Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο -παρακολουθείτε όλα τα είδη- ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθιστορήματα: Ο καπετάνιος τση Ζάκυθος * Το κορίτσι της Σελήνης * Οι τρεις πίνακες * Η φυγή των τεσσάρων * Από τις στάχτες της Καντάνου * Σαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ * 4ος όροφος ** Αληθινή ιστορία: Το ανυπεράσπιστο αγόρι ** Διηγήματα: Αγόρια και κορίτσια * Pelota * Backpack: Ιστορίες χίμαιρες ** Διάφορα άλλα: Έξι τίτλοι από τις εκδόσεις Ελκυστής * Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις Ελκυστής ** Για παιδιά: Η περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη * Ρόνι ο Σαλιγκαρόνης

Υφασμάτινες ονειρώξεις

Σταυρούλας Δεκούλου

Πίνακας Kruno Petrovic (λάδι σε καμβά)

«Μου ανεβάζεις λίγο το φερμουάρ του φορέματος;» του ζήτησε η Εκάβη πηγαίνοντας προς το μέρος του. Ο άντρας της γύρισε και την κοίταξε λίγο απρόθυμα. Αυτή η στιγμή του επεισοδίου ήταν πολύ κρίσιμη. Άραγε θα έβλεπε ο Μπεν το πεσμένο σημείωμα κάτω από το κρεβάτι του; Τι την είχε πιάσει σήμερα με τα ρούχα; Μετακινήθηκε απρόθυμα στον καναπέ και προσπάθησε να ανεβάσει το φερμουάρ του φορέματος.
«Δεν ανεβαίνει, αγάπη μου» είπε αδιάφορα και γύρισε πάλι το βλέμμα του προς τη σειρά που παρακολουθούσε.
«Τι εννοείς, δεν ανεβαίνει;» τον ξαναρώτησε η Εκάβη. «Κοίτα με, βρε παιδί μου, που σου μιλάω; Αμάν, κόλλημα με αυτή τη σειρά».
«Τι θες, ρε Εκάβη; Δεν ανεβαίνει το φερμουάρ σου λέω. Εγώ φταίω; Θέλει πέντε δάχτυλα για να κλείσει στην πλάτη» ξεφύσηξε και γύρισε και πάλι προς την τηλεόραση. Να πάρει, πέρασε η σκηνή και δεν την είδε. Έπρεπε να γυρίσει την ταινία πίσω τώρα.
«Δηλαδή τι θες να πεις; Άνοιξε η πλάτη μου;» του γύρισε η Εκάβη ενοχλημένη από το ύφος του.
«Άνοιξε, αγάπη μου, άνοιξε. Γιατί για να στένεψε το φουστάνι, λίγο αφύσικο μου φαίνεται» κάγχασε ο Αντώνης κι εκείνη ένιωσε τις ρυτίδες της να βαθαίνουν. Εγκατέλειψε το σαλόνι προτού κλιμακωθεί η συζήτηση και γιατί να ασχοληθεί άλλωστε; Η νιρβάνα του Netflix είχε πολλές φορές παίξει τον ρόλο του συζυγικού διαμεσολαβητή σώζοντας τα σπιτικά των ζευγαριών από καυγάδες και αντιπαραθέσεις.
Επέστρεψε στο υπνοδωμάτιο και έβγαλε απρόθυμα το μισοκουμπωμένο φόρεμα. Πίσω, ακόμα κρεμόταν η ταμπελίτσα της φίρμας με την τιμή τυπωμένη πάνω της. Το θυμόταν αυτό το φόρεμα. Ήταν η μια από τις δυο αγορές που είχε κάνει για τη βάφτιση της κόρης της. Μίντι σε άλφα γραμμή, με ένα ταφταδένιο μαύρο μπούστο και ασημόμαυρο ανάγλυφο σχέδιο κάτω από τη μέση. Ανάμεσα στα στήθη μια κάθετη ρίγα από στρας και στη μέση μια υπέροχη κατακόκκινη υφασμάτινη φαρδιά ζώνη με έναν φιόγκο μπροστά. Το κοίταζε και το ξανακοίταζε και προσπαθούσε να θυμηθεί γιατί δεν το είχε φορέσει τότε. Έκανε τους υπολογισμούς της. Θα ήταν τότε τριάντα χρονών και τώρα μια ανάσα πριν τα πενήντα. Και ίσως ήταν από τις λίγες φορές που ένιωσε όλα αυτά τα χρόνια φορεμένα κατάσαρκα. Σαν τόνοι από σκόνη να έπεσαν πάνω της κατά στρώματα, πολλά στρώματα, όσα και τα χρόνια που είχαν περάσει και να έκλεισαν οι πόροι από το δέρμα της και να χάθηκε η λεία του υφή. Η βαρύτητα στη γη σαν να αυξήθηκε και το σώμα της άρχισε να την τραβά προς το κέντρο της. Στάθηκε μπροστά στον καθρέπτη και είδε το στήθος της κρεμασμένο, τα οπίσθια γεμάτα κυτταρίτιδα, τις φλέβες στα πόδια να διαγράφονται όλο έπαρση. Κοίταξε το στόμα της, που ξαφνικά είχε γίνει μια σχισμή με δυο σουφρωμένα χείλη, και τα μαλλιά της… τα μαλλιά της; Πού ήταν τα μαλλιά της; Τι ήταν αυτές οι πέντε κομοδινί τρίχες στο κεφάλι της; Προσπάθησε να μιλήσει, να βγάλει φωνή και ένιωσε την τεχνητή οδοντοστοιχία της να πέφτει μέσα στο στόμα της και τη γλώσσα της να πληγώνεται από τα κοφτερά, δίχως δόντια, ούλα της.
«Βοήθεια» ψιθύρισε, αλλά μάταια. «Βοήθεια» προσπάθησε πάλι να φωνάξει, αλλά η φωνή της πνίγηκε μέσα στο στόμα της. Άρχισε να παλεύει με τα χέρια της, να κινηθεί, να πιάσει το πρόσωπό της, αλλά τα χέρια της ήταν ακινητοποιημένα μπροστά της και ένιωθε εγκλωβισμένη λες και την είχαν δέσει. Ούτε τα δάχτυλά της δεν μπορούσε να κινήσει.
Προσπάθησε να κοιτάξει καλύτερα, να καταλάβει τι της συνέβαινε, αλλά ήταν σκοτεινά… μια αχτίδα φωτός από το πουθενά, ίσα που άγγιξε το στήθος της για να αποκαλύψει τη φρίκη. Ήταν όλη τυλιγμένη με γάζες… ήταν μια μούμια; Μια φρίκη την κατέλαβε και άρχισε να παλεύει με όλες της τις δυνάμεις. Κινούσε τον όγκο του σώματος της δεξιά και αριστερά ασθμαίνοντας, προσπαθούσε να φωνάξει, δάκρυα ανάβλυζαν από το μάτια της.
«Είμαι ζωντανή!» φώναζε. «Ακούτεεεεε; Είμαι ακόμα ζωντανήηηηηηη!»
«Εκάβη! Εκάβη! Έλα κορίτσι μου, σύνελθε, τι έπαθες; Όνειρο ήταν. Ηρέμησε» άκουσε τη φωνή του άντρα της να της μιλά. Άνοιξε τα μάτια της και τον είδε σκυμμένο από πάνω της.
«Αλήθεια λες! Όνειρο ήταν. Τι όνειρο, Θεέ μου! Πόσο τρόμαξα! Αυτή η μυρωδιά θανάτου, η σήψη, το κενό, με συντάραξαν. Σε ευχαριστώ πολύ που με ξύπνησες».
Ανασηκώθηκε και πήγε προς το μπάνιο. Χρειαζόταν ένα ντους οπωσδήποτε. Γδύθηκε γρήγορα και μπήκε κάτω από το ντους. Άνοιξε τη βρύση και ακόμα και το κρύο νερό που έπεσε πάνω της δεν την ενόχλησε. Η αίσθηση ότι ήταν ζωντανή και το σώμα της αντιδρούσε εκμηδένιζε κάθε άλλη ενόχληση. Ήταν ζωντανή. Ναι, που να πάρει, ήταν ζωντανή! Τι πείραζε κι αν το σώμα της ωρίμασε με το πέρασμα του χρόνου; Τι αλήθεια πείραζε αν το στήθος είχε χαλαρώσει ή αν είχαν βαθύνει οι γραμμές του προσώπου της; Αυτό άλλωστε δεν είναι και το νόημα της ζωής; Μεγαλώνουμε και ωριμάζουμε σε σώμα, πνεύμα και ψυχή. Δεν είχε αλλάξει μόνο η εμφάνισή της, αλλά ολόκληρη. Ο τρόπος που σκεφτόταν και έπραττε, ο τρόπος που διαχειριζόταν τα προβλήματα ή τη ζωή της. Οι ανησυχίες της και οι στόχοι της. Όλα είχαν αλλάξει με το άγγιγμα του θεού Χρόνου. Αλλά μήπως αυτή δεν ήταν η φυσική ροή της ζωής και των πραγμάτων;
Βγήκε από το ντους και τύλιξε το σώμα της στο χνουδωτό λιλά μπουρνούζι της. Είχε ακόμα πολλή ζωή μπροστά της να διανύσει. Δεν είχαν τελειώσει όλα. Ίσως με μια διαφορετική προσέγγιση να ξεκινούσε από την αρχή. Χτύπησε το κινητό της και όταν είδε πως ήταν ο φίλος της ο Αλέξης, βιάστηκε να το σηκώσει.
«Καλημέρα» είπε και η φωνή της χαμογελούσε.
«Καλημέρα κορίτσι. Πώς πάει;» απάντησε ο Αλέξης.
«Εδώ, μαζεύω τα ρούχα μιας περασμένης νιότης για να τα δώσω» απάντησε.
«Πού θα τα δώσεις; Τα θέλω, αν δεν σε πειράζει» την πρόλαβε εκείνος.
«Δεν ξέρω ακόμα, δεν έχω σκεφτεί. Προς το παρόν τα συγκεντρώνω. Τι τα θες; Γυναικεία είναι. Φορέματα, ταγιέρ, παλτό, αξεσουάρ. Κοντεύω να αδειάσω την ντουλάπα μου. Είκοσι χρόνων γκαρνταρόμπα, από τότε που ήμουν ελεύθερη» χαμογέλασε η Εκάβη, όταν ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι τελικά ο μόνος τάφος που την κρατούσε θαμμένη ήταν όλα αυτά τα ρούχα, που έπιαναν τόσο χώρο, μην αφήνοντάς την να αναπνεύσει και να ανανεωθεί, αλλά μετρώντας μόνο τους κόκκους της κλεψύδρας που συνεχώς άδειαζε.
«Καλά σοβαρολογείς; Τα θέλουμε παιδί μου στο θέατρο. Στο βεστιάριο. Ξέρεις τι θα πει να γεμίσεις την γκαρνταρόμπα με φορέματα και πανωφόρια; Εδώ πολλές φορές χρησιμοποιούμε τα δικά μας» αναφώνησε εκείνος. «Έχεις και παπούτσια;» τη ρώτησε δισταχτικά. Ώρα ήταν να τον βρίσει.
«Παπούτσια, τσάντες, ζώνες, φουλάρια… και, και, και… Θα στα μαζέψω όλα να έρθεις να τα πάρεις» του είπε η Εκάβη. «Έλα το απόγευμα να πιούμε καφέ και να τα φορτώσεις στο αμάξι».
«Μήπως να φέρω φορτηγό;» την πείραξε εκείνος και έκλεισε ενώ ακόμα εκείνη γελούσε.

Αρχές του φθινοπώρου, ημέρα Παρασκευή, ώρα οκτώ μετά μεσημβρίας. Η Εκάβη καθόταν με ανυπομονησία στη θέση της, στην πρώτη σειρά της πλατείας. Σε λίγο θα ξεκινούσε η παράσταση που είχε σκηνοθετήσει ο Αλέξης. Πρεμιέρα και πώς μπορούσε να λείψει. Η διαδρομή μιας γυναίκας μέσα στη ζωή, η ωριμότητα και η πάλη με τον χρόνο για να μείνει όσο το δυνατόν αναλλοίωτη στο άγγιγμά του. Ο γάμος, η μητρότητα, ο παράνομος έρωτας, η αμφισβήτηση της σεξουαλικής ταυτότητας, ο θάνατος, η συγγραφή, η πτώση. Μια ελεγεία αφιερωμένη στην κάθε γυναίκα. Η υπόθεση την είχε συγκλονίσει. Περίμενε πώς και πώς. Τον είδε στην άκρη της σκηνής να της χαμογελά ενθουσιασμένος, αλλά γεμάτος αγωνία. Του έστειλε ένα φιλί και του ψιθύρισε με τα χείλη της «Καλή επιτυχία! Σ' αγαπώ!» πριν χαθεί πίσω στα παρασκήνια.
Πρώτο κουδούνι, δεύτερο κουδούνι, τρίτο κουδούνι, αυλαία, χειροκρότημα. Τα μάτια της ρουφούσαν κάθε σκηνή, κάθε λέξη, κάθε στιχομυθία. Φορές φορές ένιωθε πως έβλεπε τον εαυτό της. Της ήταν τόσο οικείες κάποιες σκηνές! Προσπαθούσε να καταλάβει τι την έλκυε τόσο πολύ στην πρωταγωνίστρια. Τι ήταν αυτό το τόσο γνώριμο… όταν ξαφνικά άνοιξε το στόμα της διάπλατα σε ένα απίστευτο χαμόγελο που βιάστηκε να κρύψει γιατί διόλου δεν ταίριαζε με τη σκηνή που παιζόταν. Μα βέβαια… αυτό ήταν! Ήταν τα ρούχα της. Η πρωταγωνίστρια φορούσε τα ρούχα της. Αναγνώρισε το γαλάζιο αέρινο φόρεμά της με την ουρά και το δαντελωτό μπούστο. Το λευκό σατέν νυχτικό με το μπορντό κέντημα στο τελείωμα, τη μεταξωτή μπλούζα με την επάργυρη καρφίτσα, τη μαύρη κοντή κλος φούστα, που τώρα ο συμπρωταγωνιστής της ανασήκωνε για να χαϊδέψει την παράνομη ερωμένη του, για να σμίξει μαζί της αυτήν την απρόσμενη νύχτα, που το πότο και το ξενύχτι είχε παραλύσει κάθε αναστολή.
Και ξαφνικά ήταν κι εκείνη στη σκηνή, με την πλάτη στον τοίχο και τα πόδια της γύρω από αυτόν τον άγνωστο γνωστό μελαχρινό άνδρα, που το πάθος του παρέσερνε τη λογική της στον γκρεμό κι εκείνη πηδούσε πρόθυμα χωρίς αλεξίπτωτο. Γιατί τι άλλο μένει να θυμάσαι στο τέλος της ζωής σου αν όχι τις μεγάλες σου αγάπες και τα ανείπωτα μυστικά σου; Και ήταν εκείνη στη θέση της πρωταγωνίστριας που χόρευε σε αυτόν τον άνεμο του πάθους και που ξαφνικά όλη η γη είχε σταματήσει και ο χρόνος τούς χαριζόταν καταχρηστικά και απλόχερα για να ζήσουν πέρα από κάθε όριο και φραγμό αυτό το ξέσπασμα, αυτήν την ανείπωτη στιγμή που ποτέ δεν θα μπορούσαν να ξεστομίσουν και να μαρτυρήσουν πόσο πολύ την απόλαυσαν και πόσο πολύ την είχαν ανάγκη και πόση δύναμη εισέπραξαν για να συνεχίσουν να ζουν αξιοπρεπώς και κατά πώς ήταν τάχα σωστό στην υπόλοιπη συμβατική και χλιαρή τους ζωή. Η κραυγή της πρωταγωνίστριας βρήκε και την δική της ψυχή να ουρλιάζει, τα σπλάχνα της να συνταράζονται και την καρδιά της να χτυπά ακανόνιστα, μα λεύτερα.
Τα φώτα έσβησαν και όλοι οι θεατές ξέσπασαν σε ένα χειμαρρώδες και διθυραμβικό χειροκρότημα. Τα μπράβο και οι επευφημίες, δεν σταματούσαν. Ο κόσμος ήταν ενθουσιασμένος όσο κι εκείνη. Έσκυψε και ξανακοίταξε το πρόγραμμα. Ο τίτλος του έργου προχωρημένος, αλλά πόσο αληθινός αλήθεια! «Υφασμάτινες ονειρώξεις»


Copyright © Σταυρούλα Δεκούλου All rights reserved, 2022
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Kruno Petrovic (λάδι σε καμβά)

ΔΩΡΑ - Κλικ σε εκείνο που θέλετε για πληροφορίες και συμμετοχές
Pelota, Σταμάτη Γιακουμή4ος όροφος, Μάριου ΛιβάνιουΗ φυγή των τεσσάρων, Χάρη ΜπαλόγλουΑγόρια και κορίτσια, Δημήτρη ΣιάτηΣαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ, Αντώνη ΠαπαδόπουλουBackpack: Ιστορίες χίμαιρεςΑπό τις στάχτες της Καντάνου, Χριστίνας Σουλελέ
Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΟι τρεις πίνακες, Βαΐας ΠαπουτσήΈξι τίτλοι από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΤο κορίτσι της Σελήνης, Μαργαρίτας ΔρόσουΤο ανυπεράσπιστο αγόρι, Αλέξανδρου ΠιστοφίδηΡόνι ο Σαλιγκαρόνης, Χριστίνας ΔιονυσοπούλουΗ περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη, Ευαγγελίας Τσαπατώρα