Η στήλη του λόγου

Μικρασιατική Καταστροφή


Μικρασιατική Καταστροφή του 1922

Νιώθω πολύ ευτυχισμένος που η κ. Τζένη Κουκίδου μού εμπιστεύτηκε τη λογοτεχνική στήλη στην ιστοσελίδα της. Θα προσπαθήσω να σταθώ άξιος των προσδοκιών της. Παραθέτω ως αρχή μερικά ποιήματά μου αφιερωμένα στη θλιβερή επέτειο των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922. Πριν το κάνω αυτό όμως θα σας εκθέσω μερικές σκέψεις μου σχετικά με το θέμα αυτό που αναμφίβολα αποτελεί μία από τις πιο μαύρες σελίδες του ελληνισμού.
100 χρόνια πέρασαν, λοιπόν, απ' την καταστροφή της Μικράς Ασίας. Σίγουρα καταστράφηκαν όλα τότε, πόλεις, επιχειρήσεις, σχολεία, πανεπιστήμια, ζωές. Εκείνο που δε μπόρεσε ο καταστροφέας να εξαφανίσει είναι ο θαυμασμός μας για τους κατατρεγμένους προγόνους μας, τους διωγμένους από τις πατρίδες τους, που θα μείνουν αλησμόνητες σε πείσμα του χρόνου και των αλλότριων.
Αυτοί οι πρόγονοί μας, αν και πρόσφυγες, με τη δύναμη της ψυχής τους και την σταθερότητα της σκέψης τους, με την σκληρή εργασία τους και το δυναμικό μυαλό τους έστρωσαν το τραπέζι για να απλωθούν τα «εδέσματα» της προόδου, της δημιουργίας και της ομορφιάς και στην καινούργια τους πατρίδα, την Ελλάδα. Και αυτό παρά το γεγονός ότι μεγάλο μέρος των ντόπιων υποδέχτηκε τουλάχιστον με αμφιθυμία τον άνω του ενός εκατομμυρίου κόσμο της προσφυγιάς.
Μάλιστα, εκτός απ' τις οικονομικές και πολιτικές αντιπαραθέσεις, αξιοποιήθηκαν και οι πολιτισμικές διαφορές μεταξύ γηγενών και προσφύγων από ορισμένους ντόπιους, προκειμένου να στιγματιστούν οι πρόσφυγες.
Η φοβερή τραγωδία, που έπληξε τον ελληνισμό της Μ. Ασίας, χτύπησε πολύπλευρα τους πρόσφυγες. Έχασαν την πατρίδα τους και την περιουσία τους. Επάνω απ' όλα έχασαν τα πιο αγαπημένα τους πρόσωπα. Ό,τι δεν έκαναν αιώνες ομαλής ζωής, συντελέστηκε ξαφνικά και απότομα. Οι εχθροί άρπαξαν τον πατέρα, τον σύζυγο, τον γιο, τον αδελφό τους. Αν δεν τον σκότωσαν μπροστά τους, τον έσυραν στα βάθη της Μικράς Ασίας. Έτσι έφθασαν με την ξεριζωμένη οικογένειά τους σε κάποια γωνιά της μητέρας Ελλάδας. Ανυποψίαστοι και απροετοίμαστοι βρέθηκαν απότομα στην πρώτη γραμμή μιας διαφορετικής ζωής. Η προσφυγιά όμως ήταν που κλόνισε τις παλιές αντιλήψεις. Τα κάστρα των προλήψεων, των δεισιδαιμονιών, των παραδόσεων γκρεμίστηκαν. Όλα έγιναν από ανάγκη. Η ανάγκη γέννησε την τόλμη, πολλαπλασίασε τις δυνάμεις, γιγάντωσε τη θέληση, ατσάλωσε την αντοχή, εξοστράκισε τις φοβίες.
Έτσι, οι πρόσφυγες, όχι μόνο επιβίωσαν αλλά δημιούργησαν μια νέα δημιουργική προοπτική και για τους ντόπιους κατοίκους της κυρίως Ελλάδας. Η αλήθεια ξεπέρασε το όνειρο και με το όνειρο εδραιώθηκε μια νέα ζωή. Καινούρια χωριά, κωμοπόλεις, πόλεις ξεπήδησαν με τα ονόματα της ιδιαίτερης πατρίδας των ξεριζωμένων. Το όνομα μαρτυράει την καταγωγή. Η λέξη «Νέα», μπροστά, αναφέρεται στη δεύτερη πατρίδα που γεννήθηκε από τον μόχθο, την αυταπάρνηση, το πείσμα, τις αδιάλειπτες θυσίες. Οι ξεριζωμένοι, οι πρόσφυγες αγωνίστηκαν άφοβα και νίκησαν.
Μέσα στο θρήνο για την καταστροφή των πατρίδων τους, οι πρόσφυγες, άνδρες και γυναίκες, διέσωσαν τα παιδιά τους και όταν εγκαταστάθηκαν στη μητροπολιτική Ελλάδα εργάστηκαν με υπομονή και αξιοπρέπεια, εμπλουτίζοντας ταυτόχρονα την κοινωνία με τις αξίες και τον μοναδικό πολιτισμό του οποίου ήταν φορείς. Κυρίως όμως ενδυνάμωσαν την ανάγκη για δημιουργία και προσφορά και εμπλούτισαν την έννοια της συντροφικότητας και της αγάπης.
Αυτό το πάντα επίκαιρο πνεύμα των προσφύγων προγόνων μας, λοιπόν, οφείλουμε να μεταλαμπαδεύσουμε σε μια εποχή με τόσες προκλήσεις, απειλές και κινδύνους στις νέες γενιές που ετοιμάζονται ν' αγωνιστούν για το μέλλον και την πρόοδό τους.

Μετά από αυτές τις λίγες σκέψεις που εξέθεσα με πολύ συνοπτικό τρόπο βέβαια, επιτρέψτε μου να παραθέσω δύο ποιήματά μου ως μια μικρή αφιέρωση στα 100 χρόνια της Μικρασιατικής Καταστροφής.


Η ΑΚΤΗ ΤΗΣ ΘΛΙΨΗΣ


Ανώνυμα βότσαλα και φύκια
Τίποτα δε φανέρωνε τη μετοικεσία
των ονείρων και των πόθων σου
Τώρα μαζεύεις στα λαβωμένα χέρια σου
τις υποσχέσεις που οι μεγάλοι της Γης
σκαρφίστηκαν για χάρη σου
Να θυμάσαι μόνο τα χρόνια που έζησες
στα χώματα της αλησμόνητης πατρίδας σου,
Αϊδίνι, Προύσα, Σμύρνη, Κορδελιό
Να σκάβεις τις μνήμες σου με υπομονή να ξαναβρείς
τ' απροσδιόριστα σχήματα της προηγούμενης ζωής σου,
την άσπιλη γυαλάδα των παρωχημένων σου ημερών,
τα γέλια που άφησες ενθύμιο
στη θάλασσα που τώρα καίγεται για χάρη σου
Να μετράς τις στιγμές
που γυμνή έτρεχες στην ακτή
της τωρινής κραυγής και του θανάτου
Σηκώνεις ένα κοχύλι απ' την άμμο
Αναρωτιέσαι, αν μπορείς να κρυφτείς
μέσα του για πάντα

🍃

ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ;


Πώς γίνεται ένας άνθρωπος χωρίς πατρίδα
να καταντάει μεταπράτης ονείρων;
Πώς γίνεται ένα παιδί να παίζει με καμένα παιχνίδια;
Πώς γίνεται ένας πανέμορφος κήπος να μετατρέπεται σε τόπο μαρτυρίου;
Πώς γίνεται τα τριαντάφυλλα να πληγώνονται απ' τα ίδια τους τ' αγκάθια;
Πώς γίνεται η αγάπη να χάνεται στο δάσος με τα τέρατα και τους δράκους;
Από τότε που τα όνειρά μας μετατράπηκαν σ' εφιάλτες,
αποκτήσαμε και άλλες σκοτεινές γνώσεις
και άλλες ματωμένες εμπειρίες
Το αίμα μας είναι το ίδιο,
αλλά διαφέρουν οι μετανάστριες σκέψεις μας
Γίναμε αποδημητικά πουλιά,
χρυσόψαρα στη γυάλα του κόσμου
Στριφογυρίζουμε σε αέναους κύκλους,
ξεχνώντας πώς είναι οι ευθείες
Παλεύουμε να κρατήσουμε τη μυρωδιά
των κοχυλιών και της άμμου
που εγκαταλείψαμε τόσο απότομα
κάτω απ' τη λάμψη ενός οργισμένου σπαθιού
Μια λάμα κοφτερή έκοψε τις ρίζες μας
απ' το πατρικό μας σπίτι
Ανήμποροι αφεθήκαμε στην ορμή του πλήθους,
της μετοικεσίας και του χρόνου
Κάηκαν τα μάτια μας
Το βλέμμα μας πάγωσε απ' την ανελέητη μοίρα
που έσταζε απανθρωπιά και σκληρότητα

Τώρα φεύγουμε μακριά μα δε ξεχνάμε
την ευλογημένη εποχή της ευωχίας που κάποτε ζήσαμε
Τώρα τα βράδια ματώνουμε
απ' την συνεχώς θνήσκουσα ελπίδα
να ξανακυλιστούμε μια ημέρα ευτυχισμένοι
στη χρυσοποίκιλτη αμμουδιά των παιδικών μας ονείρων



Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου