Whiteweight

Hlín Leifsdóttir

Πίνακας Μαργαρίτας Τελιανίδου (Το πρώτο χιόνι)

Λευκή πλημμύρα


Σαν ο ουρανός βαραίνει τα γυμνά δέντρα
και η νύχτα ταλαντεύεται στα κλαριά τους
λίγο πριν πέσει
στους ώμους μιας μικρόσωμης γυναίκας
που πίσω στο σπίτι της οδεύει
με μια τσάντα πλαστική, που βρίθει από έλλειψη
                                τότε δε θα τον μνημονεύσουμε
σαν το μικρό αγόρι
με έναν πλέον διάτρητο χαρταετό
γεμίσει τον ουρανό με τον ήχο των σχισμένων του φτερών
                                τότε, δε θα πούμε λέξη για αυτόν
σαν η γυναίκα το κεφάλι της σηκώσει
και δει τις κορυφές των δέντρων που τον ουρανό ματώνουν
ενώ το αγόρι έκπληκτο κοιτά
τα άφυλλα δέντρα, τώρα εμπρός να τεντώνουν τα κλαριά τους
λες κι έχουν ξανά ανταμωθεί
με τα χαμένα κόκκινά τους φύλλα
                                τότε,
                                ειδικά τότε,
                                δε θα μιλήσουμε για αυτόν
και ύστερα
αφότου θα έχουμε περιπλανηθεί ως τα βάθη του δάσους
και τα πουλιά θα έχουν πετάξει μακριά
αφήνοντας στα κλαριά που κάποτε έστεκαν
μονάχα μια λευκή σιγή
με τον ήχο των βημάτων πια υπόκωφο
και τα χνάρια μας να έχουν πια κρυφτεί
ο δρόμος του γυρισμού θα έχει πλέον χαθεί
κι όσο ο ουρανός ροδίζει
                                τότε, δε θα τον μνημονεύσουμε
                                δε θα πούμε ξανά ούτε λέξη για εκείνον
αντιθέτως, θα θυμόμαστε
εν μέσω της λευκής σιγής
τις νιφάδες που λησμόνησαν βροχή να γίνουν
όσο διέσχιζαν τους θερμούς ανέμους
στο ταξίδι τους προς στη γη
                                γιατί δεν είναι άλλωστε ταιριαστό
                                που ενόσω τις φωνές μας χάνουμε
                                να θυμηθούμε ότι αυτές λαλιά δε θα έχουνε ποτέ;
Πόσο μάλλον χτύπο στη σιδερένια στέγη
και στα τζάμια
της μικρής σοφίτας
από αυτούς που νανουρίζουν τα παιδιά
Όχι, όχι περισσότερο απ' όσο εμείς
που πια δε μπορούμε καν να ψιθυρίσουμε
μπορέσαμε να τραγουδήσουμε
Ας μην τις λησμονούμε
καθώς το μονοπάτι του γυρισμού χάνεται
και τα κλαριά βαραίνουν από τη σιωπή
                                Και ελπίζουμε ότι θα έχει αποκοιμηθεί ζεστά,
                                και ελπίζουμε ότι θα ονειρεύεται γλυκά,
                                κι εμείς δε θα τον μνημονεύσουμε ποτέ ξανά

🌾

Whiteweight


When the sky strains bare trees
night dangles from their branches
onto the shoulders of a slight woman
on the walk home
with a plastic bag, overfull with its own emptiness
                                now, we won't bring him up
When a little boy with a torn kite
Sweeps the sky with the beating of frayed wings
                                now, we won't say one word about him
When the woman looks up
and sees the treetops have scraped the sky to blood
and the boy gapes in wonder
at the leafless trees, now stretching their branches
toward a return
of the red leaves they've lost
                                we will not
                                least of all now
                                speak of him
And later
when we've long wandered into the woods
and the birds have flown off
leaving in their stead white quiet on the branches
the sound of footsteps, muffled
our footprints, covered
the path back finally lost
as the sky pinkens
                                Then we will never again speak
                                not a single word of him
Instead, we'll remember
in the midst of the white silence
of grains of snow that forgot to melt into rain
in the warming air on the way to earth
And isn't it fitting
that just as we lose our voices
we remember they'll never have a voice?
Much less beat against the iron roof
and the window panes
of the little attic room
lulling the child to sleep
No, no more than we
who can no longer whisper
are made able to sing
We remember them
as the path back vanishes
and branches bend under the heft of silence
                                And we hope he's sound asleep
                                We hope he's dreaming sweetly
                                We will never mention him again

🌾

Copyright © Hlín Leifsdóttir All rights reserved
Μετάφραση από τα ισλανδικά στα αγγλικά: Meg Matich
Μετάφραση στα ελληνικά: Michelle Morgan Houwers
Σημειώσεις:
Ο αγγλικός τίτλος του ποιήματος, Whiteweight, αποτελείται από τις λέξεις white(=λευκός) και weight(=βάρος) και μεταφράζεται κυριολεκτικά ως «αυτός που έχει λευκό βάρος». Ο πρωτότυπος τίτλος στα ισλανδικά είναι «Hvítflæði» και πρόκειται για μια φτιαχτή λέξη, που σημαίνει λευκή πλημμύρα, και ομοιοκαταληκτεί με τη λέξη hvítblæði (που σημαίνει λευχαιμία), κάτι που στα ισλανδικά μπορεί να ακούγεται όμορφο και τρομακτικό ταυτόχρονα.
Το ποίημα διαβάστηκε στην εκδήλωση της ομάδας «Απόδραση στον λόγο και την τέχνη» με θέμα «Ποίηση και φτώχεια - αφιέρωμα στις κοινωνικές κουζίνες» που πραγματοποιήθηκε στις 19 Ιουνίου 2022 στο Locomotiva.
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Μαργαρίτας Τελιανίδου (Το πρώτο χιόνι)
Ανταπόκριση για το koukidaki: Θεοχάρης Παπαδόπουλος
Επιμέλεια ανάρτησης: Τζένη Κουκίδου