Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο -παρακολουθείτε όλα τα είδη- ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθιστορήματα: Ο καπετάνιος τση Ζάκυθος * Το κορίτσι της Σελήνης * Οι τρεις πίνακες * Η φυγή των τεσσάρων * Από τις στάχτες της Καντάνου * Σαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ * 4ος όροφος ** Αληθινή ιστορία: Το ανυπεράσπιστο αγόρι ** Διηγήματα: Αγόρια και κορίτσια * Pelota * Backpack: Ιστορίες χίμαιρες ** Διάφορα άλλα: Έξι τίτλοι από τις εκδόσεις Ελκυστής * Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις Ελκυστής ** Για παιδιά: Η περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη * Ρόνι ο Σαλιγκαρόνης

Αψέντι: Η Πράσινη Νεράιδα

Αψέντι: Η Πράσινη Νεράιδα, Ιωάννας Αμπατζή

Μόνος και άφραγκος, ένιωσε πως το Παρίσι τον κατάπινε. Με κάθε βήμα του, αισθανόταν να γλιστρά και να λιώνει μέσα στο μεγάλο δίκτυο των αποχετεύσεων, να παρασύρεται από τα βρομόνερα και τα σκουπίδια κι ύστερα να ξεβράζεται στον Σηκουάνα σαν ψόφιο ψάρι. Αν κάτι τον κράτησε από το να γυρίσει στο χωριό του, που για εκείνον ισοδυναμούσε με αυτοκτονία, ήταν το αψέντι. Η πικρή Πράσινη Νεράιδα τον ταξίδευε σε κόσμους ανιστόρητους και στα βαθιά μονοπάτια της ιδιοφυΐας του. Του χαμογελούσε και του έπιανε το χέρι να προχωρήσουν παρέα. Τον παρότρυνε να γευτεί τη ζωή και να την τινάξει, στάλα στάλα μελάνι, στο χαρτί που βρισκόταν μπροστά του.

Για να κάνει ένα μικρό διάλειμμα, γέμισε το περίστροφό του και άρχισε να πυροβολεί στο πρωτοσέλιδο της Gazette που είχε κολλήσει στον τοίχο για στόχο. Ο ανώτερος αξιωματικός στην κεντρική φωτογραφία της εφημερίδας μιλούσε για τη δίκαιη τιμωρία του Ντρέιφους. Το είχε διαβάσει και είχε νιώσει την αδικία να τον πνίγει. «Δίκαια και κουραφέξαλα» μουρμούρισε. «Τώρα θα δεις εσύ δικαιοσύνη, παλιάνθρωπε!» Στη θέση του προσώπου, πλέον υπήρχαν μόνο τρύπες από σφαίρες. Θα είχε ρίξει καμιά δεκαριά βολές όταν χτύπησε η πόρτα. Άνοιξε χωρίς να βιάζεται, για να δει μπροστά του, για ακόμα μια φορά, την εκνευριστική του γειτόνισσα που ετοιμάζονταν να διαμαρτυρηθεί για το αθώο χόμπι του. «Κύριε Ζαρύ, αυτό που κάνετε είναι ανεπίτρεπτο, ξέρετε. Δεν ζείτε μόνος σας στο κτήριο! Έχουμε και μικρά παιδιά που μπορεί να κινδυνέψουν από τις ανοησίες σας. Φανταστείτε αν καμία σφαίρα περάσει τον τοίχο, τόσο λεπτός που είναι, και χτυπήσει κάποιο παιδί, τι θα γίνει τότε;» είπε μονοκοπανιάς, χωρίς να πάρει δεύτερη ανάσα, φουντωμένη από την έξαψη του δίκιου της. «Μη φοβάστε, μαντάμ» της χαμογέλασε ο Αλφρέντ, «αν τυχόν συμβεί κάτι τέτοιο, θα χαρώ να σας βοηθήσω να κάνετε άλλα παιδιά».

Εκείνη, είπε μόνο δυο κουβέντες: «Σας καλωσορίζω στην επτακοσιοστή εικοστή τρίτη συνάντηση του Σαλονιού της Τρίτης. Ο Σατί και οι φίλοι του θα μας παίξουν κάτι που έγραψαν πρόσφατα. Αργότερα θα συζητήσουμε όσο θέλετε και για ό,τι θέλετε.». Σήκωσε το χέρι της και έδειξε προς τους μουσικούς που άρχισαν να παίζουν μια αρκετά περίπλοκη μελωδία κάτι ανάμεσα σε Μπιζέ και Βάγκνερ. Του έκανε εντύπωση το νούμερο 723. Τόσες συναντήσεις, είναι δυνατόν; Διαιρώντας και πολλαπλασιάζοντας προσπάθησε να βρει όχι μόνο πόσα χρόνια διατηρούσε η Ρασίλντ το Σαλόνι αλλά και την ηλικία της κατά προσέγγιση. Ο αριθμός αυτός διαιρούμενος με το 52 που ήταν οι εβδομάδες του χρόνου έβγαζε ένα αποτέλεσμα κοντά στο 14. Άρα η Ρασίλντ διατηρούσε το σαλόνι της για τουλάχιστον δεκατέσσερα συναπτά έτη. Αν υπολογίσει κανείς πως το ξεκίνησε μετά την περιπέτειά της στο Βέλγιο, όταν ήταν περίπου 20, τώρα θα ήταν γύρω στα 35. Κάπου ανάμεσα στα 30 και στα 40 την είχε υπολογίσει όταν την είχε πρωτοδεί. Κοντά είχε πέσει. Αρκετά μεγαλύτερή του, κατέληξε. Ασυναίσθητα την κοίταξε καλύτερα στο πρόσωπο για να δει τις σχηματισμένες ρυτίδες και να τις ταιριάξει με το αποτέλεσμά του. Μπα, τίποτα. Μήπως τελικά τον είχαν μπερδέψει οι αριθμοί;

Αγαπητή Μα-μαντάμ,
Εύχομαι η Ζογκλέζ να έχει φτάσει στο τέλος της. Εμείς γράφουμε ένα μυθιστόρημα, σαφώς μικρότερο από τα δικά σας, σχετικά με ένα υπεραρσενικό ποδηλάτη. Είναι ενδιαφέρον και θα χαρούμε να συζητήσουμε μαζί σας όταν συναντηθούμε.
Α.Z.

Αγαπητέ Αλφρέντ,
H Ζογκλέζ σταμάτησε για λίγο γιατί μια κριτική στην Mercure με απασχόλησε περισσότερο απ’ ό,τι νόμιζα. Θα συνεχιστεί με την πρώτη ευκαιρία. Προσοχή με τα υπεραρσενικά: ό,τι είναι πολύ φτάνει στα άκρα κι ό,τι είναι στα άκρα απέχει ελάχιστα από το ελάχιστο.
Ρασίλντ

Αγαπητή Μα-μαντάμ,
Οι παραστάσεις του Ίψεν σταματούν την Παρασκευή. Δεν πιστεύετε ότι μας παιδέψατε αρκετά με τα καπρίτσια σας; Θα ήθελα να σας συνοδεύσω στο θέατρο και φυσικά, θα ήθελα να σχολιάσω μαζί σας τα δρώμενα.
Α.Ζ.

Αγαπητέ Αλφρέντ,
Τα καπρίτσια είναι αναμενόμενα, ειδικά όταν εκδικούνται άλλα καπρίτσια. Δεν έχετε άλλη δυνατότητα από το να περιμένετε πότε θα θελήσω να σας δω. Όταν αυτό συμβεί, για το δικό σας καλό, θα προτιμούσα να είστε σε ετοιμότητα.
Ρασίλντ

Αγαπητή Μα-μαντάμ,
Ένας συγγραφέας είναι πάντοτε σε ετοιμότητα. Μα επιθυμούμε να συνεχίσουμε τις συζητήσεις μας δια ζώσης. Επίσης επιθυμούμε να σας ξαναπάμε βόλτα με το ποδήλατο.
Α.Ζ.

«Καμιά εικοσπενταριά χρόνια πριν, ήρθε ο Αντρέ Ζυλ, ο ζωγράφος, πολύ πεινασμένος και καθώς δεν είχε φράγκο στην τσέπη του, ζήτησε να σερβιριστεί με
πίστωση. Προφανώς ο κατάλογος με τις πιστώσεις του θα έφτανε να τυλίξει ολόκληρη την Αψίδα του Θριάμβου κι έτσι, ο καλός μας ταβερνιάρης του ζήτησε να πληρώσει σε είδος. Αφού το είχε πάρει απόφαση πως δεν θα έπαιρνε τα λεφτά του έτσι κι αλλιώς, σκέφτηκε να τον βάλει να δουλέψει. Θα του πρότεινε να πλένει πιάτα, αν δεν ήταν σίγουρος πως ο άτσαλος θα του έσπαζε τα μισά. Έτσι, του ζήτησε κάτι που σίγουρα μπορούσε να κάνει. Τον έβαλε να ζωγραφίσει ένα πίνακα για τον τοίχο του. Και φιλότεχνος και πονηρός ο κάπελας. Ο Αντρέ Ζυλ, που του έτρεχαν τα σάλια για κουνέλι στιφάδο, δεν θα μπορούσε να είχε ζωγραφίσει κάτι διαφορετικό. Έτσι αποτύπωσε σ' ένα κομμάτι ξύλο αυτό το κουνέλι να βγαίνει από το καπέλο, τον «Σβέλτο Κουνέλι» ή αλλιώς τον «Κουνέλι του Ζυλ»[1]. Από τον πίνακα αυτό πήρε το καφέ το όνομά του. Προφανώς οι εκάστοτε ιδιοκτήτες δεν είχαν ιδέα πώς να ονομάσουν αυτό το μέρος και κάθε φορά το ονόμαζαν με το όνομα κάποιου πίνακα ζωγραφικής.»
— Και πριν δηλαδή πώς λεγόταν; αναρωτήθηκε ο Μαξ.
— Το Καφέ των Δολοφόνων, τους είπε με βροντερή φωνή προσπαθώντας να τους τρομάξει.

Κουβέντα στην κουβέντα, επιχείρημα στο επιχείρημα, ουτοπία στην ουτοπία, άργησαν να πάνε στο Σαλόνι. Όταν μπήκαν, ο Όσκαρ ήδη διάβαζε στίχους από το τελευταίο ποίημα που είχε γράψει, την Μπαλάντα της φυλακής του Ρήντινγκ κι όλοι άκουγαν με τέτοια προσήλωση, που δεν τους πήραν χαμπάρι. Μόνο η Μαργαρίτα τους κοίταξε για μια στιγμή κι ύστερα το βλέμμα της χάθηκε ξανά στη μουσική της ποίησης. Η βραχνή φωνή του Όσκαρ έλεγε:

Δεν φόρεσε το πορφυρό του παλτό
Γιατί το αίμα και το κρασί είναι κόκκινα
Και είχε αίμα και κρασί στα χέρια του
Όταν τον βρήκαν δίπλα στη νεκρή
Την φτωχή νεκρή γυναίκα που αγάπησε
Και δολοφόνησε στο κρεβάτι της.

Κάποιοι σκοτώνουν την αγάπη τους νέοι
Και κάποιοι όταν είναι γέροι
Κάποιοι τη στραγγαλίζουν με τα χέρια του πόθου
Άλλοι με τα χέρια του πλούτου
Οι πιο ευγενικοί χρησιμοποιούν μαχαίρι, γιατί
Έτσι παγώνουνε πιο γρήγορα οι νεκροί.

Μες στη φυλακή του Ρήντινγκ,
κοντά στην πόλη του Ρήντινγκ,
υπάρχει ένας τάφος ντροπιασμένος
και σ' αυτόν κείτεται ένας άθλιος άνθρωπος
καταφαγωμένος από τα δόντια της φλόγας,
τυλιγμένος σ' ένα φλεγόμενο σεντόνι, κείτεται
κι ο τάφος του δεν έχει όνομα.

Ο Όσκαρ σταμάτησε κι άφησε τα χαρτιά δίπλα του. Ησυχία στην αίθουσα. Ούτε οι ανάσες δεν περπάταγαν. Οι προσκεκλημένοι της Ρασίλντ, συγγραφείς και ποιητές στην πλειοψηφία τους, έμειναν ώρα ακίνητοι, να κοιτιούνται και να μη βλέπουν, να είναι εκεί αλλά να ταξιδεύουν με το μυαλό τους. Κι ύστερα, απροσδόκητα, σαν φθινοπωρινό μπουρίνι, ξέσπασε το χειροκρότημα. Επικράτησε μια αναμπουμπούλα στην αίθουσα. Όλοι σηκώθηκαν να πάνε προς τον Όσκαρ, άλλοι για να του εκφράσουν τον θαυμασμό τους, άλλοι, για να τον ρωτήσουν κάτι, άλλοι για να του συστηθούν κι άλλοι, απλά για να τον ακουμπήσουν. Τα μάτια του Όσκαρ υγράνθηκαν. Είχε καιρό να νιώσει τόση αγάπη και αποδοχή. Ευχαρίστησε τη Ρασίλντ με μια σφιχτή αγκαλιά και της έδωσε το χειρόγραφό του. Ξανά χειροκρότημα, ξανά επευφημίες.

Ήταν πέντε η ώρα το απόγευμα, η γνωστή ως «πράσινη ώρα». Αντί για τσάι με κουλουράκια κανέλας όπως συνήθιζαν να πίνουν οι Άγγλοι, οι Γάλλοι την ώρα αυτή απολάμβαναν το αψέντι τους, τσιμπολογώντας βρασμένα αμύγδαλα. Ο Αλφρέντ μαζί με τη Ρασίλντ δεν είχαν καν αρχίσει να συζητούν όταν εμφανίστηκε ένας περίεργος τύπος που φώναζε από μακριά λόγια ασυνάρτητα. Καθώς πλησίαζε, άρχισαν να ξεχωρίζουν τα λόγια του:
— Το τέλος του κόσμου έφτασε! Προλαβαίνετε να σώσετε την ψυχή σας! Μετανοήστε γιατί αυτός ο αιώνας δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ, το γράφουν κι οι γραφές! Ο κόσμος όλος θα καταστραφεί, όλοι θα πεθάνουμε και κανείς δεν θα μείνει ζωντανός να μας χαζεύει στα νεκροτομεία! Μετανοήστε τώρα που μπορείτε, αφήστε τις δουλειές σας, χαρίστε τα λεφτά σας και ασχοληθείτε με την ψυχή σας!
Φώναζε, φώναζε, τόσο που αν το συνέχιζε για λίγο ακόμα δεν θα του έμενε φωνή στο λαρύγγι. Ήταν ο υπάλληλος του νεκροτομείου, ένας μισότρελος κοντοστούπης που θα έλεγε κανείς πως είχε αφηνιάσει. Τα μάτια του έκαιγαν, χειρονομούσε έντονα, πήγαινε από τραπέζι σε τραπέζι φωνάζοντας λες και οι θαμώνες των καφέ ήταν κουφοί, τραβούσε τα μαλλιά του για να δραματοποιήσει περισσότερο τα λεγόμενά του. Βημάτιζε πάνω κάτω με νεύρο, γύριζε να δει ποιος ατυχής τον κοιτούσε και άκουγε αυτά που έλεγε κι εκεί πήγαινε να συνεχίσει το κήρυγμά του.
— Μην τον κοιτάξεις στα μάτια, Μαργαρίτα, είπε ο Αλφρέντ. Ξέρεις πως οι τρελοί τρελαίνονται περισσότερο όταν κάποιος τους κοιτά κατάματα.

Ήταν η νέα κοσμοθεωρία του Αλφρέντ, η επιστήμη των φανταστικών λύσεων σε υπαρκτά ή φανταστικά προβλήματα. Ήταν το αγαπημένο τους παιχνίδι όταν οι υπόλοιπες σκέψεις φάνταζαν πολύ φτωχές ή πολύ απαισιόδοξες. Κι αφού το ποτό δεν αρκούσε για να τους αλλάξει τη διάθεση, η παταφυσική ήταν ό,τι έπρεπε:
— Εγώ ως γνήσιος τρομοκράτης, είπε ο Γκιγιώμ, θα προτιμούσα να ανακαλύψω την σούπερ βόμβα που θα σκοτώνει επιλεκτικά. Θα πέφτει από ψηλά, θα διαμοιράζεται στα μόριά της και καθώς θα έλκεται σαν μαγνήτης μόνο από την χοντροπετσιά, θα ανατινάζει όλους τους άθλιους χοντρόπετσους του πλανήτη κολλώντας πάνω τους. Θα προσπαθούν να την ξεφορτωθούν και δεν θα μπορούν. Θα κουνάνε χέρια πάνω κάτω, θα στρίβουν γύρω από τον εαυτό τους, θα προσπαθεί να βοηθήσει ο ένας τον άλλο σε μια ύστατη κρίση καλοσύνης, αλλά δεν θα έχουν καμία τύχη. Θα γίνονται κομματάκια που γλοιώδη θα κολλούν στις οροφές των κτηρίων, στους τοίχους και τα πεζοδρόμια, μέχρι να έρθει η επίμονη βροχή να τους ξεπλύνει. Έτσι σε μια μόνο μέρα, το είδος τους θα αφανιστεί και θα σταματήσει να μολύνει και τους υπόλοιπους! Γιατί αν το καλοσκεφτείτε κι εμείς σήμερα μολυνθήκαμε. Αν δεν ήταν όλοι αυτοί που συνέρρεαν στο νεκροτομείο με λαχτάρα, δεν θα είχαμε την παραμικρή διάθεση να πάμε και να δούμε τέτοια ωραία μέρα άγνωστους πεθαμένους στη φορμόλη, ούτε θα συγχρωτιζόμασταν με όλους αυτούς που απεχθανόμαστε.

— Προτείνω κάτι θλιβερό αλλά συνάμα λυτρωτικό. Αφού εμείς είμαστε λίγοι κι εκείνοι οι πολλοί, μάλλον εμείς έχουμε το πρόβλημα. Άρα το μόνο που μένει είναι να ανακαλύψουμε το χάπι που θα μας κάνει όλους παχύδερμα, να το πάρουμε και έκτοτε να ζούμε την ευτυχία του χοντρόπετσου χωρίς τύψεις και χωρίς αναστολές. Έτσι δεν θα μας πειράζει πια τίποτα από αυτά που μας ενοχλούν σήμερα και θα είμαστε πανευτυχείς. Μάλιστα προτείνω να το δίνουμε όπως τα εμβόλια στα μωρά με το που θα γεννιούνται για να μην υπάρχει πιθανότητα να αρχίσει κάποιο από αυτά τις αμφισβητήσεις όταν μεγαλώσει.

— Μάλλον εσύ θα ξέρεις τι συμβαίνει εδώ, του είπε.
— Μα φυσικά και ξέρω, κύριε. Έχω ξαναβρεθεί σ' αυτά τα μέρη τέτοια εποχή. Είναι η μεγάλη γιορτή της Πράσινης. Της Πράσινης Νεράιδας. Ξέρετε... του ποτού.
— Γιορτάζουν το αψέντι;
— Ακριβώς. Κάθε χρόνο τέτοια εποχή, με το που τελειώνει το μάζεμα. Τι κρίμα που θα τη χάσουμε...
— Και γιατί να τη χάσουμε;
— Γιατί πρέπει να σας πάω στον προορισμό σας. Εξάλλου είπατε πως θέλετε να περάσουμε κι από το εργοστάσιο κι αυτό θα μας πάρει επίσης χρόνο.
— Δεν βιάζομαι αν δεν βιάζεσαι κι εσύ. Θα μπορούσαμε να το καθυστερήσουμε κάνα δυο μέρες.
— Ξέρετε, έχω και γυναίκα και παιδιά που με περιμένουν.
Ο Μαρτσέλο κατάλαβε. Αν ήθελε να τον κάνει να μείνει, θα έπρεπε να πληρώσει παραπάνω. Έβγαλε από την τσέπη του ένα χαρτονόμισμα και του το έδωσε.
— Με αυτό είμαστε εντάξει για μια μέρα ακόμα;
— Μια χαρά.
— Και μ' αυτό για άλλη μία αν χρειαστεί;
— Είμαστε πολύ εντάξει, κύριε.
— Πάμε, λοιπόν, σ' εκείνο το καφέ που έχει θέα όλη την πλατεία να πιούμε το καφεδάκι μας και να χαζεύουμε την κίνηση.
Ο οδηγός ρουφούσε τον καφέ του ικανοποιημένος. Όχι μόνο δε θα έχανε τη γιορτή της Πράσινης που τόσο του άρεσε, αλλά είχε πληρωθεί και γι' αυτό. Για να δείξει πως άξιζε τα λεφτά που πήρε, άρχισε να του λέει για όσα συνέβαιναν γύρω του και το γλέντι που σε λίγες ώρες θα ξεκινούσε.
— Αυτό το γλέντι, που λέτε, το κάνουν κάθε χρόνο τα τελευταία πέντε χρόνια, από τότε που ξερίζωσαν τ' αμπέλια. Αντί για τη γιορτή του τρύγου έχουν τη γιορτή της Πράσινης. Όταν μαζεύουν το αψίθι απ' τα χωράφια τους, βοηθάνε όλοι, μικροί μεγάλοι, και μετά το γιορτάζουν.
— Είναι αυτοί που βλέπαμε χθες να μαζεύουν;
— Όχι, κύριε, εκείνοι ήταν του εργοστασίου, δεν έχουν δική τους γη, είναι φτωχοί. Αυτοί εδώ που οργανώνουν τη γιορτή είναι νοικοκυραίοι, έχουν τα δικά τους χωραφάκια. Δίνουν σε όποιο εργοστάσιο τους ζητήσει, κρατάνε και για τους ίδιους. Ένα σωρό καζάνια βράζουν σήμερα. Θα κάνουν και διαγωνισμό για το καλύτερο αψέντι. Σήμερα θα έχει πολύ τσάμπα ποτό και φαΐ! Θα καλοπεράσουμε!

«Σκατρά!» φώναξε ο ηθοποιός με την εισαγωγική ατάκα. Μόλις ακούστηκε αυτή η πρώτη λέξη του έργου, ανεπιτυχώς καμουφλαρισμένη πίσω από ένα «ρο», η αίθουσα άρχισε να βράζει. Πάει κι η αποστασιοποίηση που είχε στο μυαλό του ο Αλφρέντ, πάνε κι όλα. Είναι αξιοπερίεργο πώς ένα μέρος του λόγου, μια χούφτα φθόγγοι, ένας ήχος σε τελική ανάλυση, μπορεί να φέρει τα πάνω κάτω στην ψυχολογία των ανθρώπων. Τη βαρεμάρα που είχε προκαλέσει ο μακροσκελής πρόλογος του Αλφρέντ διαδέχτηκε η ένταση και ο εκνευρισμός. Οι αντιδράσεις ήταν άμεσες απ' όλους τους παρευρισκόμενους θεατές. Οι μικροαστοί σηκώθηκαν χειρονομώντας. Οι γυναίκες τους κουνούσαν τις βεντάλιες τους μπροστά στο πρόσωπο με κοφτές κινήσεις πασχίζοντας να δείξουν πως κοκκινίζουν απ' την ντροπή τους. Κάποιοι άλλοι με σφιγμένα χείλια κατευθύνθηκαν γρήγορα προς το ταμείο για να πάρουν τα χρήματά τους πίσω. Χωρίς δεύτερη κουβέντα. Χωρίς καμιά διαπραγμάτευση. Οι φοιτητές άρχισαν να πετούν τα καπέλα τους στον αέρα και να κάνουν θόρυβο με τα τακούνια τους χτυπώντας τις μπροστινές θέσεις. Άλλοι φώναζαν «ντροπή» και «αίσχος» κι άλλοι γελούσαν μαζί τους μέχρι δακρύων. Η γαλαρία απαθής, με ελαφρύ μειδίαμα παρατηρούσε τις αντιδράσεις του κοινού. Η Ρασίλντ και οι άλλοι είχαν σίγουρα πιάσει τις καλύτερες θέσεις. Μπορούσαν να βλέπουν τα πάντα χωρίς να χρειαστεί να εμπλακούν.

Μέσα στην αναμπουμπούλα, οι ηθοποιοί, αποφεύγοντας με τέχνη κάποια φυλλάδια που τους σημάδευαν, συνέχισαν τον διάλογο του έργου. Από φυσική περιέργεια για το τι πρόκειται να ακολουθήσει, κάποιοι σταμάτησαν για ν' ακούσουν τη συνέχεια. Όταν όμως ακούστηκε ξανά ο Ubu να ξεστομίζει την ίδια λέξη και μάλιστα κατ' επανάληψη, τότε χάθηκε ο έλεγχος. Ακούστηκαν φωνές και βρισιές, οι μισοί σηκώθηκαν για να διαπληκτιστούν με τους άλλους μισούς και τους ηθοποιούς, καρέκλες άρχισαν να σπάνε, άντρες τραβούσαν τις γυναίκες τους από το χέρι προς την έξοδο, ένα μπουλούκι πολιορκούσε το γκισέ για αποζημίωση, κάποιοι έλεγαν πως θα φωνάξουν την αστυνομία για προσβολή δημοσίας αιδούς. Πανικός.

Από μια εξέδρα ακούστηκε η αντίστροφη μέτρηση. Δέκα, εννιά, οκτώ... άρχισαν όλοι με ένα στόμα να μετράνε. Ένιωθαν τον νέο αιώνα να περπατάει ήδη στο δέρμα τους. Εφτά, έξι, πέντε... σηκώθηκαν όλοι από τις καρέκλες τους. Ο Αλφρέντ έσφιξε το χέρι της Μαργαρίτας. Τέσσερα, τρία, δύο, ένα... Σε μια στιγμή έμαθαν όλοι οι κάτοικοι του Παρισιού τι θα πει ηλεκτρισμός. Οι χιλιάδες ηλεκτρικοί λαμπτήρες, που μήνες στήνονταν με κόπο, είχαν ανάψει όλοι την ίδια στιγμή. Έκαναν τον πύργο του Άιφελ να αστράφτει, σηματοδοτώντας τη νέα εποχή.

Έκανε έναν ήχο σαν χτύπημα κι όσοι βρίσκονταν μέσα στο σπίτι σταμάτησαν να μιλούν κι αφουγκράζονταν. Λες να τους είχαν καταλάβει; Μήπως ήταν η αστυνομία; Όταν βεβαιώθηκαν πως κανείς δεν είχε χτυπήσει την εξώπορτα συνέχισαν ήρεμα τη συζήτησή τους. Τα πρόσωπα γελαστά, στα χέρια όλων από ένα γυάλινο ποτήρι. Στον τοίχο, μια αφίσα με καλλιγραφικά γράμματα έγραφε:

…Νεράιδα με τα μάτια τα πράσινα σαν τη θάλασσα
και το δαμασκηνί παλτό, το πλεγμένο με οπαλίνες
και στολισμένο με σμαράγδια,
οι ζηλιάρες αδελφές σου με κακία εγγυήθηκαν την εξορία σου,
όμως κανείς ποτέ δεν θα ξανανέβει στον πράσινο θρόνο σου,
στο βελούδο του οποίου με αφοσίωση διατηρούμε ακόμα
τη διπλή καμπύλη των γλουτών σου…


Μόλις διαβάσατε, σε πρώτη δημοσιοποίηση, μερικά αποσπάσματα του βιβλίου της Ιωάννας Αμπατζή, Αψέντι: Η Πράσινη Νεράιδα, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μολύβι. Πρόκειται για ιστορικό μυθιστόρημα και στην περίληψη διαβάζουμε:
Παρίσι 1900. Ακόμα και στον αέρα μυρίζεις τη χαρά. Οι άνθρωποι έχουν ξεχυθεί στους δρόμους. Ανάμεσά τους, ο Αλφρέντ, που τρέχει με το ποδήλατο, πυροβολεί με το ρεβόλβερ του και μιλά για παταφυσική. Η Μαργαρίτα, που φορά αντρικά ρούχα στο Σαλόνι της Τρίτης και ενίοτε γράφει πορνογραφήματα. Ο Τουλούζ, που όταν δεν φτιάχνει κοκτέιλ για την Πολική και την Γκουλού, ζωγραφίζει. Ο Βαλέ που αγαπά τον συμβολισμό αλλά και τα κελιά του Γραν Γκινιόλ. Ο Μαρτσέλο που αφήνει τη βιβλιοθήκη της Νέας Υόρκης για τα αψεντοχώραφα. Ο Πάμπλο που δοκιμάζει λαγό στιφάδο στου μπαρμπα-Φρέντ και ζωγραφίζει τον Λόλο τον γάιδαρο. Η Σουζάν που φορά ένα ακριβό δαχτυλίδι. Ο Γκιγιώμ που κλέβει παιδικά αλογάκια. Ο Ζαν που θέλει τις μπότες του καλογυαλισμένες. Ο Ανρί που παίζει βιολί έξω από την όπερα.
Κι εκείνη. Που τους κοιτά, τους ψιθυρίζει στο αφτί, τους εμπνέει, τους φτάνει στα άκρα, ζητά να τη λατρέψουν και να τη δικαιώσουν. Αυτή είναι και η μοναδική πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος.
Ιπποκράτειο οίνο, αψίνθιον, πράσινη μούσα, Αρτεμισία, πράσινη νεράιδα, αψέντι, σμαραγδένια μούσα, πράσινο φίδι, έτσι τη φώναζαν. Όλα συμβαίνουν γι' αυτή και γύρω από αυτή, που μέσα από γυάλινα ποτήρια και ποιήματα, λατρεύτηκε, εκθειάστηκε αλλά και μισήθηκε τόσο ώστε να απαγορευτεί για δεκαετίες.
Η Πράσινη Νεράιδα, θα πάρει κι εμάς από το χέρι και θα μας ταξιδέψει στην εποχή της και στους ανθρώπους της. Μεθύστε με λέξεις, μεθύστε με αψέντι. Μεθύστε!

Επιπροσθέτως, σημειώστε και τις ακόλουθες πληροφορίες δομής όπως αναφέρονται στο δελτίο τύπου:
Τρεις παράλληλες αφηγήσεις πλέκονται και αλληλοσυμπληρώνονται στο μυθιστόρημα.
Η πρώτη αφήγηση αφορά τον πρωταγωνιστή του βιβλίου, το αψέντι. Η Πράσινη Νεράιδα, Θεά ή Μούσα, όπως ονόμαζαν το σμαραγδί αυτό ποτό των παραισθήσεων και της καλλιτεχνικής δημιουργίας, λατρεύτηκε όσο κανένα άλλο ποτό στη Γαλλία. Δεν άργησαν όμως να έρθουν οι μέρες που όλοι συνωμοτούσαν εναντίον του μέχρι που κατάφεραν να το ονομάσουν «Πράσινη Κατάρα» και να απαγορεύσουν την κυκλοφορία του σε όλη την Ευρώπη. Περιγράφεται η ιστορία του ποτού από την ώρα που θα φυτευτεί το αψίνθι μέχρι που θα σερβιριστεί με την τεχνική λαλούς στο ποτήρι, τα σκεύη, οι επιδράσεις και οι παρενέργειές του, οι άνθρωποι που μεγαλούργησαν πίνοντάς το κι εκείνοι που έφτασαν στα άκρα εξαιτίας του. Το αψέντι «ποτίζει» όλο το μυθιστόρημα από την αρχή ως το τέλος. Αν δεν ήταν ιστορικό μυθιστόρημα θα μπορούσε να ονομαστεί και «ο απόλυτος οδηγός για το αψέντι».
Η δεύτερη αφήγηση, είναι αυτή της παρέας του Αλφρέντ, περιθωριακού Γάλλου λογοτέχνη. Στο κύμα χαράς και δημιουργικότητας, που έχει κατακλύσει το Παρίσι κοντά στην αλλαγή του αιώνα, κυλά η ζωή του, μέσα από τη φιλία του με τη Ρασίλντ, τον Πάμπλο, τον Γκιγιώμ και άλλους λογοτέχνες και καλλιτέχνες της εποχής, την αγάπη του για το ψάρεμα και τον εθισμό του για το αψέντι, τα έργα, τις παραστάσεις και την παταφυσική του, την επιστήμη των φανταστικών λύσεων σε φανταστικά προβλήματα. Πληθωρικός, εκκεντρικός, με δυνατούς συμπρωταγωνιστές, περνά μέσα από τα λόγια του τη θεωρία της τέχνης και της λογοτεχνίας, τις ιδέες της εποχής, τις ανθρώπινες σχέσεις, την αυθόρμητη τρέλα και τη λαχτάρα για ζωή. Η πορεία του ταυτίζεται με την πορεία της Πράσινης Νεράιδας και το τέλος τους είναι κοινό.
Η τρίτη αφήγηση αφορά όλους αυτούς που πολεμούν το αψέντι για τους δικούς τους λόγους. Είναι οι δολοφόνοι της έμπνευσης, της Πράσινης Νεράιδας, των ανθρώπων, του ίδιου του Αλφρέντ. Παίρνουν τη μορφή του Ζακ, ενός χωρικού που έχασε τη δουλειά του εξαιτίας του αψινθιού, των συντηρητικών θρησκόληπτων ομάδων που ζητούν την απαγόρευσή του, του Μαρτσέλο που ήρθε από την Αμερική ειδικά γι' αυτόν τον σκοπό.
Οι τρεις αυτές αφηγήσεις δένουν δεξιοτεχνικά με την κινηματογραφική γραφή της Ιωάννας Αμπατζή, δημιουργώντας το πορτραίτο μιας εποχής στην έξαψη της αλλαγής του αιώνα, ένα υφαντό χρωμάτων, συναισθημάτων και εικόνων που σε συντροφεύουν κι αφότου κλείσεις το βιβλίο.

Η Ιωάννα Αμπατζή είναι Φιλόλογος της γαλλικής (ΑΠΘ) με μεταπτυχιακές σπουδές στη Θεατρολογία (Washington State University, USA) και τη Δημιουργική Γραφή (Παν. Δυτ. Μακεδονίας, Φλώρινα). Έχει ασχοληθεί ερευνητικά με τη σημειολογία και την κοινωνιογλωσσολογία, τη σουρεαλιστική ποίηση και την παιδική λογοτεχνία του φανταστικού. Ζωγραφίζει, εικονογραφεί, κάνει γλυπτά και διδάσκει μαθήματα δημιουργικής γραφής. Συγγραφικά της έργα έχουν εκδοθεί από ελληνικούς εκδοτικούς οίκους και κείμενά της έχουν βραβευτεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς.


[1] To LapinAgile σημαίνει στα γαλλικά Σβέλτο Κουνέλι αλλά η προφορά του παραπέμπει επίσης και στην έκφραση Le Lapin à Gill δηλαδή το κουνέλι του Ζυλ.

ΔΩΡΑ - Κλικ σε εκείνο που θέλετε για πληροφορίες και συμμετοχές
Pelota, Σταμάτη Γιακουμή4ος όροφος, Μάριου ΛιβάνιουΗ φυγή των τεσσάρων, Χάρη ΜπαλόγλουΑγόρια και κορίτσια, Δημήτρη ΣιάτηΣαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ, Αντώνη ΠαπαδόπουλουBackpack: Ιστορίες χίμαιρεςΑπό τις στάχτες της Καντάνου, Χριστίνας Σουλελέ
Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΟι τρεις πίνακες, Βαΐας ΠαπουτσήΈξι τίτλοι από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΤο κορίτσι της Σελήνης, Μαργαρίτας ΔρόσουΤο ανυπεράσπιστο αγόρι, Αλέξανδρου ΠιστοφίδηΡόνι ο Σαλιγκαρόνης, Χριστίνας ΔιονυσοπούλουΗ περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη, Ευαγγελίας Τσαπατώρα