Τρίτος μονόλογος για τον Γιώργη Κοντοπόδη, αυτό το έργο, και δεν θα μπορούσα να μην αναφερθώ στην ιστορία του Άρνυ (Α.Ρ.Ν.Υ.) όπου με είχε κερδίσει αμετάκλητα ως ηθοποιός αλλά ούτε σε εκείνη του Τζον Κέισι (Και τα αγόρια κλαίνε) όπου το κοινωνικό δράμα κατακλύζεται από σοκαριστικές αποκαλύψεις σαν χαστούκια. Ρόλοι πρακτικής δυσκολίας, αναμφισβήτητα, που κάθε ηθοποιός θα ήθελε να ενσαρκώσει αν και μιλάμε για περιπτώσεις υψηλών απαιτήσεων. Αλλά εδώ είναι που κερδίζει το στοίχημα ο κύριος Κοντοπόδης δείχνοντας –βήμα το βήμα και φορά τη φορά– τη δυναμική του, το ασίγαστο πάθος του για το δράμα, το πόσο ολοκληρωμένος σκηνικά είναι, πόσο εργάτης της τέχνης και πολλά άλλα. Κι αυτό το λέω όχι μόνο επειδή πρόκειται για δύσκολες «αποστολές» αλλά κυρίως επειδή προκύπτει μια σταθερή αξία αυτός ο άνθρωπος –τελικά– που συνεχίζει με το ίδιο πείσμα και πάθος, δοκιμάζει και δοκιμάζεται ακατάπαυστα, ωριμάζει οδεύοντας προς την ολοκλήρωση, την τελειότητα... δουλεύοντας ακατάπαυστα και προσπαθώντας στην πράξη (και όχι στα λόγια όπως άλλοι).
Όλοι έχουμε ακουστά τον γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά, όμως σίγουρα δεν ξέρουμε όλες τις πτυχές του βίου του –αν και τα διασημότερα έργα του είναι όντως ευρέως γνωστά. Ευκαιρία λοιπόν να αφουγκραστούμε τον καλλιτέχνη –και τον άνθρωπο– πίσω από τη διάσημη «Κοιμωμένη» (του) και μέσα από τη μυθοπλαστική ματιά του Άγγελου Ανδρεόπουλου, που υπογράφει το κείμενο στο οποίο ο συγγραφέας έχει επιλέξει μια πιο λογοτεχνική αφηγηματική οδό (παρά μια «λιτή» πρόζα) πετυχαίνοντας υψηλές εντάσεις κι αισθαντικότητα. Επιπλέον, το εμπλουτίζει έντεχνα με σοφιστίες-αποστάγματα ζωής ενώ φαίνεται, και στη δική του περίπτωση, πόσο έχει παλέψει ώστε να αφουγκραστεί τον ψυχισμό του ήρωά του. Το σύνολο, ένας τρίπρακτος μονόλογος, δηλαδή η πρωτοπρόσωπη κατάθεση, αποτελεί ό,τι πιο κοντινό σε μαρτυρία κι εξομολόγηση μαζί. Μια επιλογή ύφους που βάζει τον θεατή μέσα στη συνθήκη, δημιουργεί οικειότητα άρα και μέγιστη ενσυναίσθηση.
Στην υπόθεση συναντάμε τον Γιαννούλη εσώκλειστο στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας όπου, σαν σε χειμαρρώδες ξέσπασμα, μας αποκαλύπτει την πορεία της ζωής του: την οικογένειά του, το νησί –την Τήνο (του)–, το πηγαίο ενδιαφέρον του για τη γλυπτική, την αυταρχική μάνα, τα αδέρφια, τον μεγάλο του έρωτα κ.ο.κ. μέχρι τα σημαντικότερα έργα του, τα όνειρά του και την τραγική του μοίρα.
Ακρογωνιαίος λίθος του έργου αποτελεί η σχιζοφρενής ευφυΐα του Χαλεπά υπό το πρίσμα της καλλιτεχνίας και της ψυχοσύνθεσής του. Διαπραγματεύεται με τρόπο, άλλοτε ολοφάνερο και άλλοτε υποδόριο, ένα θεμελιώδες ζήτημα για την περίπτωσή μας, το αν πρέπει ή αξίζει να είσαι ο σαλός μα ευφυής δημιουργός ή ένας τυπικός αστός! Υπερταλαντούχος καλλιτέχνης, ανήσυχο κι ελεύθερο πνεύμα ή ένας συμβιβασμένος, καταπιεσμένος άνθρωπος αλλά κοινωνικά αποδεκτός; Ποιο είναι το θεμιτό και ποιο το κατακριτέο;
Αίσθηση προκαλεί η άποψη του συγγραφέα ως προς αυτά τα ζητήματα όταν γράφει: «Καθείς εξ ημών έχει τρία προσώπατα. Εν δια την κοινωνίαν και τον κόσμον. Εν δεύτερον δια την οικογένεια και τους φίλους ημών. Και εν τρίτον... εν τρίτον το αληθινόν, το απόκρυφον, το μυστήριον, το ιδικόν μας, το μόνον αληθές.». Δεν θα σας αποκαλύψω τις προεκτάσεις για να τις «βρείτε» μόνοι σας στην παράσταση· δίνονται και είναι μέρος της ομορφιάς της.
Η σκηνοθετική άποψη του Αλέξανδρου Λιακόπουλου (και η όλη παραστασιοποίηση) βασίζεται στη λιτότητα αλλά, προσοχή, όχι στην απλότητα. Σκηνική λιτότητα με σημειολογικές αναφορές στο λευκό (του μάρμαρου, του κυκλαδίτικου νησιού, της αγνότητας αλλά και του ιδρύματος –συνεκδοχικά και της ψυχής) και στις πτυχώσεις των υφασμάτων για τις οποίες έχει ξεχωρίσει ο κορυφαίος Έλληνας γλύπτης. Ο κύριος Λιακόπουλος «αφήνει» τον ηθοποιό να χρωματίσει τις επιμέρους περιγραφές/μνήμες χωρίς να τον φορτώνει με πλεονάζοντα στοιχεία (είτε ερμηνευτικά, είτε σκηνικά). Εστιάζει στην ουσία και όχι στην εικόνα προτείνοντας μια όσο το δυνατόν πιο εσωτερική χροιά.
Όμως, καθώς ο άνθρωπος που καλείται να ενσαρκώσει τον ήρωα είναι ο ηθοποιός, ο Γιώργης Κοντοπόδης είναι εκείνος που «παλεύει» ουσιαστικά και εις βάθος με τα «δαιμόνια» του Χαλεπά, που πονάει, που βιώνει... Μια (ακόμη) αισθαντική ερμηνεία του, μια παρουσία που πλημμυρίζει τη σκηνή και την κατακτά στο έπακρον, που σε εγκλωβίζει καθ' όλη τη διάρκεια. Ένα ανατριχιαστικό όλον που σε κερδίζει επάξια, προσφέρει εντάσεις, ποικίλες υφές και ρεαλιστικό σπαραγμό. Που βασίζεται στην αλήθεια και όχι στην υποκρισία, όπως οφείλει να κάνει το θέατρο.
Ο Κοντοπόδης «είναι» εκείνος ο άγιος που πέρασε ανάμεσά μας φέροντας μια πολυταλαιπωρημένη ψυχή (και κορμί), ένα πηγαίο ταλέντο που φυλακίστηκε βίαια για να «σωπάσει», που έζησε την αποδοκιμασία και το κατρακύλισμα, την άβυσσο, προτού εξυψωθεί (θεωθεί) για πάντα.
Ένας εξαίσιος ερμηνευτής σε αυτόν τον απαιτητικό μονόλογο με τον ρέοντα λόγο και τόσες δυνατές στιγμές, που φορτίζει κι ανατριχιάζει τις αισθήσεις σου ενώ σε κάνει να αγαπήσεις τον καλλιτέχνη, τον γλύπτη και τον κάθε δέσμιο.
Όχι, όχι, δεν είμαι τρελός, εσείς είστε τυφλοί!
Μην το χάσετε!
Ταυτότητα παράστασης:
Κείμενο: Άγγελος Ανδρεόπουλος
Σκηνοθεσία, φωτισμοί: Αλέξανδρος Λιακόπουλος
Μουσική σύνθεση: Άγγελος Ανδρεόπουλος
Σκηνικό, εικαστική επιμέλεια: Μιχάλης Παπαδόπουλος
Φωτογραφίες: Ραμπέλλα Γρε
Επικοινωνία: Νατάσα Παππά
Στον ρόλο του Χαλεπά ο Γιώργης Κοντοπόδης
Στο θέατρο Αλκμήνη (Αλκμήνης 8, 11854, Κάτω Πετράλωνα, 2103428650) κάθε Κυριακή στις 18:15 έως τις 31 Μαρτίου 2024. Έξτρα παραστάσεις κάθε Τετάρτη στις 20:15 τον Απρίλιο του ίδιου έτους.