Μάνου Καραβασίλη
Πατέρας, 60 ετών
Κόρη, 30 ετών
Αστυνόμος, 57 ετών
Γιος, 32 ετών
Μητριά, 56 ετών
Φίλη, 28 ετών
Εικόνα πρώτη
Σκηνικό ένα σαλόνι: καναπές, πολυθρόνα κ.ο.κ. Η Κόρη, μια όμορφη κοπέλα με ένα μακρύ φόρεμα και τα μαύρα μαλλιά της πιασμένα πίσω. Πίνει το τσάι της. Μπαίνει μέσα ο Πατέρας, χαμογελαστός και χαρούμενος, κρατώντας στο χέρι τη ζάχαρη.
Πατέρας: Σου έφερα ζάχαρη για το τσάι σου. Να το πιεις και να είναι γλυκό. Γλυκό σαν και εσένα!
Της βάζει ζάχαρη.
Πατέρα: Δοκίμασε και πες μου αν θέλεις και άλλη.
Κόρη (πίνει): Είναι ό,τι πρέπει.
Πατέρας: Γλυκό;
Κόρη: Είναι γλυκό.
Πατέρας: Ωραία. (κάθεται δίπλα της) Έχει και τραγανές φρυγανιές εδώ. Πάρε. (της δίνει μια φρυγανιά)
Κόρη: Σε ευχαριστώ. Εσύ δεν θα πιεις;
Πατέρας: Ξέχασα το ποτήρι μου στην κουζίνα. Περίμενε μια στιγμή! (πάει μέσα και επιστρέφει αμέσως με το ποτήρι του. Κάθεται δίπλα της) Αχ, λοιπόν; Πώς είσαι; Έχω να σε δω τρία χρόνια. Μου έλειψες.
Κόρη: Και εσείς μου λείψατε. Πολύ μου λείψατε. Και το σπίτι μου, το σπίτι μας. Είχα να το δω τόσο καιρό. Αλήθεια, πόσο γρήγορα περνάει ο καιρός! Ενώ κάποιες στιγμές, δεν περνάνε τόσο εύκολα. Μοιάζουν να είναι στάσιμες, αργές, βασανιστικές. Με καταλαβαίνεις, έτσι δεν είναι;
Πατέρας: Σε καταλαβαίνω απόλυτα. Αχ, έτσι πέρναγαν οι στιγμές σαν έλλειπες. Με πολύ αργούς ρυθμούς.
Κόρη (πίνει): Να βάλω λίγη ακόμα ζάχαρη.
Πατέρας: Θα σου βάλω εγώ. (της βάζει ζάχαρη). Αυτό είναι το κοινό μυστικό για όλους τους ανθρώπους. Να γλυκαίνουμε όσο μπορούμε τις μικρές καθημερινές στιγμές μας. Συνήθως το αμελούμε και δεν το κάνουμε. Οφείλουμε όμως στον εαυτό μας και στον περίγυρό μας βέβαια να δίνουμε μια πιο γλυκιά νότα.
Κόρη: Αυτό το έμαθα καλά μέσα σε αυτά τα τρία χρόνια που ήμουνα μακριά σου. Είναι σκληρό το να είσαι μόνος. Και δεν μου αρέσει κιόλας να είμαι μόνη. Την μισώ τη μοναξιά.
Πατέρας (μετά από μικρή παύση): Δεν μπορείς να καταλάβεις το πόσο σε νιώθω.
Κόρη: Εσύ πατέρα πρέπει να έχεις νιώσει πάρα πολλές φορές την παρουσία της μοναξιάς. Από τότε που έφυγε η μητέρα...
Πατέρας: Είναι κόλαση η μοναξιά. Κάποιες φορές μοιάζει με ευλογία... κάποιες άλλες με κατάρα.
Κόρη: Πόσα χρόνια πάνε που έφυγε η μάνα;
Πατέρας: Είναι πολλά. Δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια.
Κόρη: Θεέ μου! Τόσο πολλά, ε; Πώς πέρασε όλος αυτός ο καιρός.
Πατέρας: Είναι αυτό που είπαμε πριν. Τα χρόνια περνάνε οι στιγμές όμως όχι.
Παύση
Κόρη: Τι στερήθηκες τόσα χρόνια για να με μεγαλώσεις! Τώρα πια είμαι σε θέση να ξέρω. Να καταλαβαίνω. Ή μάλλον είμαι σε θέση να φαντάζομαι. Όταν έφυγε η μάνα ήσουν πολύ νέος, είχες όλη τη ζωή μπροστά σου, είχες εμένα, τη δουλειά σου, λίγους φίλους. Και σίγουρα είχες μια μεγάλη, μια τεράστια στεναχώρια. Σου έλλειπε η μητέρα. Δεν μου το έδειξες ποτέ όμως. Ποτέ! Ξέρω βέβαια το ποσό την αγαπούσες!
Πατέρας: Την αγαπούσα και την αγαπάω. Για μένα δεν έχει φύγει. Είναι πάντα εδώ. Αλήθεια σου λέω. Είναι πάντα εδώ. Βέβαια μου λείπει πολύ η μορφή της. Αλλά την νιώθω εδώ. Προσέχει εσένα και εμένα.
Κόρη: Τέλος πάντων. Δεν μου λες; Πώς πέρασες όλο αυτό το διάστημα που έλειπα; Τι έκανες;
Πατέρας: Βγήκα στην σύνταξη. Στο είχα γράψει κιόλας! Άρχισα να ποτίζω πιο συχνά τα λουλούδια μας, άρχισα να διαβάζω βιβλία... χμ, η κάθε ηλικία τελικά έχει την ομορφιά της. Τώρα έχω πειστεί απολύτως για αυτό.
Κόρη: Μου αρέσει που είσαι πάντα δημιουργικός! Είμαι πολύ περήφανη για εσένα πατέρα, θέλω να το ξέρεις αυτό.
Πατέρας: Το ξέρω. Και σε ευχαριστώ. Και εγώ είμαι πολύ περήφανος για εσένα και για την εξέλιξή σου, κυρίως σαν άνθρωπος και μετά για την εργασία σου. Και ξέρεις κάτι ακόμα; Και η μητέρα σου είναι πολύ περήφανη για εσένα!
Κόρη: Με συγκινείς πολύ που το λες.
Πατέρας: Την αλήθεια σου λέω. Η μητέρα σου είναι ευτυχισμένη που άφησε πίσω της εσένα, έναν σπουδαίο άνθρωπο! Έτσι λοιπόν θα φύγω, όταν έρθει η ώρα αυτή, ευτυχισμένος θα φύγω! Ευτυχισμένος για εσένα, και πολύ πολύ περήφανος!
Κόρη (τον αγκαλιάζει): Είσαι ακόμα πολύ νέος. Και σε θέλω εδώ! (μικρή παύση). Να σου βάλω ζάχαρη;
Πατέρας: Ε;
Κόρη: Λέω, να σου βάλω ζάχαρη. Δεν θες;
Πατέρας: Καλά βάλε λίγη. Λίγη όμως, ε;
Κόρη (βάζοντάς του ζάχαρη): Δεν θες να παχύνεις;
Πατέρας: Όχι δεν είναι αυτό. Σε ευχαριστώ. (πίνει) Αχ, είναι ζεστό ακόμα. Ωραία.(πίνει)
Κόρη: Δεν μου λες; Έχεις πάντα τους ίδιους φίλους;
Πατέρας: Οι φίλοι μου μένουν για πάντα όμως... έχασα πέρυσι έναν καλό μου φίλο από τη δουλειά. Ο καημένος, δεν πρόλαβε να βγει στην σύνταξη.
Κόρη: Δεν τον ήξερα, ε;
Πατέρας: Όχι. Δεν τον ήξερες. Μια φορά μόνο είχε έρθει εδώ... πριν πολλά χρόνια. Ζούσε και η μητέρα σου τότε. Εσύ τότε ήσουνα ένα μικρό κοριτσάκι γύρω στα έξι. Χμ, και τώρα είσαι μια ολόκληρη γυναίκα.
Κόρη: Κάτι ήθελα να σου πω πάνω σε αυτό.
Πατέρας: Πάνω σε ποιο;
Κόρη: Μεγάλωσα, και χάρις σε εσένα μεγάλωσα καλά. Στάθηκες για εμένα και μάνα και πατέρας. Ο καλύτερος πατέρας που θα μπορούσα να έχω. Και σε ευχαριστώ για αυτό. Σε ευχαριστώ με όλη μου την καρδιά. (σηκώνεται) Είσαι περήφανος για εμένα, έτσι δεν είπες;
Πατέρας: Εννοείται ότι είμαι περήφανος για εσένα. Όπως και η μάνα σου επίσης είναι πολύ περήφανη για εσένα.
Κόρη: Στα έλεγα πάντα όλα, έτσι δεν είναι;
Πατέρας: Έτσι είναι.
Κόρη: Το ίδιο θα κάνω και τώρα.
Πατέρας: Κατάλαβα.
Κόρη: Τι κατάλαβες δηλαδή;
Πατέρας: Είσαι ερωτευμένη. Μήπως έπεσα έξω;
Κόρη: Ποτέ ο πατέρας μου δεν έπεσε έξω. Και για να σου μιλούσα από πάντα αυτό δείχνει και κάτι άλλο. Δεν είσαι μόνο πατέρας μου. Είσαι και κάτι άλλο. Κάτι που με κάνει να νιώθω απόλυτα ελεύθερη και ειλικρινής. Είσαι φίλος μου πατέρα, ο πιο πιστός, ο πιο αληθινός μου φίλος.
Πατέρας: Στις σχέσεις όλων των ειδών πρέπει να υπάρχει φιλία. Έτσι πίστευα πάντα και έτσι έκανα. Και έχω ένα κέρδος. Κέρδισα την καρδιά της κόρης μου.
Κόρη: Τον γνώρισα εκεί που πήγα. Σπούδαζε και εκείνος. Είναι λίγο μεγαλύτερός μου.
Πατέρας: Συνήθως πάντα ο άντρας είναι μεγαλύτερος από τη γυναίκα.
Κόρη: Ναι, αλλά δεν είναι μόνο αυτό.
Πατέρας: Τι άλλο είναι;
Κόρη: Με περνάει πάνω από δέκα χρόνια... είναι λίγο πιο μεγάλη η διαφορά.
Πατέρας: Αν εσύ τον θες και σε αγαπάει και εκείνος γιατί όχι; (σηκώνεται) Έτσι είναι. Η αγάπη έχει τον λόγο, όχι η ηλικία.
Κόρη: Σε ευχαριστώ πολύ πατέρα που το βλέπεις έτσι... όμως, δεν είναι μόνο αυτό.
Πατέρας: Τι άλλο είναι δηλαδή;
Κόρη: Είναι χωρισμένος με ένα παιδί.
Μικρή παύση
Πατέρας: Αυτό είναι πιο άξιο αναφοράς.
Κόρη: Πάντως με αγαπάει και είναι καλός. Για αυτό θέλω να είσαι σίγουρος. Θα βρεθείτε, θα τα πείτε, θα καταλάβεις.
Πατέρας: Ναι. Πες του να βρεθούμε. Θέλω να τον δω.
Κόρη: Νόμιζα ότι μου είχες εμπιστοσύνη.
Πατέρας: Το ότι δεν αδιαφορώ για κάτι πράγματα δεν σημαίνει ότι δεν σε εμπιστεύομαι. Απλώς, θέλω να βλέπω... Έχω κάποια εμπειρία στη ζωή και το κυριότερο, τεράστια αγάπη για εσένα. Δεν θέλω να κρίνω τον άνθρωπο. Να τον καταλάβω θέλω.
Κόρη: Όπως κατάλαβες είναι πολύ σοβαρό. Μου μίλησε. Μου είπε ότι με θέλει για γυναίκα του.
Πατέρας: Του απάντησες; Μείνατε σύμφωνοι να παντρευτείτε;
Κόρη: Του είπα ότι θέλω να γίνω γυναίκα του.
Πατέρας: Καλά έκανες και του είπες αυτό που ένιωθες, αυτό που αισθανόσουν... όμως...
Κόρη: Όμως;
Πατέρας: Δεν μου έγραψες δύο λέξεις για όλο αυτό. Γιατί; Θα έπρεπε κάτι να μου έγραφες.
Κόρη: Ήθελα να στα πω από κοντά.
Πατέρας: Δεν ξέρω. Νομίζω ότι θα έπρεπε να το μάθαινα. Όχι για να πάρω μέρος και να καταθέσω τη γνώμη μου. Οι γνώμες των άλλων δεν μετράνε στην αγάπη. Ήμουνα κάποτε και εγώ νέος και ξέρω. Μια ενημέρωση ήθελα πάνω σε κάτι τόσο σοβαρό. Πατέρας σου είμαι!
Κόρη: Ναι, αλλά είσαι και φίλος μου.
Πατέρας: Ένας λόγος παραπάνω. Σε έναν φίλο σου τα λες όλα γιατί δεν τον φοβάσαι. Και επειδή η φιλία στηρίζεται στον αλληλοσεβασμό. Ότι υπολογίζεις τον άλλον. Ότι μετράς την άποψή του. Δεν είναι λίγο αυτό.
Κόρη: Κατάλαβα. Με άλλα λόγια μου έχεις θυμώσει. Έτσι δεν είναι πατέρα; Εντάξει. Δεν ξέρω, μπορεί να 'χεις και δίκαιο. Αλλά είμαι γυναίκα πια, δεν είμαι εκείνο το κοριτσάκι που ήμουνα κάποτε. Πέρασαν τα χρόνια πατέρα. Πέρασαν. Μόνη μου αποφασίζω πια για εμένα. Τα χρόνια που περνάνε μας αφήνουν και κάποια ωριμότητα, έτσι δεν είναι;
Πατέρας: Έτσι είναι.
Κόρη: Δεν δείχνεις όμως ευχαριστημένος με αυτό που σου λέω. Και μάλιστα πριν λίγο έλεγες ότι είσαι περήφανος για εμένα. Εκτός εάν το έλεγες και δεν το εννοούσες.
Πατέρας (απότομα): Το εννοούσα και το ξέρεις. Όμως είναι άλλο το ένα και άλλο το άλλο. Και στο κάτω κάτω, κακά τα ψέματα, δεν ήρθες να μου πεις ότι αγάπησες έναν άντρα περίπου της ηλικίας σου, έναν άντρα που τώρα για πρώτη φορά θα παντρευτεί, που δεν έχει παιδί. Ήρθες και μου είπες κάτι άλλο, ήρθες και μου είπες ότι είσαι ερωτευμένη και ότι θα παντρευτείς έναν άντρα που έχει κάνει ήδη αυτόν τον κύκλο. Και πρώτα πρώτα ξέρεις γιατί διαλύθηκε ο πρώτος του γάμος; Τον ρώτησες ποτέ; Σου είπε; Μπορεί να χώρισε με την πρώην σύζυγό του για κάτι απλό. Για ένα απλό που μπορεί να έρθει και σε εσάς. Έτσι λοιπόν μπορεί να χωρίσει και εσένα μετά.
Κόρη: Αυτό αποκλείεται. Εμένα με αγαπάει.
Πατέρας: Και τη γυναίκα του την αγαπούσε κάποτε. Δεν γίνεται να παντρεύτηκε μια γυναίκα που δεν θα αγαπούσε. Την παντρεύτηκε, της έκανε ένα παιδί και μετά την παράτησε.
Κόρη: Δεν είναι έτσι. Δεν μου τα έχει πει έτσι. Και έχω αν θες να ξέρεις την απάντηση γιατί χώρισε τη γυναίκα του.
Πατέρας: Ωραία λοιπόν, σε ακούω, γιατί χώρισε με τη γυναίκα του. Αλλά, άσε καλύτερα, μην μου πεις. Δεν έχει τόσο σημασία αυτό που σου είπε, αν σου είπε την αλήθεια βέβαια.
Κόρη: Την αλήθεια μου είπε. Είμαι σίγουρη για αυτό.
Πατέρας: Χαίρομαι που υπερασπίζεσαι τον άνθρωπο που αγαπάς και τον πιστεύεις σε ό,τι σου πει.
Κόρη (μετά από μικρή παύση): Πατέρα μου, συγγνώμη, έχεις δίκαιο. Έπρεπε να στο είχα γράψει. Έπρεπε να στο είχα πει. Νόμιζα όμως ότι θα ήταν καλύτερα να στο πω από κοντά. Έχει μια σοβαρότητα αυτός ο άνθρωπος για εμένα όπως επίσης και η πρότασή του. Για αυτόν άλλωστε τον λόγο του απάντησα θετικά. Τον αγαπάω πατέρα, τα πάντα μοιράστηκα μαζί σου, το ίδιο λοιπόν κάνω και τώρα. Είμαστε φίλοι πατέρα. Στα αλήθεια είμαστε φίλοι.
Πατέρας: Αυτό που είπες τώρα μην το ξεχάσεις ποτέ.
Κόρη: Γιατί το λες αυτό;
Πατέρας: Γιατί είναι άσχημο να λες ζητάω στον φίλο να με καταλάβει, αλλά μην μου ζητήσει κάτι σαν φίλος γιατί δεν θα τον καταλάβω εγώ. Αν φιλία σημαίνει κατανόηση, τότε κατανόηση θα έχεις εσύ από εμένα και θα έχω και εγώ από εσένα. Αυτή η σχέση είναι αμφίδρομη.
Κόρη: Νομίζω πως κάτι θες να μου πεις. Μάλλον κάτι μου κρύβεις. Είναι αλήθεια;
Πατέρας: Μπορεί κάτι να σου κρύβω. Αλλά αυτό έγινε για να μην σε στεναχωρήσω. Εσύ μου έκρυψες για να μην χαρώ;
Κόρη: Εγώ δεν σου έκρυψα τίποτα. Απλώς στο φανέρωσα τώρα. Με κάθε –ας πούμε– επισημότητα. Εσύ όμως, σαν τι μπορείς να μου κρύβεις;
Χτυπάει το κουδούνι της εξώπορτας.
Πατέρας: Κάποια στιγμή θα σου πω.
Κόρη: Περιμένεις κανέναν;
Ο Πατέρας ανοίγει την πόρτα, μπαίνει μέσα ο Αστυνόμος.
Αστυνόμος: Χαίρετε, χαίρετε!
Πατέρας: Καλώς τόνε. Πώς από εδώ;
Αστυνόμος: Σχόλασα και είπα να σας πω μια καλημέρα. Χαίρετε δεσποινίς.
Κόρη: Χαίρετε κύριε.
Πατέρας (στην κόρη): Ο καινούργιος μου φίλος! Καλός και ευγενικός άνθρωπος.
Αστυνόμος: Α, ναι με τον πατέρα σας έχουμε γίνει καλοί φίλοι.
Κόρη (στον Αστυνόμο): Είστε καινούργιος εδώ στην περιοχή μας; Νομίζω πως δεν σας έχω ξαναδεί ποτέ εδώ.
Αστυνόμος: Αχ, ναι δεσποινίς μου. Έχω περίπου ενάμιση χρόνο και κάτι που ήρθα εδώ. Αλλά σήμερα δεν έχω έρθει μόνος μου.
Πατέρας: Τι; Έφερες και παρέα δηλαδή;
Αστυνόμος: Την καλύτερη παρέα που θα μπορούσα να έφερνα.
Πατέρας: Δηλαδή; Σαν ποιον έφερες;
Αστυνόμος: Όλον τον κόσμο. (ανοίγει την πόρτα, μπαίνει μέσα ο Γιος) Να, όλος ο κόσμος για εμένα, ο γιος μου.
Γιος: Καλησπέρα σας. (χειραψία με τον Πατέρα) Τι κάνετε; Επιτέλους σας βλέπω! Τόσα και τόσα μου έχει πει ο πατέρας μου για εσάς.
Πατέρας: Χαίρομαι πολύ που σας γνωρίζω. Τι κάνετε; Καλά;
Γιος: Καλά. Χαίρετε δεσποινίς μου. (χειραψία) Τι κάνετε;
Κόρη: Καλά, σας ευχαριστώ. Και εσείς της αστυνομίας είστε;
Γιος: Όχι. Δεν είμαι της αστυνομίας εγώ. Εγώ είμαι της καλλιτεχνίας.
Κόρη: Καλλιτέχνης; Πολύ ενδιαφέρον. Ηθοποιός;
Γιος: Όχι, όχι ηθοποιός.
Κόρη: Συγγραφέας;
Γιος: Ούτε, ούτε.
Κόρη: Τότε λοιπόν;
Γιος: Ζωγράφος. Μου αρέσει πολύ να ζωγραφίζω.
Κόρη: Πολύ ενδιαφέρον! Ωραίο επάγγελμα η ζωγραφική. Και... έχετε κάνει κάποια έκθεση;
Γιος: Τώρα, τον επόμενο μήνα δηλαδή, θα κάνω επιτέλους την πρώτη μου έκθεση. Εννοείται πως σας περιμένω.
Κόρη: Εννοείται πως θα έρθω.
Γιος (στον Πατέρα): Εννοείται πως περιμένω και εσάς.
Πατέρας: Θα είμαι παρών. Έχετε τον λόγο μου. Καθίστε όμως μην στέκεστε όρθιος. Ας καθίσουμε όλοι.
Γιος: Α, λυπάμαι που πρέπει να σας αποχωριστώ αλλά έχω δουλειά. Πρέπει να πηγαίνω.
Πατέρας: Καλά, αν είναι έτσι, τότε πάνω από όλα η δουλειά.
Γιος (στον Πατέρα): Χάρηκα.
Πατέρας: Και εγώ.
Γιος: Χάρηκα πολύ δεσποινίς.
Κόρη: Και εγώ. (χειραψία)
Γιος: Πατέρα φεύγω. Θα τα πούμε το βράδυ.
Αστυνόμος: Στο καλό λεβέντη μου. (ο Γιος φεύγει) Είδατε γιο που τον έχω; Λεβέντη!
Πατέρας: Ευγενικό παιδί και πολύ εμφανίσιμο! Μπράβο!
Αστυνόμος: Μοιάσαμε!
Πατέρας: Ανύπαντρος δεν είναι;
Αστυνόμος: Ναι. Δεν έχει παντρευτεί.
Πατέρας: Ε, πες του να έρχεται τώρα πια που γνωριστήκαμε πιο συχνά.
Αστυνόμος: Θα του το πω. Γιατί όχι;
Κόρη: Εμένα με συγχωρείτε. Πάω να ξαπλώσω. Είμαι λίγο κουρασμένη από το ταξίδι.
Πατέρας: Η κόρη μου ήρθε χθες επιτέλους! Μετά από τρία ολόκληρα χρόνια!
Αστυνόμος: Καλώς την δέχτηκες.
Πατέρας: Σε ευχαριστώ.
Αστυνόμος: Ο πατέρας σας δεσποινίς μου, μου έχει μιλήσει για εσάς με τα πιο γλυκά και τρυφερά λόγια που άκουσα ποτέ από πατέρα! Είστε για εκείνον τα πάντα!
Κόρη: Σας ευχαριστώ. Και εγώ αγαπάω πάρα πολύ τον πατέρα μου. Είναι στ' αλήθεια, ένας μοναδικός και εξαίρετος άνθρωπος.
Αστυνόμος: Έκανε τα πάντα για να σας μεγαλώσει από τότε που έχασε την λατρεμένη του σύζυγο.
Κόρη: Το ξέρω. Για εμένα είναι ο καλύτερος πατέρας του κόσμου!
Αστυνόμος: Να τον προσέχετε!
Κόρη: Πάντα τον προσέχω! Καλή σας μέρα!
Αστυνόμος: Καλή σας μέρα δεσποινίς! (η Κόρη πηγαίνει μέσα) Λοιπόν, τι έγινε; Της είπες; Της μίλησες;
Πατέρας: Όχι. Ούτε της είπα, ούτε της μίλησα.
Αστυνόμος: Γιατί;
Πατέρας: Γιατί μου μίλησε και μου είπε εκείνη.
Αστυνόμος: Δηλαδή;
Πατέρας: Έλα να κάτσουμε να σου πω. (κάθονται στον καναπέ) Δεν μου λες; Θες τσάι;
Αστυνόμος: Βρε άσε το τσάι και πες μου τι έγινε!
Πατέρας: Ερωτεύτηκε! Η κόρη μου ερωτεύτηκε!
Αστυνόμος: Φυσικό είναι για την ηλικία της αυτό.
Πατέρας: Ξέρεις όμως πώς είναι αυτός;
Αστυνόμος: Όχι, δεν ξέρω, πώς είναι;
Πατέρας: Δέκα χρόνια μεγαλύτερός της, διαζευγμένος και με ένα παιδί!
Αστυνόμος: Μπράβο! Και πού τον γνώρισε;
Πατέρας: Σπούδαζε!
Αστυνόμος: Αυτό του έλλειπε τώρα! Μεγάλος άνθρωπος, διαζευγμένος, με ένα παιδί και σπούδαζε; Μπράβο κουράγιο!
Πατέρας: Να ήταν ένας άνθρωπος νέος, ωραίος, χωρίς έναν πρώτο γάμο, χωρίς παιδί να το δεχτώ πιο άνετα. Μα έτσι; Τόσο ωραίος είναι δηλαδή;
Αστυνόμος: Δεν τον έχεις δει ακόμα, ε;
Πατέρας: Δεν τον έχω δει ακόμα. Αλλά και πάλι, και εξαίρετος να είναι, είναι ένας άνθρωπος που έχει κάνει τον κύκλο του.
Αστυνόμος: Τι να σου πω; Εγώ νομίζω ότι μπορεί και να αλλάξει γνώμη.
Πατέρας: Δεν νομίζω. Τα πράγματα είναι σοβαρά. Την ζήτησε σε γάμο.
Αστυνόμος: Και εκείνη τι είπε; Δέχτηκε;
Πατέρας: Δέχτηκε. Μπορεί ο άνθρωπος να είναι και καλός βέβαια αλλά... Τέλος πάντων.
Αστυνόμος: Εσύ γιατί δεν της είπες;
Πατέρας: Θα της το πω πιο μετά. Δεν λέγονται εύκολα αυτά τα πράγματα.
Αστυνόμος: Εγώ αν ήμουνα στη θέση σου, αγαπημένε μου φίλε, θα της
έλεγα «στο διάστημα των τριών χρόνων που έλλειπες και σπούδαζες και που βρήκες και αυτόν τον χωρισμένο με ένα παιδί, παντρεύτηκα επιτέλους μετά από τόσα χρόνια μοναξιάς και βρήκα τον εαυτό μου». Έτσι θα της έλεγα.
Πατέρας: Πιο σιγά, θα σε ακούσει!
Αστυνόμος: Βρε συ, την κόρη σου φοβάσαι;
Πατέρας: Δεν φοβάμαι την κόρη μου.
Αστυνόμος: Τότε;
Πατέρας: Τι, τότε; Την υπολογίζω.
Αστυνόμος: Την υπολογίζεις, ποιος είπε όχι. Την υπολόγισες τόσο πολύ όσο δεν μπορεί να φανταστεί. Έχασες τη γυναίκα σου νέος άνθρωπος, δεν παντρεύτηκες από τότε, δεν έφτιαξες τη ζωή σου. Ό,τι δεν έκανες τότε, για χατίρι της κόρης σου, το έκανες τώρα. Βρήκες έναν άνθρωπο. Έναν άνθρωπο που σε καταλαβαίνει, που σε νιώθει. Βρε συ, είναι κακή η μοναξιά σε αυτήν την ηλικία. Αυτή θα παντρευτεί, και αν δεν είναι αυτός θα είναι κάποιος άλλος. Συμπέρασμα; Πάλι μόνος θα είσαι. Και αυτά τα χρόνια που έρχονται ξέρεις πού οδηγούν; Στα γεράματα οδηγούν! Στα γεράματα. Αλήθεια, η νέα σου σύζυγος πού είναι;
Πατέρας: Πήγε στα παιδιά της. Βλέπεις και αυτή σαν και εμένα ήτανε. Μια ώριμη κυρία, χήρα, με δύο παιδιά, μεγάλα, παντρεμένα, που δεν είχε έναν άνθρωπο να πει μια κουβέντα.
Αστυνόμος: Ξέρει ότι σήμερα ήρθε η κόρη σου;
Πατέρας: Το ξέρει. Πώς δεν το ξέρει! Αύριο θα είναι εδώ. Μέχρι αύριο λοιπόν, πρέπει κάποια στιγμή να της το πω.
Αστυνόμος: Να της το πεις, να της το πεις. Πάντως έχεις ένα κοινό με την κόρη σου, ξέρεις ποιο είναι αυτό;
Πατέρας: Ποιο είναι αυτό;
Αστυνόμος: Ερωτευτήκατε και οι δύο το ίδιο διάστημα!
Πατέρας: Καλά τα αστεία αλλά πρέπει να της το πω.
Αστυνόμος: Δεν θα την πειράξει καθόλου. Ίσα ίσα, εγώ νομίζω ότι θα χαρεί κιόλας! Η κόρη σου βρήκε άντρα για εκείνη, εσύ βρήκες γυναίκα για εσένα, συμπληρώσατε τα κενά.
Πατέρας: Το κενό της γυναίκας μου δεν μπορεί να το συμπληρώσει καμία γυναίκα.
Αστυνόμος: Τότε γιατί ξαναπαντρεύτηκες;
Πατέρας: Για να φύγει λίγο η μοναξιά. Την αγαπάω την τωρινή μου γυναίκα. Αλλά δεν είμαι στην αρχή της ζωής μου... είμαι μετά την μέση της διαδρομής της ζωής μου... έχω κάνει τους κύκλους μου σαν άνθρωπος και σαν άντρας. Άλλωστε το ξέρει η τωρινή μου σύζυγος. Δεν παντρευτήκαμε να ζήσουμε μαζί μια ζωή ολόκληρη, παντρευτήκαμε για να γεμίσουμε κάποιες άδειες και κενές στιγμές. Και τώρα να μου πει η γυναίκα μου ότι αγαπάει περισσότερο τον άντρα της, που έχει μαζί του και δύο παιδιά και που ήταν μαζί σαράντα ολόκληρα χρόνια, θα την καταλάβω και θα την κατανοήσω. Έτσι είναι αυτά τα πράγματα.
Αστυνόμος: Μιλάς πιο ελεύθερα στον άνθρωπό σου όταν τον γνωρίζεις σε μεγάλη ηλικία. Δεν ξέρω γιατί γίνεται αυτό.
Πατέρας: Γιατί δεν υπάρχει πολύς χρόνος για ψέματα, γι' αυτό συμβαίνει αυτό.
Αστυνόμος: Μακάρι να είμαστε όλοι μας ειλικρινείς. Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από την ειλικρίνεια. Όταν μιλάς στον άνθρωπό σου με αλήθεια δεν θες τίποτα άλλο.
Πατέρας: Εσύ στη γυναίκα σου μιλάς με ειλικρίνεια ή όχι;
Αστυνόμος: Την αλήθεια της λέω πάντα. Από την πρώτη στιγμή που την γνώρισα.
Πατέρας: Και τι γίνεται; Το εκτιμάει αυτό;
Αστυνόμος: Η αλήθεια κάποιες φορές πονάει. Παλιά δεχόταν την αλήθεια έστω και με πόνο ψυχής. Τώρα όμως δέχεται την αλήθεια, οποία και να είναι, με χαρά. Όταν έχεις την αλήθεια τότε μπορείς να παλέψεις.
Πατέρας: Η κόρη μου, η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω πώς θα το δεχτεί αυτό. Βλέπεις, σίγουρα με αγαπάει, σίγουρα αναγνωρίζει όλα αυτά που έκανα για αυτήν. Θέλει να είμαι χαρούμενος. Πώς όμως κάποιος μπορεί να νιώσει το αίσθημα της ευτυχίας και της χαράς.. όταν είναι μόνος; Όταν νιώθει τόσο μόνος! Τα παιδιά είναι πολύ σκληρά με τους γονείς τους.
Αστυνόμος: Πώς το ξέρεις αυτό;
Πατέρας: Ήμουνα κι εγώ παιδί κάποτε. Μου έφταιγε η μάνα μου, μου έφταιγε ο πατέρας μου. Η αλήθεια είναι ότι κάνανε λάθη, άνθρωποι ήτανε και αυτοί. Αλλά κάνανε και σωστά. Πες εννέα σωστά και ένα λάθος. Ε, εγώ το λάθος έβλεπα. Το ίδιο τώρα και η κόρη μου. Έχασα τη γυναίκα μου ενώ ήμουνα ακόμα νέος, δεν παντρεύτηκα γι' αυτό το κορίτσι εκεί μέσα. Στέρησα τα πάντα από τον εαυτό μου για την κόρη μου. Έκανα τόσες θυσίες, και καλά έκανα που τις έκανα. Θα αναγνωρίσει όμως τώρα ότι έχω και εγώ δικαίωμα να ζήσω; Έχω και εγώ δικαίωμα να κρατήσω το χέρι ενός άλλου ανθρώπου. Το βλέπεις το χέρι μου; Δεκαέξι ολόκληρα χρόνια και το έβαζα στην τσέπη μου. Τώρα όμως, έχω έναν άνθρωπο να τον πιάνω από το δικό του χέρι... έτσι είναι η ζωή βρε συ. Όχι μόνοι στη ζωή. Δεν αντέχεται η μοναξιά. Δεν έχει και κανένα νόημα η μοναξιά, δεν σε οδηγεί πουθενά. Δεν φτάνεις πουθενά. Και εγώ θέλω να φτάσω, ήρεμος και χαμογελαστός στο τέρμα της ζωής, και το χέρι μου να κρατάει ένα άλλο χέρι. Έτσι είναι η ζωή. Εμείς οι άνθρωποι φταίμε. Χάνει ένας άντρας τη γυναίκα του που ήταν μαζί σαράντα χρόνια και απαιτεί η κοινωνία, που τον περιβάλλει, να είναι καλά, να ζήσει να θυμάται την γυναίκα του αλλά... να μην παντρευτεί ξανά, να μην κοιτάξει μια ηλικιωμένη κυρία, της ίδιας τύχης άνθρωπος, επειδή έτσι δεν θα σέβεται τη μνήμη της γυναίκας του. Μα η ζωή δεν είναι μόνο μνήμη, η ζωή είναι δράση, δημιουργία, όχι να κλαις τη μοίρα σου νομίζοντας έτσι ότι τιμάς τη μνήμη του ανθρώπου σου. Αυτό είναι μια αυταπάτη. Δεν έχει σχέση αυτό ούτε με αγάπη ούτε και με ζωή.
Αστυνόμος: Αχ, εγώ μαζί σου είμαι. Καταλαβαίνω απόλυτα ό,τι μου λες και συμφωνώ. Βέβαια τα παιδιά ψάχνουν για ψεγάδια. Στα μάτια του παιδιού ο γονιός είναι και σοφός και παντοδύναμος. Έτσι πιστεύουν δηλαδή. Μετά όμως, που μεγαλώνουνε, που αποκτούν δική τους πείρα και εμπειρία στη ζωή, τα βλέπουν αλλιώς τα πράγματα. Έχουν δική τους γνώμη και την λένε... και μετά μας κρίνουνε. Τέλος πάντων.
Πατέρας (μετά από μικρή παύση): Πώς λες να της το πω; Ίσως να υπάρχει ένας τρόπος να τις το πω λίγο πιο μαλακά.
Αστυνόμος: Αλήθεια, τι χαρακτήρας είναι η κόρη σου;
Πατέρας: Ανοιχτόμυαλος χαρακτήρας θέλω να πιστεύω ότι είναι.
Αστυνόμος: Δεν είσαι σίγουρος;
Πατέρας: Ξέρεις τι έχω καταλάβει; Οι ανοιχτόμυαλοι άνθρωποι είναι ανοιχτόμυαλοι με τους ξένους, με τους δικούς τους είναι στενοκέφαλοι και δεν έχουν καθόλου μοντέρνες ιδέες.
Αστυνόμος: Έτσι πρέπει να είναι, όχι όλες τις φορές όμως. Λοιπόν, εγώ λέω να πηγαίνω σιγά σιγά και... όταν τις το πεις, ενημέρωσέ με. Είμαι πολύ περίεργος να δω τι θα σου πει.
Πατέρας: Θα σε ενημερώσω αμέσως κύριε Αστυνόμε!
Αστυνόμος: Άντε, και με την νίκη!
Πατέρας: Αμήν.
Ο Αστυνόμος φεύγει.
Πατέρας: Αχ, πώς της το λένε τώρα;
Μπαίνει μέσα η Κόρη.
Κόρη: Έφυγε ο αστυνόμος;
Πατέρας: Έφυγε. Αλλά εδώ δεν ήρθε σαν αστυνόμος αλλά σαν φίλος.
Κόρη: Συμπαθητικός άνθρωπος... και ο γιος του επίσης.
Πατέρας: Συμπαθητικός ο γιος του, ε;
Κόρη: Ναι. Είναι και ζωγράφος. Δεν τον ρώτησα τι ζωγραφίζει. Θα τον ρωτήσω, αν τον ξαναδώ.
Πατέρας: Ε, τώρα πιστεύω να έρχεται και ο γιος όπως και ο πατέρας.
Κόρη: Αλήθεια, πού τον γνώρισες τον Αστυνόμο;
Πατέρας: Εδώ της γειτονιάς είναι. Συναντηθήκαμε μια δυο φορές, ε, κάπως έτσι. Κάπως έτσι άρχισε η φιλία μας.
Κόρη: Είσαι πάντως κοινωνικός άνθρωπος. Σου αρέσει να βρίσκεσαι με ανθρώπους και να κάνεις παρέα. Έτσι δεν είναι;
Πατέρας: Αχ, παιδί μου. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζει μόνος του. Ο άνθρωπος έχει τον άνθρωπο ανάγκη. Έτσι είναι φτιαγμένος.
Κόρη: Τελικά εγώ είμαι πιο κλειστός άνθρωπος από ό,τι είσαι εσύ.
Πατέρας: Γιατί το λες αυτό; Δεν σου αρέσει να κάνεις φιλίες;
Κόρη: Όχι, δεν μου αρέσει τόσο πολύ αυτό. Προτιμάω γύρω μου λίγους και καλούς.
Πατέρας: Λίγους και καλούς. Ωραία! Να υπάρχουν όμως και οι λίγοι. Γιατί αν δεν υπάρχουν και οι λίγοι... τότε δεν έχει νόημα η ζωή.
Κόρη: Έχεις πολλούς φίλους;
Πατέρας: Τους ξέρεις. Δεν είναι πολλοί. Ο ένας που εργαζόμασταν μαζί
έφυγε από τη ζωή και μετά γνώρισα τον Αστυνόμο. Είδες τι σου είναι η ζωή; Ο ένας φεύγει ο άλλος έρχεται. Έτσι είναι όλα φτιαγμένα. Η μητέρα σου έφυγε... και... και τελοσπάντων, δεν ήρθε άλλη. Τόσα χρόνια και δεν ήρθε καμία. Καμία. Και έχει περάσει και τόσος καιρός, ε;
Κόρη: Θες να μου πεις κάτι;
Πατέρας: Έλα να κάτσουμε. (την παίρνει από το χέρι και κάθονται) Λοιπόν, μια φορά γεννιόμαστε, μια ζωή ζούμε. Και η ζωή του ανθρώπου δεν έχει και πολλά χρόνια μπροστά στην αιωνιότητα. Είναι λίγα τα χρόνια που ζούμε. Και σαν να μην έφτανε αυτό, αυτά τα λίγα χρόνια έχουνε πιο πολλές λύπες παρά χαρές. Τα πιο πολλά είναι υποχρεώσεις, τα δικαιώματα είναι τα λιγότερα. Έκανα τα πάντα για σένα, για να σε μεγαλώσω σωστά και υπεύθυνα. Σου έδωσα τα πάντα, ό,τι είχα και δεν είχα, δεν έζησα κάποια πράγματα σαν άνθρωπος. Με μεγάλη μου χαρά στα έδωσα, όμως... όμως κουράστηκα. Δεν με κούρασες ούτε εσύ, ούτε το μεγάλωμά σου, ούτε η δουλειά μου. Κάτι άλλο με κούρασε. Κάτι άλλο.
Κόρη: Μήπως τα έξοδα των σπουδών μου;
Πατέρας: Όχι βέβαια. Με μεγάλη μου χαρά τα ξόδεψα για τις σπουδές σου.
Κόρη: Τότε τι σε κούρασε;
Πατέρας: Να σου πω κάτι άλλο. Δούλεψα σαράντα ολόκληρα χρόνια στη δουλειά μου, κουράστηκα, όμως, όπως βλέπεις δεν έχω κανένα παράπονο, τώρα ξεκουράζομαι, γεύομαι τους καρπούς μιας ολόκληρης ζωής, βγήκα στην σύνταξη. Τόσα χρόνια όμως ήμουνα και μόνος, κακό πράγμα η μοναξιά, ήμουνα χήρος. Ίσως να έπρεπε να έβγαζα στην σύνταξη και τη μοναξιά.
Κόρη: Σου λείπει η μητέρα. Αυτό δεν είναι;
Πατέρας: Μου λείπει, όμως δεν αλλάζει και τίποτα. Ήταν η γυναίκα της ζωής μου. Τόσα και τόσα μοιράστηκα μαζί της. Μια ζωή μαζί ήμασταν. Το βράδυ όμως δεν είναι στην αγκαλιά μου, ούτε μπορώ να της ψιθυρίσω στο αφτί ένα πρόβλημα που έχω, ούτε έχω τη δυνατότητα να της πιάσω το χέρι. Καταλαβαίνεις τι εννοώ;
Κόρη: Τι ακριβώς εννοείς; Κουράστηκες μόνος μετά από τόσα χρόνια που έφυγε η μητέρα. Λογικό είναι.
Πατέρας: Η μητέρα σου ήταν, είναι και θα είναι για εμένα το άλφα και το ωμέγα. Καμία ποτέ δεν θα με κάνει να νιώσω ό,τι ένιωσα με τη μητέρα σου. Για αυτό να είσαι σίγουρη. (μικρή παύση) Ξέρεις τι έκανα όσο καιρό σπούδαζες;
Κόρη: Τι έκανες;
Πατέρας: Εσύ τι έκανες;
Κόρη: Σπούδαζα και ερωτεύτηκα.
Πατέρας: Και εγώ το ίδιο.
Κόρη: Πατέρα αλήθεια; Τώρα σε αυτήν την ηλικία σπούδαζες;
Πατέρας: Όχι, το άλλο έκανα.
Κόρη: Ποιο άλλο;
Πατέρας: Ερωτεύτηκα!
Κόρη: Τι λες; Ερωτεύτηκες;
Πατέρας: Και δεν σταμάτησα εκεί.
Κόρη: Τι εννοείς;
Πατέρας: Ξέρεις ο Αστυνόμος τι μου είναι;
Κόρη: Τι σου είναι;
Πατέρας: Ο άνθρωπος που με πάντρεψε όσο καιρό σπούδαζες!
Κόρη (σηκώνεται): Πατέρα, τι λες;
Πατέρας: Ότι δεν είμαι πια μόνος. Αυτό σου λέω.
Κόρη: Γιατί δεν μου το έγραψες;
Πατέρας: Γιατί; Εσύ μου έγραψες ότι ερωτεύτηκες;
Κόρη: Μα εγώ είμαι νέος άνθρωπος.
Πατέρας: Και εγώ είμαι άνθρωπος, άνθρωπος. Και δεν μπορώ να ζω άλλο μόνος. Για αυτό παντρεύτηκα.
Κόρη: Δεν είσαι νέος για να παντρευτείς.
Πατέρας: Όταν ήμουνα νέος δεν παντρεύτηκα επειδή μεγάλωνα εσένα. Πού το κακό;
Κόρη: Μα αυτά είναι αστεία πράγματα.
Πατέρας: Δεν παντρεύτηκα για αστείο.
Κόρη: Τότε γιατί παντρεύτηκες;
Πατέρας: Επειδή ήμουνα μόνος μία ολόκληρη ζωή. Νόμιζα ότι είχα αυτό το δικαίωμα. Νόμιζα ότι ήμουν άνθρωπος.
Κόρη: Τα έχεις μπερδέψει όλα. Όλα, τ' ακούς; Σου έφταναν οι φίλοι σου. Είχες τη δουλειά σου, χρήματα. Τώρα τι κάνεις, γύρισες σελίδα στη ζωή σου; Τώρα δεν δουλεύεις, είσαι μεγάλος για να δουλέψεις, αλλά είσαι πιο μεγάλος για να παντρευτείς.
Πατέρας: Τώρα βέβαια είμαι μεγάλος. Γιατί να παντρευτώ τώρα; Έτσι λες; Και αν παντρευόμουν όταν εσύ ήσουν μικρή, ξέρεις τι θα είχες; Μια ξένη γυναίκα θα είχες μέσα στο ίδιο σου το σπίτι, που όσο και να σε αγάπαγε, δεν θα ήσουν σε θέση να καταλάβεις γιατί προχώρησα τη ζωή μου, τώρα όμως δεν είσαι μικρή, ξέρεις, είσαι σε θέση να καταλάβεις γιατί παντρεύτηκα. Επειδή το χρωστούσα στον εαυτό μου, έκανα τα πάντα για εσένα, θα κάνω και άλλα, ό,τι χρειαστείς. Αλλά θα ζήσω με τη γυναίκα αυτή. Δεκαέξι ολόκληρα χρόνια ήμουνα μόνος, φαίνεται είναι λίγα για σένα, αλλά για μένα ήταν πολλά, αμέτρητα. Το ακούς, αμέτρητα!
Κόρη: Και γιατί δεν μου το είπες; Γιατί δεν ήρθες να μου το πεις; Γιατί δεν μου το έγραψες τουλάχιστον;
Πατέρας: Επειδή δεν ήθελα να μου χαλάσεις τη χαρά μου. Γιατί ήξερα στο βάθος πως θα αντιδράσεις. Και όπως βλέπω δεν έπεσα έξω. Γιατί και η κυρία που παντρεύτηκα, είναι χήρα με δύο παιδιά. Παιδιά μεγάλα, παντρεμένα. Ούτε εκείνα χάρηκαν όμως με τη χαρά της μάνας τους. Όπως βλέπεις ταιριάζεις με τα... αδέλφια σου. Θέλετε εμείς να χαιρόμαστε με ό,τι κάνετε και εσείς να αντιδράτε με ό,τι κάνουμε εμείς. Γιατί εμείς είμαστε μεγάλοι. Γιατί εμείς ζήσαμε. Ξεχνάτε όμως πώς εμείς μεγαλώσαμε. Ξεχνάτε όμως το πώς εμείς ζήσαμε. Κοίταξε με λοιπόν και πες μου, σου έλειψε ποτέ τίποτα; Εγώ σου έλειψα ποτέ; Η αγάπη σού έλειψε; Η ζεστασιά σου έλειψε; Απάντησέ μου, γιατί δεν απαντάς;
Κόρη (μετά από μικρή παύση): Πότε θα έρθει εδώ αυτή η κυρία;
Πατέρας: Αύριο το βράδυ θα είναι εδώ. Γιατί ρωτάς;
Κόρη: Θέλω να σκεφτώ ήρεμα και ωραία όλα αυτά που μου είπες.
Πατέρας: Το ίδιο θα κάνω και εγώ όσον αφορά τον άνθρωπο με τον οποίο σκοπεύεις να παντρευτείς.
Κόρη (πλησιάζει τον πατέρα της, ενώνουν τα κεφάλια τους): Δεν μπορείς να με κάνεις να μην τον αγαπάω.
Πατέρας: Ούτε εσύ μπορείς να με κάνεις να μην αγαπάω τη γυναίκα μου.
Κόρη: Η γυναίκα σου πέθανε. Μία ήταν η γυναίκα σου.
Πατέρας: Τη γυναίκα μου που πέθανε την λατρεύω. Αλλά είχα ανάγκη έναν άλλον άνθρωπο. Τον βρήκα αυτόν τον άνθρωπο στο πρόσωπο της τωρινής μου γυναίκας που επίσης λατρεύω. Εγώ δεν έχω μάθει να ζω μόνος.
Κόρη: Τόσα χρόνια ήσουνα μόνος.
Πατέρας: Ήμουνα μόνος για χατίρι σου.
Κόρη: Δεν θέλω να την δω. Δεν θέλω να την δω.
Πατέρας: Εγώ θέλω να δω τον σπουδαστή σου που είναι διαζευγμένος και με ένα παιδί.
Κόρη: Θα τον δεις σύντομα.
Πατέρας: Περιμένω.
Σκοτάδι
Copyright © Μάνος Καραβασίλης All rights reserved, 2022
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο Δημοσθένη Δαββέτα