Οι μόνες σκέψεις που έκανε για εκείνο που στεκόταν απέναντί της ήταν πως μπορούσε να μετατρέπει τον ψυχισμό της, να αλλάζει τις αισθήσεις της, την κάθε χρονική στιγμή. Εκείνο είχε την ιδιότητα να το κάνει και το κατάφερνε κάνοντάς την να νομίζει πως ήταν κάποια άλλη.
Κοιτούσε εκείνο το κάδρο, τον σκοτεινό καθρέφτη που είχε απέναντί της ενώ σκόρπιες αναμνήσεις ξεχύνονταν από μέσα του πλαισιώνοντάς την σαν ομίχλη. Αργά και νωχελικά σαν καπνός έβγαιναν από το λημέρι τους, που βρισκόντουσαν κρυμμένες, αγκαλιάζοντας πρώτα τα πόδια της. Μετά άγγιζαν το δέρμα της και σιγά σιγά κατάφερναν να εισχωρήσουν ανάμεσα στους πόρους του δέρματός της αναδομώντας τα κύτταρα και ανασυστήνοντας εκ νέου τον οργανισμό.
Εκείνη έστεκε στη μέση μιας γέφυρας προσπαθώντας ν' αναγνωρίσει αν αναδομούνταν ή διαλυόταν στη μεταφορά κάποιου άλλου μυαλού και σώματος.
Σκεφτόταν πως αυτό που έβλεπε να υλοποιείται μπροστά της ήταν ένα είδος «ανάγνωσης» του εαυτού της. Μία μορφή που έμοιαζε να κωδικοποιεί ένα νεοσύστατο ανθρώπινο σκεύασμα που αποτελούνταν από αγνό κώδικα. Έναν κώδικα που είχε αναλάβει την αντικατάσταση του γενετικού υλικού της.
Τα χρόνια είχαν χάσει τη σημασία τους καθώς η δημιουργία της στιγμής πλέον είχε σηματοδοτήσει νέα όρια, νέους ορίζοντες και επιτέλους μια άφθαρτη νεογέννητη τελειότητα. Η αίσθηση της πρωτόγνωρης γέννησης εκείνης της στιγμής όμως ήρθε για να χαθεί την αμέσως επόμενη καθώς κανείς δεν ήταν σε θέση από τους παλαιότερους να αναγνωρίσει το μεγαλείο της επαναδημιουργίας της. Μόνο εκείνο το κάτι που είχε απομείνει μέσα της, εκείνο που παρατηρούσε τον εαυτό του να χάνεται και να ανασυντάσσεται μπορούμε να πούμε πως κατανόησε ένα μέρος από όλα αυτά.
Είναι όπως όλα τα έμβια όντα, κάνουν τον κύκλο τους και έπειτα πεθαίνουν κάποια στιγμή. Μα η συγκεκριμένη στιγμή όπως είπαμε δεν είχε πια σημασία. Ο θάνατος δεν είχε σημασία.
Το όνομά της δεν είχε σημασία πια.
Εκείνη είχε κατά κάποιο τρόπο παραιτηθεί από τη διαδικασία της ανάσυρσης της μνήμης της. Τι σημασία είχε να το κάνει αυτό αφού μια νέα επανασύσταση μνήμης ήδη άρχιζε να παίρνει σάρκα και οστά;
Αισθανόταν παράξενα καθώς δεν την ενδιέφερε πώς την έλεγαν. Δεν θυμόταν το όνομά της πλέον καθώς ένιωθε πως δεν είχε σημασία. Ότι είχε, κατά κάποιο, τρόπο παραιτηθεί πάλι δεν την ένοιαζε ενώ αυτό που γινόταν τώρα ήταν να κοιτά την αντανάκλαση του εαυτού της νιώθοντας ένα παράξενο μούδιασμα.
Άλλωστε το μυαλό της βοηθούσε σε όλη αυτή την κατάσταση καθώς αποδεχόμενο τις συνέπειες τις διαδικασίας που γινόταν άλλαζε και αυτό και της προέβαλλε εικόνες από άλλες πραγματικότητες και διαστάσεις. Μαζί με την ανάγνωση όλων αυτών των πληροφοριών εμφανίστηκε η ερώτηση μέσα στο μυαλό της: «Τι νόημα έχει η συνείδηση του τώρα από τη στιγμή που δεν τη βιώνεις;». Το αποτέλεσμα, ή μάλλον η απάντηση της ερώτησης αυτής, ήταν η λογική αίσθηση της παραίτησης από κάθε βίωμα. Γιατί το σώμα αισθάνεται, μεταφράζοντας σε συναίσθημα αυτό που βιώνει.
Έτσι εκείνη χανόταν ενώ γλιστρούσε στο άπειρο μιας αιώνιας θάλασσας και κάποια στιγμή είχε την αίσθηση της κυριαρχίας του εαυτού της. Δεν την ένοιαζε τίποτα καθώς δεν είχε πια φόβο. Ακόμα και αν εκείνα τα θαλάσσια τέρατα που βρισκόντουσαν στο βυθό της θάλασσας και οι τυφώνες κοντά της δεν την απειλούσαν πια.
Με την αίσθηση του παραμυθιού, που υπήρχε μπροστά της σαν φόβος, κάτι μέσα της της έλεγε να ανοίξει τα μάτια της, να ξυπνήσει ώστε να δει την πραγματικότητα που ξετυλίγονταν μπροστά της. Μα όταν ένιωσε πως έπρεπε να κάνει κάτι για να ξυπνήσει, κάτι μέσα της δημιουργήθηκε, ένα ενοχικό και παράλληλα απειλητικό συναίσθημα στο μουδιασμένο σώμα της.
«Ποια είμαι εγώ ώστε να αισθανθώ; Κινούμαι; Τι θα κερδίσω από αυτό;»
Ξαφνικά η νεοσύστατη συνείδησή της έκανε κάτι παράλογο. Της έδωσε να καταλάβει πως για όλα υπάρχει μια αρχή, ένα νέο μοναδικό ξεκίνημα. Μα εκείνη ακριβώς τη στιγμή που το σκεφτόταν, εκείνο που στεκόταν απέναντί της και έμοιαζε με την ακριβή αντανάκλασή της, την πρόλαβε. Έκανε την κίνηση του χεριού της πριν την κάνει εκείνη. Της υποδείκνυε ενοχικά πως εκείνο ήταν κυρίαρχο και πως πρωταρχικά δημιουργούσε την αρχή της ροής της κίνησής της. Της έδινε να καταλάβει πως κατά κάποιο περίεργο τρόπο εκείνη ήταν το αντίγραφο του εαυτού της...
Εκείνη με φόβο και ενοχή προσπάθησε, τόλμησε και κατάφερε να σηκώσει το χέρι της. Να αγγίξει το πρόσωπο του ειδώλου.
Το κοίταζε και αντίκριζε πως τα μάτια της ήταν υπέροχα. Σκέφτηκε πως τόση ομορφιά είχε διάρκεια στο διηνεκές και πως ήταν τόσο υπέροχο πως μπορούσε να κινήσει γη και ουρανό ώστε να υπάρξει μαζί του. Ήταν απόλυτα σίγουρη πως καθώς ο κόσμος άλλαζε χιλιετηρίδες εκείνη θα βρισκόταν μαζί του αγνοώντας κάθε είδους θνητότητας. Το σώμα της θα είχε, και τώρα ένιωθε πως κατείχε τις εντολές, τις λειτουργίες της αιώνιας δημιουργίας αφού δεν θα αρρώσταινε, ούτε θα πέθαινε αλλά θα κατάφερνε συνέχεια να υπάρχει.
Οι σκέψεις της όμως ήταν δικές της; Ο εαυτός της της ανήκε; Και αν αυτό ήταν αλήθεια πώς θα αισθανόταν εκείνο που την αντικατόπτριζε;
Σκεφτόταν μήπως του μιλήσει και αντλήσει κάποια πληροφορία. Πως εκείνο μπορεί να ήξερε το όνομά της, δηλαδή το δικό τους κοινό όνομα. Ίσως αν το θυμόταν πρώτη να μιλούσε στην αντανάκλασή του κάνοντάς το να καταλάβει ότι εκείνη ήταν η πρώτη δημιουργία. Ότι εκείνη κατείχε την ταυτότητα και κυριότητα του εαυτού της και κατά συνέπεια να κάνει εκείνη την πρώτη κίνηση αφοπλίζοντας εκείνο το άγνωστο που υλοποιούνταν μπροστά της.
Έπειτα εμφανίστηκε η αίσθηση πως η ομιλία προέτρεχε της σκέψεώς της. Η λέξη που έβγαινε από τα χείλη της και που στην αρχή έμοιαζε σαν κλάμα μωρού παιδιού, που βγαίνει πρώτη φορά στον κόσμο, ήταν η πραγματική απόδειξη του εαυτού της. Ένα όνομα, εκείνο που αιωρείται στην ατμόσφαιρα σαν βέλος.
...του λέει ονομάζομαι... εσύ ποια είσαι;
Μέχρι εκείνη τη στιγμή το παράξενο είδωλο απέναντί της υπήρχε σαν ρυτίδα, μια σχισμή που έπλεε στην ροή του χρόνου. Τώρα έμοιαζε να έχει έρθει πιο κοντά της και την κοιτούσε ανέκφραστο χωρίς να αντιγράφει ακριβώς την κίνησή της. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβε πως ήταν κάτι άλλο αυτό που στεκόταν από την άλλη μεριά και όχι το είδωλό της.
Το αφοπλιστικό της υπόθεσης ήταν η παραίτηση της σπουδαιότητας της στιγμής. Εκείνο παραιτήθηκε από οτιδήποτε αντιπροσώπευε με ένα απαθές χαμόγελο απέναντί της και έπειτα χάθηκε στο πηχτό σκοτάδι που βρισκόταν πίσω του.
Τότε εκείνη σηκώθηκε και πήγε να το πιάσει μα έμεινε μόνη στο σκοτάδι να κοιτά το τίποτα χωρίς ελπίδα. Και τότε κάτι ακόμα πιο περίεργο έγινε και η αναφορικότητα άλλαξε. Εκείνη μιλούσε για πρώτη φορά στον εαυτό της και όχι σε κάποιο τρίτο πρόσωπο.
Μπορούσα να ακούω μόνο την αναπνοή μου. Όταν πήγα να μιλήσω δεν έβγαινε τίποτα σαν εκείνο να μου είχε κλέψει την ομιλία μου, την μοναδική απόδειξη της ταυτότητας του εαυτού μου. Το όνομά μου. Πώς θα αποδείκνυα τώρα πως εγώ ήμουν ο αυθεντικός άνθρωπος και όχι ένα αντίγραφο;
Κάθισα μόνη στο σκοτάδι και σιγά παρατήρησα αυτό που εμφανιζόταν μπροστά μου. Νέο, όμορφο με μακρυά μαλλιά, ακριβώς όπως κι εγώ. Απέναντί μου ακούγονταν η φωνή της, που ηχούσε σαν μελωδία στον χρόνο διαλύοντας το σκοτάδι που βρισκόμασταν. Ανάμεσά μας υπήρχε κάτι σαν γέφυρα που την αισθανόμουν και που μεταβίβαζε τις αισθήσεις της. Μέσα από αυτή τη διαδικασία ένιωθα πως ολοκληρωνόμουν ακόμα περισσότερο ενώ μέσα μου η φλόγα για εκείνο που ονομαζόταν ζωή μεγάλωνε.
Η αναφορικότητα του εαυτού άλλαξε και εκείνο που αποκαλούσα «αυτό», έγινε «εγώ». Ένιωσα όμορφα καθώς τώρα μπορούσα να εκφραστώ καλύτερα. Να μιλήσω πιο εσωτερικά, πιο εμπειρικά. Με το εγώ. Τώρα μπορούσα να πω σε κάποιους σαν εσάς την ιστορία μου για το ταξίδι που έκανα στις χώρες του κόσμου, εκείνες που μου «έκλεψαν» την ομιλία μου καθώς έγινα γνώστης όλων σχεδόν των γλωσσών του κόσμου.
Τώρα που έχασα την δική μου γλώσσα κατάφερα να κλειστώ στον εαυτό μου, να σκεφτώ ποια και πού ήμουν πριν έρθω εδώ. Έκλεινα τα μάτια και εκείνες οι αισθήσεις μού φανέρωναν εικόνες από άλλες εποχές, περιοχές μακρινές. Θυμήθηκα πως είχα ταξιδέψει σε μέρη μακρινά, πρωτόγνωρα. Μα όσο το έκανα τόσο ένιωθα πως άλλαζα. Οι λέξεις μέσα μου διαφοροποιούνταν όσο ταξίδευα σε κάθε εποχή, σε κάθε χώρα.
Πλέον δεν ανήκα σε εκείνον τον σκοτεινό χώρο που θυμόμουν ότι προερχόμουν. Τώρα μπορούσα να ξεχυθώ σαν χείμαρρος στον κόσμο, να μάθω τέχνες, να τριγυρίζω στα σοκάκια των πόλεων, να ερωτευθώ, να γελάσω, να χαρώ. Επιτέλους να παρατηρήσω εκείνο που δεν αντίκριζα στην αντανάκλαση του εαυτού μου. Το χαμόγελό της, το χαμόγελό μου.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Vandana Singh (Sufi Souls, λάδι σε καμβά)