Το βραβείο


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15

Καλοκαίρι 2016, Κρήτη.
    «Τώρα τα ξέρεις όλα Ελένη μου» είπε ο Στέφανος με φωνή που είχε στερέψει πια από δύναμη. «Εγώ και η Μυρτώ σε μεγαλώσαμε σαν δικό μας παιδί και δυο χρόνια μετά που ήρθε και η Κατερίνα μας ολοκληρώσατε τον κύκλο της ευτυχίας μας. Απ' όλα αυτά θέλαμε να σε προστατεύσουμε. Όλοι θέλαμε να κρατηθούμε μακριά γιατί το παρελθόν είχε τόση αδικία και πίκρα που δεν αντέχαμε να το ξαναζήσουμε, αλλά ούτε και σένα σου άξιζε. Αυτό είναι το κρίμα μας παιδί μου. Το κολιέ που φοράς είναι της μητέρας σου. Της το είχα κάνει δώρο εγώ. Τη μέρα που γνώρισε τον πατέρα σου το φορούσε στον λαιμό της και το ποίημα που βρήκες γράφτηκε εξαιτίας του. Το είχε φυλάξει μαζί με το βραβείο που της είχε στείλει ο Θαλασσινός, ο πατέρας σου δηλαδή, στο κουτί που βρήκες. Εκεί μέσα φύλαξα και ένα κομμάτι κόκκινη κορδέλα, καμένη στη μια άκρη. Την φορούσε στα μαλλιά της, η μητέρα σου τη μέρα που πέθανε».
    Τους κοιτούσε η Ελένη και καταριόταν την ώρα και τη στιγμή που είχε ανοίξει εκείνο το σφαλισμένο κουτί. Είδε τον πόνο στα μάτια τους, που τόσα χρόνια με τόση επιμέλεια της έκρυβαν, και μίσησε τον εαυτό της που τους γύρισε τόσα χρόνια πίσω. Προσπαθούσε να καταλάβει το ειρωνικό παιχνίδι της μοίρας, να πεθάνει το δικό τους παιδί που τόσο λαχταρούσαν και να επιζήσει εκείνη που κανείς δεν τη θέλησε. Τους παρακολουθούσε να έχουν γεράσει χίλια χρόνια εξιστορώντας όλον αυτό τον πόνο που έκρυβαν στα σωθικά τους. Έναν πόνο που δεν άφησαν ποτέ να βγει στην επιφάνεια για να μην ταράξουν την ήρεμη ζωή της, να μην ποτίσουν το δηλητήριο που είχε φαρμακώσει τη δική τους ευτυχία.
    «Συγχωρείστε με. Δεν φανταζόμουν ότι πίσω από όλα αυτά υπήρχε μια τόσο τραγική αλήθεια, τόσος πόνος και θάνατος» είπε η Ελένη με δάκρυα στα μάτια. Έκλαιγε κι έκλαιγε κι έκλαιγε βουβά, αδύναμη να σταματήσει τα δάκρυά της. Όχι δεν έκλαιγε για τους γονείς που είχε χάσει, αλλά για τους γονείς που είχε βρει ή μάλλον την είχαν βρει. Για τον κόρφο που τη θήλασε και την ανάστησε, για τα γλυκά λόγια και τα χάδια στο πρόσωπό της, για το γερό κράτημα του χεριού στα πρώτα της βήματα, για το «κόρηηη» που τόσο συχνά της φώναζαν. Έκλαιγε για την αγάπη η Ελένη στη γη και ξεδιψούσε η ψυχή της μάνας της ψηλά στον ουρανό.
    «Η μητέρα σου, Ελένη μου, η αδερφή μου, ήταν ένας πολύ καλός και γλυκός άνθρωπος κι αν οι συνθήκες ήταν αλλιώς θα γινόταν μια υπέροχη μητέρα. Όμως ήταν παιδί όταν συνέβησαν όλα αυτά και η ψυχή της δεν άντεξε. Από την ανεμελιά και τον έρωτα βρέθηκε στο κέντρο μιας αυστηρής πραγματικότητας, μακριά και προδομένη από όσα αγάπησε και πίστεψε. Νόμιζα πως αυτό θα της έδινε μια εναλλακτική λύση να συνεχίσει τη ζωή της χωρίς να σε απαρνηθεί. Όμως το φίδι είχε ήδη φαρμακώσει την εφηβική της καρδιά και δεν άντεξε. Έπρεπε να το είχα προβλέψει. Έπρεπε να το είχαμε φανταστεί. Ίσως να είχαμε προλάβει όλο ετούτο το κακό. Η Μυρτώ...» πήγε να πει ο Στέφανος μα εκείνη τον διέκοψε.
    «Η μαμά θες να πεις» είπε η Ελένη διορθώνοντάς τον κι έπεσε στην αγκαλιά της μάνας της που τόση ώρα παρακολουθούσε βουβή και πικραμένη για δεύτερη φορά να διηγούνται τον χαμό του παιδιού της, τη συμφορά που τη βρήκε ως αντάλλαγμα για την αγάπη της, για τη θυσία της, για τη στήριξη στον άνθρωπο που είχε επιλέξει να μοιραστεί τη ζωή της μαζί του.
    «Κοριτσάκι μου» φώναξε η κυρα-Μυρτώ και την αγκάλιασε με αγάπη. «Παιδάκι μου γλυκό, βάλσαμό μου» ψιθύριζε η κυρα-Μυρτώ και τα δάκρυά της ανακατεύτηκαν με αυτά της Ελένης. Η φωτιά τούτης της νύχτας δεν της είχε πάρει κανένα παιδί. Έκανε τον σταυρό της και ψιθύρισε, «Σ' ευχαριστώ Παναγία μου!»
    Ο υπόλοιπος Αύγουστος πέρασε με ηρεμία και οικογενειακή θαλπωρή. Ο Στέφανος μίλησε στην Ελένη για την αδερφή του και έτσι κατάλαβε κι εκείνη γιατί είχε τόση έφεση στις τέχνες, αλλά και ποια ήταν η γυναίκα στο όνειρο. Η μανούλα της, αν και τόσο μακριά πια, τόσα χρόνια μετά, ζητούσε δικαίωση και ανάπαυση, αποδοχή· και η Ελένη συμφιλιωμένη με το παρελθόν της τη χάρισε απλόχερα.
    Η Ελένη ξεκουράστηκε και μαύρισε και άρχισε πάλι να ζωγραφίζει. Την τελευταία μάλιστα εβδομάδα κατέβηκε και η Μαργαρίτα με τον άντρα της και όλοι μαζί έγιναν μια όμορφη παρέα. Αρχές του Σεπτέμβρη, η Ελένη επέστρεψε στην Αθήνα αφού πήρε μαζί της τις ποιητικές συλλογές του Ορέστη Θαλασσινού για να τις παραδώσει στη βιβλιοθήκη Αθηνών με τη δέσμευση να μην αποκαλύψουν ποτέ ποιος τα είχε δωρίσει στη βιβλιοθήκη. Τις μέρες των διακοπών της είχε φροντίσει να τις διαβάσει όλες και είχε βγάλει φωτοτυπίες αυτά που την είχαν μαγέψει. Ό,τι κι αν ήταν αυτός, είχε πραγματικά μια μαγική πένα. Κράτησε μόνο το βραβείο του, επειδή τα λόγια που ήταν γραμμένα πίσω του αναφέρονταν στη μητέρα της. Πάνω στην ποίησή του η Ελένη ζωγράφισε κάποιους πίνακες και ως ανταπόδοση για την προσφορά της, η βιβλιοθήκη της πρότεινε να της διαθέσει τον χώρο για να κάνει μια έκθεση ζωγραφικής. Η χαρά της δεν λεγόταν.


ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η Ελένη έλαμπε μέσα στη πράσινη τουαλέτα της, ενώ ο χρυσοπράσινος αστερίας έλαμπε κρεμασμένος από μια μεταξωτή κορδέλα στη βάση του λαιμού της. Η έκθεση ζωγραφικής πήγαινε τόσο καλά! Σχεδόν τα μισά της έργα είχαν πουληθεί. Όταν ξεκίνησε ξανά να ζωγραφίζει δεν πίστευε ότι θα έφτανε τόσο κοντά στο όνειρό της. Τα είχε όμως καταφέρει. Όταν κρατούσε το πινέλο στα χέρια της ένιωθε φορές σαν να κατέβαινε η μητέρα της από τον ουρανό και καθόταν σαν μικρή φτερωτή νεράιδα πάνω στο καβαλέτο της και με το μικρό της ραβδάκι βοηθούσε το χέρι της να μη λαθεύει στις γραμμές και στα χρώματα.
    Η αίθουσα ήταν γεμάτη από ονομαστούς καλλιτέχνες και φίλους της ποίησης. Δίπλα της ήταν ακόμη ο γιος και η κόρη της, που είχαν έρθει για να μοιραστούν τη χαρά της και να την καμαρώσουν. Εκεί και οι γονείς της, που είχαν έρθει για την έκθεση και θα έμεναν μαζί της ως και τις γιορτές των Χριστουγέννων, η Μαργαρίτα με τον άντρα της και η αδερφή της, η Κατερίνα, με τον δικό της. Ο άντρας της ο Δημήτρης, της έφερε ένα ποτήρι κρασί. Την έπιασε από τη μέση και της χαμογέλασε γλυκά, ενώ τη φίλησε απαλά στον ώμο. Είχαν λίγο καιρό που ήταν ξανά μαζί.
    Επιστρέφοντας από την Κρήτη η Ελένη τον βρήκε να την περιμένει μετανιωμένος έξω από την πόρτα του σπιτιού στη Βούλα με μια αγκαλιά γεμάτη λουλούδια και συγγνώμες. Εκείνος όταν την είδε ξανανιωμένη, γεμάτη ενέργεια και να αποπνέει τόσον ερωτισμό φαντάστηκε ότι είχε προχωρήσει τη ζωή της. Η απελπισία του δεν περιγράφονταν. Όμως η Ελένη τον αγαπούσε τον Δημήτρη και δεν ήθελε να τον βγάλει από τη ζωή της. Σίγουρα όμως θα του έδινε ένα γερό μάθημα πριν συνεχίσουν το μονοπάτι τους στη γη. Οπότε αφέθηκε να απολαμβάνει τις προσπάθειές του να την κερδίσει από την αρχή, ζώντας έναν δεύτερο πρώτο έρωτα, πρώτο φιλί, πρώτο μήνα του μέλιτος... Λίγο πριν την έκθεση ζωγραφικής του ανακοίνωσε ότι δεν επιθυμούσε να επιστρέψει στο σπίτι τους, αλλά θα μπορούσε εκείνος να μετακομίσει στο πατρικό της και να συνεχίσουν την κοινή τους ζωή εκεί.
    Ξαφνικά η Ελένη είδε έναν ηλικιωμένο άνθρωπο να την πλησιάζει. Κούτσαινε από το δεξί του πόδι και σε κάθε βήμα φαινόταν να πονάει αφόρητα. Παρ' όλα αυτά προσπαθούσε να κρατά όρθιο το ανάστημά του. Πήγε προς το μέρος του. Εκείνος σταμάτησε μπροστά της και τη ρώτησε...
— «Εσείς είστε η ζωγράφος;»
— «Ναι, εγώ» του αποκρίθηκε η Ελένη και του άπλωσε το χέρι. «Ελένη Θεοτοκάτου. Εσείς είστε...»
— «Εγώ… χμμ… είμαι ένας απλός φιλότεχνος» είπε έχοντας κολλήσει τα μάτια του στον αστερία που η Ελένη είχε κρεμασμένο στον λαιμό της. «Ξέρετε, αυτό το έργο που ζωγραφίσατε, τον «Πράσινο αστερία», κάποτε είχε βραβευτεί ένα ποίημά μου με τον ίδιο τίτλο. Με είχε εμπνεύσει ένα κόσμημα σαν το δικό σας».
Σάστισε για μια στιγμή η Ελένη, μα συνήλθε γρήγορα προσπαθώντας να κρύψει την ταραχή της ή την αηδία της, δεν ήταν σίγουρη τι από τα δυο. Πήρε μια ανάσα και προσπαθώντας να δείξει απλό φιλολογικό ενδιαφέρον είπε...
— «Είστε ο Ορέστης Θαλασσινός; Ο ποιητής που φιλοξενούνται εδώ ποιήματά του;»
— «Μάλιστα» είπε εκείνος.
— «Σας έχω διαβάσει. Χάρηκα» του είπε ανέκφραστα.
— «Ξέρετε, ήξερα κάποτε μια Ελένη Θεοτοκάτου» είπε ο Θαλασσινός, «Έμενε στην Κηφισιά με την οικογένειά της. Μήπως έχετε κάποια συγγένεια;»
    Δεν δίστασε ούτε μια στιγμή, ούτε μια τόση δια στιγμούλα. Αυτός ο άνθρωπος ήταν η αιτία που η μάνα της είχε χαθεί χωρίς να την γνωρίσει, που η ξαδέρφη της είχε πεθάνει στην κούνια και που η οικογένειά της είχε βαφτιστεί στον πόνο. Όχι, δεν του άξιζε ούτε αλήθεια ούτε αποδοχή και όχι δεν ήθελε τίποτα από εκείνον. Ούτε καν μια απάντηση στα «γιατί» που κάποιες βραδιές τη βασάνιζαν.
— «Δεν έχω ιδέα» απάντησε στεγνά η Ελένη. «Μάλλον θα πρόκειται για μια απλή συνωνυμία».
— «Μα αυτό που φοράτε στο λαιμό σας;» ρώτησε εκείνος και πριν τελειώσει την πρότασή του… εκείνη του απάντησε…
— «Ο αστερίας; Από το διαδίκτυο. Ήθελα κάτι να ταιριάζει με το θέμα του πίνακά μου. Συγχωρείστε με, μου κάνουν νόημα» είπε και γύρισε προς τον Δημήτρη που την πλησίαζε με το χέρι απλωμένο.
— «Ποιος ήταν αυτός που μιλούσες;» της ψιθύρισε όταν πήγε κοντά του.
— «Κανείς σημαντικός, αγάπη μου», είπε και τον φίλησε. «Έλα, πάμε να βγάλουμε φωτογραφίες».

ΤΕΛΟΣ


Copyright © Σταυρούλα Δεκούλου All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Εξώφυλλο: Ράμπα Τάμπα (Άγγελος Μαρίνου)
Η νουβέλα της Σταυρούλας Δεκούλου, Το βραβείο, δημοσιεύτηκε κατ' αποκλειστικότητα στο koukidaki σε συνέχειες.