Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο -παρακολουθείτε όλα τα είδη- ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθoπλασία: Ο καπετάνιος τση Ζάκυθος * Το κορίτσι της Σελήνης * Οι τρεις πίνακες * Η φυγή των τεσσάρων * Από τις στάχτες της Καντάνου * Σαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ * 4ος όροφος * Τα σπασμένα κομμάτια μιας αγάπης ** Αληθινή ιστορία: Το ανυπεράσπιστο αγόρι ** Διηγήματα: Αγόρια και κορίτσια * Pelota * Backpack: Ιστορίες χίμαιρες ** Διάφορα άλλα: Έξι τίτλοι από τις εκδόσεις Ελκυστής * Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις Ελκυστής ** Για παιδιά: Η περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη * Ρόνι ο Σαλιγκαρόνης

Μύθος και πραγματικότητα στην ποίηση των Σουμερίων

Σφραγίδα του Adda, μια αρχαία ακκαδική κυλινδρική σφραγίδα που απεικονίζει (από τα αριστερά προς τα δεξιά) τις θεότητες Inanna, Utu, Enki και Isimud (περ. 2300 π.Χ.)

Συνέχεια από το δεύτερο μέρος...

Η Χώρα χωρίς επιστροφή, ο Οίκος του Σκότους είναι οι ονομασίες που έδιναν οι Σουμέριοι και οι Ακκάδες στο βασίλειο του θανάτου. Στα σουμερικά λεγόταν Κουρ, στα ακκαδικά Αραλλού. Ωστόσο, το όνομα μικρή σημασία έχει. Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε μ' έναν τόπο κάθε άλλο παρά ευχάριστο. Αυτός εκτεινόταν σε μιαν απροσδιόριστη περιοχή μεταξύ του γήινου φλοιού και του αρχέγονου ωκεανού, που περιβάλλει τη γη, και σχημάτιζε έναν πελώριο υπόγειο κύκλο ζωσμένο από επτά σειρές τείχη με επτά πύλες. Ένας μαύρος και δυσοίωνος ποταμός με το άκρως αποτρόπαιο όνομα «ποταμός καταβροχθιστής ανθρώπων» περιέβρεχε την πρώτη σειρά του τείχους και η ψυχή του νεκρού έπρεπε, για να τον διαπλεύσει, να προσφύγει στις υπηρεσίες ενός πορθμέα το όνομα του οποίου σήμαινε «αυτός που παίρνει γρήγορα μακριά». Στη συνέχεια ο νεκρός δρασκέλιζε διαδοχικά τις επτά σειρές τειχών, αφήνοντας σε καθεμιά και από ένα ρούχο. Ο κανόνας αυτός ήταν απαράβατος και ίσχυε για ανθρώπους και θεούς, όπως εξάλλου συνέβη και κατά την κάθοδο της θεάς Ιστάρ στον Άδη. Ο νεκρός έφθανε ολόγυμνος στην καρδιά του Οίκου του Σκότους, όπου βασίλευαν η Ερεσκιγκάλ, η αδελφή της Ιστάρ, και ο σύζυγός της ο θεός Νεργκάλ, περιστοιχισμένοι από μία αυλή υπαλλήλων και δαιμόνων.

Ο αρχαιότερος, ο πρώτος από τους θεούς που παραδόθηκαν στο σκότος του Κάτω Κόσμου και ανακλήθηκαν κατόπιν στη ζωή, είναι ο θεός Ταμμούζ, τον θάνατο του οποίου θρηνούσαν κάθε χρόνο οι γυναίκες της Παλαιστίνης, της Φοινίκης και της Μεσοποταμίας. «Τότε μ' έφερε στην είσοδο της βορινής πύλης του ναού του Κυρίου, όπου κάθονταν γυναίκες και θρηνολογούσαν για το θάνατο του θεού Ταμμούζ…»[1], μας λέει ο προφήτης Ιεζεκιήλ. Ο θεός αυτός, που τον κλαίνε οι γυναίκες των Σημιτών, στα σουμερικά λέγεται Ντουμούζι και αρέσκονταν να τον παριστάνουν σαν βοσκό με χέρια και μέτωπο απ' όπου έρεαν γάλα και αφρόγαλα. Ήταν θεός της γονιμότητας, σύζυγος της μεγάλης θεάς Ινάννα (Ιστάρ). Η θεά αυτή, άλλοτε πλανεύτρα και άλλοτε αδίστακτη, ενέπνεε φόβο ακόμη και στον ίδιο τον Γκιλγκαμές. Μάλιστα, είχε στο ενεργητικό της πολλούς εραστές ή συζύγους και όλοι τους είχαν άσχημο τέλος. Άλλοι από αυτούς διαμελίστηκαν, άλλοι δολοφονήθηκαν και άλλοι κατασπαράχθηκαν. Πάντως όλοι κατέληξαν στον Κάτω Κόσμο, θύματα του παθιασμένου έρωτα της Μεγάλης Θεάς.

Ένα ακκαδικό κείμενο, εξίσου φημισμένο με το Ποίημα της Δημιουργίας και το Έπος του Γκιλγκαμές, εξιστορεί αυτούς τους αδυσώπητους γάμους. Ονομάζεται Η Κάθοδος της Ιστάρ στον Άδη και προέρχεται, όπως όλα σχεδόν τα ακκαδικά κείμενα, από μία προγενέστερη σουμερική εκδοχή με τίτλο Η Κάθοδος της Ινάννα στον Άδη.

Κυβερνούσε τους ζωντανούς, έκανε τα σπαρτά να καρπίζουν και τους ανθρώπους να λυγίζουν κάτω από τον αυταρχικό ζυγό της, όλα αυτά όμως δεν ήταν αρκετά για τη θεά Ινάννα (Ιστάρ). Επιζητούσε να κυβερνήσει και τους νεκρούς και έτσι να γίνει η Κυρία του κόσμου. Ο κόσμος, όμως, των νεκρών ανήκε στην αδελφή της, τη βασίλισσα Ερεσκιγκάλ, και εκείνη δεν ήταν καθόλου διατεθειμένη ν' αφήσει να την παραγκωνίσουν. Η Ινάννα (Ιστάρ) κατέβηκε λοιπόν μέχρι την είσοδο του Άδη και, σύμφωνα με τη σουμερική εκδοχή, έκανε την εμφάνισή της στην πρώτη πύλη.
«Άνοιξε, πυλωρέ, τον οίκο τούτο,
άνοιξε τον οίκο τούτο κι ολομόναχη θα μπω!

Ο Νέτι, ο πρώτος πυλωρός του Άδη,
αποκρίθηκε στη θεϊκή Ινάννα:
— Ποια είσαι εσύ, παρακαλώ;
— Είμαι η άνασσα του ουρανού, από όπου ανατέλλει ο ήλιος.
— Αν είσαι η άνασσα του ουρανού, από όπου ανατέλλει ο ήλιος,
τι γυρεύεις στη Χώρα που δεν έχει γυρισμό;
Γιατί σε οδήγησε η καρδιά σου
στο δρόμο από όπου ο ταξιδιώτης ποτέ πίσω δεν γυρίζει;» 
S.N. Kramer, History Begins at Sumer
Η Ινάννα (Ιστάρ) εφευρίσκει ένα πρόσχημα, ότι είναι δήθεν απόλυτη ανάγκη να δει την αδελφή της, τη βασίλισσα του Άδη. Της επιτρέπουν, λοιπόν, την είσοδο. Ο κόσμος των νεκρών όμως φυλάσσεται άγρυπνα και περιβάλλεται από επτά θεόρατα τείχη. Σε κάθε πύλη η θεά πρέπει να αφήνει και ένα μέρος της αμφίεσής της. Στην πρώτη πύλη της παίρνουν το στέμμα, στη δεύτερη το μαγικό ραβδί, στην τρίτη τα πετράδια της από λαζουρίτη, στην τέταρτη τα κοσμήματα-φυλακτά της, στην πέμπτη το χρυσό της δαχτυλίδι, στην έκτη το εγκόλπιό της, που αποτελείται από φυλακτά από «πέτρες τοκετού» και στην έβδομη την εσθήτα της, «το ρούχο της σεμνότητάς της». Έτσι, βρέθηκε ολόγυμνη ενώπιον της τρομερής αδελφής της. Παρ' όλα αυτά γεμάτη θυμό «και ακόμη χωρίς να σκεφτεί η Ινάννα χύνεται επάνω της». Τότε η Ερεσκιγκάλ διατάζει το συνεργό της Ναμτάρ να ξαμολήσει επάνω της σαν σκυλιά όλες τις ασθένειες:
Σκυμμένη ως κάτω οδηγήθηκε γυμνή μπρος στην Ερεσκιγκάλ.
Η θεϊκή Ερεσκιγκάλ πήρε θέση στον θρόνο της.
Οι Αννουνάκι, οι επτά δικαστές,
απήγγειλαν την ετυμηγορία τους ενώπιόν της.
Εκείνη κάρφωσε το βλέμμα της στην Ινάννα, βλέμμα θανάτου
Πρόφερε λόγο εναντίον της, λόγο οργής
Άφησε μια κραυγή εναντίον της, κραυγή καταδίκης.
Η αδύναμη γυναίκα έγινε τότε πτώμα
Και το πτώμα το κρέμασαν σ' ένα καρφί. 
S.N. Kramer, History Begins at Sumer
Η Ινάννα (Ιστάρ) είναι νεκρή και κρεμασμένη από ένα καρφί στα άδυτα του Κάτω Κόσμου. Επάνω στη γη όλα μαραίνονται και πεθαίνουν. Τα φυτά μαραίνονται, το νερό δεν ποτίζει πια τους κάμπους, η ζωή αργοσβήνει από τον κόσμο και οι θεοί θορυβούνται. Έτσι, ο βασιλιάς των θεών Ένκι (Έα) πλάθει από πηλό δύο όντα και τα στέλνει γρήγορα στον Άδη, εφοδιασμένα με την «τροφή της ζωής» και το «ποτό της ζωής». Αυτά φθάνουν ως τη θεά και τη ραντίζουν με το μαγικό υγρό. Η Ινάννα (Ιστάρ) συνέρχεται, ενώ «η θεά Ερεσκιγκάλ χτυπάει τους μηρούς της, δαγκώνει το δάχτυλό της», αλλά ρίχνει στην Ινάννα τα ζωογόνα νερά και την οδηγεί μέσα από τις επτά πύλες απ' όπου περνώντας της ξαναδίνουν τα στολίδια και τα ρούχα της. Ο νόμος του Άδη, όμως, είναι άτεγκτος: αν η Θεά ξανανέβει στο φως, πρέπει κάποιος άλλος να πάρει τη θέση της στο βασίλειο των νεκρών.

Η Ινάννα άρχισε λοιπόν να περιφέρεται στη γη, ακολουθούμενη από μικρούς και μεγάλους καταχθόνιους δαίμονες, σε αναζήτηση εκείνου που θα την αντικαθιστούσε στον Άδη. Φυσικά, στο πέρασμα της τρομερής συνοδείας, όλοι κρύβονταν ή το έβαζαν στα πόδια. Ένας μόνο δε φοβήθηκε, αλλά ένιωσε και ευτυχής που ξανάβλεπε την Ινάννα. Αυτός ήταν ο σύζυγός της, ο θεός Ντουμούζι που, ανυποψίαστος, έτρεξε να την προϋπαντήσει. Τότε, μόλις αντίκρισε τον άνδρα της...
Η Ινάννα κάρφωσε πάνω του το βλέμμα της, βλέμμα θανάτου
Πρόφερε λόγο εναντίον του, λόγο οργής
Άφησε μια κραυγή εναντίον του, κραυγή καταδίκης
«Αυτός είναι, πάρτε τον!»
Έτσι η θεϊκή Ινάννα παρέδωσε στα χέρια των δαιμόνων τον ποιμένα Ντουμούζι. 
S.N. Kramer, History Begins at Sumer
Μάταια εκείνος ικέτεψε, έκλαψε, έκανε εκκλήσεις στους άλλους θεούς. Φυλακίστηκε για πάντα στο ζοφερό βασίλειο του Άδη, ενώ η Ινάννα (Ιστάρ) καλοπερνούσε στη γη, μέσα στις ηδονές και τις απολαύσεις τής τόσο αποτρόπαια, άδικα και άσπλαχνα ξανακερδισμένης ζωής της.

Ο μύθος του Νεργκάλ και της Ερεσκιγκάλ παρουσιάζει σημαντικές ομοιότητες με την κάθοδο της Ινάννα (Ιστάρ) στον Κάτω Κόσμο, καθώς μοιράζονται μερικούς από τους χαρακτήρες, τον ίδιο τόπο και τον Έα στο ρόλο αυτού που βρίσκει τη λύση. Υπάρχουν όμως και ενδιαφέρουσες διαφορές, όπως η εμφάνιση μιας τελετουργικής καρέκλας, η γραφική εικόνα μιας μεγάλης σκάλας που οδηγεί προς και από τον ουρανό των θεών, καθώς και το γεγονός ότι αυτός που κατεβαίνει και γίνεται σύζυγος της Ερεσκιγκάλ είναι ένας θεός, ο Νεργκάλ.

Ο μύθος αρχίζει με τον Άνου να αποφασίζει ότι επειδή είναι αδύνατον να ανέβει η Ερεσκιγκάλ για το ετήσιο συμπόσιό τους ή να πάνε οι ίδιοι κάτω, πρέπει να έρθει στο τραπέζι ο αγγελιαφόρος της και να της πάει τη μερίδα της. Ο Άνου στέλνει τον Κάκκα, τον αγγελιαφόρο του, να το πει στην Ερεσχειγκάλ. Ο Κάκκα κατεβαίνει τη μεγάλη σκάλα του ουρανού και αυτή τη φορά ο φύλακας τον καλωσορίζει: «Κάκκα, πέρασε μέσα, κι ας σε ευλογεί η πύλη.».

Οι πύλες του Κάτω Κόσμου είναι πάλι επτά, αλλά καθώς ο Κάκκα τις διασχίζει δεν απογυμνώνεται από τίποτα. Μετά την έβδομη πύλη ο Κάκκα βρίσκεται μπροστά στην Ερεσκιγκάλ, γονατίζει, φιλάει το έδαφος μπροστά της και μεταφέρει λέξη προς λέξη το μήνυμα του Άνου. Η Ερεσκιγκάλ και ο Κάκκα ακολούθως ανταλλάσσουν χαριτολογήματα και εκείνη αποφασίζει να στείλει τον βεζίρη της, τον Ναμτάρ, για να της φέρει τη μερίδα της.

Δυστυχώς, το κείμενο είναι κάπως αποσπασματικό στο σημείο που ο Ναμτάρ φθάνει μπροστά στους μεγάλους θεούς, αλλά φαίνεται ότι ο θεός Νεργκάλ προσβάλλει τον Ναμτάρ και στέλνεται από τον Έα στην Ερεσκιγκάλ. Ο Νεργκάλ όμως εφοδιάζεται πρώτα με μια ειδική καρέκλα, η οποία ίσως να είχε τον τελετουργικό ρόλο να απομακρύνει τα κακά πνεύματα. Επίσης, προειδοποιείται από τον Έα με τη συνηθισμένη συμβουλή: να μην καθίσει σε καμία καρέκλα που θα του φέρουν, να μη φάει ψωμί ή κρέας, να μην πιει μπίρα, να μην πλύνει τα πόδια του, και βέβαια να μην ενδώσει στη γοητεία της Ερεσκιγκάλ, αφού αυτή θα...

«έχει κάνει το μπάνιο της
και θα έχει ντυθεί με ωραίο φόρεμα,
επιτρέποντάς σου να ρίχνεις ματιές στο κορμί της.»

Κατόπιν ο Νεργκάλ ξεκινάει για τον Κουρνουγκί (Κάτω Κόσμο), που περιγράφεται ακριβώς όπως ήταν και στην κάθοδο της Ινάννα (Ιστάρ). Μόλις φθάνει, ο φύλακας τον αφήνει να περιμένει και πηγαίνει στην Ερεσκιγκάλ να αναφέρει την άφιξή του. Στο μεταξύ ο βεζίρης Ναμτάρ βλέπει τον Νεργκάλ να στέκεται στη σκιά της πύλης.

Το πρόσωπο του Ναμτάρ έγινε τόσο χλωμό σαν κομμένο αρμυρίκι
Τα χείλη του έγιναν μαύρα σαν το χείλος αγγείου κουνίνου.

Ο Ναμτάρ λέει στην Ερεσκιγκάλ για την προσβολή, αλλά εκείνη τον περιφρονεί και του λέει να της φέρει τον Νεργκάλ. Ο Νεργκάλ περνάει τις επτά πύλες, που η καθεμία τους έχει ένα όνομα, και μετά την έβδομη, την πύλη του Εννουγιγί, μπαίνει στη μεγάλη αυλή. Εκεί γονατίζει, φιλάει το έδαφος μπροστά στην Ερεσκιγκάλ και εξηγεί ότι τον έστειλε ο Άνου. Του φέρνουν μια καρέκλα. Δεν κάθεται. Ο φούρναρης του φέρνει ψωμί. Δεν το τρώει. Ο χασάπης του φέρνει κρέας. Δεν το τρώει. Ο ζυθοποιός του φέρνει μπίρα. Δεν την πίνει. Του προσφέρουν ποδόλουτρο. Δεν πλένει τα πόδια του.

Η Ερεσκιγκάλ πηγαίνει στο μπάνιο, ντύνεται μ' ένα ωραίο φόρεμα, επιτρέποντάς του να ρίχνει ματιές στο πανέμορφο κορμί της και «εκείνος αντιστάθηκε στην επιθυμία της καρδιάς του να κάνει αυτό που κάνουν ένας άνδρας και μια γυναίκα». Δυστυχώς, η αντίστασή του δεν κρατάει για πολύ. Μετά από ένα μικρό διάλειμμα, η Ερεσκιγκάλ πηγαίνει πάλι στο μπάνιο, ντύνεται ξανά μ' ένα ωραίο φόρεμα και πάλι του επιτρέπει να ρίχνει ματιές στο κορμί της. Αυτήν τη φορά, «ενέδωσε στην επιθυμία της καρδιάς του να κάνει αυτό που κάνουν ένας άνδρας και μια γυναίκα».

Παραμερίζοντας κάθε αναστολή, η Ερεσκιγκάλ και ο Νεργκάλ περνούν έξι παθιασμένες ημέρες στο κρεβάτι. Όταν φθάνει η έβδομη ημέρα, ο Νεργκάλ λέει ότι πρέπει να φύγει και ανεβαίνει τη μεγάλη σκάλα του ουρανού για να σταθεί μπροστά στον Άνου, στον Ενλίλ και στον Έα.

Στο μεταξύ στον Κάτω Κόσμο δάκρυα τρέχουν στα μάγουλα της Ερεσκιγκάλ...

«Ο Έρρα (Νεργκάλ), ο αγαπημένος μου εραστής –
δεν πρόλαβα να τον χαρώ πριν φύγει!»

Ο Ναμτάρ προσφέρεται να πάει στον Άνου, να πιάσει τον Νεργκάλ και να τον οδηγήσει πίσω στην Ερεσκιγκάλ. Η Ερεσκιγκάλ συμφωνεί.

«Πήγαινε, Ναμτάρ, πρέπει να μιλήσεις στον Άνου, στον Ενλίλ και στον Έα.
Στρέψε το πρόσωπό σου προς την πύλη του Άνου, του Ενλίλ και του Έα,
για να τους πεις ότι, από τότε που ήμουνα παιδί και κόρη
δεν γνώρισα το παιχνίδι άλλων κοριτσιών,
δεν γνώρισα τις τρέλες των παιδιών.
Τον θεό που μου στείλατε και που με άφησε έγκυο –αφήστε τον να κοιμηθεί πάλι μαζί μου.
Στείλτε μας αυτό τον θεό και αφήστε τον να περάσει τη νύχτα μαζί μου σαν εραστής μου!»

Η Ερεσκιγκάλ απειλεί ότι αν δεν τον στείλουν πίσω σε αυτήν, θα ξεσηκώσει τους νεκρούς ώστε να γίνουν πιο πολλοί από τους ζωντανούς –η ίδια απειλή που ξεστόμισε η Ινάννα (Ιστάρ) στον Κάτω Κόσμο και στον πατέρα της στο Έπος του Γκιλγκαμές, όταν ζήτησε τον Ταύρο του Ουρανού.

Ο Ναμτάρ ανεβαίνει τη μεγάλη σκάλα του ουρανού και επαναλαμβάνει κατά λέξη τα λόγια της Ερεσκιγκάλ, συμπεριλαμβανομένης και της απειλής. Τότε ο Έα κανονίζει να περάσουν από μπροστά του όλοι οι θεοί ώστε ο Ναμτάρ να μπορέσει να βρει τον ένοχο. Αυτός όμως δεν αναγνωρίζει ανάμεσά τους τον δειλό. Επιστρέφει, λοιπόν, στην Ερεσκιγκάλ και της λέει ότι, στη συγκέντρωση των θεών υπήρχε κάποιος, ο οποίος «καθόταν ξεσκούφωτος, παίζοντας τα βλέφαρά του και ζαρωμένος από τον φόβο του». Αμέσως αυτή του λέει να γυρίσει και να της φέρει αυτόν τον θεό.

Σ' ένα κάπως αποσπασματικό κείμενο ο Νεργκάλ, επιτέλους, αναγνωρίζεται και οπλισμένος με τη μαγική του καρέκλα, κατεβαίνει για άλλη μια φορά τη μεγάλη σκάλα του ουρανού. Δεν περιμένει να ανοίξουν οι επτά πύλες. Ο Νεργκάλ ρίχνει κάτω τον Νεντού, τον φύλακα της πρώτης πύλης. Το ίδιο κάνει και με τους φύλακες των άλλων έξι πυλών. Μπαίνοντας στη μεγάλη αυλή, πλησιάζει την Ερεσκιγκάλ γελώντας και την κατεβάζει από τον θρόνο τραβώντας την από τα μαλλιά.

Ο Νεργκάλ και η Ερεσκιγκάλ πέφτουν με πάθος στο κρεβάτι, πάλι για έξι ημέρες. Όταν φθάνει η έβδομη ημέρα το κείμενο διακόπτεται και δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς συμβαίνει στο τέλος. Υπάρχει όμως μια πολύ συντομότερη και παλαιότερη εκδοχή του ίδιου κειμένου, το οποίο ονομάζεται Εκδοχή Αμάρνα, γιατί βρέθηκε στο Τελ ελ-Αμάρνα στην Αίγυπτο, που τελειώνει με την Ερεσκιγκάλ να λέει στον Νεργκάλ, ενώ εκείνος μόλις την έχει κατεβάσει απότομα από τον θρόνο της:

«Μπορείς να είσαι ο άνδρας μου και εγώ η γυναίκα σου.
Θα σε αφήσω να αρπάξεις
τη βασιλεία πάνω στην πλατιά γη. Θα βάλω την πινακίδα
της σοφίας στα χέρια σου! Μπορείς να είσαι ο Αφέντης,
κι εγώ η αφέντρα». Ο Νεργκάλ άκουσε τα λόγια της,
την άρπαξε και τη φίλησε. Σκούπισε τα δάκρυά της.
«Τι μου ζήτησες; Μετά από τόσους μήνες,
έτσι σίγουρα θα γίνει!»

Παρ' όλο που ο παθιασμένος έρωτας της Ερεσκιγκάλ με τον Νεργκάλ εκτυλίχθηκε στον Κουρνουγκί, αυτός παρέμεινε ένας τρομακτικός τόπος. Ένα από τα σουμερικά άσματα του Έπους του Γκιλγκαμές με τίτλο Ο Γκιλγκαμές, ο Ενκιντού και ο Κάτω Κόσμος –άσμα που δεν υπάρχει στην ακκαδική εκδοχή– απαριθμεί τους τρομερούς κινδύνους, που παραμονεύουν τον νεκρό σε αυτόν τον άγνωστο κόσμο. Ο Ενκιντού, μετά τον φρικτό εφιάλτη μέσω του οποίου πληροφορήθηκε τον επικείμενο θάνατό του, βυθίστηκε σε μελαγχολία, ενώ ο Γκιλγκαμές βάλθηκε να του δίνει αφειδώς συμβουλές ώστε να μπορέσει να φθάσει με τις καλύτερες δυνατές συνθήκες στην καρδιά του Κάτω Κόσμου.

Αφού τώρα θα κατεβείς στον Κάτω Κόσμο,
δυο λόγια θα σου πω, άκουσέ τα,
μια συμβουλή σου δίνω, ακολούθησέ τη.
Τα καθαρά σου ρούχα μη φορέσεις,
γιατί οι υποχθόνιοι επιστάτες θα γίνουν εχθροί σου.
Μην αλειφτείς με λάδι,
γιατί θα το μυρίσουν και θα συναχτούνε γύρω σου.

Το λαγοβόλο[2] σου στον Κάτω Κόσμο μην πετάξεις,
γιατί εκείνοι που το λαγοβόλο σου θα αγγίξουν, θα σε περιζώσουν.
Να μην κρατάς ραβδί στο χέρι,
γιατί θα αρχίσουν οι ίσκιοι να στριφογυρνάνε γύρω σου.
Να μην φοράς στα πόδια σου σανδάλια
κι άχνα στον Κάτω Κόσμο να μη βγάλεις.
Μην αγκαλιάσεις την αγαπημένη σου
και τη γυναίκα που μισείς μην τη χτυπήσεις.
Το γιο σου τον αγαπημένο μην τον αγκαλιάσεις
και μη χτυπήσεις το γιο που μισείς,
ειδάλλως θα σε αδράξει του Κουρ η λάβρα…

Τελικά, ο Ενκιντού πέθανε και έφυγε για τη Χώρα χωρίς επιστροφή. Δεν γνωρίζουμε αν ακολούθησε τις συμβουλές του Γκιλγκαμές. Ο τελευταίος όμως στην απελπισία του, που έχασε τον επιστήθιο φίλο του, κατόρθωσε με τις ικεσίες του να αποσπάσει από τον θεό Ήλιο την άδεια να κουβεντιάσει μια στιγμή μαζί του. Ο θεός λοιπόν επέτρεψε στον Ενκιντού να φανερωθεί στην είσοδο του Άδη και η δωδέκατη και τελευταία πινακίδα του Έπους του Γκιλγκαμές μας μεταφέρει αυτόν τον σπαρακτικό και συνάμα εξαίσιο διάλογο των δύο φίλων για τον Κάτω Κόσμο.

— Φίλε μου, φίλε μου, πες μου,
πες μου τον νόμο του υποχθόνιου κόσμου που γνωρίζεις.
— Όχι, δεν σου τον λέω, φίλε μου, δεν σου τον λέω,
γιατί αν σου πω το νόμο του υποχθόνιου κόσμου,
μπροστά μου θα καθίσεις και θα κλαις.
— Ε, λοιπόν, εγώ θέλω να καθίσω και να κλάψω!
— Μάθε, λοιπόν, πως ό,τι πιο πολύτιμο είχες,
ό,τι άγγιζες θωπευτικά, ό,τι γλύκαινε την καρδιά σου,
σάμπως φθαρμένο ρούχο χάσκει τώρα φαγωμένο απ' τα σκουλήκια.
Ό,τι είχες πιο πολύτιμο,
ό,τι άγγιζες θωπευτικά, ό,τι γλύκαινε την καρδιά σου,
σήμερα κάτω από τη σκόνη είναι θαμμένο…

Στον κόσμο αυτόν ούτε ελπίδα υπάρχει, ούτε ανταμοιβή, αλλά ούτε και τιμωρία. Σε αυτό το Σύμπαν ο άνθρωπος είναι ένα τίποτα. Οι χαρές του, τα αξιώματά του, οι τίτλοι του, η δύναμή του καταρρέουν και η μοναδική επιθυμία που του απομένει είναι να ξαναδεί το φως. Καμιά διέξοδος δεν διαφαίνεται ικανή να βελτιώσει τη μεταθανάτια τύχη του. Τον περιβάλλει ένας κόσμος χωρίς γίγνεσθαι, αδιαφοροποίητος, στάσιμος, σκιώδης.

Ένα σουμερικό κείμενο, το οποίο φέρνει στο προσκήνιο τους ήρωες Γκιλγκαμές και Ενκιντού, αρχίζει με την επίκληση της εποχής, που ο ουρανός χωρίστηκε από τη γη. Ένα άλλο αναφέρεται στο «βουνό του ουρανού και της γης», δηλαδή στο αμέσως προγενέστερο στάδιο. Καθώς τα δύο αυτά γραπτά κείμενα φαίνεται ότι αναφέρονται στην ίδια παράδοση, είναι νόμιμο να διασταυρώσουμε τις πληροφορίες που μας παρέχουν και να παραδεχθούμε ότι για τους Σουμέριους, ή τουλάχιστον για ορισμένους κύκλους των Σουμερίων, ο ουρανός και η γη σχημάτιζαν ένα κοσμικό βουνό πριν από τον διαχωρισμό τους. Οι δημιουργοί, όμως αυτών των διηγήσεων δεν φρόντισαν να διευκρινίσουν αν είχε υπάρξει μια κατάσταση προγενέστερη εκείνης του βουνού. Γι' αυτήν μας δίνει πληροφορίες ένας τρίτος μύθος, αφιερωμένος στην προέλευση της σκαπάνης και τον οποίο αναφέραμε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Πράγματι, αυτός αποκαλύπτει έμμεσα ότι ο θεός της ατμόσφαιρας, ο Ενλίλ, «την εκσφενδόνισε, ώστε να χωρίσει τον ουρανό από τη γη» και, καθώς παρατηρούμε στην πρώτη διήγηση, ότι ο θεός Ενλίλ οργανώνει τη γη, είναι δυνατόν η συμπληρωματική αυτή πληροφορία να ανήκει σε μια κοινή με τις δύο πρώτες παράδοση.

Αντιθέτως, είναι αμφιλεγόμενη μια ένδειξη που προσφέρει ένας κατάλογος θεών, στον οποίο η θεά Ναμμού χαρακτηρίζεται ως «μητέρα που γέννησε τον ουρανό και τη γη». Πράγματι, το πνεύμα που κυριαρχεί σε αυτούς τους καταλόγους είναι αρκετά διαφορετικό από εκείνο που διαπνέει τους μύθους και μπορεί να αντανακλά άλλες θεωρητικές σκέψεις. Αυτή καθαυτή η συμμετοχή αυτής της συμπληρωματικής λεπτομέρειας για μια αποκατάσταση δεν δημιουργεί κάποια ιδιαίτερη δυσκολία. Η θεά Ναμμού αντιπροσωπεύει την άβυσσο του γλυκού νερού, επάνω στο οποίο θεωρούσαν ότι έπλεε ο κόσμος. Στην περίπτωση αυτήν έχουμε την ακόλουθη διαδοχή: μια άβυσσος γλυκού νερού, που γεννά το βουνό του ουρανού και της γης διαχωρισμένο στα δύο συστατικά του στοιχεία από τις ενέργειες του θεού της ατμόσφαιρας, που είχε ίσως γεννηθεί από την ένωσή τους. Δεν πρόκειται, όμως, για μία φυσική διαδικασία την οποία, μάλιστα, απορρίπτουν και οι ασσυριοβαβυλωνιακές κοσμογονίες.[2]

Στην παρούσα εργασία μας θ' αναφερθούμε αποκλειστικά και μόνο σε όσα επικά ποιήματα έχουν τις πηγές τους στην περίοδο που μας ενδιαφέρει, ούτως ώστε να είμαστε συνεπείς με το θέμα μας. Κάτι τέτοιο βέβαια δεν είναι τόσο εύκολη υπόθεση, όσο τουλάχιστον φαίνεται με μια πρώτη ματιά. Κι αυτό, γιατί όλα τα πρόσωπα και τα γεγονότα που έζησαν ή διαδραματίστηκαν αντίστοιχα κατά ή και πριν την 3η χιλιετία π.Χ., βρήκαν την γραπτή έκφρασή τους κατά τα τέλη της χιλιετίας αυτής και κυρίως κατά τη βαβυλωνιακή περίοδο. Έτσι λοιπόν ακόμη και όταν ένα ποίημα που εξετάζουμε γράφτηκε κατά την βαβυλωνιακή περίοδο, τα πρόσωπα, τα γεγονότα και οι καταστάσεις που αναφέρει ανήκουν σε προγενέστερη εποχή. Επομένως, το έργο μας θα είναι πολύ δύσκολο, αλλά θα είναι και ευχάριστο, εφόσον εκουσίως θ' ασχοληθούμε μ' ένα θέμα, το οποίο χαρακτηρίζεται από την πρωτοτυπία του, αφού η επιστήμη της σουμεριολογίας είναι πολύ πρόσφατη.

Ενδεικτικά, οι πινακίδες με τα επικά ποιήματα, με τα οποία θα ασχοληθούμε και θα αναλύσουμε σε αυτήν την εργασία, είναι οι εξής:

- Πινακίδα Ι (περίπου 415 στίχοι)
- Πινακίδα ΙΙ (περίπου 246 στίχοι)
- Πινακίδα ΙΙΙ (περίπου 367 στίχοι)
- Πινακίδα ΙV (περίπου 232 στίχοι)
- Πινακίδα V (περίπου 255 στίχοι)
- Πινακίδα VI (περίπου 202 στίχοι)
- Πινακίδα VII (περίπου 339 στίχοι)
- Πινακίδα VIII (περίπου 83 στίχοι)
- Πινακίδα IX (περίπου 134 στίχοι)
- Πινακίδα X (περίπου 365 στίχοι)
- Πινακίδα ΧΙ (περίπου 358 στίχοι)
- Πινακίδα ΧΙΙ (περίπου 189 στίχοι)

Επίσης, έξι σχετικά κείμενα:

1. Ο Κατακλυσμός (περίπου 230 στίχοι)
2. Ατραχάσις (πινακίδα Ι περ. 429 στίχοι, πινακίδα ΙΙ περ. 377 και πινακίδα ΙΙΙ περ. 320 στίχοι)
3. Ο Γκιλγκαμές και ο Άγγα (115 στίχοι)
4. Ο Γκιλγκαμές και η χώρα των ζώντων (διασώζονται 175 στίχοι)
5. Ο Γκιλγκαμές, ο Ενκιντού και ο Κάτω Κόσμος (περίπου 447 στίχοι)
6. Ο θάνατος του Γκιλγκαμές (τμήμα Α' περ. 106 στίχοι, τμήμα Β' περ. 42 στίχοι)



Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε τη σφραγίδα του Adda, μια αρχαία ακκαδική κυλινδρική σφραγίδα που απεικονίζει (από τα αριστερά προς τα δεξιά) τις θεότητες Inanna, Utu, Enki και Isimud (περ. 2300 π.Χ.)
Σημ. επιμ.: Έχει διατηρηθεί η μεταγραφή των ονομάτων κατά την επιλογή του συγγραφέα.

[1] Λαγοβόλο: Ξύλινο όπλο σε σχήμα καμπύλης ράβδου, που χρησιμοποιούσαν στην αρχαιότητα για το κυνήγι λαγών. Είδος μπούμερανγκ.
[2] Garelli Paul, Ασσυριολογία, μεφρ.: Λιανέρης Νικήτας, Αθήνα, 1964 και 1995, Ινστιτούτο του βιβλίου Μ. Καρδαμίτσα, σ. 97-99.

ΔΩΡΑ - Κλικ σε εκείνο που θέλετε για πληροφορίες και συμμετοχές
Pelota, Σταμάτη Γιακουμή4ος όροφος, Μάριου ΛιβάνιουΗ φυγή των τεσσάρων, Χάρη ΜπαλόγλουΑγόρια και κορίτσια, Δημήτρη ΣιάτηΣαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ, Αντώνη ΠαπαδόπουλουBackpack: Ιστορίες χίμαιρεςΑπό τις στάχτες της Καντάνου, Χριστίνας Σουλελέ
Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΟι τρεις πίνακες, Βαΐας ΠαπουτσήΈξι τίτλοι από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΤα σπασμένα κομμάτια μιας αγάπης, Πόπης ΚλειδαράΤο ανυπεράσπιστο αγόρι, Αλέξανδρου ΠιστοφίδηΡόνι ο Σαλιγκαρόνης, Χριστίνας ΔιονυσοπούλουΗ περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη, Ευαγγελίας Τσαπατώρα