Το βραβείο

Σταυρούλας Δεκούλου

Το βραβείο, Σταυρούλας Δεκούλου

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11

Δεν είχαν περάσει περισσότερες από τρεις μέρες από το φιλολογικό εκείνο πάρτι, όταν η Μαρίνα, η φίλη της Ελένης την επισκέφτηκε στο σπίτι της. Της είχε τηλεφωνήσει πιο πριν και την είχε πληροφορήσει με άκρα μυστικότητα ότι είχε κάτι για εκείνη αφού πρώτα την όρκισε να μην την μαρτυρήσει. Έτσι κι αλλιώς η Ελένη ήταν ένα εχέμυθο πλάσμα, αλλά και η Μαρίνα ήταν η πιο καλή της φίλη. Πώς θα μπορούσε ποτέ να την εκθέσει! Λίγη ώρα αργότερα τα δυο κορίτσια ήταν κλεισμένα στο δωμάτιο της Ελένης και η Μαρίνα έλεγε στη φίλη της όλα όσα είχαν συμβεί.
— «Χτες το απόγευμα είχαμε κατέβει στο κέντρο βόλτα. Η αδερφή μου ήθελε να πάρει ένα καινούριο φόρεμα για τη μέρα των γενεθλίων της. Γυρίζαμε στα μαγαζιά πολλή ώρα και στο τέλος κάτσαμε σε ένα ζαχαροπλαστείο να πιούμε μια πορτοκαλάδα και να ξεκουραστούμε μέχρι να έρθει να μας πάρει ο σοφέρ με το αυτοκίνητο. Και τότε τον είδα…»
— «Ποιον;» ρώτησε η Ελένη.
— «Τον Ορέστη Θαλασσινό… τον ποιητή που συναντήσαμε τις προάλλες στο σπίτι της Κατερίνας».
— «Αααα…» είπε η Ελένη, ενώ ήδη η καρδιά της χτυπούσε πιο γρήγορα. «Και;» ρώτησε δειλά.
— «Τι και, παιδί μου! Τον έχεις συγκλονίσει. Δεν μπορεί να σταματήσει να σε σκέφτεται από εκείνο το απόγευμα, δεν μπορεί ούτε να γράψει μου είπε και θέλει πολύ να σε συναντήσει και να μιλήσετε. Μου έδωσε ένα σημείωμα να σου δώσω», είπε η Μαρίνα με μια ανάσα και έβαλε ένα λευκό διπλωμένο χαρτί στο χέρι της Ελένης.
— «Σημείωμα; Για μένα;» είπε η Ελένη με μια χαριτωμένη συστολή κοιτάζοντας μια το χέρι της και μια τα ανυπόμονα μάτια της Μαρίνας που περίμενε και η ίδια να μάθει τι έγραφε τούτο το διπλωμένο χαρτί.
— «Ναι, Ελένη μου για σένα» απάντησε η Μαρίνα. «Άντε άνοιξέ το να δούμε τι γράφει. Θα το διαβάσουμε μαζί; Έχω τρελαθεί από την αγωνία μου. Η Κατερίνα μου είπε να μην το δεχτώ, αλλά της είπα πως αυτό δεν μπορώ να το κάνω γιατί ο άνθρωπος με εμπιστεύτηκε και στο κάτω κάτω αν αυτή είναι η αρχή ενός μεγάλου έρωτα κι εγώ έχω παίξει τόσο σημαντικό ρόλο… όχι, όχι δεν μπορούσα να αρνηθώ. Μα έλα βρε Ελένη μου… άνοιξε το…» έσφιγγε η Μαρίνα τα χέρια της Ελένης από την αγωνία και η Ελένη γελούσε κι έλαμπε σαν τον ήλιο.
    Ξεδιπλώνοντας το υπόλευκο χαρτί, προσπαθούσε να μετρήσει πόσες τσακίσεις είχε λες και αυτό θα μείωνε το καρδιοχτύπι στην καρδιά της. Η αλήθεια ήταν πως δυο μέρες τώρα η σκέψη του νεαρού ποιητή δεν την είχε αφήσει να κλείσει μάτι.
Τα μάτια σου μια καταιγίδα βρέχουν ασταμάτητα καταμεσής στην καρδιά μου από προχτές και όλες οι λέξεις μου μες στο νερό ξεθωριάζουν και χάνονται. Πρέπει να σε ανταμώσω. Είσαι η μοναδική μου ελπίδα για ξαστεριά πριν πνιγώ κι εγώ ο ίδιος στη θάλασσα θλίψης που δημιουργεί η απουσία σου.
Ορέστης
    Λαχτάρησε η μικρή Ελένη και αναστέναξε η Μαρίνα δίπλα της. Πόσο γλυκά ο έρωτας μάς ζαλίζει και μας δένει τα μάτια! Κι έτσι τυφλοί καθώς οδοιπορούμε είναι πια θέμα τύχης αν όρθιοι θα σταθούμε ή αν θα μας καταπιεί το βάραθρο της αγάπης.
— «Λοιπόν;» ρώτησε η Μαρίνα με αγωνία.
— «Τι λοιπόν;» την κοίταξε συνεπαρμένη η Ελένη.
— «Θα τον συναντήσουμε τον ποιητή;» ξαναρώτησε η Μαρίνα που το ζούσε όσο και η φίλη της αυτό το ταξίδι που ξεκινούσε μπροστά της.
— «Αχ… θα τον συναντήσουμε» είπε και η Ελένη και αγκάλιασε τη φίλη της σφιχτά και ύστερα και οι δυο μαζί άρχισαν να χοροπηδούν σαν μαθητριούλες που μόλις είχαν τελειώσει το σχολείο.


Copyright © Σταυρούλα Δεκούλου All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Εξώφυλλο: Ράμπα Τάμπα (Άγγελος Μαρίνου)
Η νουβέλα της Σταυρούλας Δεκούλου, Το βραβείο, δημοσιεύεται κατ' αποκλειστικότητα στο koukidaki σε συνέχειες. Διαβάστε το επόμενο μέρος.