Σταυρούλας Δεκούλου
Απρίλιος του 1966, Κηφισιά.
Ο Στέφανος ξεκλείδωσε την πόρτα του πατρικού του σπιτιού και μπήκε μέσα. «Μάναααα, γύρισα» φώναξε και η μάνα του μόλις άκουσε τη φωνή του έτρεξε και φωνάζοντας το όνομά του έπεσε στην αγκαλιά του. «Στέφανε, γιόκα μου. Σε ευχαριστώ άγιε μου Νικόλα, που μου τον έφερες πίσω γερό» έλεγε κι έκλαιγε από χαρά η μάνα του Στέφανου και τον αγκάλιαζε και τον φίλαγε. Χρόνια τώρα, που είχαν χάσει τον πατέρα τους, αυτός ήταν ο άντρας της οικογένειας. Ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα τους είχε στερήσει την πατρική φιγούρα από το σπίτι. Η αδερφή του, η Ελένη, ήταν τότε μόλις επτά ετών κι εκείνος ανέλαβε τον ρόλο του πατέρα, να τη φροντίζει και να την κανακεύει. Ίσα που είχε αρχίσει τα ταξίδια στη θάλασσα όταν έχασαν τον πατέρα τους. Έμεινε για λίγο καιρό στην ξηρά να τακτοποιήσει όποιες εκκρεμότητες υπήρχαν και να στηρίξει την αδερφή του και τη μάνα του, που είχε σωριαστεί στη γη από τη μια μέρα στην άλλη. Ευτυχώς δεν υπήρχε πρόβλημα διαβίωσης κι έτσι η οικογένεια είχε να διαχειριστεί μόνο το βαρύ πένθος και τον πόνο της για την ξαφνική απώλεια που είχε βυθίσει όλους τους στη θλίψη.
Η οικογένεια Θεοτοκάτου ήταν μια πολύ εύπορη οικογένεια, πάππου προς πάππου καπεταναίοι, και ο Στέφανος δεν θα μπορούσε να μην τηρήσει την παράδοση. Χώρια που τη λάτρευε τη θάλασσα από μικρός. Έτσι πάρα τις παρακλήσεις της μάνας του εκείνος ακολούθησε τα χνάρια του πατέρα του και σύντομα το όνομά του, παρά το νεαρό της ηλικίας του, ήταν συνώνυμο της ασφάλειας και της σιγουριάς σε κάθε μεσόγειο ή υπερατλαντικό ταξίδι. Είχαν περάσει δέκα ολόκληρα χρόνια από τον θάνατο του πατέρα του. Η μικρή του αδερφή είχε μεγαλώσει. Ήταν πια σωστή δεσποινίδα, που ξόδευε τον ελεύθερο χρόνο της σε πάρτι, φιλολογικές συγκεντρώσεις και εκθέσεις ζωγραφικής, σε κονσέρτα πιάνου και τη Λυρική σκηνή. Όταν ήταν πέντε χρονών η μητέρα της τής είχε φέρει στο σπίτι έναν δάσκαλο μουσικής για να την μάθει πιάνο, αν και η ίδια ήδη της είχε δείξει εμπειρικά κάποια τραγουδάκια στην ασπρόμαυρη λωρίδα του πιάνου που είχαν στο σαλόνι του σπιτιού τους. Εκείνη αγάπησε αμέσως τα λευκόμαυρα πλήκτρα του όπως και τον δάσκαλό της που, με μια μαγική ευκολία, την μύησε στον κόσμο του Σούμπερτ και του Μπαχ. Λίγο πριν τελειώσει το σχολείο είχε ήδη αποφασίσει ότι θα γινόταν καθηγήτρια μουσικής και θα ζητούσε από τη μητέρα της να της ανοίξει ένα ωδείο ολοκληρώνοντας έτσι τη μουσική της φαντασίωση.
Στην Ελένη άρεσε επίσης πάρα πολύ η ποίηση και η ζωγραφική. Ήταν πολύ συνηθισμένο τότε να μαζεύονται οι νέοι σε κάποιο σπίτι και να απαγγέλλουν ποίηση ή να έχουν μαζί τους κάποιον επιφανή ποιητή ή λογοτέχνη που θα μοιραζόταν μαζί τους τους σκαριφισμούς της ψυχής του. Η μικρή αδερφή του Στέφανου Θεοτοκάτου είχε κατακτήσει, μετά από πολλά παρακάλια απέναντι στη μητέρα της, την άδεια να μετέχει κι εκείνη σε αυτές τις συντροφιές, πάντα όμως φεύγοντας νωρίτερα και πολλές φορές με συνοδεία. Η χήρα Θεοτοκάτου έτρεμε μην συμβεί κάτι στην μοναχοκόρη της ή μήπως την κακολογήσουν έχοντας τους προστάτες τους τον ένα στον ουρανό και τον άλλο μεσοπέλαγα.
Ήταν οι πρώτες μέρες του Γενάρη του 1966 όταν ένα κρύο απόγευμα η Ελένη σε μια από αυτές τις ποιητικές συναντήσεις γνώρισε τον Ορέστη Θαλασσινό. Τριάντα χρονών τότε, στο απόγειο της ποιητικής του αναγνώρισης από τους φιλολογικούς κύκλους, έχοντας ήδη κερδίσει ένα πολύ σημαντικό βραβείο ποίησης και έχοντας ταράξει τα λιμνάζοντα νερά των σαλονιών των βορείων προαστίων με την ερωτική και αισθαντική του γραφή. Ψηλός, αδύνατος, με δυο πράσινα μεγάλα μάτια, σαν λίμνες έτοιμες να ξεχειλίσουν το γλυφό τους νερό. Το πρόσωπό του αξύριστο, με ένα επιμελημένο μούσι που τόνιζε τις γωνίες του προσώπου του και το γκρίζο φουλάρι του προσεχτικά δεμένο στον λαιμό του, πρόσδιδε μια ιδιαίτερα γοητευτική και μυστηριακή αίσθηση. Η βαθιά του φωνή έκανε τα κορίτσια, ενώ απήγγειλε ή μιλούσε, να ριγούν συνεπαρμένα ενώ η θλιμμένη ερωτική του γραφή έκανε τις δεσποινίδες, που τον διάβαζαν, να μένουν ξάγρυπνες τα βράδια, ονειρευόμενες πως τους απήγγειλε τους στίχους του. Η Ελένη δεν θα μπορούσε να μείνει ασυγκίνητη. Γοητεύτηκε από την όμορφη γραφή του και τα πράσινα μάτια του, το ψηλό του παρουσιαστικό και τη βαθιά του φωνή.
Όμως κι εκείνος όταν τους συνέστησαν σε ένα φιλικό σπίτι, αμέσως μόλις την αντίκρισε, ένα καρδιοχτύπι του το έσκασε και πήγε κι έκατσε στον λευκό της λαιμό. Το γάργαρο γέλιο της, τα πυρόξανθα μαλλιά της, τα μάτια της, που είχαν το χρώμα της καταιγίδας, τον συνέθλιψαν. Η ευγένειά της και η ενίοτε παιδική της αθωότητα την έκαναν να μοιάζει στα μάτια του σαν πορσελάνινη κούκλα. Κι εκείνος που είχε μάθει να αναπαύεται στις κολακείες και τα κόρτε των γυναικών, ξαφνικά έγινε δέσμιος της συστολής μιας δεσποινίδας.
— «Θεοτοκάτου, είπατε;» ρώτησε ο Θαλασσινός όταν τους γνώρισαν.
— «Μάλιστα» απάντησε εκείνη. «Ελένη Θεοτοκάτου» συμπλήρωσε και χαμήλωσε τα μάτια.
— «Μα όχι, μην το κάνετε αυτό» είπε εκείνος.
— «Ποιο;» ρώτησε η Ελένη.
— «Μην υποτάσσετε την καταιγίδα στο βλέμμα σας. Δεν βλέπετε ότι της υποκλίνομαι;» είπε εκείνος με τη βαθιά του φωνή και το καρδιοχτύπι της Ελένης έσβησε κάθε φωνή λογικής και αυστηρότητας μέσα της.
Copyright © Σταυρούλα Δεκούλου All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Εξώφυλλο: Ράμπα Τάμπα (Άγγελος Μαρίνου)
Η νουβέλα της Σταυρούλας Δεκούλου, Το βραβείο, δημοσιεύεται κατ' αποκλειστικότητα στο koukidaki σε συνέχειες. Διαβάστε το επόμενο μέρος.