Τι θα συνέβαινε αν αποφασίζατε να μοιραστείτε την ιστορία της ζωής σας δημόσια; Το έχετε σκεφτεί ποτέ; Ποιο θα ήταν το κίνητρό σας; Ποιο το αποτέλεσμα και ποια η ανάγκη που θα σας είχε οδηγήσει στην απόφαση;
Δεν γνωρίζω προφανώς τις απαντήσεις των παραπάνω σε σχέση με την Έλλη Ξυρού που πραγματοποίησε ένα τέτοιο σύγγραμμα, δηλαδή το βιβλίο της, Η αλήθεια μου... η μισή, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ελκυστής, αλλά διαβάζοντάς το (αισθάνομαι πως) έχω αφουγκραστεί την ψυχή της.
Πράγματι, η κυρία Ξυρού δεν έμεινε στην επιφάνεια, δηλαδή στην απλή εξιστόρηση των γεγονότων, αλλά δημιούργησε ένα αυτοβιογραφικό έργο με πλούσια συναισθηματική χροιά και πηγαίο αυθορμητισμό. Ειδικά το τελευταίο είναι ένα στοιχείο που λείπει από την πεζογραφία καθώς η εμπειρία και η πρόθεση να επιτύχει κανείς συγγραφική αρτιότητα οδηγούν πολλές φορές σε νόρμες, συντάξεις και ύφος που αφαιρούν από την αυθεντικότητα ένεκα του όποιου λογοτεχνισμού. Στο προκείμενο όμως νιώθεις ότι πίνετε καφέ παρέα ή ότι παρακολουθείς ένα ντοκιμαντέρ για εκείνη στην τηλεόραση. Η εξιστόρηση θυμίζει περισσότερο προφορικό λόγο παρά συγγραφικό και το αποτέλεσμα ενδυναμώνει τη μαρτυρία της, αφού η ιστορία είναι πέρα για πέρα αληθινή.
Το γραπτό μου έχει αποτυπωμένη την αλήθεια μου και τη ζωή μου.
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση εμπλουτίζεται με πάμπολλες μνήμες κι αναμνήσεις από τη ζωή της ενώ, παράλληλα, πετυχαίνει ένα άνοιγμα ψυχής, μια κατάθεση εξομολογητικού χαρακτήρα (χωρίς να πρόκειται για εξομολόγηση) μέσα στην οποία καταθέσει τα βάρη που κουβαλά. Μάλλον ξαλαφρώνει αν το δούμε με αυτόν τον τρόπο· πάντως, το σίγουρο είναι πως, η κυρία Ξυρού ξεπλένει το αγκάθι της.
Αν και μικρή, κατάλαβα πόσο τραγικό πράγμα είναι ο πόλεμος.
Πολλοί –αν όχι όλοι– από τους πρωταγωνιστές της ιστορίας δεν βρίσκονται πλέον στη ζωή κι αυτό δείχνει μια απελευθέρωση για τη συγγραφέα που, απεγκλωβισμένη από τη «ματιά» τους (πια), αποφασίζει και απελευθερώνεται κι η ίδια. Σε κάθε περίπτωση στέλνει το μήνυμά της προς κάθε κατεύθυνση και τοποθετεί καθένα από τα πρόσωπα της ζωής της όπως του αξίζει. Αν όλα αυτά δεν λέγονται κάθαρση, τότε τι;
Κατανάλωνα τη ζωή μου σε πράγματα που δε μου ταίριαζαν.
Πάρα πολλές γυναίκες της γενιάς της θα ταυτιστούν, καθώς οι κοινωνικές συμβάσεις είναι κοινές για όλους τους ανθρώπους όπως και οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες κάθε εποχής (για παράδειγμα ο πόλεμος κι η φτώχεια). Όλες οι γυναίκες, ανεξαρτήτου ηλικίας, θα την καταλάβουν. Θα της συμπαρασταθούν, θα συμπάσχουν μαζί της κι αυτό, αν με ρωτάτε, είναι η επιτυχία της.
Με δυο λόγια, η δημιουργός βγάζει το παράπονό της βάζοντας στη θέση τους όλους τους δυνάστες της, όποιον την εκμεταλλεύτηκε ή αδίκησε, όποιον την πόνεσε, σε αυτό το βιβλίο που, με μια λέξη, είναι ο δικός της γολγοθάς.
Όλη η ζωή μου ένα ατελείωτο γιατί.[...]Γιατί την έχασα αυτήν τη ζωή[...]Έζησα και ζω την κατάθλιψη και την απόρριψη σε όλο της το μεγαλείο και έτσι και θα φύγω.
Αν με ρωτάτε, μπορείς να διδαχθείς από αυτή τη γυναίκα. Μπορείς να λάβεις τα μηνύματα, να δεις τα λάθη –του περίγυρου αλλά και τα δικά της– και να μάθεις τι πρέπει να αποφύγεις, πού να προσπεράσεις, πού να προχωρήσεις... Στο τέλος τέλος, μόνο να σεβαστείς τη γράφουσα μπορείς και να ευχηθείς να εισακούσουν εκείνοι που πρέπει. Όχι τόσο για τους φταίχτες της ιστορίας –όπως προανέφερα δεν μπορούν πια ούτε να αποκαταστήσουν κάτι, ούτε να προβληματιστούν· έχουν δε ήδη συγχωρεθεί– όσο για τους μιμητές τους, τους εν δυνάμει δυνάστες αυτού του κόσμου.
Ο τόμος περιέχει και κάποια ποιητικά της· βιωματικά και αυτά. Πολλά σχετίζονται με πράγματα που έχουμε διαβάσει στα πεζογραφήματα, όμως... Από το όγδοο και μετά, φαίνεται ότι έχουν συμβεί κι άλλα πράγματα που δεν τα μοιράζεται στο παρόν βιβλίο και (ίσως) αφορούν εκείνο το «μισή» του τίτλου.
Μόνο να σεβαστείς μπορείς μια εξομολόγηση που κουβαλά μεγάλο συναισθηματικό φορτίο και αλήθεια, και να εκτιμήσεις την ιστορική μαρτυρία που αφήνει για τα χρόνια του πολέμου. Η Έλλη Ξυρού γράφει με την καρδιά της και πολλή αξιοπρέπεια.