Θεόδωρος Ορφανίδης: Μια μεταφυσική δύναμη μου το επέβαλλε. Κακή προσπάθεια για πλάκα…
Καταρχάς, να σας ευχαριστήσω που με φιλοξενείτε για δεύτερη φορά στην ιστοσελίδα σας, είναι μεγάλη μου χαρά!
Το βιβλίο αυτό ξεκίνησα να το γράφω πριν μπω στο στρατό, κάπου στα μέσα του 2019. Δεν είχα κάποιο πλάνο υπόψιν. Ξεκίνησε ως μια ιδέα, μια πρόταση που μου ήρθε και σιγά σιγά την εξέλιξα. Πρέπει να το έσβησα και να το ξεκίνησα καμιά τρεις ή τέσσερις φορές, μέχρι να καταλήξω στον κεντρικό άξονα και μετά άλλες τόσες για να του δώσω την μορφή που έχει τώρα. Δεν θυμάμαι ποια ήταν η αφορμή ακριβώς. Ξεκίνησε ως κάτι άλλο και κατέληξε ως κάτι διαφορετικό. Η βασική αφορμή ήταν πως ήθελα να γράψω μια ιστορία. Όχι την δική μου ακριβώς, αλλά ένα μέρος της δικής μου και, μέσω αυτής, να πω μερικά πράγματα.
Πού γράψατε το βιβλίο σας;
Θ.Ο.: Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου γράφτηκε στο γραφείο μου, πρώτα στο χέρι με στυλό και τετράδιο, και έπειτα το πέρασα σε αρχείο word στον υπολογιστή, για να το επεξεργαστώ τελικά εκεί. Κατά βάση, τη νύχτα γινόταν όλη η μαγεία. Αλλά, στην κυριολεξία, το έγραφα παντού, με την μορφή σημειώσεων. Μια ιδέα που μου ήρθε ενώ είχα υπηρεσία στο στρατόπεδο, μια αλλαγή στην πλοκή ενώ ήμουν έξω και περπατούσα ή έπινα μια μπύρα και μετά, όταν πήγαινα σπίτι, θα έκανα τις αντίστοιχες τροποποιήσεις.
Πόσο χρόνο σας πήρε η συγγραφή;
Θ.Ο.: Όπως ανέφερα πριν, το ξεκίνησα κάπου στα μέσα του 2019 και το ολοκλήρωσα τον Σεπτέμβριο του 2020. Έπειτα, το άφησα στην άκρη για λίγους μήνες, για να ωριμάσει κάπως μέσα μου και κάποια στιγμή το έπιασα για διορθώσεις. Γενικά το άφηνα και το έπιανα πάλι για μήνες και θεώρησα πως είχε τη μορφή που ήθελα τελικά να του δώσω τον Αύγουστο του 2021. Άρα, συνολικά, κάπου στα δύο χρόνια.
Πώς θα χαρακτηρίζατε το βιβλίο σας με δυο λόγια;
Θ.Ο.: Ήταν μια δοκιμασία και μια ικανοποιητική προσπάθεια.
Θέλετε να μας δώσετε μια περιγραφή;
Θ.Ο.: Το βιβλίο αυτό, στο μεγαλύτερο μέρος, αναφέρεται στην ιστορία του Δημήτρη Αντωνιάδη, ο οποίος, με μια ιδιόρρυθμη ημερολογιακή μορφή, περιγράφει τη ζωή του στο χωριό του, το Μεταξά, και αργότερα στην πόλη Εντροπία, από τη στιγμή που τη θυμάται μέχρι την ηλικία που βρίσκεται όταν αρχίζει να γράφει, δηλαδή τα δεκαεπτά. Μέσω αυτή της περιγραφής, μαθαίνουμε για τις ανησυχίες, τα βάσανα, τις χαρές του και, τελικά, για ποιον λόγο κάθισε ένα δεκαεφτάχρονο παιδί και έγραψε ολόκληρη την ιστορία της ζωής του. Και όλα αυτά γίνονται με αφορμή ένα τετράδιο που ανακαλύπτεται σε μια βιβλιοθήκη, σε ένα διαμέρισμα στη Θεσσαλονίκη και το διαβάζει μια κοπέλα, η Μαρία, στο αγόρι της, τον Παντελή. Δεν θέλω να πω παραπάνω πράγματα, μην τυχόν και κάνω spoil σε κάποιον που θα το διαβάσει.
Τι αγαπήσατε περισσότερο σε αυτό το βιβλίο;
Θ.Ο.: Ότι κατάφερα επιτέλους να πω μια ιστορία με τον δικό μου τρόπο.
Τι προσφέρει αυτό το βιβλίο στον αναγνώστη, βιβλιόφιλο ή βιβλιοφάγο;
Θ.Ο.: Ο καθένας θα το κρίνει μόνος του.
Ποια είναι η μεγαλύτερη αγωνία σας;
Θ.Ο.: Ότι θα πεθάνω χωρίς να ζήσω όσα θα ήθελα να ζήσω. Η ίδια η ιδέα του θανάτου δεν με τρομάζει τόσο πια.
Φοβάστε...
Θ.Ο.: Πάρα πολλά.
Αγαπάτε...
Θ.Ο.: Πάρα πολλά
Ελπίζετε...
Θ.Ο.: Σε πάρα πολλά.
Θέλετε...
Θ.Ο.: Τα απολύτως απαραίτητα, και λίγο παραπάνω.
Ποιοι αναγνώστες θα λατρέψουν αυτό το βιβλίο;
Θ.Ο.: Αυτό δεν μπορώ να το γνωρίζω. Δεν το έγραψα έχοντας στο μυαλό μου μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων. Φαντάζομαι θα αρέσει περισσότερο σε άτομα που θα ταυτιστούν ως ένα βαθμό με πράγματα που γράφονται μέσα στο βιβλίο.
Γιατί πρέπει να το διαβάσουμε;
Θ.Ο.: Δεν το θεωρώ βιβλίο που «πρέπει» να διαβαστεί από κάποιον, δεν έχει αυτή τη δύναμη. Θα ήθελα, απλά, να διαβαστεί από όσο περισσότερο κόσμο γίνεται και να εκτιμηθεί ως ένα βαθμό. Έχει μερικά ωραία στοιχεία, αλλά μέχρι εκεί.
Πού/πώς μπορούμε να βρούμε το βιβλίο σας;
Θ.Ο.: Στον εκδοτικό οίκο Ελκυστή, καθώς και στα βιβλιοπωλεία Πρωτοπορία και Ιανό προς το παρόν. Αλλά και σε διάφορα ηλεκτρονικά καταστήματα, καθώς και από την Κύπρο, στο DES Bookworld. Αλλά και από εμένα τον ίδιο.
Πού μπορούμε να βρούμε εσάς;
Θ.Ο.: Κυρίως στο σπίτι και στη δουλειά μου. Διαδικτυακά, στο προφίλ μου στο Instagram (@the0rf) και στο Facebook (Θεόδωρος Ορφανίδης).
Ποιο χρώμα του ταιριάζει;
Θ.Ο.: Το μαύρο με πιτσιλιές άσπρου.
Ποια μουσική;
Θ.Ο.: Του Tom Waits και του Leonard Cohen.
Ποιο άρωμα;
Θ.Ο.: Εκείνο των παιδικών μας χρόνων.
Ποιο συναίσθημα;
Θ.Ο.: Το γλυκόπικρο.
Αν δεν ήταν βιβλίο, τι θα μπορούσε να είναι;
Θ.Ο.: Μια κραυγή στο δάσος τη νύχτα.
Αν δεν ήσασταν συγγραφέας τι θα μπορούσατε να είστε;
Θ.Ο.: Συγγραφέας είμαι για τα τυπικά ακόμα. Παραμένω ο Θοδωρής.
Ποιον συγγραφέα διαβάζετε ανελλιπώς;
Θ.Ο.: Ανελλιπώς... ανελλιπώς δεν είμαι σίγουρος. Αλλά πολύ συχνά επιστρέφω στα έργα του Charles Bukowski και του J.D. Salinger και στην ποιητική συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη, «Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα». Είμαι ακόμα στη φάση που προσπαθώ να διαβάζω πολλά και διάφορα που με ενδιαφέρουν, για να διευρύνω τους ορίζοντές μου.
Σας έχει επηρεάσει άλλος συγγραφέας στον τρόπο που γράφετε ή σκέφτεστε ή ζείτε; Ποιος/ποιο βιβλίο;
Θ.Ο.: Σίγουρα! Και είναι τόσοι πολλοί και μερικοί από αυτούς και στον τρόπο που σκέφτομαι ή ζω, όπως είπατε... Ο Bukowski, ο Camus, ο Beckett, ο Λειβαδίτης, ο Ελύτης, ο Ρίτσος, ο Μίσσιος, o Salinger, ο Saramago, ο Rimbaud, η Γώγου... Σίγουρα ξεχνάω κάποιους. Από βιβλία, το «Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα» του Λειβαδίτη, ο «Φύλακας στη Σίκαλη» του Salinger, «Η πτώση» και «Ο ξένος» του Καμύ. Επίσης, η ποίηση του Καββαδία και το βιβλίο «Ποιήματα και Αντιποιήματα» του Nicanor Parra.
Οι ήρωές σας μπορούν να σας κατευθύνουν ή εσείς και μόνο ορίζετε την συνέχεια και τις τύχες τους;
Θ.Ο.: Δημιουργώ τους ήρωές μου και προσπαθώ να τους κατευθύνω εκεί που θέλω, για την ιστορία που θέλω να πω. Αλλά, πολλές φορές, παίρνουν τον έλεγχο και με οδηγούν σε μονοπάτια τελείως διαφορετικά από αυτά που τους καθόριζα εξ αρχής. Έχω τη θεωρία πως όλα αυτά τα αποκυήματα της φαντασίας μας ζούνε σε έναν μακρινό πλανήτη και απλά περιμένουν εμάς για να τους δώσουμε σάρκα και οστά.
Τι χρειάζεται κάποιος για να γράψει; Φαντασία ή εμπειρία;
Θ.Ο.: Και φαντασία και εμπειρία. Η φαντασία είναι ένα πολύ δυνατό εργαλείο, αλλά δεν αρκεί από μόνη της. Χρειάζεται ταλέντο, πολύ διάβασμα, επιμονή, υπομονή, πείσμα, μια αίσθηση του ανικανοποίητου από όσα ζεις, μια ανάγκη για έκφραση… Όλα αυτά, και πολλά ακόμα.
Τι καθορίζει την επιτυχία σε ένα βιβλίο;
Θ.Ο.: Αν γίνει ποτέ ένα βιβλίο μου επιτυχία, θα σας πω. Χαχαχα. Θα ήθελα να πω το ποιόν του έργου, αλλά αυτό δυστυχώς δεν ισχύει πάντα. Υπάρχουν εξαιρετικά έργα, τα οποία δεν εκτιμώνται όσο θα έπρεπε. Το marketing είναι πολύ καθοριστικός παράγοντας πιστεύω. Αλλά ακόμα το μαθαίνω.
Η βιβλιοφαγία είναι/μπορεί να γίνει κατάχρηση;
Θ.Ο.: Είναι πολύ μεγάλη απόλαυση, αρκεί να μην ξεχνάς να ζήσεις και στην πραγματικότητα. Τότε γίνεται κατάχρηση. Πρέπει να προσπαθήσεις να βρεις μια ισορροπία.
Ποιον τίτλο βάζετε στο βιβλίο της ζωής σας;
Θ.Ο.: Απλά, γιατί; Επίσης, πώς ζεις ακόμα;
Ο Θεόδωρος Ορφανίδης απάντησε το ερωτηματολόγιο Ριντ Φερστ για το βιβλίο του, Οι πυγολαμπίδες θα λάμπουν στο σκοτάδι (για πάντα...), που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ελκυστής. Στην περίληψη διαβάζουμε:
Είναι 23 Δεκεμβρίου του 2015.
«Τι μέρα κι αυτή!», είναι τα πρώτα λόγια που ακούγονται σε ένα διαμέρισμα στην ανατολική Θεσσαλονίκη από τη Μαρία, την κοπέλα του Παντελή, όταν αρχίζει να του διαβάζει τις σελίδες από ένα μπλε, τσαλακωμένο και βρόμικο τετράδιο που εκείνος ανακάλυψε τυχαία πάνω στη βιβλιοθήκη της.
Μα δεν είναι μόνο μέρες.
Είναι και ώρες και μήνες και χρόνια από τη ζωή του Δημήτρη Αντωνιάδη, ξεκινώντας από το χωριό του, το Μεταξά και αργότερα στην πόλη Εντροπία. Τώρα, ποιος είναι ο Δημήτρης Αντωνιάδης, τι είναι το Μεταξά και η Εντροπία και γιατί η Μαρία άρπαξε το τετράδιο αυτό όταν είδε τον Παντελή να το διαβάζει, θα το ανακαλύψετε πολύ σύντομα.
Ένα είναι σίγουρο: πως οι πυγολαμπίδες θα λάμπουν στο σκοτάδι για πάντα. Αλλά καμιά φορά το σκοτάδι αυτό δεν είναι μόνο ό,τι αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας. Μπορεί να κρύβεται αλλού, πολύ πιο βαθιά και να είναι πολύ αργά όταν το καταλάβουμε, όταν αυτό θα έχει καταβροχθίσει τα πάντα στο πέρασμά του.
Ο Θεόδωρος Ορφανίδης (Ο.Γ.Θ.) γεννήθηκε στην Κοζάνη, μεγάλωσε στο Δρέπανο και το Μαυροδένδρι Κοζάνης, με μια παιδική ηλικία συνηθισμένη και παράλληλα ιδιαίτερη σαν τον ίδιο, για ένα μικρό διάστημα με τη φιλοδοξία να γίνει από τους καλύτερους αθλητές ελληνορωμαϊκής πάλης –ο Κρότων Κοζάνης είναι ένας από τους λόγους που είναι ευγνώμων για την καμπούρα του– και στη συνέχεια πέρασε φοιτητής στη Θεσσαλονίκη, στη Νομική του ΑΠΘ, και στην πόλη αυτή κατοικεί και υπάρχει με διάφορες μορφές, τα τελευταία χρόνια. Οι γονείς και τα δύο αδέρφια του αποτελούν τη μια του οικογένεια και οι φίλοι του, μαζί με κάποια ακόμη κοντινά πρόσωπα αλλά και μερικά που χάθηκαν λίγο στο πέρασμα των χρόνων, τη δεύτερη. Από ένα σημείο και έπειτα, δεν περίμενε ποτέ να φτάσει έως εδώ και το θεωρεί θαύμα. Βρίσκει καταφύγιο συνήθως στο γράψιμο, στη μουσική, τα βιβλία, τις ταινίες, τις σειρές, τα manga και τα anime συν τοις άλλοις. Κάτι που του λένε οι φίλοι του και το πιστεύει είναι το εξής: «Ευτυχώς δεν γράφεις όπως μιλάς.». Τουλάχιστον βρήκε έναν τρόπο επικοινωνίας… Δεν είναι πως χρειάζεται πολλά για να είναι εντάξει. Τα κείμενά του τα υπογράφει ως Ο.Γ.Θ., παρ' όλο που του λένε πως το σωστό θα ήταν Ο.Θ.Γ. ή Θ.Γ.Ο. –τα δοκίμασε και δεν του άρεσαν. Έχει εκδώσει και μια ποιητική συλλογή με τίτλο «Είναι αυτά τα τελευταία ποιήματα που γράφω για σήμερα», εκδόσεις Πηγή.