Το βραβείο

Σταυρούλας Δεκούλου

Το βραβείο, Σταυρούλας Δεκούλου

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12

Ο καιρός περνούσε και οι συναντήσεις των δυο νέων πύκνωναν ολοένα και περισσότερο. Ο Στέφανος ταξίδευε και η μητέρα της Ελένης, μη θέλοντας να τη στενοχωρεί, της επέτρεπε την έξοδο με τις φίλες της, χωρίς ποτέ όμως να περάσει από το μυαλό της πως οι αθώες συναντήσεις της Ελένης ήταν με τον Ορέστη Θαλασσινό. Όμως ο έρωτας κρύβει κινδύνους ειδικά όταν έχει να κάνει με απονήρευτα παιδιά ή ανώριμους ενήλικες. Σαν πληροφορήθηκε η μητέρα της Ελένης τη σχέση της με τον ποιητή, άστραψε και βρόντηξε μέσα στο σπίτι και για πρώτη φορά μάλωσε πολύ σοβαρά με τη μοναχοκόρη της. Της απαγόρευσε την έξοδο και της έκοψε κάθε επικοινωνία με τον Ορέστη. Κόντεψε να σκάσει η νεαρή κοπέλα από τη στενοχώρια της. Έπεσε στο κρεβάτι και δεν έλεγε να σηκωθεί. Η μητέρα της τηλεγράφησε στον αδερφό της. Σε λιγότερο από πέντε μέρες ο Στέφανος έπιασε λιμάνι στον Πειραιά.
    Πριν ακόμα πάει να δει τη γυναίκα του τη Μυρτώ, πέρασε από το πατρικό του. Αφού αγκαλιάστηκαν σφικτά μάνα και γιος, κανακεύοντας ο ένας την αγάπη του άλλου, η μητέρα του είπε στον Στέφανο όσα είχαν συμβεί με την μικρή του αδερφή, τον τσακωμό τους και την απόσυρση της μικρής στο δωμάτιό της που κόντευε να αρρωστήσει. Λίγα λεπτά αργότερα ο Στέφανος χτυπούσε την πόρτα του δωματίου της μικρής του αδερφής.
— «Ποιος είναι;» άκουσε από μέσα ό,τι είχε απομείνει από την αδερφή του.
— «Ελένη μου, ο Στέφανος είμαι. Άνοιξε μάτια μου. Μη με στενοχωρείς κι ήρθα από την άλλη άκρη του κόσμου για σένα» της είπε. Η πόρτα ξεκλείδωσε και η μικρή του αδερφή έπεσε απαρηγόρητη στην αγκαλιά του.
— «Στέφανε, αδερφούλη μου, τι θα κάνω; Τι θα γίνω; Θα τρελαθώ!» είπε.
— «Ε, κοριτσάκι μου» είπε ο Στέφανος. «Τι λόγια είναι αυτά; Για ένα φλερτ θα τινάξεις τη ζωή σου στον αέρα; Εντάξει όλοι ερωτευτήκαμε πρώτη φορά, αλλά δεν κάναμε έτσι. Και μετά τι ήθελες να κάνει η μητέρα; Να σε αφήσει να τριγυρνάς εδώ κι εκεί και να σε κακοχαρακτηρίζουν οι γνωστοί και οι άγνωστοι; Κι εσύ γιατί δεν της μίλησες; Δεν θα σου χάλαγε χατίρι αν ήσουν ειλικρινής μαζί της».
— «Αχ, Στέφανε δεν καταλαβαίνεις. Τα πράγματα είναι πολύ πιο σοβαρά. Τον Ορέστη τον αγαπώ και θα παντρευτούμε» είπε εκείνη.
— «Ποιον; Τον ποιητή;» είπε ο Στέφανος προσπαθώντας να μη δείξει την άρνησή του.
— «Ναι, τον ποιητή, Γιατί κακό είναι; Αφού μ' αγαπάει» επέμεινε η Ελένη.
— «Αφού σε αγαπάει Ελένη μου, γιατί δεν ήρθε τόσες μέρες στη μητέρα να της εξηγήσει και να λήξει η παρεξήγηση; Δεν ξέρει ότι είσαι ένα κορίτσι από σπίτι και ότι ελέγχεσαι από την οικογένειά σου; Δεν ξέρει ότι είσαι ανήλικη; Γιατί δε σεβάστηκε ότι ο πατέρας έχει πεθάνει κι ότι εγώ ταξιδεύω; Ήταν ανάγκη να φέρει και τη μαμά και εσένα σ' αυτή τη θέση;» τη ρωτούσε ο Στέφανος και μάτωνε η καρδιά του που έπρεπε να παίξει αυτός τη φωνή της λογικής.
    Η Ελένη είχε κολλήσει τα μάτια στο πάτωμα και δεν έβγαζε άχνα. Μια έκλαιγε, μια αναστέναζε, μια σιωπούσε. Κάποια στιγμή πήγε να σηκωθεί. Αφήνοντας όμως έναν αναστεναγμό λιποθύμησε μπροστά στα έντρομα μάτια του αδερφού της. Πετάχτηκε όρθιος ο Στέφανος, την πήρε στα χέρια του και φώναξε τη μάνα τους.
— «Μάνα έλα γρήγορα. Η Ελένη λιποθύμησε. Έλα κάτσε εδώ κοντά της και φέρε και την κολόνια να τη συνεφέρουμε. Εγώ πάω να φέρω τον γιατρό Δημητριάδη. Ακόμα εδώ δίπλα δεν μένει;»
— «Ναι, γιε μου» είπε η γυναίκα και μπήκε τρέχοντας στο δωμάτιο. «Αχ, κοριτσάκι μου, τι έπαθες;» έλεγε και τα χέρια της έτρεμαν από την αγωνία. «Μπα, που κακό να τον βρει, τον παλιάνθρωπο. Φωτιά που μου άναψε μέσα στο σπίτι μου. Αχ, και να ζούσε ο πατέρας σου! Ακόμα θα έτρεχε να κρυφτεί» έλεγε κι έλεγε η κυρία Αρετή και έτριβε και τα χέρια της Ελένης με την κολόνια, η οποία μετά από λίγο συνήλθε. Κοίταξε τη μαμά της μ' ένα πολύ ένοχο βλέμμα και δεν έβγαλε λέξη. Εκείνη την ώρα μπήκε μέσα και ο αδερφός της με τον γιατρό. Η Ελένη γούρλωσε τα μάτια. Τώρα πια δεν υπήρχε γυρισμός. Η μητέρα της πέρασε έξω μαζί με τον αδερφό της κι εκείνη έμεινε με τον γιατρό μέσα στο δωμάτιο. Λίγη ώρα μετά ο γιατρός βγήκε κλείνοντας πίσω του την πόρτα.
— «Μπορούμε να μιλήσουμε κάπου ήσυχα και ήρεμα;» ρώτησε μάνα κι αδερφό που περίμεναν απ' έξω.
— «Ναι, γιατρέ» είπε ο Στέφανος. «Ελάτε, πάμε κάτω στο σαλόνι».
— «Αυτό που θα σας πω δεν είναι εύκολο» είπε ο γιατρός χαμηλόφωνα όταν έκατσαν στο σαλόνι. «Θέλω να είστε ψύχραιμοι και να μην φερθείτε παρορμητικά».
    Ολόκληρος ο ουρανός έπεσε και πλάκωσε την κυρία Αρετή. Τι να ήθελε να πει ο γιατρός και ήταν τόσο σοβαρός; Μήπως ήταν άρρωστη η κόρη της; Ήταν δυνατόν ο Θεός να θέλει να πάρει και το στερνοπούλι της; Δεν έφτανε που τόσο νέα είχε μείνει μόνη στη ζωή, μεγαλώνοντας τα παιδιά της χωρίς να έχει κάποιον να μοιραστεί μήτε τη χαρά μα μήτε και τη λύπη της; Και τώρα τι; Τι είχε έρθει να ταράξει την ισορροπία του σπιτικού της;
— «Μα, για όνομα του Θεού, γιατρέ» είπε η κυρία Αρετή. «Τι συμβαίνει; Είναι τόσο σοβαρά το παιδί; Μη μας κρατάτε σε αγωνία».
— «Η μικρή δεν είναι άρρωστη. Χαίρει άκρας υγείας. Όμως...» κόμπιασε ο γιατρός.
— «Όμως τι;» ρώτησε ο Στέφανος.
— «Η κόρη σας είναι έγκυος, κυρία Θεοτοκάτου».
— «Τι…;» είπαν με μια φωνή μάνα και γιος.
— «Σύμφωνα με όσα μου είπε και βάσει της αντικειμενικής εξέτασης, η Ελένη πρέπει να βρίσκεται ήδη στον τρίτο μήνα κύησης. Αυτό καθαυτό δεν αποτελεί πρόβλημα βέβαια, μιας και η κοπέλα είναι υγιής και η φύση έχει προετοιμάσει το σώμα της για την κατάσταση μιας κυοφορίας, αλλά...» συνέχισε ο γιατρός, αλλά ο Στέφανος τον διέκοψε.
— «Μα η Ελένη μας είναι ακόμα παιδί» είπε ο Στέφανος.
— «Κατάλαβα γιατρέ» είπε με κομπιασμένη φωνή η μητέρα. «Σας ευχαριστώ πολύ».
— «Θέλω να στηρίζεστε στην απόλυτη εχεμύθειά μου» είπε ο γιατρός. «Για οτιδήποτε με χρειαστείτε θα είμαι στη διάθεσή σας. Θέλω να με βλέπετε ως φίλο πρώτα και μετά ως επιστήμονα».
— «Ευχαριστούμε πολύ γιατρέ» είπε ο Στέφανος και τον οδήγησε ως την πόρτα. Πριν φύγει, ο γιατρός γύρισε και κοίταξε τον Στέφανο.
— «Στέφανε, γνωρίζεις τη φιλία που με συνέδεε με τον πατέρα σου. Θέλω να είσαι προσεχτικός παιδί μου. Για όλα τα θέματα υπάρχουν λύσεις. Καμιά φορά όμως λύνοντας ένα πρόβλημα γεννάμε δυο καινούρια. Σαν πατέρας σου μιλώ. Να σκεφτείτε και να πράξετε με σύνεση και ό,τι με χρειαστείς ξέρεις πού θα με βρεις» είπε και γύρισε να φύγει.
    Ο Στέφανος γύρισε στο σαλόνι όπου η μητέρα του ήταν σε κατάσταση σοκ. Ούτε που φανταζόταν ποτέ ότι η μοναχοκόρη της, που την είχε αναθρέψει με τόση προσοχή, που πήγαινε στα καλύτερα σχολεία και που περίμενε να μπει στην Καλών Τεχνών για να σπουδάσει ζωγραφική που ήταν το πάθος της, θα έδινε μια κλοτσιά στο μέλλον της, θέτοντας τόσο τον εαυτό της όσο και το όνομά της σε κίνδυνο, εμπιστευόμενη τον πρώτο νεανίσκο που θα της πούλαγε λίγα όμορφα λόγια.
    Ο Στέφανος σαν να κατάλαβε τις σκέψεις της μητέρας του, την έπιασε από το χέρι και της είπε, «Μάνα, δεν είναι ώρα τώρα για κατήχηση ούτε για καβγά. Η Ελένη θέλει προσοχή. Πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε και πώς θ' αντιμετωπίσουμε όλο αυτό. Άσε να πάω εγώ, να δω τι θα μου πει». Γύρισε την πλάτη του κι ανέβηκε τα σκαλιά ως το δωμάτιο της Ελένης. Χτύπησε απαλά την πόρτα και σαν απάντησε η αδερφή του μπήκε στο δωμάτιο. Έκατσε στην άκρη του κρεβατιού και κοιτώντας τη στα μάτια της είπε, «Ελένη, πώς εσύ, ένα μικρό κορίτσι επέτρεψες να συμβεί κάτι τέτοιο;» Η φωνή του Στέφανου ήταν θυμωμένη. Είχε όμως τόση αδυναμία στη μικρή του αδερφή, την Ελένη, που δεν μπορούσε να της φωνάξει. Ούτε καν τώρα που είχε μάθει κάτι σχεδόν ασύλληπτο τόσο για την οικογένειά τους όσο και για την κοινωνία που ζούσαν.
— «Στέφανε φοβάμαι πολύ» είπε η Ελένη κλαίγοντας. «Πρέπει να με βοηθήσεις» τον ικέτεψε κι έπεσε στην αγκαλιά του. Σφίχτηκε η καρδιά του καπετάνιου σαν την είδε να κλαίει.
— «Ελένη μου, δεν μου είπες πως αυτός σ' αγαπάει και θέλει να ζήσετε μαζί, να παντρευτείτε;» τη ρώτησε κοιτάζοντάς τη στα μάτια και χαϊδεύοντας γλυκά το μουσκεμένο από δάκρυα προσωπάκι της. Μα ήταν τόσο μικρούλα, πώς θα γινόταν μαμά, αυτό το μικρό κι εύθραυστο πλάσμα.
— «Ναι, έτσι μου είπε» του απάντησε εκείνη.
— «Ωραία. Πες μου πού μπορώ να τον βρω. Θα πάω να του μιλήσω» είπε ο αδερφός της. «Αν όλα είναι όπως τα λες και τα λέει κι αν η απόφασή σου είναι να γίνεις μαμά στα δεκαεπτά σου, εγώ θα σε στηρίξω και θα σταθώ πλάι σας. Αν όμως τα πράγματα δεν είναι έτσι, τότε εσύ κι εγώ θα πρέπει να μιλήσουμε σοβαρά για το τι θα κάνουμε. Έλα ξεκουράσου τώρα στην κατάστασή σου κι αύριο με το καλό θα δούμε πώς θα πορευτούμε».
— «Αγαπημένε μου, μονάκριβέ μου. Σ' ευχαριστώ αδερφούλη μου» είπε η Ελένη και τον φίλησε όλο λατρεία. Ξάπλωσε στο κρεβάτι της και ο Στέφανος τη σκέπασε. «Είναι ακόμα παιδί» σκέφτηκε ο Στέφανος βλέποντάς τη. «Πώς μπόρεσε να το κάνει αυτό σ' ένα παιδί;» έσφιξε τις γροθιές του και βγήκε από το δωμάτιο.
    Αφού μίλησε με τη μητέρα του, λέγοντάς της να κρατήσει την ψυχραιμία της και να φροντίσει ώστε η Ελένη να είναι ήρεμη, έφυγε να πάει να δει τη γυναίκα του. Η Μυρτώ του, πόσο του είχε λείψει! Δυο μήνες είχε να τη δει. Την είχε ενημερώσει πως θα πήγαινε πρώτα από το πατρικό του γιατί η αδερφή του ήταν σε κακά χάλια. Ποτέ δεν του παραπονιόταν η Μυρτώ. Ήταν το πιο γλυκό και καλόκαρδο πλάσμα που 'χε συναντήσει στη ζωή του. Από την πρώτη στιγμή που την είχε αντικρίσει σ' έναν χορό, τον προηγούμενο χρόνο, είχε μαγευτεί από την ηρεμία και την ευγένειά της, από την οξύνοια και το γλυκό της πρόσωπο. Πριν περάσουν τρεις μήνες από τη γνωριμία τους, ο Στέφανος της είχε ζητήσει να τον παντρευτεί κι εκείνη είχε δεχτεί χωρίς δεύτερη σκέψη. Ο γάμος τους, μεγαλόπρεπος και πλούσιος, έφερε μεγάλη χαρά και στις δυο οικογένειες. Βέβαια, η νιόπαντρη Μυρτώ, συχνά έμενε μόνη της αφού ο Στέφανος ταξίδευε, αλλά ήλπιζε ότι ένα παιδάκι σύντομα θα ερχόταν να προστεθεί στη οικογένειά τους κρατώντας της συντροφιά και γλυκαίνοντας λίγο την απουσία του άντρα της.
    Μόλις άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο σπίτι του, η Μυρτώ έπεσε στην αγκαλιά του τρελή από χαρά. «Αγάπη μου, καλώς όρισες. Θησαυρέ μου» έλεγε και τον φίλαγε ασταμάτητα.
— «Μυρτώ μου, Μυρτούλα μου, γιασεμάκι μου» έλεγε εκείνος κι έλιωναν οι πάγοι ακόμα και στο πιο ψηλό βουνό. «Μα για να σε δω» είπε ο Στέφανος. «Εσύ λάμπεις μάτια μου. Φωτίζεσαι ολόκληρη θησαυρέ μου. Εγώ φταίω γι' αυτό;» ρώτησε ο Στέφανος.
— «Εσύ, μόνο εσύ» του αποκρίθηκε εκείνη.
— «Τόσο πολύ χαίρεσαι που γύρισα μάτια μου;» τη ρώτησε γελώντας.
— «Και οι δυο μας χαιρόμαστε» είπε η Μυρτώ ντροπαλά χαϊδεύοντας την κοιλιά της, με μια συστολή που συνέθλιψε την καρδιά του.
— «Μυρτούλα μου» είπε εκείνος παίρνοντάς την στα χέρια του και γυρίζοντάς την γύρω γύρω. «Το πιο όμορφο δώρο μου έκανες».
— «Δεν ήθελα να στο τηλεγραφήσω ούτε να στο πω από μακριά. Δεν ξέρεις πώς περίμενα να έρθεις! Δεν μπορούσα να κρατηθώ άλλο» είπε εκείνη και τα μάτια της έλαμπαν από ευτυχία.
— «Μα έλα λοιπόν. Κάτσε. Μη μου κουράζεσαι. Κι από αύριο θα κανονίσω να έρχεται και μια γυναίκα στο σπίτι να σε βοηθά. Πρέπει να προσέχεις» είπε ο Στέφανος. Τι παιχνίδια παίζει η ζωή. Το ίδιο γεγονός, πόση χαρά του έφερνε τώρα, ενώ πριν λίγη ώρα του είχε κόψει τα πόδια.
— «Καλά είμαι, μην ανησυχείς. Εσύ πες μου τα νέα σου. Πώς ήταν το ταξίδι σου; Γιατί γύρισες νωρίτερα;» τον ρώτησε.
    Ο Στέφανος της διηγήθηκε όσα συνέβαιναν με την αδερφή του και τη ρώτησε αν γνώριζε κι εκείνη τον Ορέστη Θαλασσινό. Του αποκρίθηκε πως είχε τύχει να τον ακούσει ν' απαγγέλλει σε μια φιλολογική βραδιά μα δεν τον είχε γνωρίσει από κοντά. Περιβαλλόταν συχνά από ένα πλήθος γυναικών που τον ακολουθούσαν κατά πόδας και αρέσκονταν στο να τον ακούν να μιλά, να γελά ή ν' απαγγέλλει. Εκείνης της άρεσαν οι λίγο πιο κλασικοί ποιητές, οπότε η γραφή του δεν την μάγευε όπως τους άλλους. Δεν είπε τίποτα άλλο η Μυρτώ. Εξάλλου μ' αυτόν τον άνθρωπο θα συγγένευαν αφού θα παντρευόταν την Ελένη. Οπότε προτίμησε να μη δημιουργήσει εντυπώσεις προτού ο ίδιος ο Θαλασσινός δώσει τις εξετάσεις του.


Copyright © Σταυρούλα Δεκούλου All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Εξώφυλλο: Ράμπα Τάμπα (Άγγελος Μαρίνου)
Η νουβέλα της Σταυρούλας Δεκούλου, Το βραβείο, δημοσιεύεται κατ' αποκλειστικότητα στο koukidaki σε συνέχειες. Διαβάστε το επόμενο μέρος.