Δήμητρας Γεράση
Σας έχει τύχει ποτέ να νιώθετε ότι σας παρακολουθούν; Όχι αυτό που λέμε καμιά φορά για πλάκα, αλλά ότι στ' αλήθεια κάποιος παρακολουθεί την κάθε σας κίνηση, ελέγχει όλες σας τις κουβέντες, ξέρει πού πάτε και τι κάνετε ανά πάσα στιγμή; Εμένα λοιπόν αυτό μου έτυχε στο πρώτο και τελευταίο, μέχρι τη στιγμή που σας μιλάω, ταξίδι μου στην Κωνσταντινούπολη. Περιττό να σας πω ότι η εμπειρία κάθε άλλο παρά ευχάριστη είναι.
Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή. Τέλη Απριλίου του 2019 αποφασίζω να πάω οδικώς εκδρομή στην Κωνσταντινούπολη για 6 ημέρες. Πρώτο μεγάλο λάθος. Αν θέλετε να φτάσετε στον προορισμό σας ξεκούραστοι και να τον απολαύσετε όπως θέλετε, πάρτε αεροπλάνο ή έστω δικό σας αμάξι. Αν πάλι θέλετε να γνωρίσετε όλα τα φαστφουντάδικα των ελληνικών και των τουρκικών εθνικών οδών, να κάνετε δέκα ώρες Αθήνα - Θεσσαλονίκη, να πήξετε στα σκυλάδικα και να χρειάζεστε δίωρο μασάζ για να ξεπιαστείτε, ε τότε, είστε άξιοι της μοίρας σας.
Κατά το βραδάκι της δεύτερης μέρας του ταξιδιού (το πρώτο βράδυ κοιμηθήκαμε στην Καβάλα) φτάσαμε επιτέλους στην Κωνσταντινούπολη. Τέτοια χαρά που αντίκρισα επιτέλους την Πόλη, ούτε οι στρατιώτες του Μωάμεθ όταν την κατέλαβαν. Βέβαια η πρώτη εικόνα δεν ήταν ακριβώς αυτό που περίμενα. Ουρανοξύστες, τεράστια εμπορικά κέντρα, και παντού η αφεντομουτσουνάρα του
Ερντογάν (αυτό βέβαια το περίμενα, οφείλω να πω). Φυσικό για μια πόλη με πληθυσμό ίσο με όλη την Ελλάδα. Καμία γραφικότητα όμως. Όσο για την κίνηση, σαν την Κηφισίας στις δέκα το πρωί και χειρότερα.
Μόνο όταν πήγαμε στη Μονή της Χώρας άλλαξε η διάθεσή μου κι άρχισα να απολαμβάνω αυτό το ταξίδι. Η εκκλησία σχεδόν άδεια, μόνο το δικό μας γκρουπ ήταν μέσα, και τα ψηφιδωτά με ταξίδεψαν σε άλλους καιρούς. Δεν έχω ξαναδεί τόσο πλούσια χρώματα, ούτε τόσο όμορφες τοιχογραφίες σε βυζαντινή εκκλησία.
Αλλά κι έξω από την εκκλησία τα χρωματιστά ξύλινα σπιτάκια, η ήσυχη γειτονιά με τους ανθρώπους που κάθονταν έξω από τα μαγαζάκια τους κι έπιναν τσάι σε μικρά γυάλινα ποτηράκια, τα στενά δρομάκια, όλα ήταν πανέμορφα.
Κι έπειτα επιτέλους η θάλασσα. Ο Βόσπορος, ο Κεράτιος κόλπος. Ονόματα γεμάτα ιστορία. Περπατήσαμε στη γέφυρα του Γαλατά με τους ερασιτέχνες ψαράδες, απολαύσαμε το ηλιοβασίλεμα κι επειδή καλή η βόλτα αλλά έπρεπε επιτέλους να βάλουμε και κάτι στο στόμα μας πήγαμε σε ένα ωραιότατο εστιατόριο δίπλα στη θάλασσα. Τίγκα στους Γιαπωνέζους και στους τουρίστες γενικά, αλλά οι μερίδες τεράστιες. Κι εκεί άρχισαν τα περίεργα.
Ενώ μιλάγαμε ήσυχα και ωραία με την παρέα μου και σχολιάζαμε, λίγο δυνατά ίσως, τις πρώτες μας εντυπώσεις από την Πόλη, μία από τις φίλες μου μου έκανε νόημα να κοιτάξω στο πίσω τραπέζι. «Νομίζω πως αυτοί εκεί ξέρουν ελληνικά και
προσέχουν τι λέμε» μου ψιθύρισε. Προσπάθησα να κοιτάξω χωρίς να καρφωθώ και είδα τρεις νεαρούς που έτρωγαν ήσυχα ήσυχα χωρίς να φαίνεται ότι μας κοιτάζουν. «Είμαι σίγουρη», μου ξανάπε η φίλη μου. «Σου φάνηκε» απάντησα και συνέχισα το φαγητό μου που ήταν εξαιρετικό, το ξαναλέω. «Πρέπει γενικά να προσέχουμε τι λέμε εδώ πέρα» είπε κι ο στρατιωτικός της παρέας, που είχε κάνει αρκετές φορές ταξίδια στην Τουρκία. «Πολλοί ξέρουν ελληνικά και παρακολουθούν τι λέμε».
Απέρριψα τις θεωρίες συνωμοσίας χωρίς πολλή σκέψη. Απλά στο εξής δεν ξαναλέω Κεμάλ, θα λέω ο ακατανόμαστος, ούτε Ερντογάν, θα λέω ο «σουλτάνος», για να καταλαβαινόμαστε. Δεν πίστεψα όμως ότι το γκρουπ μας θα μπορούσε να είναι στο στόχαστρο της μυστικής αστυνομίας του σουλτάνου, ούτε κι εγώ προσωπικά.
Μετά το φαγητό πήγαμε επιτέλους στο ξενοδοχείο. Τίποτα το ιδιαίτερο, αλλά ανεκτό. Τυπικό τουριστοξενοδοχείο με τυπικό πρωινό. Ο γλάρος στο παράθυρο η μόνη έκπληξη. Η πρώτη μέρα στην πόλη ξεκίνησε με ξενάγηση στο Ντολμά μπαχτσέ. Αν είναι δυνατόν κοτζάμ παλάτι να έχει τέτοιο όνομα! Πανέμορφος όμως ο ντολμάς. Πανάκριβα χαλιά, τεράστιοι πολυέλαιοι, φοβερή πολυτέλεια! Μας έδωσαν και ακουστικά για να ακούμε την ξενάγηση στα ελληνικά. Μόνο που όταν πάτησα τον αριθμό 12, αντί ν' ακούσω την ξενάγηση για την αντίστοιχη αίθουσα, ακούω μια αντρική φωνή να λέει «Άλλαξε συχνότητα! Μας ακούει» κι αμέσως μετά ένα απαίσιο βουητό. Ρώτησα τους φίλους μου αν άκουσαν τίποτα περίεργο, αλλά όχι, μόνο εγώ άκουσα αυτή τη φωνή και το βουητό. Είχαμε όμως πάει πια στο πωλητήριο και με τα ψώνια ξεχάστηκα. Πήρα κάτι χρυσά ποτηράκια τσαγιού, υπέροχα!
Έφτασε και η ώρα για την κρουαζιέρα στα Πριγκηπονήσια. Ο καιρός δυστυχώς ήταν άσχημος. Με το που βγήκαμε από τον Ντολμά ξέσπασε βροχή και πήγαμε άρον άρον στο ξενοδοχείο να πάρουμε ομπρέλες και μπουφάν. Ευτυχώς μετά σταμάτησε, αλλά φύσαγε αρκετά. Πήραμε πάντως το καραβάκι για τη Χάλκη όπου ευτυχώς δεν έβρεχε.
Αν δεν έχετε πάει στα Πριγκηπονήσια, τα συνιστώ ανεπιφύλακτα. Πανέμορφα νησάκια, γεμάτα πράσινο, χωρίς αυτοκίνητα, με πολύχρωμα ξύλινα σπιτάκια. Με το αμαξάκι ανεβήκαμε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, που όπως θα ξέρετε είναι κλειστή πια.
Σχολείο χωρίς μαθητές. Δεν υπάρχει πιο μελαγχολικό πράγμα για μένα. Κοίταζα τις άδειες τάξεις, λες και περίμενα τα παιδιά να κάνουν φασαρία, να γελάσουν, έβλεπα το προαύλιο, που περίμενε το διάλειμμα, και μ' έπιασε η ψυχή μου. Ήταν και η φωτογραφία του ακατονόμαστου σε κάθε αίθουσα να με κοιτάζει από ψηλά...
Στην Πρίγκηπο πάλι κάναμε αμαξάδα, κι εγώ ένιωθα σαν τη Βουγιουκλάκη στα «Χτυποκάρδια στο θρανίο». Θυμάστε, εκεί λέει το «Καροτσέρη καροτσέρη». Βέβαια, εγώ δεν είχα δίπλα μου τον Παπαμιχαήλ, μόνο δυο φίλους μου. Η αλήθεια είναι μόλις πριν από ένα μήνα είχα χωρίσει από μια μακροχρόνια σχέση κι αυτό το ταξίδι ήταν μια προσπάθεια για να ξεπεράσω αυτό τον χωρισμό. Και μέχρι αυτή τη στιγμή μπορώ να πω ότι πήγαινε αρκετά καλά. Ευτυχώς για τους φίλους μου συγκρατήθηκα και δεν τραγούδησα δυνατά. Καθώς έβγαζα φωτογραφίες το υπέροχο τοπίο και τα ξύλινα σπιτάκια, το μάτι μου έπεσε στο αμαξάκι που ήταν ακριβώς από πίσω μας. Για μια στιγμή μου φάνηκε ότι ο άντρας που ήταν μέσα σ' αυτό ήταν ο ίδιος με τον χθεσινό στο εστιατόριο και πως αντί να φωτογραφίζει το τοπίο, τραβούσε εμένα. Τρόμαξα και έβγαλα το κεφάλι μου πιο έξω για να μπορέσω να δω καλύτερα, αλλά τίποτα. Δε μίλησα στα παιδιά για να μη με πάρουν για τρελή, αλλά είχα αρχίσει να φοβάμαι. Όταν σταμάτησε το αμαξάκι τα παράτησα όλα κι έτρεξα μπας και προλάβω να δω ποιος επιτέλους ήταν στο πίσω αμαξάκι. Είχε αρχίσει όμως να βρέχει κι όλοι είχαν ανοίξει ομπρέλες. Έτσι το μόνο που είδα ήταν κάποιον να απομακρύνεται γρήγορα κρατώντας την ομπρέλα του. Τζίφος.
Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί όταν είμαστε σε παραθαλάσσια ταβέρνα, πρέπει οπωσδήποτε να φάμε ψάρι. Εγώ θέλω να απολαύσω τη θάλασσα με μια ωραία χοιρινή μπριζόλα ή ένα σουβλάκι, πειράζω κανέναν; Όχι, πρέπει να φάμε οπωσδήποτε ψάρι. Έμεινα σχεδόν νηστική, λοιπόν, με σκέτο ψητό ψάρι και δείγμα τηγανιτής πατάτας. Όσο για το γλυκό... δεν έχω δοκιμάσει τίποτα χειρότερο.
Πραγματικά αυτό το γεύμα δε θέλω καθόλου να το θυμάμαι. Αυτό που θα θυμάμαι όμως για πάντα ήταν το ηλιοβασίλεμα στην επιστροφή προς την Πόλη. Οι περισσότεροι στο καραβάκι είχαν γείρει και ψιλοκοιμόντουσαν κι εγώ σχεδόν κολλημένη στο τζάμι, απολάμβανα τη θέα της Αγίας Σοφίας μέσα στο μαβί του δειλινού.
Επιστροφή στο ξενοδοχείο και το βράδυ βόλτα στην Ιστικλάλ, κάτι σα να λέμε η Ερμού με πενταπλάσιο κόσμο ακόμα και στις 10 η ώρα το βράδυ. Ο ένας πάνω στον άλλο. Πρέπει συνέχεια να προσέχεις μην πέσει κανένας απάνω σου, μη σε κλέψουν, μην πέσεις εσύ πάνω σε κανέναν. Έχει όμως πολύ ωραία μαγαζιά, δεν μπορώ να πω, και αρκετά φτηνά. Και βρήκαμε κι ένα εστιατόριο της προκοπής να ρημαδοφάμε επιτέλους.
Εγώ όμως είχα αρχίσει να τρελαίνομαι. Κοίταζα συνέχεια γύρω μου, με τον παραμικρό θόρυβο τιναζόμουν. Η παρέα μου ευτυχώς έχει συνηθίσει στις παραξενιές μου κι απλά μου έκαναν πλάκα. Εμένα όμως δεν έλεγε να μου φύγει η αίσθηση πως με παρακολουθούν, ειδικά όταν μου φάνηκε ότι ξαναείδα στην Ιστικλάλ εκείνον τον άντρα. Όσο και να προσπαθούσα να βγάλω την ιδέα από το μυαλό μου, η εικόνα του ήταν συνέχεια μπροστά μου ή μάλλον πίσω μου.
Την επόμενη μέρα περάσαμε απ' όλες σχεδόν τις εκκλησίες της Πόλης. Πήγαμε στο Πατριαρχείο στο Φανάρι, στην Παναγία των Βλαχερνών, στην Παναγία τη Μπαλουκλιώτισσα (πάντα θυμάμαι τη Λωξάνδρα) και στο τέλος στην Αγία Σοφία.
Συγκίνηση και δέος. Τα ξέχασα όλα. Αν είχε και λιγότερο κόσμο στην Αγία Σοφία και δε γινόταν ο κακός χαμός με εκατοντάδες τουρίστες να μιλούν δυνατά θα το είχα απολαύσει περισσότερο. Και πάλι όμως και μόνο η αίσθηση ότι βρίσκομαι μέσα στην Αγια-Σοφιά... Δεν περιγράφω άλλο!
Βγαίνοντας επανήλθα στην πραγματικότητα. Θα περιμένατε τώρα να σας πω για τα άλλα αξιοθέατα της Κωνσταντινούπολης, το Βυθισμένο παλάτι, το Τοπ Καπί, το Μπλε τζαμί. Δυστυχώς από όλα αυτά μόνο στο Γεραμπατάν Σαράι (Βασιλική δεξαμενή) καταφέραμε να πάμε, κι εκεί είδαμε το μισό περίπου. Όλα ανακαινίζονταν. Ταυτόχρονα. Αυτό πουθενά δεν το έχω ξαναδεί. Ελπίζω να τα δω όταν ξαναπάω στην Κωνσταντινούπολη, αν βρω το κουράγιο μετά απ' όσα πέρασα. Αποφασίσαμε πάντως να νικήσουμε την απογοήτευσή μας και να περάσουμε το τελευταίο μας βράδυ στην Κωνσταντινούπολη πίνοντας ένα ποτό και απολαμβάνοντας τη θέα στο Βόσπορο στον τελευταίο όροφο (52ος αν δεν κάνω λάθος) ενός πολυτελέστατου ξενοδοχείου. Τσεκάραμε βέβαια στον ηλεκτρονικό κατάλογο ότι τα ποτά είναι γύρω στα 8-10 ευρώ, οπότε ας πάει και το παλιάμπελο. Intercontinental είναι αυτό και η καλύτερη θέα στην Κωνσταντινούπολη, απ' ό,τι λένε.
Έβαλα ό,τι καλύτερο είχα φέρει μαζί μου (μη μας περάσουν οι Τούρκοι για χωριάτες) και ξεκίνησα. Η διαδρομή από το δικό μας ξενοδοχείο μέχρι το Intercontinental είναι κανονικά ένα δεκάλεπτο με τα πόδια, αλλά εμείς το κάναμε 20-25 λεπτά, προσέχοντας να πηγαίνουμε πάντα από τα φανάρια και γενικά κοιτάζαμε σε κάθε διασταύρωση από χίλιες μεριές γιατί οι Τούρκοι οδηγούν σαν τρελοί. Χειρότεροι οδηγοί κι από μας. Το ξενοδοχείο όμως μας αποζημίωσε. Με το που μπήκαμε στο λόμπι, έπρεπε να συμμαζευτώ για να μην κοιτάζω γύρω μου σαν χαζή. Προσπαθώντας (μάταια) να δείχνουμε ότι είμαστε συνηθισμένοι σε τέτοια μέρη, πήραμε το ασανσέρ για το μπαρ στον τελευταίο όροφο.
Το ξενοδοχείο ήταν πολυτελέστατο, η θέα στο μπαρ εξαιρετική (πιάτο η Κωνσταντινούπολη), ωραία μουσική, γιατί δεν ένιωθα άνετα; Όλο περίεργες φάτσες. Στο ασανσέρ μπήκε μια γυναίκα με μαντήλα, ντυμένη τόσο φτωχικά που δεν φαίνονταν να ταιριάζει καθόλου σ' ένα τέτοιο μέρος. Και κάθε φορά που σηκωνόμουν από το τραπέζι μας, για να πάω στην τουαλέτα ή να πάω λίγο πιο πέρα να δω κι από αλλού τη θέα, είχα πάλι την αίσθηση πως με παρακολουθούν. Μόνο που αυτή τη φορά δεν ήμουν η μόνη, κι οι φίλοι μου το παρατήρησαν. Μα τι έγινε πια; Αποφάσισε ο σουλτάνος να παρακολουθεί όλους τους Έλληνες στην Τουρκία ή μόνο εμάς; Και γιατί; Μας υποψιάζονται για κάτι;
Κανένας πια δεν είχε όρεξη να θαυμάσει τη θέα. Απόλυτη σιωπή είχε πέσει στην παρέα. Οι εικόνες από το εξπρές του μεσονυχτίου ήρθαν στο μυαλό μου χωρίς να το θέλω. «Αν υποψιαστώ πως θα μπω σε τουρκική φυλακή θα πεθάνω!» σκέφτηκα. «Όχι δε θα κάτσω με σταυρωμένα χέρια. Στο κάτω κάτω δεν έχω κάνει κάτι, είμαι αθώα! Επειδή δεν πολυχωνεύω τον σουλτάνο, πρέπει να πάω φυλακή; Άσε που τόσο συνάλλαγμα έχω ξοδέψει αυτές τις μέρες! Μόνο τα μπακλαβαδάκια που έχω αγοράσει να υπολογίσουν... Άσε τα ψώνια που λογάριαζα να κάνω στο μεγάλο παζάρι αύριο το πρωί». Όσο πιο πολύ σκεφτόμουν την κατάσταση, τόσο πιο αγανακτισμένη ένιωθα. Χωρίς να το πολυσκεφτώ και χωρίς να πω τίποτα στους φίλους μου, σηκώθηκα, πήρα το τσαντάκι μου και σχεδόν τρέχοντας πήγα προς το διάδρομο όπου ήταν το ασανσέρ. Εκεί έπεσα πάνω στον διώκτη μας, τον άντρα που είχα δει την πρώτη βραδιά να μας παρακολουθεί. Εκείνος φάνηκε να ξαφνιάζεται πιο πολύ από μένα. Άσπρισε σαν το πανί κι έκανε αμέσως μεταβολή για να εξαφανιστεί. Όμως εγώ ήμουν πια αποφασισμένη.
Άρχισα να φωνάζω στα αγγλικά, στα ελληνικά, ανακατεύοντας τούρκικα, ιταλικά, ό,τι ήξερα τέλος πάντων. Προσπαθούσα να τον ρωτήσω γιατί με παρακολουθούσε και να του εξηγήσω πως είμαι αθώα. Εκείνος στην αρχή δε μιλούσε, με νοήματα προσπαθούσε να με κάνει να ηρεμήσω. Όταν όμως είδε πως είχε αρχίσει να μας προσέχει κόσμος και να μαζεύονται τα γκαρσόνια για να δούνε τι γίνεται, με τράβηξε από το χέρι και μου είπε σε άπταιστα ελληνικά. «Ηρεμήστε κυρία μου. Δεν έχω καμία σχέση με την τουρκική αστυνομία κι όλα αυτά που λέτε. Ελάτε μαζί μου μισό λεπτό και θα σας εξηγήσω».
Τον ακολούθησα λοιπόν προς τις τουαλέτες μαζί με τους φίλους μου που είχαν πάρει χαμπάρι τι έγινε και μας ακολούθησαν για να λυθεί επιτέλους το μυστήριο.
H έξοδός μας από το ξενοδοχείο κάθε άλλο παρά ηρωική ήταν. Βγήκα με το κεφάλι κατεβασμένο, νιώθοντας πως όλοι με έδειχναν με το δάχτυλο και γελούσαν μαζί μου. Για άλλη μια φορά είχα γίνει ρεζίλι. Μόνο που δεν έφταιγα και τόσο πολύ εγώ. Εκείνος φταίει για όλα. Ο Βασίλης, ο πρώην μου!
Αυτός ήταν ο big brother, ή μάλλον αυτός έβαλε τον big brother να μας παρακολουθεί. Ήξερα πως είναι ζηλιάρης κι ήταν ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους χωρίσαμε (ο άλλος ήταν η απίστευτη τσιγγουνιά του), αλλά να φτάσει στο σημείο να προσλάβει ντετέκτιβ για να με παρακολουθήσει στην Κωνσταντινούπολη, αυτό μα την Παναγία δεν το περίμενα! Ήταν βλέπετε πεπεισμένος πως τον απατούσα από παλιά και πως δεν πήγα στην Κωνσταντινούπολη με τους φίλους μου, αλλά με γκόμενο. Πού τέτοια τύχη βέβαια.
Αυτά μας εξήγησε ο άνθρωπος που φοβόταν μη γίνει φασαρία στο ξενοδοχείο κι έχει όντως μπλεξίματα με την αστυνομία.
Τα καλά νέα: δεν είμαι τρελή και δεν με παρακολουθεί η μυστική αστυνομία του σουλτάνου. Τα κακά: επί τρία χρόνια ήμουν με έναν τρελό που μου κατέστρεψε και το ταξίδι μου στην Κωνσταντινούπολη. Αν τον είχα μπροστά μου αυτή τη στιγμή δε θα γλίτωνε με τίποτα. Θα τον έπνιγα στον Βόσπορο, σαν τις χανούμισσες του χαρεμιού.
Με την ουρά στα σκέλια γύρισα λοιπόν στο δωμάτιό μου και την άλλη μέρα μετά από μια βόλτα στο Καπαλί Τσαρσί (το μεγάλο παζάρι της Κωνσταντινούπολης) και τις απαραίτητες αγορές (παραλίγο να μας κατακλέψουν στα ψώνια, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία) πήραμε το δρόμο του γυρισμού για την Αθήνα. Αποχαιρέτησα την Πόλη αποφασισμένη να ξαναπάω όταν θα έχουν πια ανακαινιστεί όλα τα μνημεία της κι αν ξαναδώ έστω και τη σκιά μου να με ακολουθεί, σας το ορκίζομαι θα πέσω στον Βόσπορο!
Copyright © Δήμητρα Γεράση All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Olga Shchelokova (Istanbul, λάδι)