Οι πρώτες πινακίδες με το Έπος του Γκιλγκαμές, που είναι και το πληρέστερο επικό ποίημα, αλλά και γενικά απ' όλα τα κείμενα των Σουμερίων, και ονομάζεται συνήθως «Πρότυπη Βαβυλωνιακή Απόδοση», ανακαλύφθηκαν το 1848 από τον Sir Austen Henry Layard κατά τη διάρκεια ανασκαφών του στη βιβλιοθήκη του ανακτόρου του βασιλιά της Ασσυρίας Ασσουρμπανιπάλ (668-627 π.Χ.). Η βιβλιοθήκη αυτή ήταν η μεγαλύτερη της Μέσης Ανατολής πριν από την ελληνιστική περίοδο και αριθμούσε περίπου 25.000 πήλινα βιβλία.
Τα περισσότερα από τα δώδεκα κεφάλαια του Έπους του Γκιλγκαμές βρέθηκαν στη διάρκεια του εικοστού αιώνα στη Νινευί, στα ερείπια του ναού του Ναμπού και στη βασιλική βιβλιοθήκη του Ασσουρμπανιπάλ. Στις αρχές του αιώνα ο Μπρούνο Μάισνερ αγόρασε ένα μεγάλο απόσπασμα του έπους από έναν έμπορο στη Βαγδάτη. Είχε βρεθεί στα ερείπια της αρχαίας Σιππάρ (της σημερινής Αμπού Χαμπά) και περιείχε τμήμα της παλαιάς βαβυλωνιακής εκδοχής της πινακίδας Χ. Αργότερα, το 1914, το Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια αγόρασε από έναν παλαιοπώλη μια σχεδόν πλήρη πινακίδα με έξι στήλες, που περιείχε την παλαιά βαβυλωνιακή εκδοχή της πινακίδας ΙΙ. Την ίδια σχεδόν περίοδο το Πανεπιστήμιο του Γέιλ απέκτησε από τον ίδιο έμπορο τη συνέχεια της πινακίδας της Πενσυλβανίας στην οποία ήταν χαραγμένη η πινακίδα ΙΙΙ. Λίγο πριν τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο μια ομάδα Γερμανών, που έκαναν ανασκαφές στην Ασσούρ, βρήκαν ένα αρκετά μεγάλο τμήμα της ασσυριακής εκδοχής της πινακίδας VI και κατά την ανασκαφική περίοδο (1928-1929) ανακάλυψαν στην Ουρούκ δύο κάπως μικρότερα κομμάτια, τα οποία ανήκαν στην πινακίδα IV.
Παρά τις τυχαίες αυτές ανακαλύψεις, δεν είναι δυνατόν να αποκατασταθεί ολόκληρο το έπος χωρίς κενά, έχουμε όμως περίπου 3.000 στίχους τού κυρίως έπους, καθώς και τέσσερις ξεχωριστές σουμερικές ιστορίες, τμήματα των οποίων έχουν ενσωματωθεί στην ακκαδική εκδοχή του κυρίως έπους.
Το Έπος του Γκιλγκαμές, όπως και όλα τα σουμερικά ποιήματα, τραγουδιόταν με συνοδεία άρπας και λύρας στα παλάτια των βασιλιάδων και στη διάρκεια των πολυήμερων ταξιδιών με καραβάνια, όταν το βράδυ οι ταξιδιώτες ξεκουράζονταν γύρω από τη φωτιά. Υπήρξαν πάρα πολλοί βασιλικοί ραψωδοί και μουσικοί σε όλες τις σημαντικές πόλεις του Σουμέρ. Εκατοντάδες από αυτούς, που υπηρετούσαν στους ναούς, μας είναι γνωστοί με το όνομά τους από τα διοικητικά έγγραφα του δεύτερου μισού της 3ης χιλιετίας π.Χ. Τα ποιήματα αφορούσαν στα κατορθώματα ενός ήρωα και είχαν κάποια ιστορική βάση, αλλά και πολύ μυθοπλαστική υπερβολή.
Από τις ανασκαφικές μαρτυρίες που υπάρχουν έως σήμερα, συμπεραίνουμε ότι τα πρώτα σουμερικά ποιήματα γράφτηκαν κατά την Τρίτη Δυναστεία της Ουρ τον 21ο αιώνα π.Χ., όταν το ενδιαφέρον για την Ουρούκ ήταν πολύ μεγάλο, και βασίστηκαν στην προφορική παράδοση. Μέχρι εμάς έφθασαν σε βαβυλωνιακά αντίγραφα, γραμμένα από ανθρώπους που έζησαν μερικούς αιώνες αργότερα, αλλά που διατήρησαν τα κείμενα της σουμερικής γλώσσας, ενώ ήταν ήδη νεκρή. Η ομοιοκαταληξία και το μέτρο δεν ήταν ακόμη γνωστά και η ποίηση δεν ήταν τονική. Συχνές ήταν οι επαναλήψεις στίχων, που αποσκοπούσαν στη δημιουργία ποιητικού κλίματος, ενώ για να δοθεί έμφαση χρησιμοποιούνταν παρομοιώσεις και πομπώδεις μεταφορές, κυρίως σχετικά με τους θεούς ή τους βασιλιάδες, όπως «ασυγκράτητο λιοντάρι» κ.ά.
Στους σουμερικούς φιλολογικούς καταλόγους, καθώς και αργότερα στους βαβυλωνιακούς, που έχουν βρεθεί, χρησιμοποιείται ως τίτλος των ποιημάτων ο πρώτος τους στίχος. Το γεγονός αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για ανεξάρτητες ιστορίες και μύθους, που συγκροτήθηκαν τελικά σε σύνολο κατά την Πρώιμη Βαβυλωνιακή Εποχή (2000-1600 π.Χ.) στην ακκαδική γλώσσα, την κύρια σημιτική[1] γλώσσα της αρχαίας Βαβυλωνίας και Ασσυρίας, που εξακολούθησε να μιλιέται έως την εποχή των Σελευκιδών. Το σύνολο των ποιημάτων αυτών αποτέλεσε μια ιστορία με συνέχεια, αναφέρθηκε στο πρόσωπο του Γκιλγκαμές και επεκτάθηκε με την προσθήκη διαφόρων ανεξάρτητων επεισοδίων, όπως η ιστορία του Κατακλυσμού, και απέκτησε τον χαρακτήρα και τη σημασία του έπους.
Σε αυτήν την περίοδο ονομάστηκε ο «Κύκλος του Γκιλγκαμές», καθώς περιλάμβανε ποιήματα όχι στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους.
Ακόμη όμως και στα σουμερικά ποιήματα, που έχουν βρεθεί έως σήμερα, υπάρχουν παραλλαγές και είναι σίγουρο, όταν γράφηκε το ακκαδικό έπος, να χρησιμοποιήθηκαν διάφορα σουμερικά κείμενα με την ταυτόχρονη δημιουργία νέων επεισοδίων και την ουσιαστική αλλαγή της πλοκής σε ορισμένα σημεία. Ο Shaffer αναφέρει ότι η κορωνίδα της παλαιοβαβυλωνιακής πινακίδας της Πενσυλβανίας δείχνει ότι ήταν μέρος μιας σειράς από τρεις ή περισσότερες πινακίδες με 240 στίχους η καθεμιά (αν ήταν όλες του ίδιου μήκους) και μαρτυρεί ότι ήταν μια αρκετά σημαντική σύνθεση. Μάλιστα, καλύπτει όλα τα ουσιαστικά επεισόδια που απαρτίζουν το έπος στις μεταγενέστερες αποδόσεις.
Οι Σουμέριοι, νωρίς στην ιστορία τους, πέρασαν από ένα πολιτικό και πολιτιστικό στάδιο ανάπτυξης που ονομάστηκε «ηρωική εποχή». Αυτή παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με την ελληνική ηρωική εποχή, προηγήθηκε όμως κατά 1.500 χρόνια. Συνήθως υπάρχει ένα μικρό βασίλειο μ' έναν βασιλιά, ο οποίος είναι τολμηρός πολεμιστής και έχει πιστούς στρατιώτες, έτοιμους να τον ακολουθήσουν σε επικίνδυνες αποστολές, ένα συμβούλιο γερόντων που συμβουλεύει και επικυρώνει τις αποφάσεις του βασιλιά και ανθρωπόμορφοι θεοί που αντιπροσωπεύουν τα φαινόμενα της φύσης και παίρνουν μέρος στη ζωή των ανθρώπων, συμμεριζόμενοι όλα τα ανθρώπινα πάθη. Οι ηρωικές εποχές δημιούργησαν ηρωικές ιστορίες, που οι ραψωδοί τραγουδούσαν με την υπόκρουση μουσικών οργάνων, δείγματα των οποίων βρέθηκαν στους βασιλικούς τάφους της Ουρ και βρίσκονταν μέχρι τον πόλεμο στον Περσικό Κόλπο στο αρχαιολογικό μουσείο της Βαγδάτης.
Η σουμερική ηρωική εποχή παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με τις τρεις ινδοευρωπαϊκές: την ελληνική (τέλος της 2ης με αρχές 1ης χιλιετηρίδας π.Χ.), την ινδική (έναν αιώνα περίπου αργότερα) και την τευτονική, η οποία κυριάρχησε από τον 4ο έως τον 6ο αιώνα μ.Χ. Και οι τρεις μοιάζουν στην κοινωνική τους δομή, στην οργάνωση του κράτους, στις θρησκευτικές έννοιες και στην αισθητική έκφραση.
Σε μια τέτοια ηρωική εποχή αναφέρεται το Έπος του Γκιλγκαμές, που είναι το πιο σημαντικό λογοτεχνικό δημιούργημα της αρχαίας Μεσοποταμίας. Πρόκειται για το αρχαιότερο μακροσκελές έπος και την αρχή μιας λογοτεχνικής παράδοσης μεγάλης αξίας με τραγικά στοιχεία, η οποία προηγείται του ομηρικού έπους κατά 1.500 χρόνια. Είναι ένα από τα λογοτεχνικά αριστουργήματα της ανθρωπότητας.
Το έπος αντιγραφόταν για 1.500 χρόνια με διάφορες μικρές παραλλαγές, καθώς οι αντιγραφείς είχαν την ελευθερία ν' αλλάξουν ή να προσθέσουν λεπτομέρειες, που είτε υπήρχαν σε παλαιότερα σουμερικά ποιήματα ή ήταν δημιουργήματα της φαντασίας τους. Με τον καιρό, καθώς ο Γκιλγκαμές είχε γίνει πια μυθικό πρόσωπο, διάφορες ιστορίες προσθέτονταν στο έπος ή αποδίδονταν σε αυτόν, όπως η ιστορία που έγραψε ο Κλαύδιος Αιλιανός (το 200 μ.Χ. περίπου) στο De Natura Animalium[2]. Σύμφωνα με τον Αιλιανό ένας βασιλιάς της Βαβυλωνίας, ο Σενέχορος (ο Ενμερκάρ κατά τον Tigay), στον οποίο οι Χαλδαίοι προφήτευσαν ότι ο γιος της κόρης του θα του πάρει το βασίλειο, απομόνωσε την κόρη του σ' έναν πύργο.
Η μοίρα, όμως, τράβηξε τον δρόμο της και η κοπέλα γέννησε έναν γιο από άγνωστο πατέρα. Οι φύλακες, που φοβόντουσαν τον βασιλιά, πέταξαν το μωρό από τον πύργο. Την ώρα που έπεφτε το είδε ένας αετός, πέταξε κάτω του, το πήρε στην πλάτη του και πήγε και το άφησε προσεκτικά σ' έναν κήπο. Το μωρό ονομάστηκε Γκιλγκαμές και έγινε βασιλιάς της Βαβυλώνας. Ο Jacobsen θεωρεί πιθανό ο Αιλιανός να πήρε το όνομα από τον Berosso, ένα βαβυλώνιο ιερέα που, στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ., έγραψε στα ελληνικά τα Βαβυλωνιακά, από τα οποία όμως τα λίγα αποσπάσματα που έχουν σωθεί δεν αναφέρουν το όνομα Γκιλγκαμές.
Οι παλαιοβαβυλωνιακές πινακίδες διαφέρουν μεταξύ τους σε μέγεθος και αριθμό στηλών, πράγμα που προδίδει ότι υπήρχαν διάφορες εκδόσεις του έπους σε αυτήν την περίοδο. Δεν είναι βέβαιο αν η παλαιοβαβυλωνιακή απόδοση περιείχε όλα τα γνωστά επεισόδια της ασσυριακής. Από τις πινακίδες, που έχουν έρθει στο φως έως σήμερα, λείπει το επεισόδιο του Ταύρου του Ουρανού και η ιστορία του Κατακλυσμού. Αυτά τα επεισόδια εμφανίζονται για πρώτη φορά στα ακκαδικά και χεττιτικά κείμενα από την Χαττούσα. Στην παλαιοβαβυλωνιακή απόδοση ο Γκιλγκαμές φθάνει στον βαρκάρη του Ουτ-Ναπιστίμ και από αυτό εξάγεται το συμπέρασμα ότι έφθασε και στον Ουτ-Ναπιστίμ, αλλά το λογοτεχνικό ύφος οδηγεί στην υπόθεση ότι δεν υπήρχε όλη η ιστορία του Κατακλυσμού. Επίσης, άγνωστο είναι, αν η πινακίδα ΧΙΙ ήταν μέρος του «Κύκλου του Γκιλγκαμές», αφού δεν υπάρχει ούτε αυτή.
Η παλαιοβαβυλωνιακή απόδοση του έπους αρχίζει με μια τυπική υμνητική εισαγωγή, που θυμίζει βασιλικούς ύμνους και επιγραφές. Παρουσιάζει τον ήρωα στον αναγνώστη, όπως ο Όμηρος τον Οδυσσέα. Προκειμένου να τραβήξει το ενδιαφέρον του περιγράφει τις εμπειρίες και τα κατορθώματά του. Η διήγηση για τη γέννηση του Γκιλγκαμές βασίζεται σε βασιλικούς ύμνους και επιγραφές, ενώ η περιγραφή της δημιουργίας του Ενκιντού στους μύθους της δημιουργίας του ανθρώπινου γένους, καθώς και σε άλλα μυθικά μοτίβα για τον «πρωτόγονο» άνθρωπο. Το στοιχείο της καταπίεσης των κατοίκων της Ουρούκ από τον Γκιλγκαμές προέρχεται πιθανότατα από παλιές παραδόσεις βασιλιάδων. Η δύναμη της βασιλείας αναπτύχθηκε σημαντικά στη Δεύτερη Πρώιμη Δυναστική Περίοδο του Σουμέρ, την εποχή που έζησε ο Γκιλγκαμές, ο οποίος πιθανόν επέβαλε στον λαό του αυστηρά μέτρα, όπως αναγκαστική εργασία για την κατασκευή των τειχών. Η πρόταση γάμου που κάνει στον Γκιλγκαμές η Ινάννα (Ιστάρ), φαίνεται ότι έχει βασιστεί στον Ιερό Γάμο, που τελούταν την ημέρα της Πρωτοχρονιάς μεταξύ του βασιλιά και της αρχιέρειας, η οποία αντιπροσώπευε τη θεά Ινάννα (Ιστάρ) και συμβόλιζε τη γονιμότητα της γης. Η ιστορία του Κατακλυσμού βασίστηκε στο σουμερικό ποίημα Ατραχάσις, που περιγράφει τη δημιουργία και καταστροφή του ανθρώπινου γένους από τους θεούς.
Η Πρότυπη Βαβυλωνιακή Απόδοση απαρτίζεται από 12 πήλινες πινακίδες με 300 στίχους η καθεμιά. Στην υμνητική εισαγωγή έχει προστεθεί πρόλογος, που αναφέρεται στα όσα είδε και έμαθε ο Γκιλγκαμές. Περιγράφεται η κατασκευή των τειχών και του ναού Εάννα, που πραγματοποιήθηκαν πριν από τα γεγονότα του έπους. Ο αναγνώστης ή ο ακροατής καλείται να θαυμάσει τα τείχη (οι ίδιοι στίχοι επαναλαμβάνονται στο τέλος της πινακίδας ΧΙ) και να αναζητήσει την επιγραφή του Γκιλγκαμές, που ιστορεί τις δυσκολίες που πέρασε. Ο Γκιλγκαμές ήταν ένας νεαρός ηγέτης της Ουρούκ στη διάρκεια της Πρώτης Δυναστείας (περίπου στα 2600 π.Χ.). Ο Κατάλογος των Σουμερίων Βασιλέων του αποδίδει βασιλεία 126 χρόνων. Θεωρείτο γιος της θεάς Νινσούν, ο σύζυγος της οποίας ήταν ο βασιλιάς Λουγκαλμπάντα. Όμως, αν και το έπος αναφέρει ότι ο Λουγκαλμπάντα ήταν ο πατέρας του Γκιλγκαμές, ο κατάλογος αναφέρει ως πατέρα του έναν μεγάλο ιερέα του Κουλάμπ (περιοχή της Ουρούκ). Αυτό καθιστούσε τον Γκιλγκαμές τουλάχιστον ημίθεο. Το πιο σπουδαίο επίτευγμά του, με το οποίο ο Γκιλγκαμές αποθανατίστηκε, ήταν το κτίσιμο των τειχών, όπως μαρτυρεί η σουμερική επιγραφή του Άναμ, βασιλιά της Ουρούκ, στο τέλος του 19ου αιώνα π.Χ. (περίπου 1821-1817 π.Χ.) στην οποία κατέγραψε τη δική του ανακατασκευή των τοιχών, τα οποία ανέφερε ως «αρχαίο έργο του Γκιλγκαμές». Παρ’όλο που η πινακίδα χρονολογείται περίπου 1.000 χρόνια αργότερα, η αρχαιολογική μαρτυρία έχει δείξει ότι, τα τεράστια τείχη κτίστηκαν και είναι χαρακτηριστικά της Πρώιμης Δυναστικής Εποχής. Οι βασιλιάδες ανήγειραν εντυπωσιακά κτίσματα, τοποθετώντας πάντα ένα τούβλο με επιγραφή στα θεμέλια, για να αποθανατίσουν το όνομά τους. Πολύ πιθανό το τμήμα αυτό του έπους να προέρχεται από κάποιο ύμνο για την πόλη της Ουρούκ, γιατί υπάρχουν διάφοροι σουμερικοί ύμνοι για πόλεις και ναούς. Ακολουθεί η υμνητική περιγραφή του Γκιλγκαμές, με την οποία άρχιζε ο Κύκλος του Γκιλγκαμές, ο οποίος απαρτίζεται από ηρωικά επίθετα και αναφορές σε κατορθώματα και τέλος περιγράφεται η γέννησή του και τα δώρα που του έκαναν οι θεοί. Με την προσθήκη του προλόγου στην Όψιμη Απόδοση του έπους, ο συγγραφέας πιθανότατα ήθελε να τονίσει τη φρόνηση, που απέκτησε ο Γκιλγκαμές στο διάστημα των περιπετειών του και την έμμεση αθανασία, την οποία κέρδισε με τις μνημειώδεις κατασκευές και τις επιγραφές που άφησε. Με αυτόν τον τρόπο μια καινούργια διάσταση προστέθηκε στο έπος. Στη διαδικασία της εξέλιξής του και μέχρι να πάρει την τελική μορφή του, το έπος υπέστη ποικίλες αλλαγές. Οι αλλαγές αυτές ήταν αποτέλεσμα πολιτικών ζυμώσεων, θεολογικών απόψεων, φιλολογικών τάσεων, γλωσσικής ανάπτυξης και καλλιτεχνικής προτίμησης των συγγραφέων. Η θεματολογία εξελίχτηκε σε διάφορα στάδια, που διάρκεσαν συνολικά 2.000 χρόνια.
Στη Μεσοβαβυλωνιακή εποχή συγγραφέας του έπους θεωρήθηκε ένας εξορκιστής ιερέας, ο Σιν-λέκι-ουννίνι –το όνομά του σημαίνει «Ω Σιν (θεός του φεγγαριού) δέξου την προσευχή μου». Αυτή βέβαια δεν ήταν η πρώτη συναρμολόγηση των ποιημάτων σ' ένα σώμα, αλλά επικράτησε στους επόμενους αιώνες. Ο Σιν-λέκι-ουννίνι έζησε κατά πάσα πιθανότητα στην Μεσοβαβυλωνιακή περίοδο και συνεπώς δεν μπορεί να είναι αυτός ο αρχικός συγγραφέας του έπους.
Ένας λογοτεχνικός κατάλογος της πρώτης χιλιετίας π.Χ. αναφέρει: «Η σειρά του Γκιλγκαμές, σύμφωνα με τον Σιν-λέκι-ουννίνι, τον εξορκιστή ιερέα...». Μάλλον εννοεί ότι αυτός ήταν ο συγγραφέας της όψιμης απόδοσης, εφόσον αυτή ήταν η απόδοση του έπους, η οποία χρησιμοποιούταν εκείνη την εποχή. Οπωσδήποτε η απόδοση της πατρότητας του έργου σε αυτόν δείχνει ότι ο Σιν-λέκι-ουννίνι είχε συμβάλει σημαντικά στην τυποποίηση του έπους.
Το Έπος περιγράφει τον Γκιλγκαμές ως θρυλικό πρόσωπο με μυθολογικές καταβολές. Ο Γκιλγκαμές στην αρχή του έπους καταπιέζει τους υπηκόους του, ασκώντας το δικαίωμα του άρχοντα σε όλες τις κόρες σε ηλικία γάμου της Ουρούκ και πιέζοντας όλους τους ακμαίους νέους να δουλεύουν στα τείχη της πόλης και τον ναό, ούτως ώστε αυτοί στο τέλος ζητούν τη βοήθεια των θεών. Οι θεοί συνεδριάζουν και αποφασίζουν να δημιουργήσουν έναν πρωτόγονο άνθρωπο, τον Ενκιντού, το ίδιο δυνατό με τον Γκιλγκαμές, προκειμένου να τον ανταγωνιστεί, όπως αναφέραμε και σε προηγούμενο κεφάλαιο. Ο Ενκιντού πλάθεται από πηλό από τη μητέρα-θεά Αρούρου, η οποία είναι η δημιουργός του ανθρώπινου γένους. Ο τρόπος της δημιουργίας του Ενκιντού παρουσιάζει γενικά πολλές ομοιότητες με τη δημιουργία του ανθρώπινου γένους που βρίσκουμε στο σουμερικό ποίημα Ατραχάσις. Ο Ενκιντού είναι ο «πρωτόγονος» άνθρωπος, που η περιγραφή του βασίζεται σε παραδόσεις παλαιότερων σουμερικών κειμένων, όπως η Φιλονικία μεταξύ του Βοδιού και του Σιταριού, σύμφωνα με την οποία οι άνθρωποι της αρχέγονης εποχής δεν γνώριζαν το ψωμί, δεν φορούσαν ρούχα, αλλά κάλυπταν το κορμί τους με δέρματα, έτρωγαν χορτάρι σαν τα πρόβατα και έπιναν νερό από τα ποτάμια. Ο Ενκιντού ζει στη στέπα μαζί με τα άγρια ζώα έως τη στιγμή που μια γυναίκα, η πόρνη Σάμχατ, σταλμένη από τους θεούς, κάνοντας έρωτα μαζί του, τον εκπολιτίζει και τον κάνει άνθρωπο. Ο ορίζοντάς του μεγαλώνει, αποκτά γνώση και κατανόηση, γίνεται σαν θεός. Επομένως, είναι ο ρόλος της γυναίκας να οδηγεί στον εκπολιτισμό. Ο Jastrow συγκρίνει την ιστορία του Ενκιντού με αυτήν του Αδάμ και της Εύας. Δεν είναι τυχαίο που και οι δύο ιστορίες έχουν κοινή σημιτική προέλευση. Στη Γένεση είναι πάλι η γυναίκα, η Εύα, που προσφέρει τον καρπό του δέντρου της γνώσης στον Αδάμ.
Ένα από τα κύρια θέματα του έπους, σύμφωνα με τον G. Kirk, είναι η αντιπαραβολή μεταξύ του ανθρώπινου πολιτισμού και εκείνου των ζώων. Οι άνθρωποι πάντα ασχολούνταν με τη σχέση της κοινωνίας τους με τον έξω κόσμο. Αυτός ο κόσμος εκτείνεται από την πλατιά κοσμολογική πλευρά του (ουρανός και ουράνια σώματα, για πολλούς η κατοικία των θεών και των πνευμάτων) μέχρι το άμεσο γήινο περιβάλλον. Στο σημείο αυτό διακρίνεται η αντίθεση μεταξύ της οργάνωσης της πόλης και της καλλιεργημένης γης, και των δασών και των ερήμων που την περιβάλλουν, μεταξύ των εθίμων των ανθρώπων και αυτών των ζώων, μεταξύ της ανθρώπινης δεξιοτεχνίας και της φυσικής πορείας, που φαίνεται να μιμείται, όπως τονίζει ο Αριστοτέλης. Ο «πρωτόγονος» άνθρωπος περνά από το βουκολικό στάδιο, πριν φθάσει στην πόλη, όπου τον οδηγεί η γυναίκα και γίνει αστός. Τέλος, στην Ουρούκ ο Ενκιντού συναντά τον Γκιλγκαμές και αγωνίζεται μαζί του. Μετά τον αγώνα μια δυνατή φιλία τους ενώνει (πινακίδες Ι-ΙΙ). Εδώ διακρίνουμε την συνάντηση της γεωργικής με την αστική ζωή και τη δυνατότητα συνύπαρξής τους.
Η αγωνία του ανθρώπου για τον θάνατο κάνει τον Γκιλγκαμές να θέλει να απαθανατιστεί τουλάχιστον με μια ηρωική πράξη. Γι' αυτό, αποφασίζει να ξεκινήσει μαζί με τον Ενκιντού, ο οποίος άρχισε να αισθάνεται ανήσυχος, για ένα μακρινό ταξίδι με προορισμό τη «Χώρα των Ζώντων», εκεί όπου βρίσκεται το δάσος των Κέδρων, και να κόψει τα δέντρα. Η ακριβής θέση του δάσους των Κέδρων δεν είναι σίγουρη. Μια παλαιότερη σουμερική εκδοχή αυτού του τμήματος του έπους δείχνει ότι ήταν στα ανατολικά της Μεσοποταμίας, πιθανώς κοντά στο όρος Ζάγρο, στα σύνορα του Ελάμ, αλλά η νεότερη εκδοχή το τοποθετεί στα δυτικά της Μεσοποταμίας, στον Λίβανο. Το δάσος όμως το φυλάει ένα παντοδύναμο τέρας, ο Χουμπάμπα. Η μορφή του είναι γνωστή από ένα πήλινο κεφάλι, που πιθανώς βρέθηκε στη Σιππάρ και σήμερα εκτίθεται στο Βρετανικό Μουσείο, και φέρει επιγραφή που λέει ότι είναι αυτός και είναι όντως πολύ αποκρουστικός με το χοντρό στρογγυλό του πρόσωπο.
Ο Γκιλγκαμές και ο Ενκιντού δίνουν προσοχή στα λόγια των συμβούλων και ζητούν τη γνώμη της Νινσούν, της μεγάλης βασίλισσας. Αυτή κάνει μια προσφορά καπνού στον θεό του ήλιου Σάμας ώστε να προστατέψει ο Ενκιντού τον φίλο του και έτσι ο Γκιλγκαμές να επιστρέψει ασφαλής. Πραγματικά επιτυγχάνει τον σκοπό του και επιστρέφει θριαμβευτής στην Ουρούκ (πινακίδες ΙΙΙ-V). Η θεά Ινάννα (Ιστάρ) σαγηνεύεται από την ομορφιά του Γκιλγκαμές και του προτείνει γάμο. Ο Γκιλγκαμές όμως την απορρίπτει και την προσβάλλει, απαριθμώντας την μοίρα όλων των προηγούμενων εραστών της. Η θεά οργισμένη ζητά από τον πατέρα της Άνου να στείλει τον Ταύρο του Ουρανού να καταστρέψει την Ουρούκ. Ο Γκιλγκαμές μαζί με τον Ενκιντού σκοτώνουν τον Ταύρο του Ουρανού και πετούν ένα πόδι του στο πρόσωπο της Ινάννα (Ιστάρ) (πινακίδα VΙ). Η αυθάδεια των δύο φίλων τιμωρείται με τον θάνατο του ενός και αυτός είναι ο Ενκιντού, ο θνητός. Ο Ενκιντού εκείνη τη νύχτα ονειρεύεται τη σύναξη των θεών ν' αποφασίζει τον θάνατό του. Πράγματι, αρρωσταίνει και λίγο αργότερα πεθαίνει και ο Γκιλγκαμές είναι απαρηγόρητος. Μάλιστα στέλνει μήνυμα σε όλη τη χώρα για να γίνει ένα πολύτιμο ομοίωμα του φίλου του από χαλκό, ασήμι, πολύτιμους λίθους, λάπις λάζουλι και χρυσό. Η υπόλοιπη πινακίδα είναι σπασμένη και σ' ό,τι απομένει φαίνεται ότι αναφέρεται στις επιτάφιες τελετουργίες του Ενκιντού. Ο Γκιλγκαμές καταλαβαίνει ότι και η δική του σειρά πλησιάζει και τον κυριεύει μεγάλος φόβος (πινακίδες VII-VIII). Αποφασίζει να πάει να βρει τον Ουτ-Ναπιστίμ, τον ήρωα του Κατακλυσμού, τον μόνο άνθρωπο που απέκτησε την αθανασία και να μάθει το μυστικό του. Ο Ουτ-Ναπιστίμ είναι ο μεσοποταμιακός Νώε που, αφού σώθηκε από τον Κατακλυσμό, πήρε μαζί με τη γυναίκα του ως δώρο από τους θεούς την αθανασία.
Η ιστορία του Κατακλυσμού σώζεται όμως και σ' έναν άλλον ακκαδικό μύθο. Ο Ατραχάσις, σύμφωνα με μια εκδοχή του Καταλόγου των Σουμερίων Βασιλέων, ήταν γιος του Ούμπαρα-Τούτου, βασιλιά του Σουρουπάκ (σημερινού Τελ Φαρά στην Κεντρική Μεσοποταμία), που αναφέρεται στην πινακίδα ΧΙ του Έπους του Γκιλγκαμές ως πατέρας του Ουτ-Ναπιστίμ. Ουσιαστικά ο Ατραχάσις («εξαιρετικά σοφός») και ο Ουτ-Ναπιστίμ («βρήκε τη ζωή») είναι και οι δύο πρόδρομοι του βιβλικού Νώε. Επίσης, υπάρχει ένα σουμερικό αντίστοιχο, ο Ζιουσούντρα («μακρά ζωή»), όπως αναφέραμε στην προηγούμενη ενότητα. Έτσι, ο Ατραχάσις είναι μια μορφή κοινή στους πολιτισμούς της απώτατης αρχαιότητας.
Ο μύθος αρχίζει με τους θεούς (και όχι με τους ανθρώπους) να είναι αναγκασμένοι να κάνουν όλες τις σκληρές δουλειές, να σκάβουν κανάλια και να καθαρίζουν τα αυλάκια, πράγμα που δεν τους αρέσει. Μετά από 3.600 χρόνια αποφασίζουν ότι δεν αντέχουν άλλο και οπλίζονται για να αντιμετωπίσουν τον Ενλίλ. Ο Ενλίλ δυσαρεστείται που απειλείται μέσα στη νύχτα και το πρόσωπό του γίνεται κίτρινο σαν αρμυρίκι. Συγκαλεί τους μεγάλους θεούς για να ακούσει τα παράπονά τους, και αποφασίζουν ότι η Μπέλετ-ίλι, η θεά-μήτρα, θα δημιουργήσει θνητούς, οι οποίοι θα κάνουν όλη τη σκληρή δουλειά αντί γι' αυτούς. Έτσι και γίνεται, και δημιουργούνται επτά αρσενικά και επτά θηλυκά. Από αυτήν τη μικρή αρχή δημιουργήθηκε ένας μεγάλος πληθυσμός, πολύ μεγάλος και τυραννικός για τον Ενλίλ.
Έτσι, ο Ενλίλ δοκιμάζει την επιδημία, δοκιμάζει την ξηρασία, δοκιμάζει την πείνα. Ο Ατραχάσις προσπαθεί να φροντίσει να μην έχουν αποτέλεσμα. Η πρότυπη και η παλαιοβαβυλωνιακή εκδοχή διαφέρουν σε αυτό το σημείο. Τελικά, όμως, τα αποτελέσματα των τριών αυτών πληγών είναι καταστροφικά. Μετά από έξι χρόνια οι άνθρωποι τρώνε τις κόρες τους και δεν μπορούν πλέον να φέρουν σε πέρας τη σκληρή δουλειά για την οποία δημιουργήθηκαν. Ο Ένκι και ο Ενλίλ ερίζουν για το ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος δράσης. Ο Ενλίλ αποφασίζει να κάνει τον Κατακλυσμό, και ο Ένκι προειδοποιεί τον Ατραχάση, δίνοντάς του συγκεκριμένες οδηγίες για το καράβι, που πρόκειται να φτιάξει, και τον προειδοποιεί ότι ο Κατακλυσμός θα διαρκέσει επτά ημέρες.
Δυστυχώς στο αποκορύφωμα της δράσης (και ακριβώς στο σημείο που θα μπορούσαν να γίνουν συγκρίσεις με το Έπος του Γκιλγκαμές και με τη Βίβλο) υπάρχει ένα μεγάλο κενό περίπου 58 στίχων και η ιστορία ξαναρχίζει μόνο στο σημείο (παρόμοιο με αυτό του Έπους του Γκιλγκαμές) που οι θεοί συγκεντρώνονται επάνω από τη θυσία, που έκανε ο Ατραχάσις, φιλονικώντας για το ποιος είναι υπεύθυνος. Ο Ένκι παραδέχεται ότι φανέρωσε στον Ατραχάση τι επρόκειτο να γίνει, αλλά στο πολύ αποσπασματικό τέλος φαίνεται ότι όλοι συμφωνούν πως χρειάζεται κάποιο όριο στην αναπαραγωγή των ανθρώπων. Η ευθύνη γι' αυτό θα πέσει επάνω στις γυναίκες, που η γονιμότητά τους πρέπει να περιοριστεί, άλλες φορές με τη στειρότητα και άλλες φορές σκόπιμα για κάποιες κοινωνικές ομάδες, όπως στις πόρνες των ναών.
Το έπος τελειώνει με μια υμνητική σύνοψη, την οποία πιθανώς απήγγειλε ο Ενλίλ:
Πώς στείλαμε τον Κατακλυσμό;
Ένας άντρας όμως σώθηκε απ' την καταστροφή.
Εσύ είσαι ο σύμβουλος των θεών.
Με διαταγή σου έγινε η διαμάχη.
Οι Ιγκιγκί ας ακούσουν το τραγούδι
για το εγκώμιό σου.
Το μεγαλείο σου ας καταγράψουν.
Σε όλον τον κόσμο για τον Κατακλυσμό θα τραγουδήσω:
Ακούστε!
Επιστρέφοντας στον Γκιλγκαμές, αυτός ξεκίνησε το ταξίδι του και αφού περιπλανήθηκε σε βουνά και κάμπους και σκότωσε λιοντάρια και άλλα άγρια ζώα –σε κυλινδρικές σφραγίδες παριστάνεται με δυο λιοντάρια– και παρ' όλο που όλοι όσους συνάντησε τον προειδοποίησαν ότι η αναζήτησή του ήταν μάταιη, κατόρθωσε τελικά να φθάσει στον προορισμό του. Ο Ουτ-Ναπιστίμ του επαναλαμβάνει ότι τίποτα δεν είναι μόνιμο, αλλά όλα στους ανθρώπους πρέπει να έχουν ένα τέλος. Του διηγείται την ιστορία του Κατακλυσμού και πώς αυτός κέρδισε την αθανασία. Προκειμένου να τον δοκιμάσει, τον προκαλεί να μείνει ξυπνητός για μια εβδομάδα. Ο ήρωας όμως, που προσπαθούσε να ξεφύγει τον θάνατο, δεν κατάφερε ν' αντισταθεί στον ύπνο. Η γυναίκα του Ουτ-Ναπιστίμ, που τον λυπήθηκε, παρακάλεσε τον άνδρα της να του αποκαλύψει το μυστικό ενός φυτού, που βρίσκεται στον βυθό της θάλασσας και ξανανιώνει τους ανθρώπους. Ο Γκιλγκαμές, λοιπόν, πριν φύγει από τον Ουτ-Ναπιστίμ, βουτά στη θάλασσα και παίρνει το φυτό με σκοπό να το φάει όταν θα είναι πλέον γέρος. Στον δρόμο όμως, ενώ πίνει νερό και πλένεται σε μια πηγή, ένα φίδι αρπάζει το φυτό, το τρώει και αλλάζει αμέσως το δέρμα του. Έτσι η αναζήτηση του Γκιλγκαμές αποδεικνύεται άκαρπη. Επιστρέφει στην Ουρούκ με τον βαρκάρη του Ουτ-Ναπιστίμ, που του δείχνει τα καταπληκτικά τείχη της πόλης, και το έπος κλείνει με την επανάληψη των πρώτων στίχων του (πινακίδες ΙΧ-ΧΙ). Η πινακίδα ΧΙ στην Όψιμη Απόδοση εκφράζει την τελική παραδοχή της θνητότητάς του και καλεί τον αναγνώστη να βρει την επιγραφή, που έχει θαφτεί στα τείχη, και επικαλείται την πηγή πληροφορίας των γεγονότων που αποτελούν το έπος. Έτσι προβάλλει την έμμεση αθανασία σε αντίθεση με την Παλαιοβαβυλωνιακή Απόδοση, η οποία δίνει έμφαση μόνο στις χαρές της ζωής.
Το Έπος του Γκιλγκαμές έχει γενικά στη μορφή του συνοχή και θεματική δομή. Η δωδέκατη πινακίδα φαίνεται όμως ότι είναι μάλλον μεταγενέστερη προσάρτηση. Αρχίζει στη μέση του σουμερικού ποιήματος Γκιλγκαμές, Ενκιντού και ο Κάτω Κόσμος και είναι μετάφραση του σουμερικού κειμένου και όχι δημιουργική διασκευή, όπως το υπόλοιπο έπος. Μάλιστα, παρουσιάζει αντιφάσεις με τα προηγούμενα. Εδώ ο Γκιλγκαμές φέρεται φιλικά στην Ινάννα (Ιστάρ) και, ενώ ο Ενκιντού έχει πεθάνει στην πινακίδα VII, είναι ζωντανός στην αρχή της δωδέκατης.
Η πινακίδα, που έχει θεματική σχέση με άλλα μέρη του έπους και συγκεκριμένα με το τμήμα όπου ο Ενκιντού περιγράφει τον Κάτω Κόσμο, δίνει στον Γκιλγκαμές μια ιδέα του Κάτω Κόσμου και της ζωής εκεί, κάτι που δικαιούται να ξέρει ως βασιλιάς και κριτής του Κάτω Κόσμου. Στο σουμερικό ποίημα Ο θάνατος του Γκιλγκαμές προσφέρεται από τους θεούς στον Γκιλγκαμές η βασιλεία του Κάτω Κόσμου ως παρηγοριά για την αποτυχία του ν' αποκτήσει την αθανασία. Πιθανόν είναι, λοιπόν, ο συντάκτης να πρόσθεσε την πινακίδα ΧΙΙ σκεπτόμενος ότι ο Γκιλγκαμές συμβιβάστηκε με τη θνητότητά του κι έτσι άρχισε να αποκτά γνώση που θα του χρησίμευε για τον ρόλο τον οποίο θα αναλάμβανε αργότερα. Ο Γκιλγκαμές θρηνεί για δύο αντικείμενα που του έπεσαν στον Κάτω Κόσμο. Σχετικά με τι είδους αντικείμενα πρόκειται δεν είναι ακόμη βέβαιο. Οι ειδικοί στην σφηνοειδή γραφή τα μεταφράζουν άλλοτε ως τύμπανο και ραβδί και άλλοτε ως τροχό και ραβδί. Ο Ενκιντού προσφέρεται να πάει να τα φέρει, δεν ακολουθεί όμως τις συμβουλές του Γκιλγκαμές και ο Κάτω Κόσμος τον αρπάζει και τον κρατάει εκεί. Οι προσπάθειες του Γκιλγκαμές να τον ξαναφέρει επάνω δεν έχουν επιτυχία. Το μόνο που καταφέρνει είναι να έρθει το πνεύμα του Ενκιντού και να του δώσει πληροφορίες για τους νεκρούς.
Οι αντιφάσεις αυτές κάνουν τους μελετητές να συμπεραίνουν ότι αυτή η πινακίδα προστέθηκε αργότερα και δεν ήταν μέρος του αρχικού έπους.
Η ενότητα των πρώτων ένδεκα πινακίδων προκύπτει και από την επανάληψη του προλόγου στο τέλος της πινακίδας ΧΙ. Τα επεισόδια εξελίσσονται το ένα μετά το άλλο με συνέχεια, αναπτύσσοντας προοδευτικά το κύριο θέμα της αναζήτησης της αθανασίας από τον Γκιλγκαμές. Η κατασκευή των τειχών, ενός περίτεχνου και μνημειώδους έργου που θα κρατούσε ζωντανό το όνομά του, έχει και πάλι ως απώτερο σκοπό την κατάκτηση της αθανασίας. Αυτό όμως αργότερα δεν του φθάνει και η ανήσυχη ψυχή του τον ωθεί σε καινούργιες περιπέτειες που, χαραγμένες σε μία πέτρινη στήλη (πιθανόν την πινακίδα από λαζούριο), θα του χαρίσουν αιώνια μεταθανάτια δόξα. Γι' αυτό καταπιάνεται με μια τολμηρή αποστολή. Ταξιδεύει μακριά από την πατρίδα του και σκοτώνει ένα παντοδύναμο τέρας, ενώ συγχρόνως εκτελεί και ένα χρήσιμο για το κράτος του σκοπό. Φέρνει ξυλεία σε αυτό, που δεν υπάρχει στο Σουμέρ.
Όταν πλέον όλες οι προσπάθειές του στέφονται με επιτυχία, επιστρέφει θριαμβευτής στην Ουρούκ. Η αλαζονεία του όμως προκαλεί την οργή των θεών, που τον τιμωρούν με τον θάνατο του Ενκιντού. Ο Γκιλγκαμές συγκλονισμένος από αυτό το γεγονός, συνειδητοποιεί ότι η ώρα του θανάτου θα έρθει κάποια στιγμή και για τον ίδιο. Έτσι, φεύγει ξανά σε αναζήτηση της αθανασίας.
Το Έπος του Γκιλγκαμές περιγράφει τον πόθο του ανθρώπου για αιώνια ζωή ή τουλάχιστον, εφόσον αυτό δεν είναι δυνατόν, για αιώνια δόξα, τον πόθο για περιπέτεια και τη δίψα για γνώση που οδηγεί τον Γκιλγκαμές στην άκρη του κόσμου.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε τη σφραγίδα του Adda, μια αρχαία ακκαδική κυλινδρική σφραγίδα που απεικονίζει (από τα αριστερά προς τα δεξιά) τις θεότητες Inanna, Utu, Enki και Isimud (περ. 2300 π.Χ.)
Σημ. επιμ.: Έχει διατηρηθεί η μεταγραφή των ονομάτων κατά την επιλογή του συγγραφέα.
[1] Ο Schlözer έπλασε το επίθετο σημιτικός το 1781 από τη λέξη Σημ, το όνομα του γιου του Νώε, πατέρα του Ασούρ, του Αράμ και του Χέμπερ. Η σημιτική είναι κλιτή γλώσσα, ενώ τα σουμερικά είναι συνδετική.
[2] Μεταφράστηκε στα αγγλικά από τον Schoifield.