Ποιο ήταν το έναυσμα ή η έμπνευση, που οδήγησε στη συγγραφή του «Έρως Έαρος»;
Μανώλης Μπίστας: Είναι εμφανές, από τις πρώτες γραμμές, ότι σ' όλο αυτό το βιβλιαράκι πίσω από κάθε λέξη, φράση, στίχο, βρίσκεται ένα πρόσωπο. Η αλήθεια είναι ότι αυτές οι επιστολές (και κάποιες άλλες που δεν δημοσιεύτηκαν) γράφηκαν στους χρόνους που αναφέρονται σε αυτές, το αν εστάλησαν ή όχι είναι άλλο θέμα. Γενικά είμαι ένας βιωματικός γραφιάς, πρέπει να αισθανθώ για να «περιγράψω», ακόμη κι ένα γεγονός που δεν με αφορά άμεσα, αν δεν γίνει «δικό μου», δεν μπορώ να το αποδώσω. Αυτά αφορούν την έμπνευση, το έναυσμα· για την έκδοση κάτι τόσο προσωπικού έχει να κάνει με κάποια άλλα πράγματα.
Αρχικά κι ίσως το βασικότερο, η ανάγκη να καταγράψω κάποιες ιδιαίτερες στιγμές μου. Ξέρετε είναι πολύ ιδιαίτερο να κοινωνείς κάτι πολύ δικό σου. Από καθαρά προσωπικό αποκτά κι άλλες ιδιότητες, ιδιαίτερα αν έχει έστω και την ελάχιστη απήχηση. Επίσης, είμαι της άποψης ότι η ποίηση και τα κείμενα με τον ποιητικό λόγο, δεν έχουν σκοπό το κέρδος αλλά είναι μία βαθύτατη εσωτερική διεργασία, με «ματαιόδοξους τόνους» (ούτως ή άλλως η δημόσια έκθεση της γραφής γίνεται ΚΑΙ για να ικανοποιήσει τις μικρο-ματαιοδοξίες μας).
Επιπρόσθετα, αυτή την περίοδο κυκλοφορούν πολλά ποιήματα από νέους ποιητές. Δυστυχώς πάρα πολλά από αυτά δεν είναι ποιήματα, αλλά πεζά με ποιητικό λόγο, που μετατρέπονται οπτικά σε ποιήματα βάζοντας τις φράσεις μίας πρότασης την μία κάτω από την άλλη. Αυτό δεν μου αρέσει καθόλου και δεν είναι ποίηση. Γνωρίζω μέχρι πού φτάνω κι ότι δεν είμαι κάτι σπουδαίο, παρόλα αυτά ξέρω τι είναι και ποιο είναι καλό ποίημα, ανεξάρτητα αν μπορώ εγώ να γράψω τόσο καλά. Μ' αυτό το μικρό μου βιβλίο θέλω να δείξω ότι δεν είναι ανάγκη όλα να είναι ποιήματα, μπορεί να είναι και κείμενα που θα αξιολογηθούν ως τέτοια και μπορεί να είναι όμορφα ή όχι.
Τέλος, ο εκδοτικός οίκος κι ο Βασίλης Λαλιώτης προσωπικά. Ο συγκεκριμένος αφενός μεν είναι ένας από τους πιο αξιόλογους ποιητές μας, αφετέρου δε ταυτιζόμαστε σε πολλούς από τους προβληματισμούς που ανέφερα πιο πάνω. Όταν έκδωσε αυτό το λιλιπούτειο βιβλίο και πήγα να το παραλάβω, εγώ είχα τις ανασφάλειες μου λόγω του «μεγέθους» του. Ο Βασίλης λοιπόν αντί να μου απαντήσει, μου έκανε δώρο ένα βιβλίο του 1936, το οποίο είχε την ίδια θεματική με το δικό μου, το ίδιο μέγεθος και ήταν του σπουδαίου Γιώργου Σαραντάρη, «Γράμματα σε μία γυναίκα» –ασφαλώς και δεν θέλω να συγκριθώ.
Γιατί γράφετε; Υπάρχει κίνητρο; Μήπως είναι θέμα ανάγκης;
Μ.Μ.: Η αλήθεια είναι ότι όλοι –νομίζω– που γράφουμε έχουμε την «ανάγκη της μοιρασιάς», ακόμη ακόμη και του φορτίου της ύπαρξής μας.
Συνήθως γράφω για να γεμίσω τις στιγμές της μοναξιάς, της σιωπής αλλά και του θορύβου. Συνήθως με το γράψιμο δημιουργώ όνειρα ή δίνω αρώματα σ' έναν περίπατο στο σκοτάδι. Εγώ επιπλέον, έχω την ανάγκη της καταγραφής εκείνης της στιγμής, που μπορεί ν' αφορά ένα πρόσωπο ή ένα άλλο γεγονός, κι όταν περνά ο χρόνος να μπορώ να ανατρέχω σ' εκείνες τις στιγμές, ενώ τα συναισθήματα έχουν πάψει να υπάρχουν. Έχω έντονη επίσης, την ψευδαίσθηση ότι όταν φύγω οριστικά για το μεγάλο ταξίδι, θα υπάρχει ένα «στοιχείο» της ύπαρξής μου σε αυτόν τον κόσμο, μέσα από αυτές τις καταγεγραμμένες μου στιγμές.
Αν έπρεπε να χαρακτηρίσετε τη συλλογή με μία λέξη, ποια θα ήταν αυτή;
Μ.Μ.: ΠΑΘΟΣ.
Αυτά απάντησε ο Μανώλης Μπίστας, ανταποκρινόμενος στο κάλεσμά μου, για τη νέα του συλλογή, Έρως έαρος: Επιστολές και συναφή ποιήματα, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ενδυμίων ενώ οι αναγνώστες του ιστότοπου τον έχουν γνωρίσει ήδη από τη συλλογή του Μια σταλίτσα θάλασσα.
Διαβάζοντας τα κείμενά του, αισθάνεσαι ότι το ζει. Δηλαδή ότι «συναντάς» τον ίδιο τον δημιουργό στις λέξεις, ότι αφουγκράζεσαι συναισθανόμενη/ος τις εμπειρίες του, τις στιγμές του. Οι σκέψεις και τα συναισθήματα, που συναντάμε εδώ, αποτελούν μια κατάθεση (ψυχής) παρ' όλο που η υφή του συνόλου έχει ιδιωτικό χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, το βιβλίο αποτελείται από μια ερωτική επιστολογραφία ημερολογιακού τύπου, που ξεκινά και ολοκληρώνεται μέσα σε λίγες ημέρες, ενώ όλα τα έργα απευθύνονται σε εκείνη. Εκείνη που την υψώνει και την θαυμάζει, την ποθεί, την διεκδικεί. Στη διάρκεια αυτών των ημερών γνωρίζει την τελειότητα, το απόλυτο, το ιδανικότερο... τη θέωση, συνεκδοχικά.
Θα λέγαμε πως προτάσσει έναν εξιδανικευμένο έρωτα, που ξεκινά από την πρώτη πρώτη φορά και φτάνει στην κορύφωση. Και ίσως να γίνεται αυτοσκοπός μα οπωσδήποτε παραμένει ποιητικός και ερωτικός ως την ύστατη λέξη.
Στο τέλος, θα σου αφήσει κάτι σαν μια εκκρεμότητα, σαν να θέλεις να «δεις» παρακάτω, τι συνέβη μετά, αν όλα προχώρησαν κι εξελίχθησαν κατά το ποθητό, ποιο είναι το τέλος, αν υπάρχει τέλος... ή αν υπάρχει μόνο μία αέναη επανάληψη κατά την οποία εκείνος υπάρχει μόνο όταν συναντιούνται τα δύο μισά.
Ενδιαφέρον και ουσιαστικό βιβλίο με συναισθηματικές εντάσεις και δυνατές χροιές που απευθύνεται σε άπαντες βιβλιόφιλους και όχι μόνο στους εραστές της ποιητικής φόρμας.