Νίκου Τσουρλάκη
Εισχωρούσαν βαθιά μες στα πνευμόνια. Κάθε τρία δευτερόλεπτα. Σε κάθε αναπνοή. Ο φόβος του θανάτου ήταν πάντα εκεί. Κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή. Ο θάνατος. Όχι ένα ανώδυνο ξεψύχισμα, όπως ένα απλό τέλος που θ' άξιζε ο κάθε ηλικιωμένος μέσα στη γαλήνη του σαλονιού του, αλλά ένας θάνατος φρικτός, τρομακτικός. Ασφυκτικός. Ένας θάνατος άδοξος, χωρίς καμία αξιοπρέπεια. Ένας ανώνυμος θάνατος, ίδιος για όλους.
Έσφιξα το Καλάσνικοφ στο στήθος κι άναψα τσιγάρο. Σήκωσα το χέρι, που έτρεμε και το έφερα στα χείλια. Ρούφηξα μια βαθιά και μια ακόμη. Τέντωσα το χέρι προς τον άντρα που ήταν καθισμένος δίπλα μου. Δεν θυμόμουν τ' όνομα του. Δεν ήμουν καν σίγουρος, ποιος απ' όλους ήταν. Δεν είχε καμιά σημασία. Αφού ήταν καθισμένος δίπλα μου, τότε ήταν φίλος κι αδελφός. Το χέρι του πήρε το τσιγάρο. Δε θα το ξανάδινε πίσω. Έτσι γίνεται πάντα. Το τσιγάρο θα συνέχιζε την πορεία του, από στόμα σε στόμα, μέχρι να καεί.
Ένας μικρός συρτός ήχος έσκισε τον ουρανό. Πήρα μια μεγάλη αναπνοή, την έβγαλα κι έμεινα ακίνητος, συγκρατώντας το διάφραγμα των πνευμόνων μου. Έπρεπε ν' ακούσω. Γνώριζα το θόρυβο, μπορούσα να τον αναγνωρίσω χωρίς περιθώριο λάθους. Ήταν ένα μη-επανδρωμένο αεροπλάνο του εχθρού. Ήταν πάνω απ' τα κεφάλια μας και έψαχνε να μας βρει. Να μας ανακαλύψει και μας καταδείξει.
Μπαμ! Ακούστηκε, τρομακτική, μια βολή πυροβολικού.
Οι απέναντι, είχαν αρχίσει το παιχνίδι τους. Ένα παιχνίδι, που θα το παίζανε όλο το βράδυ.
Τ' όμορφο αεροπλανάκι τους, παίζει κρυφτούλι μες στη νύχτα. Αν σε βρει θα σε μαρτυρήσει. Κι αν σε μαρτυρήσει θα πεθάνεις.
Όπως και να το δει κανείς, είναι πραγματικά ένα παιχνίδι.
Κερδίζεις; Ζεις.
Χάνεις; Πεθαίνεις.
Όπως η ζωή. Όπως οι ζωές όλων μας, που θα πνιγούμε μέσα στο ίδιο μας το σώμα, μπουχτισμένοι από αέρια ή θα θαφτούμε αγκαλιά, όλοι μαζί, κατά τη διάρκεια του επόμενου βομβαρδισμού. Γιατί ο βομβαρδισμός θα έρθει και θα έρθει τα ξημερώματα. Το επόμενο πρωί, πριν προβάλει να βγει ο δειλός, φθισικός ήλιος. Κι όταν δεν θα έχει μείνει τίποτε ζωντανό, κανένας για να σηκώσει το τουφέκι του, τότε, οι απέναντι θα βγουν από τις καταφύγιά τους και θα προελαύσουν κατά πάνω μας. Θα βαδίσουν προσεκτικά, αργά και μεθοδικά. Για να μας βρουν και να μας αφανίσουν.
Ποιος θα είναι εκεί για να τους σταματήσει; Να τους κρατήσει μακριά από τις γραμμές μας; Κάποιοι από μας είναι ακόμη ζωντανοί, άλλοι αρτιμελής κι άλλοι μισεμένοι.
«Εμείς», φωνάζουν γενναία, οι νεκροί, «εμείς θα τους σταματήσουμε».
Θα βγουν μες απ' τα χαλάσματα σα φαντάσματα, με τις ξιφολόγχες και τα τυφέκια παραταγμένα. Νέοι άντρες, που έχουν ξεχάσει το πρόσωπο της μάνας τους και τα ροζιασμένα χέρια του πατέρα τους. Παιδιά, που μόλις γίναν δεκαοκτώ ήρθαν εδώ για να πεθάνουν. Και πεθάνανε. Αυτοί θα βγουν να πολεμήσουν. Οι βρικόλακες.
Ξαφνιάστηκα! Το τσιγάρο ξαναγύρισε. Ίσως να ήταν το ίδιο, ίσως κάποιο άλλο. Δεν έπαιζε ρόλο. Σημασία είχε η απόλαυση. Η κάθε μικρή στιγμή. Γιατί πλέον, μόνο η στιγμή μετράει. Πήρα μια μεγάλη ρουφηξιά. Γέμισα τα πνευμόνια. Πήρα κι άλλη μια. Την έβγαλα. Για μια στιγμή ένιωσα ευτυχισμένος. Χαρούμενος που είχα ακόμη πνευμόνια.
Ακούω, ξανά, το μη επανδρωμένο αεροπλανάκι να πετάει πάνω απ' τα κεφάλια μας. Κι άλλο κρυφτούλι. Ποιος θα χάσει αυτή τη φορά και ποιος θα κερδίσει; Δεν είχε σημασία πια, καθώς η ζωή, η μικρή μου ζωή, είναι ούτως ή άλλως τελειωμένη. Έτσι ή αλλιώς, όπως κι αν βγει το σώμα μου απ' αυτήν τη ζωντανή κόλαση, θα είναι ένα σώμα καταραμένο. Ένα σώμα που δεν θα μου ανήκει. Θα είναι το σώμα ενός ζωντανού-νεκρού. Κράτησα την αναπνοή μου και περίμενα ν' ακούσω.
Μπαμ! Ακούστηκε η νέα βολή του πυροβολικού.
... ... ...
Σήκωσα το χέρι και πέρασα το τσιγάρο στον διπλανό μου. Περίμενα, αλλά ο διπλανός δεν άπλωσε το χέρι. Γύρισα να τον κοιτάξω.
«Θεέ μου…» Φρίκη!
Ήταν νεκρός, όμως με κοιτούσε μέσα στα μάτια! Σκουλήκια βγαίνανε από το στόμα του, σκουλήκια μέσα απ' τα μάτια. Κι όμως, μιλούσε… κουνούσε τα χείλια.
«Στρατιώτη… έλα μαζί μας… ακολούθησέ μας… είμαστε οι σύντροφοί σου… είμαστε τ' αδέλφια σου…. Έλα μαζί μας αδελφέ… μπες και συ στο χώμα…»
Το αποστεωμένο χέρι του με κρατάει. Με τραβάει μέσα στο χώμα. Μέσα στον τάφο μου. Δεν τραβάει το κορμί, τραβάει την ψυχή μου.
«Βοήθεια… όχι… είμαι ακόμη παιδί… όχι ακόμη…»
Σκοτάδι σκέπασε τα μάτια μου.
Copyright © Νίκος Τσουρλάκης All rights reserved, Αύγουστος 2022
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Συνοδεύεται από έργο Θωμαΐδος Ρηγάκη