Νοσοκόμα Δ

Σταυρούλας Δεκούλου

Μέρος πίνακα Richard Prince

Σήμερα. Ξημερώματα Παρασκευής. Παιδιατρικό νοσοκομείο. Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Ένας χώρος υποδοχής μέσα στη μονάδα πριν τον κύριο διάδρομο που οδηγεί στα δωμάτια, όπου πλένονται οι γονείς και φορούν τις ρόμπες τους για να πάνε στη συνέχεια στα παιδιά τους.
Αριστερά όπως βλέπουν οι θεατές: μεγάλη δίφυλλη μπορντό μεταλλική πόρτα που ανοίγει προς τα μέσα και οδηγεί στη μονάδα. Δεξιά όπως βλέπουν οι θεατές: τοίχος γεμάτος με πολύχρωμα μικρά ντουλάπια με κλειδιά πάνω για να αφήνουν τα πράγματά τους. Απέναντι από τους θεατές: ένας μικρός μεταλλικός νιπτήρας. Πάνω του υπάρχει σαπούνι και αντισηπτικό.

Πρόσωπο:
ΝΟΣΟΚΟΜΑ Δ (Νοσηλεύτρια)
Γυναίκα περίπου 50 ετών, με τουλάχιστον 25 χρόνια στο επάγγελμα. Ψηλή, αδύνατη με κοντά μαύρα μαλλιά κολλημένα πίσω με ζελέ. Φοράει μπορντό στολή, παντελόνι, μπλούζα και από πάνω μια λευκή ρόμπα, φαρδιά, ανοικτή. Στα μάτια μαύρη μάσκαρα και στα χείλη ένα βυσσινί κραγιόν. Σύζυγος, μητέρα, υπεύθυνη απογευματινής βάρδιας.

Φασαρία στο βάθος. Ακούγεται η ισοηλεκτρική γραμμή ενός μόνιτορ, ένδειξη παύσης λειτουργίας της καρδιάς. Ανοίγει η μπορντό πόρτα με δύναμη και εμφανίζεται η Νοσοκόμα Δ.

ΝΟΣΟΚΟΜΑ Δ (κοιτώντας πίσω):
Πού είπες έχεις τα τσιγάρα κρυμμένα; Στο ντουλάπι 10; Πού ρε Μαρία; Άσε, τα βρήκα. Θα κάνω ένα από τα κομμένα. Χρειάζομαι δυο λεπτά. Δεν τη παλεύω. Θα σκάσω.

Η Νοσοκόμα Δ ξεφυσά, ανοίγει το ντουλάπι 10, βρίσκει τα τσιγάρα. Τραβάει την ασφάλεια που εμποδίζει το αυτόματο άνοιγμα της πόρτας. Ανοίγει το παράθυρο, παίρνει ένα τσιγάρο από το πακέτο, το φέρνει στο στόμα της. Κοντοστέκεται για μια στιγμή, μετά ανάβει τον αναπτήρα και φέρνει τη φωτιά κοντά στο τσιγάρο. Το ανάβει, τραβάει μια γερή ρουφηξιά, βήχει, τραβάει άλλη μία και σκύβει προς το παράθυρο για να φυσήξει τον καπνό. Λυγίζει τα πόδια της και κάθεται κατάχαμα ενώ έχει το χέρι κρεμασμένο όσο μπορεί έξω από το παράθυρο.

ΝΟΣΟΚΟΜΑ Δ:
Άδικο..!
Άδικο… άδικο…
Να το χάσουμε έτσι το παιδί μέσα από τα χέρια μας…
Θεέ μου, τι άδικο ήταν αυτό;
Τι θα πούμε στη μάνα του;
Πώς θα την κοιτάξουμε στα μάτια;
Γέρασα κι ακόμα αυτά τα μάτια δεν αντέχω να τα κοιτώ στην αναγγελία του θανάτου…
Πώς θα τη βάλω μέσα, να της δείξω το παιδί σκεπασμένο με το λευκό σεντόνι…
Ακόμα τα χειλάκια του στάζουν γάλα.
Πώς θα της πω ότι δεν προλάβαμε, ότι ήρθαν αργά;
Θεέ μου, δώσε μου δύναμη.
Ακούς; Δώσε μου δύναμη… λίγη δύναμη ακόμα να το πάω ως το τέλος…
Δεν αντέχω άλλο θάνατο…
Δεν αντέχω άλλο θάνατο… ΑΚΟΥΣ;
Αλήθεια ακούς;
Τόσα χρόνια που φωνάζω, που κλαίω στα σκοτεινά με ακούς;
Εδώ κάτω με βλέπεις;
Με βλέπεις που κατρακυλώ και πέφτω και διαλύομαι;
Τα κομμάτια της ψυχής μου τα βλέπεις;
Πώς θα στην παραδώσω έτσι που είναι;
Τι θα της πεις όταν την πάρεις στα χέρια σου;

Τραβάει άλλη μια ρουφηξιά από το τσιγάρο που βαστά και ξανασηκώνεται να φυσήξει έξω τον καπνό. Κάθεται πρόσωπο προς τους θεατές με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο. Σκουπίζει τα μάτια και τη μύτη της με τη ρόμπα.

ΝΟΣΟΚΟΜΑ Δ:
Αχ, μουτζουρώθηκα. Πάλι βρέχουν γκρίζο τα μάτια μου. Τι το θέλω εγώ το μακιγιάζ αφού τα μάτια μου έχουν έτοιμη τη βροχή;
Κι αυτή η μάσκα πόσο με πνίγει!
Δεν αφήνει τα δάκρυά μου να τρέξουν, να φτάσουν στη γη κι όλο δυο γκρίζα ποτάμια μου χαράζουν το πρόσωπο και πώς πονάω…
Πονάω…
Κάθε απώλεια με πονάει …
Όμως … να που αυτή η πανδημία μας αποτελείωσε.
Γίναμε όλοι κινούμενες φυλακές.
Αυτοέγκλειστοι.
Άνθρωποι χωρίς πρόσωπο... Μόνο μάτια, μάτια, μάτια κι αυτά γεμάτα τρόμο, πόνο, θάνατο…
Αλλά εμείς…
Ποιος μας άκουσε εμάς;
Δεν έχουμε ανάγκη εμείς… είμαστε φτιαγμένοι να αντέχουμε…
Μας είπανε και ΗΡΩΕΣ…
Κι έτσι ξαφνικά μέσα στην πλάνη μας, βγάλαμε φτερά στην πλάτη και πετάξαμε…
Νομίσαμε πως πετάξαμε.
Τόσο αφόρητα μας ενοχλούσε το βάδισμα στη γη.
Και το κατόρθωμα το είπαμε καθήκον…
Τόσο πολύ μας κόστιζε το αυτονόητο….
Ναι, κοστίζει πολύ η μυρωδιά της αρρώστιας, ο φόβος του αναπόφευκτου.
Κανείς δεν είναι έτοιμος να ακολουθήσει τον βαρκάρη κι όμως εμείς χορέψαμε μαζί του δύο χρόνια.
Χορέψαμε ξυπόλυτοι τανγκό με τον θάνατο.
Μας είπανε Ήρωες και με τη μάσκα στο πρόσωπό μας είπαν να προσπερνάμε τους ανθρώπους...
Και μας χάρισαν τάχαμου δώρα.
Τόσο πολύ τα είχαμε στερηθεί… που ξεγελαστήκαμε.
Και η λάμψη τους μας θάμπωσε την όραση,
και δεν θωρούμε πια τον πόνο,
δεν αναγνωρίζουμε τον φόβο,
την απομόνωση, τον εγκλεισμό.
Πίσω απ' τις μάσκες και τις προσωπίδες προστατευμένοι αποκηρύσσουμε την ανθρωπιά.
Λείπει η αφή, λείπει η συμπαράσταση, λείπει η φροντίδα, λείπει η συμπόνια.
Σαρκία αδιάφορα ανώνυμα ξεψυχούν μπρος στα μάτια μας,
άνθρωποι έρχονται και φεύγουν μόνοι...
(κι εμείς μετράμε τα επιδόματα... που ποτέ δεν ήρθαν)
Κι αυτό το πλάσμα το μικρό το πορσελάνινο εκεί μέσα,
μέσα στ' άσπρα του πανιά σαν μόλις να βαφτίστηκε,
ταξιδεύει ήδη για να ανταμώσει το τριαντάφυλλο του Μικρού Πρίγκιπα…
Κι είναι μικρό, πολύ μικρό, Θεέ μου,
μπροστά στο απέραντο μαύρο του ουρανού σου απόψε…
(παύση)
Με πήρε η Ράνια χτες τηλέφωνο…
«Αίμα, χρειάζομαι αίμα για τη μάνα μου», έκλαιγε…
«Εντάξει παιδί μου, ησύχασε. Θα πάω το πρωί. Θα πάρω και την Ελένη. Μαζί θα πάμε. Μην κλαις».
Με πήρε ο Κώστας…
«Αίμα, χρειάζομαι αίμα!», η φωνή του σπασμένη. «Θα τον χάσουμε τον γέρο δεν θα αντέξει».
«Ρε συ, με πήρε η Ράνια πριν λίγο. Θα πάω εκεί. Να πάρω να ρωτήσω αν μπορεί κανείς άλλος», έκλεισα σκασμένη.
Άντε να κοιμηθείς για νύχτα μετά… πάλι άυπνη ήρθα.
Έχουμε στραγγίσει από αίμα και κουράγιο. Τρεις και ο κούκος μείναμε.
Χορεύουμε μονάχοι έναν ομαδικό χορό. Γίνεται αυτό; Δεν γίνεται;
Πού να σταθείς; Πού να ακουμπήσεις;
Δεν φτάνουν οι συνάδελφοι, δεν φτάνουν τα υλικά, δεν φτάνουν οι δυνάμεις μας.
Ακούτε; Δεν φτάνουν οι δυνάμεις μας!
Οι πόροι λένε είναι λιγοστοί!
ΠΟΙΟΙ ΠΟΡΟΙ;
Δεν υπάρχουν πόροι. Έκλεισαν οι πόροι.
Παραπαίουμε και πίπτουμε λιπόθυμοι πάνω στους όρκους που δώσαμε, από τα όνειρά μας γυμνοί...
κι απ' τους ανθρώπους που πιστέψαμε και πάλι προδομένοι.

Ακούει από μέσα να την φωνάζουν. Σκουπίζει τα μάτια της και σηκώνεται. Πρέπει να πάει να ετοιμάσει τη σωρό και να γράψει τα χαρτιά.

Όνομα: Ζωή
Όνομα μητρός: Υγεία
Όνομα πατρός: Καθήκον
Ώρα θανάτου: ΜΗΔΕΝ


Copyright © Σταυρούλα Δεκούλου All rights reserved, 2022
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε μέρος πίνακα Richard Prince (b. 1949)