Το βραβείο

Σταυρούλας Δεκούλου

Το βραβείο, Σταυρούλας Δεκούλου

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14

Χειμώνας του 1966, Ψυχικό.
    Ένας πόνος διαπέρασε τη Μυρτώ η οποία σκούντηξε τον Στέφανο που κοιμόταν δίπλα της. «Στέφανε, ξύπνα. Γεννάω!» Το έλεγε με τόση φυσικότητα και ηρεμία και το πρόσωπό της ήταν ολοφώτιστο. Πετάχτηκε ο Στέφανος από το κρεβάτι και πήρε τηλέφωνο τον γιατρό που την παρακολουθούσε. Πριν περάσει μισή ώρα, ο γιατρός με τη μαία ήταν ήδη στο σπίτι. Λίγο πριν ολοκληρωθεί ο τοκετός της Μυρτώς, έβαλαν έναν ορό και στην Ελένη και πριν περάσει μια ώρα την έπιασαν κι εκείνη οι πόνοι. Ευτυχώς οι γέννες ήταν εύκολες και μέχρι το ξημέρωμα οι δύο γυναίκες είχαν φέρει στον κόσμο δυο πανέμορφα και υγιέστατα μωρά. Όλα είχαν πάει καλά και κανείς δεν είχε καταλάβει τίποτα πέρα από τη μαία και τον γιατρό που ήταν άνθρωποι εμπιστοσύνης και δεν θα έθεταν σε κίνδυνο την υπόληψη του μικρού κοριτσιού. Ο Στέφανος έπλεε σε πελάγη ευτυχίας. Η κόρη του έχαιρε άκρα υγείας, το ίδιο και η ανιψιά του. Αυτός όμως και η Μυρτώ, όπως είχαν δεσμευτεί, είχαν αποκτήσει δύο παιδιά κι έτσι είχαν σκοπό να τ' αντιμετωπίζουν.
    Η Ελένη όμως ήταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Η προδοσία του Ορέστη της είχε στοιχίσει πάρα πολύ. Δεν άντεχε να πιστέψει ότι ο άνθρωπος που αγάπησε και εμπιστεύτηκε ήταν υπαίτιος για όλο αυτό που ζούσε τώρα. Καθόταν στο κρεβάτι της αμίλητη και αρνούμενη να δει το μωρό της. Πήρε το μικρό σκαλιστό κουτί που είχε δίπλα στο κομοδίνο της και το άνοιξε. Μέσα του ήταν πάντα φυλαγμένο ένα χαρτί τυλιγμένο σε ρολό κι ένας πράσινος γυάλινος αστερίας. Πάτησε το ρόδο που ήταν ζωγραφισμένο πάνω το καπάκι κι αυτό πετάχτηκε προς τα πάνω, φανερώνοντας μια μικρή κρύπτη. Από μέσα έβγαλε ένα προσεχτικά διπλωμένο χαρτί. Της το είχε φέρει η φίλη της η Μαρίνα πριν μήνες, που της το είχε δώσει ο Ορέστης. Το ξεδίπλωσε και το διάβασε για χιλιοστή φορά.

Αθήνα 1966

Αγαπημένη μου,

    Σου γράφω αυτές τις λέξεις με μελάνι τα δάκρυα και το αίμα μου. Η μοίρα πάντα έσερνε το σκαρί μου όπου εκείνη επιθυμούσε και τώρα έτι μια φορά με τραβά μακριά σου. Η ψυχή μου κουρελιασμένη από τα τόσα της ζωής ναυάγια δεν αντέχει πια ούτε στο χάδι της αγάπης σου. Διάτρητος είμαι και η αγάπη που μου χαρίζεις πέφτει στη γη. Εκεί επιθυμώ κι εγώ να καταλήξω. Να αποσυρθώ σε μια γωνιά του κόσμου και να ενωθώ με το αθάνατο της γης. Στον αφρό των κυμάτων να με ανταμώνεις και στο πέταμα των γλάρων να μου στέλνεις φιλιά. Πόσο λυπάμαι που δεν θα προλάβω μήτε το μωρό μας να δω να γεννιέται, πόσο μετανιώνω που δεν αντέχω ούτε της ζωής τη χαρά να γευτώ πια. Το σκοτάδι γύρω μου με πνίγει κι εσένα, που είσαι το φως, δεν σου αξίζει να σε καταπιώ στη σκοτεινή δίνη που με έχει κυριεύσει.

    Αντίο αγαπημένη μου, αντίο μούσα μου... κι αν υπήρξα ποτέ ποιητής ήταν για να βρω λόγια να σε περιγράψω.

Ορέστης

    Κάθε φορά που το διάβαζε έσβηνε όλο και περισσότερο το φως στην ψυχή της. Δεν το έδειξε ποτέ σε κανένα, το έκρυψε μέσα στο κουτί. Είχε αρνηθεί να δει το μωρό της, αλλά ούτε και τίποτα άλλο είχε διάθεση να κάνει. Ούτε έτρωγε, ούτε έπινε. Οι σκέψεις της είχαν γίνει μια ταφόπλακα που σκέπαζαν την σχεδόν διαλυμένη της ψυχή. Μάταια προσπάθησαν να της μιλήσουν και ο Στέφανος και η Μυρτώ. Μάταια προσπάθησε να της ζεστάνει λίγο τη διάθεση η κυρία Αρετή. Στάθηκε μάταιο. Η Ελένη είχε καταντήσει μια σκιά του εαυτού της. Όμως κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί μέχρι πού θα έφτανε το πληγωμένο αυτό πλάσμα. Ο πόνος της ψυχής είναι πόνος αφόρητος. Είναι πόνος άυλος και αόρατος. Όλοι πιθανολογούν, αλλά κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα πόσο ακόμα θα μπορέσει να αντέξει ένας άνθρωπος πριν παραδοθούν στη δίνη του.
    Δεν είχε περάσει καλά καλά μια εβδομάδα από τις γέννες των δύο γυναικών. Η Μυρτώ ήταν στον κάτω όροφο με τον Ορέστη κι έπαιρναν πρωινό. Όλο το σπίτι ήταν στολισμένο στο πνεύμα των Χριστουγέννων. Η Ελένη κλείστηκε μέσα στο δωμάτιο που είχαν τα δυο μωρά κι αφού έκοψε τις φλέβες της μ' ένα ψαλίδι που βρήκε εκεί, άναψε ένα σπίρτο και τ' άφησε να πέσει στο πάτωμα. Ήθελε να πάψει να νιώθει και να εξαφανιστεί και αυτή και το παιδί του Ορέστη Θαλασσινού. Άρπαξε αμέσως το χαλί και οι κουρτίνες και μετά από λίγο πυκνός καπνός άρχισε να βγαίνει από παντού. Η Ελένη κλείδωσε το δωμάτιο και έσπρωξε από πίσω τη συρταριέρα. Έντρομοι ο Στέφανος με τη Μυρτώ άρχισαν ν' ανεβαίνουν τα σκαλιά δυο δυο. Οι φωνές της Μυρτώς κινητοποίησαν την κυρία Αρετή η οποία φώναξε αμέσως την πυροσβεστική. Χτύπαγε ο Στέφανος την πόρτα αλλά κανείς δεν απαντούσε, ούτε άνοιγε. «Ελένηηηη!» «Ελένηηηη για όνομα του Θεού!»
    «Τα παιδιά… Στέφανε τα παιδιά είναι με την Ελένη» έκλαιγε η Μυρτώ. Μετά από κάποιες προσπάθειες ο Στέφανος κατάφερε ν' ανοίξει την πόρτα. Η φρίκη χαράκωσε την ψυχή τους για πάντα. Η μικρή του αδερφή αιμόφυρτη κείτονταν στο πάτωμα. Το μισό της σώμα είχε καεί. Ήταν ήδη πολύ αργά για κείνη. Το ίδιο και για το μωρό τους. Η μικρή του καρδούλα είχε σταματήσει να κτυπά. Μόνο το μωρό της Ελένης έκλαιγε μ' όση δύναμη του είχε απομείνει διεκδικώντας το δικαίωμά του στη ζωή. Ο Στέφανος ούρλιαζε ενώ η Μυρτώ αντικρίζοντας αυτή την εικόνα έπεσε λιπόθυμη στο πάτωμα. Η πυροσβεστική που έφτασε μέσα σε λίγες στιγμές, έσβησε εντελώς τη φωτιά, ενώ δύο ασθενοφόρα μετέφεραν τη Μυρτώ με το μωρό της Ελένης στο νοσοκομείο και τη σωρό της Ελένης και του νεκρού μωρού στο νεκροτομείο. Ο Στέφανος διαλυμένος να μην ξέρει προς τα πού να τρέξει. Πίσω από τη νεκρή αδερφή του και το νεκρό του παιδί ή κοντά στη γυναίκα του και την ανιψιά του;
    Πήγε στο νοσοκομείο κοντά στη Μυρτώ. Προσευχόταν με όλη τη δύναμη της ψυχής του να βρει το κουράγιο να της πει τι είχε συμβεί. Σαν άνοιξε τα μάτια της και ζήτησε τα παιδιά της, ο Στέφανος γονάτισε μπροστά της και αφού της εξιστόρησε τι είχε συμβεί άρχισε να της ζητά να τον συγχωρέσει. Άνοιξε την αγκαλιά της και τον έκλεισε μέσα της. Αυτός είχε χάσει πιο πολλά από κείνη. Δεν θύμωσε, ούτε ξεστόμισε κουβέντα, μόνο ζήτησε να της φέρουν το παιδί της να το δει και να το θηλάσει. Ποιο παιδί της δηλαδή; Το παιδί της Ελένης και του Θαλασσινού. Όχι! Ήταν κι αυτό δικό τους παιδί. Ό,τι είχε απομείνει από την μέχρι πριν λίγο ευτυχισμένη οικογένειά τους. Έτσι είχαν ξεκινήσει κι έτσι θα συνέχιζαν. Αυτό το μικροσκοπικό κι αθώο πλάσμα δεν έφταιγε ούτε για την επιπολαιότητα του πατέρα του ούτε για την αδυναμία της μάνας του. Σε αυτό θα χάριζε την αγάπη που όλοι οι άλλοι του στέρησαν.
    Τα θέματα της κηδείας του μωρού και της Ελένης έγιναν σε πολύ στενό οικογενειακό κύκλο και αμέσως μετά ο Στέφανος πήρε τη γυναίκα και το παιδί τους και μετακόμισαν σε μια διώροφη βίλα στη Βούλα. Η μητέρα του δεν τους ακολούθησε. Ήθελε να μείνει στο σπίτι που μεγάλωσε τα παιδιά της. Η υγεία της όμως κλονίστηκε πάρα πολύ με τον χαμό της Ελένης που δύο χρόνια μετά έκλεισε τα μάτια της και πήγε να την ανταμώσει στους ουρανούς.
    «Ελένη» του είπε η Μυρτώ όταν μπήκαν στο καινούριο τους σπίτι. «Τι Ελένη;» τη ρώτησε ξαφνιασμένος ο Στέφανος. «Το μωρό μας, θέλω να το βγάλουμε Ελένη» είπε και έπεσε στην αγκαλιά του μαζί με τη μικρή. Δεν ξαναμίλησαν ποτέ για όσα συνέβησαν.


Copyright © Σταυρούλα Δεκούλου All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Εξώφυλλο: Ράμπα Τάμπα (Άγγελος Μαρίνου)
Η νουβέλα της Σταυρούλας Δεκούλου, Το βραβείο, δημοσιεύεται κατ' αποκλειστικότητα στο koukidaki σε συνέχειες. Ολοκληρώνεται εδώ.