Γεωργία Σύκα: Δεν ξέρω πάντα γιατί γράφω, το μόνο σίγουρο είναι ότι όταν αποφασίζω να γράψω έχει σχηματιστεί ήδη μέσα μου ένας λόγος που με κινητοποιεί. Το έναυσμα μπορεί να είναι κάποιο ερέθισμα από την πραγματική ζωή, από τη φαντασία ή ακόμη και από την ανάγκη οργάνωσης των σκέψεων και του εσωτερικού μου κόσμου.
Το βιβλίο σας, Μπίτερ λοβ και μαύρες γάτες, αποτελεί μια συλλογή θεατρικών. Θα λέγατε ότι σας ταιριάζει περισσότερο αυτή η φόρμα έκφρασης;
Γ.Σ.: Μου αρέσει να πειραματίζομαι σε αυτή τη φόρμα έκφρασης, δηλαδή στο θεατρικό είδος, καθώς ασχολούμαι και με τη θεατρική πράξη ως σκηνοθέτης. Η έμπρακτη ενασχόλησή μου με το θέατρο και οι σπουδές μου στη θεατρολογία κατά κάποιο τρόπο με έχουν τροφοδοτήσει με γνώσεις, ιδέες και κυρίως με ερωτήματα για το είδος της θεατρικής γραφής αλλά και για τη σύνδεσή του με τη σκηνή. Ωστόσο, δεν θεωρώ τον εαυτό μου κατεξοχήν θεατρικό συγγραφέα, ούτε είναι αυτοσκοπός μου να γίνω. Θα έλεγα ότι ίσως έτυχε σε αυτή τη φάση της ζωής μου να καταθέσω μια συλλογή θεατρικών έργων. Γράφω επίσης ποίηση και παιδικά παραμύθια.
Έχετε οραματιστεί τα κείμενά σας επί σκηνής; Κι αν ναι, ποια θα ήταν για εσάς η ιδανική συνθήκη για κάτι τέτοιο; Πώς αισθάνεται μια συγγραφέας όταν βλέπει τους ήρωές της να ενσαρκώνονται;
Γ.Σ.: Τα έχω οραματιστεί ναι. Ίσως το ιδανικό εκπληρώνεται όταν συγκροτείται μια ομάδα ανθρώπων με κοινό όραμα, αγάπη για τη δουλειά του θεάτρου και επιμονή για την υλοποίηση της παράστασης. Σίγουρα το ζωντάνεμα ενός κειμένου επί σκηνής είναι μια πολύ συγκινητική στιγμή για όλους τους συντελεστές, πόσο μάλλον για τον/την συγγραφέα, αν έχει την τύχη και την ευκαιρία να είναι παρών/παρούσα!
Πώς προκύπτει η έμπνευση; Τι σας εμπνέει; Τι πυροδοτεί τη δημιουργικότητα;
Γ.Σ.: Η έμπνευση είναι ενδεχομένως ένα μεγάλο μυστικό για κάθε καλλιτέχνη και δεν είναι εντελώς ξεκάθαρο το πώς προκύπτει κάθε φορά, καθώς συνδράμουν πολλοί παράγοντες για τη γέννησή της. Μπορεί να προκύπτει εξαιρετικά απλά όπως από μια χειρονομία της καθημερινότητας, ή μπορεί να συντίθεται πολύ πιο σύνθετα, αποτελώντας το επιστέγασμα μιας πολυετούς εντρύφησης σε μια εμπειρία ζωής ή συλλογικής μνήμης.
Αν έπρεπε να περιγράψετε το βιβλίο με μία φράση, ποια θα ήταν αυτή;
Γ.Σ.: Σκηνές θεατρικής δράσης με μικρές δόσεις έρωτα.
Τι θα λέγατε στον αναγνώστη σας και τι θα θέλατε να πείτε σε κάθε μελλοντικό;
Γ.Σ.: Θα ευχόμουν καλή ανάγνωση και προσωπική απόλαυση του βιβλίου!
Ποια είναι η γνώμη σας για τη σύγχρονη βιβλιοπαραγωγή στη χώρα μας σε σχέση με το λογοτεχνικό βιβλίο; Έχετε αγαπημένους λογοτέχνες;
Γ.Σ.: Θεωρώ ότι στις μέρες μας, σε λογοτεχνικό επίπεδο, παράγονται πολύ περισσότερα βιβλία σε σχέση με το παρελθόν. Αυτό είναι κάτι θετικό, καθώς προάγεται ο πλουραλισμός και η συγγραφική πολυφωνία, δίνοντας το βήμα σε νέους συγγραφείς να κατακτήσουν μια γωνιά στα ράφια των βιβλιοπωλείων ή μια δημοσίευση στις ιστοσελίδες, αλλά και στους αναγνώστες να διαλέξουν οι ίδιοι τι πραγματικά τους ενδιαφέρει να διαβάσουν, χωρίς την υπόδειξη ενός λογοτεχνικού μονοπωλίου. Έχω αγαπημένους λογοτέχνες, ενδεικτικά θα αναφέρω τον Γιάννη Ρίτσο, τον Οδυσσέα Ελύτη, τη Ζωρζ Σαρή, τον Samuel Beckett, τη Virginia Woolf, τον Milan Kundera, τη Simone de Beauvoir, τον Franz Kafka…
Ποια είναι η αγαπημένη σας ατάκα;
Γ.Σ.: Νομίζω πως δεν έχω αγαπημένη ατάκα... Μου αρέσει κάθε πρωί να λέω σε αρκετούς ανθρώπους «καλημέρα»!
Η Γεωργία Σύκα μίλησε για τη συλλογή θεατρικών της, Μπίτερ λοβ και μαύρες γάτες, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Βακχικόν. Η συλλογή περιέχει δώδεκα θεατρικά έργα που, σύμφωνα με το δελτίο τύπου, αναζητούν αναγνώστες για να ακουστούν και σκηνοθέτη και ηθοποιούς για να συνομιλήσουν επί σκηνής. Δώδεκα αυτοτελείς μικρές ιστορίες –ίσως– συνδέονται μεταξύ τους με κάποιο μυστικό τρόπο ή ίσως και όχι...
Η Γεωργία Σύκα γεννήθηκε στις Σέρρες. Έχει σπουδάσει Παιδαγωγικά και Θέατρο στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ασχολείται με τη σκηνοθεσία θεατρικών παραστάσεων, με τη συγγραφή και την εκπαίδευση. Λατρεύει τα ταξίδια, τον καλό καφέ και τις βόλτες χωρίς σκοπό. Στον ελεύθερό της χρόνο τραγουδά ή συναντιέται με φιλικά πρόσωπα. Βασική της πεποίθηση είναι ότι τα θεατρικά της κείμενα έχουν γραφτεί όχι τόσο για να διαβαστούν σιωπηλά, αλλά κυρίως για να ζωντανέψουν συλλογικά και πολυφωνικά στη σκηνή.