλίμονο.

Σκοτάδι.


Φως. Το ίδιο δωμάτιο, την άλλη μέρα. Στη σκηνή είναι ο Γαμπρός. Κάθεται στο κρεβάτι του και διαβάζει εφημερίδα. Χτυπάει η πόρτα.

Γαμπρός: Ποιος είναι; Ποιος; Περάστε, παρακαλώ περάστε.
Μπαίνει μέσα η Ανιψιά, μια όμορφη μα συντηρητική γυναίκα Με μακριά φούστα.
Ανιψιά: Καλησπέρα σας.
Γαμπρός: Καλησπέρα σας. Ποια είστε;
Ανιψιά: Η κοπέλα από απέναντι. Ο άνθρωπος που σας έφερε εδώ είναι θείος μου.
Γαμπρός: Χαίρομαι. Χαίρομαι πολύ. (Σηκώνεται και της κάνει ένα αδέξιο χειροφίλημα)
Ανιψιά: Δεν ήταν ανάγκη.
Γαμπρός:Σας παρακαλώ. Τι λέτε τώρα; Είστε γυναίκα. Οι γυναίκες θέλουν σεβασμό. Σας σέβομαι.
Ανιψιά: Να είστε καλά. Αλήθεια, βολευτήκατε;
Γαμπρός: Πώς! Πώς! Βολεύτηκα. Ωραία είναι εδώ. Πολύ πολύ ωραία. Ξέρετε κάτι; Δεν είχα ζήσει ποτέ σε σπίτι!
Ανιψιά: Μπα; Αλήθεια; Και πώς αυτό;
Γαμπρός: Δεν έτυχε. Εσείς πάντα σε σπίτι μένατε;
Ανιψιά: Ε, μα φυσικά. Πού αλλού να έμενα;
Γαμπρός: Μου... μου μίλησε ο θείος σας. Καλός άνθρωπος. Χρυσός άνθρωπος. Έκανε τόσα για μένα. Μου παραχώρησε το σπίτι του. Μου έδωσε να φάω. Μου έδωσε μπουφάν. Να, αυτό εδώ. Το φοράω. (Δείχνει το μπουφάν του) Μου βρήκε και δουλειά. Δηλαδή αυτός με προσέλαβε. Και δεν θέλει να τον λέω αφεντικό. Σκέψου, σκέψου μεγαλείο ψυχής. Ο τύπος είναι όλα τα λεφτά.
Ανιψιά: Σας είπε για τη δουλειά;
Γαμπρός: Για ποια δουλειά; Α, ναι για τη δουλειά. Μου είπε. Πώς!
Ανιψιά: Και εσείς, θέλετε; Μπορείτε;
Γαμπρός: Και μπορώ και θέλω. Δεν χάνω ποτέ ευκαιρίες.
Ανιψιά: Όμως έχετε χάσει ένα ζεστό σπιτικό. Γιατί αυτό; Γιατί δεν κάνατε μια προσπάθεια να φτιάξετε ένα σπίτι; Ένα μικρό, ένα μικρούλι δωμάτιο. Γιατί δεν το φτιάξατε; Δεν εκμεταλλευτήκατε καμία ευκαιρία.
Γαμπρός: Πολύ απλά δεν εκμεταλλεύτηκα καμία απολύτως ευκαιρία γιατί δεν μου παρουσιάστηκε ποτέ καμία ευκαιρία. Μέχρι που είδα τον θείο σας.
Ανιψιά: Χαίρομαι που βοήθησε έναν άνθρωπο ο Θείος.
Γαμπρός: Σε λίγο καιρό θα ταξιδεύουμε μαζί. Ωραίο αυτό. Μου αρέσει. Μου αρέσει πολύ.
Ανιψιά: Γιατί σας αρέσει;
Γαμπρός: Μου αρέσουν τα ταξίδια.
Ανιψιά: Έχετε μπει ποτέ σε αεροπλάνο;
Γαμπρός: Χθες μπήκα σε σπίτι πρώτη φορά, σε αεροπλάνο με ρωτάτε αν έχω μπει;
Ανιψιά: Έχετε δίκαιο. Με συγχωρείτε. Λάθος μου η ερώτηση.
Γαμπρός: Μου αρέσουν τα ταξίδια. Άλλο που δεν ταξίδεψα ποτέ βέβαια. Έβλεπα τους άλλους να φεύγουν και χαιρόμουνα.
Ανιψιά: Στερηθήκατε πολλά πράγματα, ε;
Γαμπρός: Πολλά, παρά πολλά. Δηλαδή σχεδόν όλα. Μόνο ένα πράγμα δεν στερήθηκα ποτέ
Ανιψιά: Ποιο πράγμα;
Γαμπρός: Το οξυγόνο. Όλα τα άλλα όμως τα στερήθηκα. Εγώ ξέρω μόνο τι πέρασα. Κανείς, κανείς άλλος.
Ανιψιά: Πάντως είστε δυνατός άνθρωπος.
Γαμπρός: Οι στερημένοι άνθρωποι είναι πάντα δυνατοί άνθρωποι. Στερημένος και κακομαθημένος δεν γίνεται.
Ανιψιά: Ωραία τα λέτε.
Γαμπρός: Τώρα που τα λέω, τα λέω ωραία. Όταν τα βίωνα, τα βίωνα άσχημα. Κόλαση ήταν η ζωή μου. Κόλαση.
Ανιψιά: Μέχρι που είδατε τον θείο μου.
Γαμπρός: Ακριβώς. Ακριβώς αυτό. Ο θείος σας με έσωσε. Μου έδωσε πολλά. Παρά πολλά.
Ανιψιά: Είστε πάντως ευχάριστος άνθρωπος παρ' όλα αυτά που περάσατε.
Γαμπρός: Αυτά που πέρασα με κάνανε να σκέφτομαι και το δευτερόλεπτο της ζωής. Άλλοι τα έχουν όλα και δεν είναι καλά. Εγώ μέχρι χθες δεν είχα τίποτα και όμως ένιωθα απόλυτα καλά.
Ανιψιά: Αυτό είναι δύναμη;
Γαμπρός: Σίγουρα είναι δύναμη για να μην παραιτείσαι.
Ανιψιά: Έχεις τη δική σου άποψη για τη ζωή. Με συγχωρείς για τον ενικό. Αλλά αν θες ας μιλάμε στον ενικό άλλωστε τώρα γνωστοί είμαστε.
Γαμπρός: Όχι γνωστοί. Τι γνωστοί; Φίλοι είμαστε.
Ανιψιά: Έτσι λες;
Γαμπρός: Όχι έτσι λέω! Έτσι είναι. Άλλωστε και τον θείο σου ξέρεις πώς τον λέω;
Ανιψιά: Πώς τον λες;
Γαμπρός: Φίλο, φίλο τον λέω. Είναι καλός άνθρωπος. Πράος και γενναιόδωρος. Νιώθω ότι τον ξέρω χρόνια.
Ανιψιά: Πάντως είναι πολύ ευχάριστο να τιμάει κάποιος τον άνθρωπο που τον βοηθάει.
Γαμπρός: Εγώ είμαι δίκαιος άνθρωπος. Μου έκανες καλό, θα σου κάνω καλό.
Ανιψιά: Χαίρομαι. Χαίρομαι για εσένα.
Γαμπρός: Και εγώ χαίρομαι για εμάς.
Ανιψιά: Για εμάς; Τι εννοείς;
Γαμπρός: Εννοώ για τα ταξίδια που θα κάνουμε. Αυτό εννοώ. Αλίμονο. Λίγο πράγμα είναι τα ταξίδια που θα κάνουμε; Όχι. Είναι πολύ σημαντικό.
Ανιψιά: Σε δεκαεννέα μέρες ξεκινάμε τον γύρο του κόσμου.
Γαμπρός: Ό,τι καλύτερο. Ό,τι καλύτερο για την αφεντιά μου. Λατρεύω πολύ τα ταξίδια.
Ανιψιά: Μα δεν έχεις κάνει ποτέ ταξίδια!
Γαμπρός: Λατρεύω ό,τι δεν έκανα ποτέ!
Ανιψιά: Αν και δεν σου πολυφαίνεται, πρέπει να είσαι ρομαντικός.
Γαμπρός: Είμαι ρομαντικός. Γιατί να μην είμαι; Και σκληρός είμαι και άγαρμπος κάποιες φορές είμαι... μα όλα εντάξει. Έχω μέσα μου ό,τι έχει ο κάθε άνθρωπος. Λίγο απ' όλα δηλαδή. Κατάλαβες;
Ανιψιά: Κατάλαβα. Υπάρχει μέσα σου και το καλό και το κακό και το άσπρο...
Γαμπρός: ...και το μαύρο. Και η αγάπη και το μίσος. Μόνο που όταν μισώ κάτι, κρατάω την αδιαφορία και αφήνω το μίσος. Ο καλύτερος τρόπος για να μισείς είναι να αδιαφορείς. Το μίσος κουράζει την ψυχή σου. Η αδιαφορία ξεκουράζει την ψυχή σου.
Ανιψιά: Μιλάς λογικά. Μου αρέσει αυτό.
Γαμπρός: Όλοι οι άστεγοι μιλάνε λογικά. Είναι μεγάλο πανεπιστήμιο να είσαι άστεγος. Πρέπει να αντέχεις. Να αντέχεις σε κρύο, σε βροχή, σε καταιγίδα. Και να αντέχεις, και να μην διαμαρτύρεσαι. Κάποιοι από αυτούς που έχουν σπίτια μπορεί να διαμαρτύρονται εγώ όμως όχι, δεν διαμαρτύρομαι, δεν βαρυγκομάω όπως και κανένας άστεγος. Την αλήθεια σου λέω. Το πιστεύεις;
Ανιψιά: Και βέβαια το πιστεύω. Έμαθες τα λίγα και εκτιμάς τα αρκετά.
Γαμπρός: Λάθος. Μεγάλο λάθος. Έμαθα στο τίποτα και εκτιμάω ό,τι είναι λίγο πιο πάνω από αυτό.
Ανιψιά: Σου έχει διδάξει πολλά η ζωή.
Γαμπρός: Η ζωή δίνει πολλά στον άνθρωπο όταν του τα παίρνει όλα.
Ανιψιά: Μέχρι χθες ήσουν αλλιώς. Δεν είχες τίποτα. Απολύτως τίποτα. Τώρα έχεις και σιγά σιγά θα έχεις και περισσότερα.
Γαμπρός: Ευτυχώς. Πάντως εύχομαι να μην κακομάθω. Αλήθεια... έχω μια απορία.
Ανιψιά: Τι απορία έχεις;
Γαμπρός: Με εμπιστεύεστε;
Ανιψιά: Τι εννοείς;
Γαμπρός: Να θέλω να πω... εγώ δεν έχω κάτι που να δείχνει ποιος είμαι, τι κάνω... τόση εμπιστοσύνη μου έχεις για τα ταξίδια σε όλον τον κόσμο εσύ και ο θείος σου;
Ανιψιά: Αμφιβάλλεις;
Γαμπρός: Δεν σου είπα ότι έχω αμφιβολία, απορία σου είπα ότι έχω. Γιατί εγώ; Γιατί διαλέξατε εμένα για τα ταξίδια;
Ανιψιά: Έτσι.
Γαμπρός: Το έτσι δεν είναι απάντηση. Μάλλον για υπεκφυγή μου μοιάζει. Σου έκανα μια ερώτηση. Αν θες μου απαντάς.
Ανιψιά: Σε εμπιστευόμαστε. Είναι κάτι άσχημο αυτό; Σου φαίνεται κακό;
Γαμπρός: Κακό όχι δεν μου φαίνεται. Αλλά παράξενο οπωσδήποτε. Γιατί με εμπιστεύεστε; Από πού και ως πού;
Ανιψιά: Επειδή κάποιον πρέπει να εμπιστευτούμε. Και αυτός ο κάποιος πρέπει να είναι πρόσωπο εμπιστοσύνης.
Γαμπρός: Δηλαδή εγώ είμαι πρόσωπο εμπιστοσύνης;
Ανιψιά: Και βέβαια είσαι.
Γαμπρός: Και γιατί είμαι;
Ανιψιά: Επειδή έμαθες στο τίποτα. Αυτό από μόνο του λέει πολλά.
Γαμπρός: Έτσι όπως το λες το πιστεύω.
Ανιψιά: Την αλήθεια σου λέω.
Γαμπρός: Το καταλαβαίνω. Ο θείος σου όμως γιατί δεν σε πάει;
Ανιψιά: Ο θείος πρέπει να μένει εδώ. Και εδώ θα μένει. Γι' αυτό δεν με πάει. Έχει υποχρέωση να μείνει εδώ. Έχει τους λόγους του.
Γαμπρός: Τι λόγους;
Ανιψιά: Θες να μάθεις;
Γαμπρός: Θα με υποχρεώσεις αν μάθω.
Ανιψιά: Πρέπει να κάνει παρέα στη σύζυγό του.
Γαμπρός: Νόμιζα πως ήταν ανύπαντρος.
Ανιψιά: Λάθος. Ο θείος είναι παντρεμένος.
Γαμπρός: Παντρεμένος, μάλιστα. Παιδιά έχει;
Ανιψιά: Δεν έχει παιδιά.
Γαμπρός: Και συ είσαι η ανιψιά του;
Ανιψιά: Ναι.
Γαμπρός: Κατάλαβα.
Ανιψιά: Πώς νιώθεις τώρα που θα γυρίσεις όλον τον κόσμο και μάλιστα μαζί μου;
Γαμπρός: Πάντα προσπαθώ να νιώθω ωραία. Τώρα νιώθω ωραία χωρίς να προσπαθώ.
Ανιψιά: Ωραία διατύπωσες την απάντησή σου.
Γαμπρός: Τι να πω! Ευχαριστώ.
Ανιψιά: Πώς σου φαίνομαι;
Γαμπρός: Τι εννοείς;
Ανιψιά: Λέω, πώς σου φαίνομαι;
Γαμπρός: Ένας ωραίος άνθρωπος.
Ανιψιά: Σε ευχαριστώ.
Γαμπρός: Αν εννοείς σαν γυναίκα πώς μου φαίνεσαι αυτό είναι άλλο. Τελείως άλλο θέμα.
Ανιψιά: Ωραία λοιπόν. Τότε σε ρωτάω χωρίς υπεκφυγές. Σαν γυναίκα πώς σου φαίνομαι;
Γαμπρός: Μου αρέσει η ερώτησή σου. Είσαι μια γυναίκα όμορφη, λαμπερή. Αλλά...
Ανιψιά: Αυτό το αλλά το περίμενα και αυτό το αλλά δεν μου αρέσει. Δεν το θέλω. Δεν το θέλω.
Γαμπρός: Γιατί φοράς μια τόσο μακριά φούστα;
Ανιψιά: Επειδή μου αρέσει. Επειδή κρυώνω.
Γαμπρός: Όταν κρυώνεις να φοράς λίγα ρούχα.
Ανιψιά: Λίγα ρούχα; Και γιατί αυτό;
Γαμπρός: Είσαι νέα και μπορείς. Είσαι ωραία και αντέχεις.
Ανιψιά: Τι αντέχω;
Γαμπρός: Το κρύο. Εγώ έχω νιώσει πολύ κρύο. Παρά πολύ κρύο. Αλλά άλλο εγώ. Και άλλο εσύ.
Ανιψιά: Εσύ έχεις μάθει να αντέχεις.
Γαμπρός: Εγώ έχω μάθει πως όλοι μπορούν να αντέξουν σε όλα.
Ανιψιά: Γιατί το λες αυτό;
Γαμπρός: Γιατί έτσι είναι.
Ανιψιά: Έχουμε όλοι μας δύναμη μέσα μας.
Γαμπρός: Πολύ μεγάλη δύναμη. Κανείς να μην υποτιμάει τη δύναμη του ανθρώπου.
Ανιψιά: Συμφωνώ σε αυτό.
Γαμπρός: Εγώ συμφωνώ πιο πολύ γιατί έχω περισσότερα βιώματα πάνω σε αυτό.
Ανιψιά: Ναι, αλλά κάτι άλλο λέγαμε. Αλήθεια θυμάσαι τι λέγαμε;
Γαμπρός: Θυμάμαι, πώς δεν θυμάμαι! Λέγαμε αν μου αρέσεις σαν γυναίκα.
Ανιψιά: Αυτό λέγαμε. Σου αρέσω είπες αλλά... Τι είναι αυτό που με κάνει ωραία; Και τι είναι αυτό που στην ομορφιά μου υπάρχει το αλλά;
Γαμπρός: Έχεις ωραίο κορμί. Έχεις ωραίο σώμα. Όμορφο δέρμα. Τέλειες αναλογίες. Είσαι σέξι, κορίτσι μου.
Ανιψιά: Και τι άλλο έχω ωραίο;
Γαμπρός: Όλα σου είναι ωραία κορίτσι μου. Όλα σου.
Ανιψιά: Και το αλλά γιατί υπάρχει στην ομορφιά μου;
Γαμπρός: Γιατί το έχεις βάλει εσύ να υπάρχει. Διώξε το και όλα ωραία.
Ανιψιά: Έτσι λες;
Γαμπρός: Έτσι είναι!
Ανιψιά: Θα παντρευόσουν ποτέ μια γυναίκα σαν και εμένα;
Γαμπρός (Την αγκαλιάζει από την μέση): Θα παντρευόμουν μόνο μια γυναίκα σαν και εσένα.
Ανιψιά: Αλήθεια λες;
Γαμπρός: Πάντα λέω αλήθεια.
Ανιψιά: Και γιατί θα με παντρευόσουν;
Γαμπρός: Γιατί έχεις όλα αυτά που θέλω.
Ανιψιά: Είσαι αρκετά μεγαλύτερός μου.
Γαμπρός: Έχω πείρα. Αυτό πρέπει να σου αρέσει.
Ανιψιά: Γνώρισες γυναίκες;
Γαμπρός: Δεν τις γνώρισα μόνο.
Ανιψιά: Καταλαβαίνω. Έχεις μάθει καλά τη ζωή.
Γαμπρός: Πολύ καλά. Μέσα από τη δυστυχία μαθαίνεις.
Ανιψιά: Τι μαθαίνεις πιο πολύ μέσα στη δυστυχία; Την άρνηση;
Γαμπρός: Την αποδοχή στην άρνηση.
Ανιψιά: Έχω αρχίσει να σε ζηλεύω.
Γαμπρός: Γιατί το λες αυτό;
Ανιψιά: Γιατί έμαθες πολλά.
Γαμπρός: Δεν έμαθα πολλά. Τα έμαθα όλα.
Ανιψιά: Είμαι μόνη.
Γαμπρός: Το κατάλαβα.
Ανιψιά: Από πού; Με λυπάσαι;
Γαμπρός: Δεν λυπάμαι ποτέ τέτοια θέα.
Ανιψιά: Άρα είμαι ωραία.
Γαμπρός: Πιο πολύ από ότι νομίζεις. Ωραία, είσαι ωραία και γοητευτική.
Ανιψιά: Και τότε γιατί απέτυχα στη ζωή μου;
Γαμπρός: Σίγουρα επειδή ήθελες την επιβεβαίωση των γύρω σου.
Ανιψιά: Και δεν μου λες; Είναι κακό αυτό; Να θέλω την επιβεβαίωση των γύρω μου;
Γαμπρός: Δεν θα πάρεις ποτέ από τους γύρω σου ό,τι ζητάς. Και όσο περισσότερο το αξίζεις τόσο περισσότερο δεν θα το πάρεις.
Ανιψιά: Αυτό είναι στενάχωρο. Γιατί δεν μας δίνουν αυτό που αξίζουμε;
Γαμπρός: Επειδή ποτέ δεν είναι γενναιόδωροι με τον κόσμο. Η γενναιοδωρία τους σταματάει στους εαυτούς τους.
Ανιψιά: Γιατί αυτό;
Γαμπρός: Γιατί έτσι έχουν μάθει. Πολύ όμως ασχολείσαι με τους ξένους. Δεν είναι καλό αυτό. Κοίτα τον εαυτό σου και την πάρτη σου. Αγάπα τον εαυτό σου, αξίζει πιο πολύ από τους άλλους.
Ανιψιά: Πού την βρίσκεις τη δύναμη;
Γαμπρός: Από την αδυναμία γεννιέται η δύναμη. Τώρα που λες μπορείς να γίνεις δυνατή. Τώρα που είσαι αδύναμη. Τώρα μπορείς. Άρπαξε την ευκαιρία της αδυναμίας για τη δύναμη.
Ανιψιά: Έχεις φοβηθεί ποτέ σου;
Γαμπρός: Οι άστεγοι δεν προλαβαίνουν να φοβηθούν ποτέ. Ασχολούνται με άλλα πράγματα πιο σοβαρά.
Ανιψιά: Η επιβίωση, ε;
Γαμπρός: Η προσπάθεια για την επιβίωση είναι κάτι πολύ σοβαρό.
Ανιψιά: Τι νιώθεις τώρα; Τώρα που είμαι κοντά σου... Τώρα που είμαστε μαζί... Τι θέλεις από εμένα;
Γαμπρός: Να καις. Από έρωτα. Από φλόγα. Σίγουρα μπορείς και καλύτερα. Με πιο θάρρος. Με πιο αυτοπεποίθηση. (Την φιλάει στο στόμα)
Ανιψιά: Κοίτα. (Βγάζει την μακριά της φούστα, από μέσα φοράει ένα πολύ κοντό φόρεμα που δεν θυμίζει σε τίποτα την κοπέλα που βλέπαμε μέχρι στιγμής) Έτσι σου αρέσω πιο πολύ. Έτσι δεν είναι;
Γαμπρός: Τώρα είσαι γκόμενα. Και τις γκόμενες οι άντρες τις ξεσκίζουνε. Τις ξεσκίζουνε μωρό μου. (Την ξαπλώνει με βία πάνω στο κρεβάτι) Έτσι μου αρέσεις. Έτσι. (Την φιλάει και μετά της ανοίγει τα πόδια) Τώρα θα δεις μωρό μου.
Χτυπάει η πόρτα.
Θείος (Από έξω): Άνοιξε εγώ είμαι. Ο Θείος.
Γαμπρός: Βρήκες την ώρα.
Ανιψιά: Άνοιξέ του. Άνοιξέ του τώρα. Μην του πεις ότι είμαι εδώ.
Γαμπρός: Καλά πήγαινε μέσα.
Η Ανιψιά σηκώνεται, παίρνει το μακρύ φουστάνι της από κάτω και πάει μέσα. Ο Γαμπρός πηγαίνει και ανοίγει την πόρτα, μπαίνει ο Θείος.
Θείος: Άργησες να ανοίξεις. Γιατί;
Γαμπρός: Να λες ευχαριστώ πολύ που άνοιξα.
Θείος: Γιατί να πω ευχαριστώ πολύ που άνοιξες;
Γαμπρός: Με διέκοψες.
Θείος: Έκανες κάτι;
Γαμπρός: Κάτι έκανα αλλά θα το συνεχίσω μετά. Ελπίζω τουλάχιστον.
Θείος: Η ανιψιά μου ήρθε;
Γαμπρός: Ε; Όχι ακόμα, όχι.
Θείος: Ωραία. Πολύ ωραία. Ήρθα να σου πω ότι θα περάσω το απόγευμα να σε πάρω για ψώνια.
Γαμπρός: Τι θα ψωνίσουμε;
Θείος: Έχεις ανάγκη από ένα καινούργιο κουστούμι και από παπούτσια βέβαια. Πουκάμισο, καμιά γραβάτα, και ένα γιλέκο.
Γαμπρός: Να σου πω, εσύ τα πληρώνεις;
Θείος: Ε, μα φυσικά εγώ. Εσύ δεν έχεις λεφτά. Ό,τι θες θα στο δίνω εγώ. Ό,τι χρειάζεσαι θα στο παίρνω εγώ.
Γαμπρός: Με συγκινείς. Οφείλω να ομολογήσω ότι είσαι πολύ καλός. Παρά πολύ καλός. Συγκινήθηκα.
Θείος: Άστα αυτά. Δεν μου είπες αλήθεια. Βολεύτηκες εδώ;
Γαμπρός: Πώς! Πώς! Βολεύτηκα.
Θείος: Μπράβο, Χαίρομαι. Πολύ χαίρομαι. Πολύ χαίρομαι.
Γαμπρός: Η ανιψιά σου...
Θείος: Τι η ανιψιά μου;
Γαμπρός: Όχι, λέω... η ανιψιά σου τι άνθρωπος είναι;
Θείος: Τι εννοείς; Είναι μια σοβαρή κοπέλα, συνεσταλμένη.
Γαμπρός: Μάλιστα. Είναι... θέλω να πω, τι χαρακτήρα έχει;
Θείος: Τι χαρακτήρα έχει; Η ανιψιά μου; Είναι όλα αυτά που δεν θέλει.
Γαμπρός: Δηλαδή;
Θείος: Είναι καλή κοπέλα. Σοβαρή. Έχει έναν υπέροχο χαρακτήρα. Μόνο που δεν έχει μπει ποτέ στον κόπο για να τολμήσει. Είναι πάρα πάνω από ό,τι πρέπει η σοβαρότητά της. Και η δειλία της είναι μεγάλη.
Γαμπρός: Είναι δειλή κοπέλα;
Θείος: Είναι παρά πολύ δειλή. Δεν έχει μάθει τη ζωή. Δεν ήθελε ποτέ να την μάθει.
Γαμπρός: Είχε ποτέ της κάποια απογοήτευση; Εννοώ ερωτική απογοήτευση.
Θείος: Όχι. Ερωτική απογοήτευση δεν είχε ποτέ. Αυτό το ξέρω πολύ καλά.
Γαμπρός: Είχε όμως γενικά μια απογοήτευση. Μια απογοήτευση για τη ζωή ας πούμε. Έτσι δεν είναι ή κάνω λάθος;
Θείος: Κανένα λάθος δεν κάνεις. Κανένα απολύτως λάθος. Δεν τόλμαγε, δεν τολμάει, είναι πάντα δειλή.
Γαμπρός: Μια γυναίκα δειλή έχει ενδιαφέρον.
Θείος: Τι εννοείς;
Γαμπρός: Μια γυναίκα δειλή έχει κλειστά τα φτερά της. Έχει φτερά αλλά είναι κλειστά επειδή φοβάται. Επειδή δεν τολμάει. Επειδή δεν θέλει να χάσει. Μια τέτοια γυναίκα είναι δώρο.
Θείος: Εσύ όμως δεν φοβάσαι. Τι να κάνεις μια γυναίκα μέσα στην άρνηση; Τι να κάνεις μια γυναίκα μέσα στην αβεβαιότητα;
Γαμπρός: Αυτές οι γυναίκες έχουν ενδιαφέρον. Αυτές οι γυναίκες αξίζουν. Ναι, αυτές που είναι μέσα στην άρνηση, αυτές που είναι μέσα στην αβεβαιότητα. Μία τέτοια γυναίκα ήθελα σε όλη μου τη ζωή.
Θείος: Γιατί αυτό; Εσύ τολμάς. Γιατί θέλεις μια γυναίκα που δεν τολμάει;
Γαμπρός: Για να της μάθω εγώ να τολμάει, για να της μάθω εγώ να αντέχει. Ο φόβος είναι για τα σκουπίδια.
Θείος: Σίγουρα δεν την είδες;
Γαμπρός: Σίγουρα δεν την είδα.
Θείος: Καλά. Πηγαίνω τώρα. Και όπως είπαμε. Θα περάσω το απόγευμα να σε πάρω. Εν τω μεταξύ θα έρθει και η ανιψιά μου. Τις είπα να περάσει και μου είπε ναι. Μόνο που δεν μου είπε τι ώρα ακριβώς. Εγώ πηγαίνω και τα λέμε πάλι το απόγευμα. Καλή σου συνέχεια.
Γαμπρός: Στο καλό. Στο καλό. Γεια.
Ο Θείος φεύγει. Ο Γαμπρός μένει σκεφτικός, μπαίνει μέσα η Ανιψιά.
Ανιψιά: Είσαι καλά;
Γαμπρός: Καλά είμαι.
Ανιψιά: Τι έπαθες;
Γαμπρός: Μια έτσι, μια αλλιώς.
Ανιψιά: Για μένα το λες αυτό. Έτσι δεν είναι;
Γαμπρός: Για σένα το λέω. Ποια είσαι; Αυτή που ήρθε πριν ή αυτή που βλέπω τώρα;
Ανιψιά: Εσύ ποια λες πως είμαι;
Γαμπρός: Αν είχα απάντηση δεν θα σε ρώταγα. Ποια είσαι λοιπόν; Η προηγούμενη ή αυτή που βλέπω τώρα;
Ανιψιά: Το ίδιο πρόσωπο είναι. Και η μια και η άλλη. Το ίδιο πρόσωπο είμαι.
Γαμπρός: Είσαι ωραία. Πάντα. Όποιο πρόσωπο και αν έχεις. Γιατί όποιο πρόσωπο έχεις είναι δικό σου. Και αυτό μου αρκεί. Σκέπασες το κορμί σου με πολλά ρούχα, σκέπασες και την ψυχή σου με τύψεις. Ότι εσύ δεν θα πετύχεις, ότι εσύ δεν μπορείς, ότι εσύ δεν αξίζεις... Τόσο πολύ αγαπάς τον εαυτό σου λοιπόν;
Ανιψιά: Θα μπορούσες να αγαπήσεις μια γυναίκα σαν και εμένα;
Γαμπρός: Τώρα το ξέρεις. Το ξέρεις πολύ πολύ καλά. Είσαι αξιαγάπητη. Όταν σε είδα την πρώτη φορά ξέρεις τι είπα μέσα μου; Να μία καλή κοπέλα. Όταν σε είδα αργότερα, όπως σε βλέπω τώρα δηλαδή, είπα να μία δυνατή γυναίκα. Είσαι και τα δύο. Και καλή και δυνατή! Ξέρεις τι είσαι; Ό,τι επιλέξεις. Διάλεξε κάτι καλό.
Ανιψιά: Διαλέγω.
Γαμπρός: Τι πράγμα;
Ανιψιά: Εσένα. (Ξαπλώνει)
Γαμπρός: Κατάλαβα τι θες. (Χαμογελάει) Θα περάσουμε ωραία. Θα σου αρέσει πολύ μικρή μου. (Ξαπλώνει από πάνω της και την φιλάει στο στόμα με πάθος)
Ανιψιά: Θα το έκανες αυτό αν δεν σε βοηθούσε ο Θείος;
Γαμπρός: Το κάνω επειδή μου αρέσει και επειδή ο θείος σου και εσύ έχετε λεφτά.
Ανιψιά: Λες ψέματα. Ο θείος και εγώ δεν έχουμε λεφτά. Σου τα γράψαμε όλα. Και τα λεφτά και τα σπίτια.
Γαμπρός: Λες αλήθεια μικρή μου;
Ανιψιά: Σου το ορκίζομαι.
Γαμπρός (Σταματάει να την φιλάει): Άρα όλα τα σπίτια είναι δικά μου.
Ανιψιά: Και τα σπίτια και τα λεφτά όλα δικά σου. Δική σου και εγώ. Στη διάθεσή σου. Στην όρεξή σου. Στο κέφι σου.
Γαμπρός: Τότε δεν σε θέλω.
Ανιψιά: Γιατί;
Γαμπρός: Έξω από το σπίτι μου λυσσασμένο πουτανάκι! Φύγε!
Ανιψιά: Αυτό που κάνεις είναι πρόστυχο.
Γαμπρός: Φύγε, εδώ ο χώρος είναι δικός μου και μου ανήκει!
Ανιψιά: Σου ανήκω και εγώ.
Γαμπρός (Γελάει): Εσένα δεν σε θέλω!
Ανιψιά: Γιατί;
Γαμπρός: Γιατί τώρα εσύ θα είσαι η άστεγη. Και ο θείος σου επίσης. Σήκω και φύγε από το σπίτι μου!
Ανιψιά: Μα δεν είναι δικό σου. Σιγά που θα σου έδινα το σπίτι. Το κορμί μου μόνο θα σου έδινα αλλά τώρα ούτε και αυτό!
Γαμπρός: Μα εσύ πριν από λίγο μου είπες...
Ανιψιά: Σου είπα ένα ψέμα και εσύ το πίστεψες. Από τώρα θα είσαι πάλι άστεγος, ένας ανόητος άνθρωπος που του δόθηκε η ευκαιρία να ζήσει με αξιοπρέπεια και αυτός το αρνήθηκε. Φύγε από πάνω μου. (Σηκώνεται)
Γαμπρός: Κρίμα... ...θα γινόμασταν ένα υπέροχο ζευγάρι.
Ανιψιά: Λυπάμαι. Έχασες από τον εαυτό σου. Σε παρακαλώ φύγε!
Γαμπρός: Γιατί να φύγω; Αστειευόμουνα πριν. Για πλάκα το είπα.
Ανιψιά: Το είπες σοβαρά. Φύγε!
Γαμπρός: Θα σε αγαπούσα Αν με άφηνες. Λυπάμαι. Δεν είχα ποτέ, αν αποκτούσα ίσως να έχανα και την ανθρωπιά μου. Γιατί ποτέ δεν είχα τίποτα δικό μου. Ποτέ!

Σβήνουν σιγά σιγά τα φώτα μέσα σε λυπητερή μουσική μέχρι που επικρατεί το απόλυτο σκοτάδι.


Copyright © Μάνος Καραβασίλης All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Marc Chagall