«Ως προς την Επιλογή, ιδιαίτερα, θα ήθελα να εκφράσω τις δυσκολίες της. Υπάρχουν άνθρωποι σήμερα –και κυρίως νέοι– οι οποίοι μπορεί να έχουν μια καλή σχετικά παιδεία, που παραδέχονται ότι δεν επιτρέπεται να απορρίπτουμε κανένα συγγραφέα. Γιατί ο καθένας γράφει τις απόψεις του, που πρέπει να είναι σεβαστές, αφού, μέσω των γραπτών του, προβάλλει τον εσωτερικό του κόσμο, την προσωπικότητά του...»
Ορμώμενοι από την παρατήρηση του παραπάνω αναγνώστη, θα ήθελα να αναφερθώ στην ελευθερία έκφρασης και τη σχέση της με την επιλογή βιβλίου. Ας ξεκινήσουμε με ένα παράδειγμα από τον αθλητικό χώρο, που κινείται παράλληλα με το θέμα μας.
Χιλιάδες οι θεατές στις κερκίδες του πρωταθλητισμού, δεκάδες οι αθλητές στον στίβο ή στο γήπεδο, τρεις μόνο, τελικά, στο βάθρο: χρυσό, αργυρό, χάλκινο μετάλλιο. Αν δεν υπήρχαν τα μετάλλια να ξεχωρίσουν οι τρεις, δεν θα προπονούντο σκληρά για να αγωνιστούν οι δεκάδες και δεν θα συγκινούνταν ή ενδιαφερόντουσαν οι θεατές. Έχοντας αυτό στον νου ας μεταφερθούμε στον χώρο των βιβλίων. Τοποθετήστε στη θέση των αθλητών, που συναγωνίζονται, τους περίπου 120.000 τίτλους βιβλίων που κυκλοφορούν στην αγορά και στη θέση των νικητών τους περίπου 200 τίτλους που ξεχωρίζουν και ξανατυπώνονται σε 2η, 3η ή και πολλαπλές εκδόσεις.
Ωστόσο, στη ζωή πολλές φορές «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», όπως πολύ εύστοχα αναφέρει ο Μακιαβέλι στο βιβλίο του «Ο ηγεμών». Έτσι, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις αθλητών που επιχειρούν να διακριθούν κάνοντας χρήση ουσιών, εξαπατώντας τους εαυτούς τους και τους άλλους και παραμερίζοντας την ευγενή άμιλλα. Με συνέπεια να απογοητεύονται οι φίλαθλοι, να μειώνεται ο αριθμός τους στα γήπεδα, να υπάρχει διάχυτη δυσαρέσκεια. Κρίση στα εισιτήρια, στις εισπράξεις, στα γήπεδα… Όπως, άλλωστε, δεν είναι σπάνια και η καταγγελία των πινάκων των best-sellers ως κατασκευασμένων, τις περισσότερες φορές λόγω της διαφήμισης, αλλά και άλλων σκοπιμοτήτων. Με συνέπεια να απογοητεύονται οι αναγνώστες, να μειώνεται ο αριθμός τους και να γίνεται λόγος για κρίση στο βιβλίο.
Το πέρασμα του χρόνου και όλες οι ενδείξεις επιβεβαιώνουν, ωστόσο, πως ούτε η ποσότητα, ούτε η επιστράτευση διαφόρων μέσων μπορούν να νικήσουν την ποιότητα, η οποία παρά τις δυσκολίες πάντα καταφέρνει να διακριθεί. Αυτό εξηγεί και το γεγονός πως παρόλο που οι επίδοξοι συγγραφείς είναι πολλοί, τελικά λίγοι φτάνουν στο τυπογραφείο και ακόμη λιγότεροι είναι αυτοί που θα διαβαστούν. Και τα βιβλία ενός μικρού ποσοστού αυτών θα μείνουν τελικά και θα βγουν σε 2η, 3η ή 4η έκδοση. Τελικά, από αυτούς τους λίγους συγγραφείς, θα ξεχωρίσουν ακόμα λιγότεροι με ελάχιστα από τα βιβλία τους ως εξαιρετικά, βιβλία-αστέρια.
Πώς, όμως, τα ποιοτικά βιβλία αν και τις περισσότερες φορές δεν φτάνουν στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων, παραμένουν διαχρονικά; Ή φτάνουν, αλλά μένουν εκεί για μια εβδομάδα ή μια μέρα; Σε αντίθεση με πολλά μέτρια ή χωρίς ουσία βιβλία, που παραμένουν εκεί αποκλειστικά χάρη στη λεγόμενη «βιβλιοφιλική διαφήμιση» για έναν μήνα, έναν χρόνο ή και παραπάνω. Πώς εξηγείται το γεγονός πως έστω και ελάχιστοι αναγνώστες καταφέρνουν να ανακαλύψουν, μέσα από το 90% της μετριότητας των βιβλίων που κυκλοφορούν, τα ελάχιστα βιβλία-αστέρια; Αυτά τα ποιοτικά, που χωρίς «ντόπινγκ αγοράς», εκδίδονται συνεχώς επί 10ετίες και μερικά από 2-3 εκδότες συγχρόνως;
Για να δώσουμε μια απάντηση, ας γυρίσουμε λίγο στον αθλητικό χώρο για να σκεφτούμε πώς εκφράζονται στα στάδια οι χιλιάδες θεατές. Η απάντηση είναι δημοκρατικά, με επευφημίες και χειροκρότημα στις καλές προσπάθειες και στους νικητές. Κάποτε με γιουχαΐσματα και πράξεις βίας κατά των διαιτητών, των αντιπάλων, του ίδιου του σταδίου… Έτσι αισθάνονται και έτσι εκφράζουν ελεύθερα την προσωπικότητά τους εντός του σταδίου. Εκτός του σταδίου θα εκφραστούν με ποικίλους τρόπους, στην εργασία τους και στις συναναστροφές τους, στην οικογένεια, στην παρέα, στη δουλειά, με συζητήσεις, αθλούμενοι σε μικρά στάδια, σε γυμναστήρια της γειτονιάς ή σε αυλές σχολείου...
Ας βάλουμε τώρα τους αναγνώστες στη θέση των θεατών, για να αναρωτηθούμε, στο χώρο των βιβλίων πώς εκφράζονται οι αναγνώστες; Η απάντηση και εδώ είναι: δημοκρατικά, μέσω της ελεύθερης, ποιοτικής επιλογής σε μεγάλο μήκος χρόνου, από αναγνώστες σε αναγνώστες, τυχαίους μέσα στη δημοκρατική αγορά μας.
Το ότι αυτού του είδους η επιλογή συμπίπτει με την επιλογή της Λέσχης, επίσης από αναγνώστες σε αναγνώστες σε περιορισμένο, όμως, μήκος χρόνου, δεν είναι τυχαίο. Οφείλεται στους αιώνιους νόμους του πνεύματος,[1] που λειτουργούν στον άνθρωπο και δημιουργούν το έδαφος, ώστε οι τραγωδίες του Σοφοκλή να εκδίδονται ή να παίζονται για 2.500 χρόνια, τα θεατρικά έργα του Σαίξπηρ να εκδίδονται ή να παίζονται εδώ και 500 χρόνια, Οι Άθλιοι του Ουγκώ να εκδίδονται ή να γυρίζονται σε φιλμ εδώ και 150 χρόνια, το Έγκλημα και τιμωρία του Ντοστογιέφσκι να κυκλοφορεί 100 χρόνια, ο Σωκράτης του Ζαλοκώστα 45 χρόνια, Η Μαρούλα της Λήμνου της Λαμπαδαρίδου να κυκλοφορεί για… 25 χρόνια (!) και πάει λέγοντας!
Η διαχρονικότητα των εμπνευσμένων βιβλίων, μας οδηγεί στο να αντιληφθούμε πως υπάρχουν αιώνιοι νόμοι, που διέπουν την πνευματική δημιουργία. Είναι φανερό ότι το πνεύμα στις εμπνευσμένες στιγμές του δεν συνδέεται με τη μόδα[2] και δεν συμπίπτει αυτονόητα με την πρόοδο.[3] Άλλωστε, μέσα σ' ένα ποιοτικό, διαχρονικό βιβλίο ο άνθρωπος μπορεί να «κατοικήσει», γιατί το βιβλίο έχει μια δομή χρονική και διαδοχική, όπως η ίδια η ζωή, είναι δρόμος και μέθοδος, είναι έργο Τέχνης.
Λουκία Γονή
Digital Mobilisation Specialist (πρώην υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων Λέσχης)
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε φωτογραφία αρχείου Λέσχης
[1] Αρνητική κριτική βιβλίου και άρθρου του Ζαν Γκιττόν: «Βιβλίο και Ζωή» 4ο, σ. 4
[2] Κύρια γνωρίσματα της μόδας είναι το επιφανειακό και το πρόσκαιρο.
[3] Πρόοδο έχουμε κατά τη σύμπτωση του χρονικά νεώτερου και του αξιολογικά ανώτερου.