Συνέχεια από το πρώτο μέρος...
Ο Γκιλγκαμές, εξαιτίας του τραγικού τέλους του φίλου του Ενκιντού, αποφάσισε να νικήσει τον θάνατο και άρχισε την αναζήτηση της αιώνιας ζωής. Πιο συγκεκριμένα την αναζήτηση του φυτού της αθανασίας, που φύτρωνε από την άλλη μεριά του Ωκεανού των Τεθνεώτων. Ξεκίνησε, λοιπόν, προχωρώντας προς τη Δύση, από όπου άρχιζε το βασίλειο του Σκότους. Εκεί συνάντησε πρώτα τους ανθρώπους-σκορπιούς, φύλακες των πυλών της νύχτας, οι οποίοι του έδειξαν το δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσει. Έπειτα από 24 ώρες πεζοπορία έφθασε στο τέρμα της διαδρομής, στη ρίζα ενός υπέροχου δέντρου με κλαδιά από λαζουρίτη και καρπούς από ρουμπίνι. Ο Ήλιος αυτοπροσώπως παρενέβη για να αποτρέψει τον ήρωα από το εγχείρημά του, αλλά μάταια. Ο Γκιλγκαμές εξακολούθησε να βαδίζει, ώσπου έφθασε στην άκρη ενός αδιάβατου ωκεανού και συνέχισε να περπατά κατά μήκος της ακτής. Κατά το σούρουπο διέκρινε στον ορίζοντα μια καλύβα όπου κατοικούσε μια γυναίκα με το όνομα Σιντουρί, στο ακρογιάλι του ωκεανού των Τεθνεώτων. Η γυναίκα υποδέχτηκε τον ήρωα, μόλις όμως πληροφορήθηκε τον σκοπό του ταξιδιού του, κυριεύτηκε από τρόμο:
Γκιλγκαμές, για πού τραβάς;
Ποτέ σου δεν θα βρεις
Τη ζωή που αναζητάς.
Όταν οι μεγάλοι θεοί δημιούργησαν τον άνθρωπο,
του έδωσαν το θάνατο για μοίρα
και κράτησαν την αιώνια ζωή για τον εαυτό τους.
Εσύ όμως, Γκιλγκαμές,
Έχε χορτάτη την κοιλιά σου,
Μέρα και νύχτα γλέντα,
Παίξε, χόρεψε.
Κάνε την κάθε μέρα της ζωής σου
Μια γιορτή χαράς και απόλαυσης.
Φόρεσε ρούχα καθαρά και ολόλαμπρα,
πλύσου και λούσε τα μαλλιά σου.
Κανάκεψε το παιδί που σε κρατά απ’το χέρι,
Τρύγησε τη γυναίκα που σφίγγεις στην αγκαλιά σου.
Αυτά είναι και τα μόνα δικαιώματα του ανθρώπου.
Ο Γκιλγκαμές αδιαφόρησε όμως για τις παραινέσεις της γυναίκας και της ζήτησε να του δείξει τον δρόμο που οδηγούσε στον Ουτ-Ναπιστίμ. Αυτός ο Ουτ-Ναπιστίμ ήταν ο τελευταίος άνθρωπος, που ζούσε κοντά στη χώρα του ποθητού φυτού. Ο Ουτ-Ναπιστίμ είχε γλιτώσει από τον μεγάλο Κατακλυσμό και οι θεοί τού είχαν χαρίσει την αθανασία. Ζούσε μόνος με τη γυναίκα του σ' ένα πολύ μακρινό νησί, το οποίο βρισκόταν «επέκεινα των Υδάτων του Θανάτου».
Ο Γκιλγκαμές, λοιπόν, ξεκίνησε προς τα εκεί και απάντησε πρώτα έναν πορθμέα. Εκείνος δέχτηκε να τον οδηγήσει στο νησί του Ουτ-Ναπιστίμ και ξανοίχτηκαν μαζί για το ταξίδι στα Ύδατα του Θανάτου. Επί ενάμιση μήνα έπλεαν στα μαύρα νερά, σπρώχνοντας τη λέμβο τους με το κοντάρι, χωρίς ποτέ να αγγίζουν με τα χέρια τους την επιφάνεια, διαφορετικά θα πέθαιναν επί τόπου. Χρειάστηκε να χρησιμοποιήσουν 120 κοντάρια για να φθάσουν ως το απόμακρο νησί. Τελικά, ο Γκιλγκαμές βγήκε στη στεριά και συνάντησε τον Ουτ-Ναπιστίμ, ο οποίος, αφού πρώτα αφηγήθηκε στον ήρωα την ιστορία του Κατακλυσμού, στη συνέχεια του αποκάλυψε το μυστικό του θαυματουργού φυτού:
Γκιλγκαμές, θα σου φανερώσω κάτι απόκρυφο.
Ναι, θα σου φανερώσω
ένα μυστικό των θεών:
Υπάρχει ένα φυτό σαν το αγκάθι.
Φυτρώνει στων νερών τα βάθη.
Το αγκάθι του θα σου πληγώσει τα χέρια
όπως το ρόδο.
Μα αν το ξεριζώσεις με τα χέρια
Θα βρεις μια νέα ζωή.
Ο Γκιλγκαμές βούτηξε αμέσως στο νερό, αφού πρώτα έδεσε στα πόδια του βαριές πέτρες. Κατόρθωσε να βρει το φυτό, να το ξεριζώσει χωρίς να τσιμπηθεί από τα αγκάθια του και να το ανεβάσει στην επιφάνεια. Στη συνέχεια μαζί με τον πορθμέα, που τον είχε μεταφέρει, επέστρεψαν στη χώρα των ζώντων. Προσορμίστηκαν στην ακτή και ο Γκιλγκαμές, εξουθενωμένος και διψασμένος από τον μεγάλο διάπλου, είδε ένα πηγάδι και έτρεξε να πιει νερό. Ακούμπησε το βοτάνι της ζωής δίπλα στο πηγάδι και αυτός κατέβηκε μέσα του. Ξαφνικά, όμως, ένα φίδι, οδηγημένο εκεί από την οσμή του φυτού, πετάχτηκε από την τρύπα του, τέντωσε το κεφάλι του και άρπαξε τον πολύτιμο θησαυρό. Ο ήρωας νικημένος κι απελπισμένος, αναγκάστηκε να επιστρέψει στην πόλη του την Ουρούκ, χωρίς να καταφέρει να αποκτήσει την αθανασία.
Το φυτό της αθανασίας το βρήκε, αλλά το έχασε στην επιστροφή από απροσεξία και επιπολαιότητα. Στο εξής, στη Βίβλο, αλλά και σε μύθους και παραμύθια, το φίδι θα είναι ο προαιώνιος εχθρός του ανθρώπινου γένους, αφού στέρησε στον άνθρωπο το δώρο της αθανασίας. Ύστερα από όλες αυτές τις δοκιμασίες και τα φρικτά δεινά του Γκιλγκαμές, στα χείλη του ανέβηκε μόνο μια πικρή κραυγή στην οποία ο άνθρωπος, χιλιάδες χρόνια πριν, συνοψίζει ολόκληρη την τραγική εμπειρία του βίου του:
Τις χώρες όλες διέσχισα,
διάβηκα απόκρημνα βουνά,
διέπλευσα όλες τις θάλασσες
αλλά καλό δεν είδα.
Η ζωή μου κύλησε μες στη δυστυχία
κι η σάρκα μου αφανίστηκε απ' τους πόνους.
Ωστόσο, η σχετική διήγηση στο Έπος του Γκιλγκαμές δεν εμπεριέχει καμιά ηθική χροιά. Σε τελική ανάλυση ο Γκιλγκαμές δεν διέπραξε κανένα σφάλμα. Το πολύ που μπορεί να του καταλογιστεί είναι πως υπήρξε απρόσεκτος και επιπόλαιος. Μια τέτοια επιχειρηματολογία όμως βρίσκεται στον αντίποδα του πνεύματος των μύθων, δεδομένου ότι το συμβολικό νόημα της αφήγησης επικεντρώνεται ουσιαστικά στο φίδι. Και αυτό συμβαίνει σε τέτοιο σημείο ώστε, εξετάζοντας το πρόβλημα από την ανάποδη, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο μύθος εξηγεί πριν απ' όλα την αθανασία του φιδιού και όχι τη θνητότητα του ανθρώπου.
Μέσα από αυτό το ωραίο Έπος του Γκιλγκαμές αναπτύχθηκαν ασφαλώς ποικίλα θέματα. Πέρα από την ατομική μοίρα του Γκιλγκαμές διαφαίνεται η ηρωική προσπάθεια του ανθρώπου να κατακτήσει και να διατηρήσει τα αγαθά του πολιτισμού. Ο προοδευτικός εξευγενισμός του Ενκιντού, η πάλη ενάντια στο τέρας του δάσους των κέδρων, η μάχη με τον Ουράνιο ταύρο, η απόρριψη των ερωτικών κρούσεων της Ινάννα (Ιστάρ) και η αναζήτηση της αθανασίας συνιστούν επεισόδια που συμβολίζουν, σε διαφορετικά επίπεδα, την υλική και πνευματική πρόσληψη του πολιτισμού. Ο εξευγενισμός του Ενκιντού δείχνει ότι ο άνθρωπος οφείλει στους θεούς την ύπαρξή του και τις πιο ουσιώδεις γνώσεις του. Γέννημα των θεών, ο Ενκιντού θα πεθάνει όταν εκείνοι το αποφασίσουν. Στην ουσία δεν του ανήκουν ούτε η ζωή του ούτε ο θάνατός του. Παράλληλα ένα δίδαγμα αρχίζει να διαγράφεται: ο άνθρωπος δεν πρέπει να παραβιάζει τις ανθρώπινες δυνατότητές του. Ο Ενκιντού, σκοτώνοντας το τέρας του δάσους των κέδρων και τον Ουράνιο ταύρο, υπερβαίνει τα όρια του δημιουργήματος. Γι' αυτό, οι θεοί τερματίζουν τα κατορθώματά του.
Βέβαια και οι θεοί μάχονται εναντίον πρωταρχικών τεράτων και δράκων. Ο σουμερικός θεός Ένκι, θεός της θάλασσας, χρειάστηκε να πραγματοποιήσει μια τρομερή επίθεση εναντίον ενός τέρατος με το όνομα Κουρ, το οποίο είχε απαγάγει μία θεά, την Ερεσχειγκάλ. Ο θεός Ένκι εξόπλισε ένα πλοίο και συνεπλάκη με το τέρας στο νερό. Ο Κουρ εκσφενδόνισε τη μία πέτρα μετά την άλλη καταπάνω στη θεϊκή λέμβο, εξαπέλυσε εναντίον της τα νερά της αρχέγονης θάλασσας. Μάταια όμως. Ο Ένκι κατόρθωσε να αποκρούσει τις επιθέσεις και να απελευθερώσει τη θεά. Η συγκεκριμένη διήγηση, η οποία χρονολογείται στην 3η χιλιετία π.Χ., απαντά στον πρόλογο της σουμερικής εκδοχής του Έπους του Γκιλγκαμές και εξιστορεί τα κατορθώματα του «πρώτου αγίου Γεωργίου». Η ύπαρξη μιας θεάς αιχμάλωτης του δράκοντα εντείνει το πολεμικό σθένος του θεού. Αυτή συμβολίζει, με μια μορφή αβρή και φωτεινή, τη ζωντανή εκείνη παρουσία που το τέρας κρατά φυλακισμένη στα νερά της πηγής και που ο θεός καλείται να ελευθερώσει.
Ένα άλλο σουμερικό κείμενο, το Έπος του θεού Νινούρτα περιγράφει, επίσης, μια μάχη μεταξύ του θεού Νινούρτα, ο οποίος προσωποποιεί τον Νότιο άνεμο, και ενός δράκοντα με το όνομα Αζάγκ, που κατοικεί στα απώτατα βάθη του Κάτω Κόσμου. Ευνόητο είναι ότι η πάλη του Νινούρτα με τον Αζάγκ συμβολίζει την πάλη ανάμεσα στον άνεμο και τα νερά, αλλά οι συνέπειές της προχωρούν πολύ πέρα από μια απλή αναμέτρηση μεταξύ στοιχείων της φύσης.
Στο τέλος ο θεός Νινούρτα νικά τον Αζάγκ, δράκοντα των υδάτων. Ο θάνατος του Αζάγκ, όμως, γίνεται πρόξενος μιας τρομερής καταστροφής. Τα νερά, έχοντας μείνει ακυβέρνητα, ξεχύνονται στη γη, πλημμυρίζουν τα χωράφια, αφανίζουν τις καλλιέργειες. Ο Τίγρης δεν φουσκώνει πια, όλα τα γλυκά νερά γίνονται αλμυρά και μολυσμένα. Η συμφορά εξαπλώνεται σε ολόκληρη τη Σουμερία με τη μορφή ενός φοβερού λιμού.
Τότε ο Νινούρτα αποφασίζει να οικοδομήσει ένα θεόρατο τείχος γύρω από τον Κάτω Κόσμο. Έτσι τα νερά θα συγκρατούνται και δεν θα πλημμυρίζουν πια την επιφάνεια της γης. Κατόπιν συγκεντρώνει όλα τα νερά, που είχαν κατακλύσει τη γη, τα διοχετεύει στον Τίγρη και η ευημερία επανέρχεται στη χώρα.
Οι θεοί αγωνίζονται εναντίον του δράκοντα για να διασφαλίσουν την τάξη του κόσμου. Οι ήρωες, όμως, το κάνουν αυτό με ελατήρια λιγότερο ανιδιοτελή. Με την αρχαία σημασία της λέξης ο ήρωας είναι ένα πλάσμα ανάμεσα σε θεό και σε άνθρωπο, στις φλέβες του οποίου ρέει κατά κανόνα μια ποσότητα θεϊκού αίματος. Η ποσότητα αυτή μπορεί να ανέρχεται στο 50%, όπως συμβαίνει με πολλούς Έλληνες ήρωες, παιδιά ενός θεού και μιας θνητής. Για παράδειγμα, μπορούμε ν' αναφέρουμε τον Ηρακλή (γιο του Δία και της Αλκμήνης) και τον Περσέα, ο οποίος ήταν πρόγονος του Ηρακλή, δρακοκτόνος και γιος του Δία και της Δανάης.
Αυτή η «ποσοστιαία αναλογία» θεϊκού αίματος μπορεί, εντούτοις, να φθάνει και τα 2/3, όπως στην περίπτωση του ήρωα Γκιλγκαμές.
Επομένως, οι ήρωες διαθέτουν ανάμικτο αίμα και αυτό το θεϊκό κομμάτι της σάρκας και της φύσης τους εξηγεί ασφαλώς την ηθική και βιολογική δύναμή τους. Τα θρυλικά τέρατα, όπως ύδρες, δράκοντες και διάφορα άλλα, τα σκοτώνουν με τη βοήθεια της μαγείας ή κάποιας ανώτερης αρχής και η αρχή αυτή αναμφίβολα κατοικοεδρεύει στο αίμα τους. Καθώς όμως έχουν μαζί και ανθρώπινο αίμα, έχουν και ανθρώπινες αδυναμίες, βιολογικές και ηθικές, εξού και το γεγονός ότι η έκβαση της πάλης δεν είναι τόσο βέβαιη όσο στην περίπτωση των θεών. Τα κίνητρα λοιπόν, που τους ωθούν να διεξάγουν μια τέτοια μάχη, είναι εξίσου επιτακτικά, αλλά λιγότερο ευγενή από εκείνα των θεοτήτων. Γι' αυτούς το ζητούμενο είναι να επιτύχουν, χάρη σε αυτήν τη φοβερή δοκιμασία, την κάθαρση που θα εξαλείψει από το είναι τους τα ανθρώπινα στοιχεία, θα τους καταστήσει γνήσιους θεούς και θα τους επιτρέψει να κερδίσουν την αθανασία. Με λίγα λόγια, η πάλη και η νίκη επί ενός τέρατος θεραπεύουν το ελάττωμα της γέννησης από μια θνητή. Στην περίπτωση των ηρώων η κατάκτηση της αθανασίας πρέπει να νοηθεί στην κυριολεξία.
Η αναζήτηση της αθανασίας μπορεί όμως να επιχειρηθεί και με πιο άμεσους τρόπους. Αφού οι θεοί είναι αθάνατοι, οι ήρωες μπορούν να πάνε στα άδυτα των ουρανών και ν' αρπάξουν από εκεί το ακριβό προνόμιο. Προκειμένου όμως ν' ανεβεί κάποιος στον ουρανό χρειάζονται φτερά. Κι εφόσον ο άνθρωπος δεν τα διαθέτει, πρέπει είτε να τα εφεύρει και να γίνει πουλί, όπως έκαναν ο Δαίδαλος και ο Ίκαρος, είτε να προσφύγει στις υπηρεσίες ενός φτερωτού ζώου, όπως έκαναν ο Έλληνας Βελλερεφόντης και ο Μεσοποτάμιος Ετάνα.
Ο Θρύλος του Ετάνα αποτελεί το αρχαιότερο γνωστό παράδειγμα ιπτάμενου ανθρώπου. Το όνειρο αυτό, το οποίο στοίχειωνε τους ανθρώπους από την αυγή ακόμη του χρόνου, εκφράστηκε στον συγκεκριμένο θρύλο, ο οποίος ανακαλύφθηκε σε πινακίδες σφηνοειδούς γραφής, που τοποθετούνται χρονικά περίπου το 2.000 π.Χ.
Ο Ετάνα ήταν ένας μεσοποτάμιος βασιλιάς. Μια ημέρα περιμάζεψε έναν πληγωμένο αετό, τον περιποιήθηκε και του ξανάδωσε την ελευθερία του. Για να τον ευχαριστήσει ο αετός τον ρώτησε τι ήθελε ως αντάλλαγμα. Ο Ετάνα λοιπόν χρειαζόταν, προκειμένου να θεραπευτεί η γυναίκα του, ένα μαγικό φυτό, το οποίο βρισκόταν στην κατοχή της θεάς Ινάννα (Ιστάρ). Το φυτό αυτό υπήρχε μόνο στον ουρανό και ο αετός πήρε μαζί του τον Ετάνα. Αυτός, γερά γαντζωμένος επάνω στο πουλί, αντίκρισε τη γη να βυθίζεται στο διάστημα, τα βουνά να μοιάζουν με σβόλους, τη θάλασσα να συρρικνώνεται στις διαστάσεις μιας μικρής λίμνης. Μόλις, όμως, πέρασε η πρώτη έκπληξη, ένας ξαφνικός ίλιγγος τον κυρίευσε και ο Ετάνα κατακρημνίστηκε από τον ουρανό στη γη.
Ωστόσο, ο μύθος αυτός εξακολούθησε να στοιχειώνει τους πόθους των ανθρώπων μιας και τον ξανασυναντάμε, με ελαφρά παραλλαγμένες μορφές, σε πλήθος αρχαίων κειμένων της Εγγύς Ανατολής.
Επιπλέον, η αναζήτηση αυτή της αθανασίας, θα πρέπει ν' αναφέρουμε, οδηγεί τον Γκιλγκαμές στον Ουτ-Ναπιστίμ, ο οποίος έχει επιζήσει από έναν μεγάλο κατακλυσμό.
Το θέμα του κατακλυσμού, που στάλθηκε για να τιμωρήσει το ανθρώπινο είδος, συναντάται επίσης στον μύθο του Ατραχάση. Το Έπος της Δημιουργίας αναφέρεται στην αρχή του κόσμου και στην ίδρυση της μεγάλης πόλης της Βαβυλώνας κάτω από την προστασία του θεού της Μαρδούκ. Μικρότεροι μύθοι είναι η κάθοδος της Ιστάρ στον Κάτω Κόσμο, στον οποίο η θεά Ιστάρ κατεβαίνει να επισκεφτεί την αδελφή της Ερεσχειγκάλ, τη βασίλισσα του Κάτω Κόσμου, και με δυσκολία κατορθώνει να επιστρέψει. Παρόμοιος σε πολλά στοιχεία είναι ο μύθος του Νεργκάλ και της Ερεσχειγκάλ, στον οποίο ο Νεργκάλ κατεβαίνει στον Οίκο του Σκότους και ξεμυαλίζει τη βασίλισσά του. Το Έπος του Έρρα αναφέρεται στην παρακμή της Βαβυλώνας, ενώ απουσιάζει προσωρινά ο προστάτης θεός της. Ο μύθος του Ετάνα μιλάει για έναν βασιλιά χωρίς απογόνους, που έψαχνε για ένα μαγικό φυτό, το οποίο θα του εξασφάλιζε διάδοχο. Ο μύθος του Αντάπα μιλάει για έναν ιερέα του Ένκι (Έα) που επάνω στην οργή του σπάει το φτερό του Νότιου Ανέμου και οδηγείται στον ουρανό για να απολογηθεί για τη συμπεριφορά του. Τέλος, το Έπος του Ανζού αναφέρει την ιστορία ενός κακού πουλιού, που αρπάζει από το θεό Ενλίλ την Πινακίδα των Πεπρωμένων, η οποία έδινε την υπέρτατη ισχύ σε όποιον την κατείχε. Στο τέλος σκοτώνεται σε ένδοξη αναμέτρηση με το θεό Νινούρτα.
Όλοι οι μύθοι αναφέρονται στους θεούς και τους ανθρώπους της Μεσοποταμίας, οι οποίοι συμπεριφέρονταν καλά ή άσχημα, αλλά πάντως μ' έναν τρόπο που ήταν οικείος στο ακροατήριο. Τα πιο εντυπωσιακά και απρόβλεπτα μέρη αυτών των μύθων εκτυλίσσονται σε τόπους, οι οποίοι θα πρέπει να ήταν ασυνήθιστοι, αλλά αρκετά αληθινοί για να τραβούν την προσοχή, όπως βουνά, δάση, παράκτιες περιοχές. Η δράση εξελίσσεται πάντα αργά και συχνά προλέγεται με όνειρα και προειδοποιήσεις ή ακόμη και περιγράφεται εκ των προτέρων από κάποιον άλλο χαρακτήρα. Έτσι, υπάρχουν λίγες εκπλήξεις και λίγη αγωνία. Αφθονούν, όμως, τα σταθερά επίθετα, τα οποία εντείνουν τον μεγαλοπρεπή χαρακτήρα των κειμένων.
Ο Κατακλυσμός είναι από τα πιο χαρακτηριστικά οικουμενικά θέματα της μυθολογίας.[1] Αναφορές σε αυτόν απαντούν στους Σημίτες (Αγία Γραφή, Έπος του Γκιλγκαμές), στα σουμερικά κείμενα, στους Έλληνες, τους Πέρσες και τους Ινδούς, για να περιοριστούμε μόνο στις μυθολογίες των λαών που μας ενδιαφέρουν για την παρούσα εργασία. Οι αρχαιολόγοι όμως συγκλίνουν στην παραδοχή ότι, κατά πάσα πιθανότητα, οι μύθοι για τον Κατακλυσμό παρέχουν μαρτυρία πραγματικών γεγονότων. Οι πιο πρόσφατες έρευνες, οι οποίες επιβεβαιώθηκαν και από τις ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν στη Μεσοποταμία, την κατ' εξοχήν γη του Κατακλυσμού, εντόπισαν ίχνη από πολλαπλές διαδοχικές πλημμύρες, οι οποίες έλαβαν χώρα στο διάστημα μεταξύ του 12.000 και του 8.000 π.Χ. Σήμερα όλες οι εκτιμήσεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε ένας αλλά περισσότεροι του ενός κατακλυσμοί, που συγχωνεύθηκαν στη μνήμη των ανθρώπων, για να μετουσιωθούν σε έναν και μοναδικό Κατακλυσμό.
Για την προέλευση και τη φύση αυτών των κατακλυσμών, πολλές υποθέσεις έχουν προταθεί. Η πλέον εύλογη είναι εκείνη η οποία αποδίδει την υπερεκχείλιση μεγάλου μέρους της μεσοποταμιακής λεκάνης στο γενικευμένο λιώσιμο των παγετώνων, που αντιστοιχεί στα τέλη της ύστερης μεγάλης παγετώδους Εποχής του Τεταρτογενούς[2], η οποία εμφανίστηκε περίπου το 12.000 π.Χ. Οι γεωλόγοι που κλήθηκαν να συνδράμουν υπολόγισαν ότι βάσει του εικαζόμενου όγκου αυτών των παγετώνων, το αιφνίδιο λιώσιμό τους πρέπει να προκάλεσε άνοδο της στάθμης της Ερυθράς Θάλασσας και του Περσικού Κόλπου κατά δεκατρία μέτρα. Μάλιστα, αν αναλογιστούμε ότι το λιώσιμο των παγετώνων, που οφειλόταν σε έντονα κλιματικά φαινόμενα, μοιραία θα συνοδεύτηκε από πολύμηνες βροχές και καταιγίδες, τότε ίσως βρισκόμαστε μπροστά σε μία από τις αιτίες του Κατακλυσμού. Οι επιζήσαντες αυτών των γεωλογικών κατακλυσμών –που έγιναν κυρίως αισθητοί στην Εγγύς Ανατολή, αφού η Δυτική Ευρώπη γνώρισε μόνο τον αντίκτυπό τους– διατήρησαν την ανάμνησή τους και τη μετέδωσαν με την προφορική αφήγηση από γενιά σε γενιά.
Το αρχαιότερο κείμενο σχετικά με τον Κατακλυσμό βρέθηκε σε μια σουμερική πινακίδα, η οποία ανασύρθηκε από τα ερείπια της πόλης Νιππούρ[3] και χρονολογείται στις αρχές της 3ης χιλιετίας π.Χ. Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι για χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι μεταβίβαζαν ο ένας στον άλλο την εξιστόρηση των τρομακτικών αυτών φαινομένων, που έπαιρναν στα μάτια τους την όψη ενός Κατακλυσμού σταλμένου από τους θεούς. Έτσι, ο Κατακλυσμός από γεωλογικός έγινε εσχατολογικός, κάτι που αποτελεί τη συνήθη οδό για ένα πολύ μεγάλο αριθμό γεγονότων της παγκόσμιας ιστορίας. Εξάλλου ο Κατακλυσμός αποκτά ενδιαφέρον για εμάς μόνο ως φαινόμενο ανθρώπινο, θρησκευτικό και ιερό που προκάλεσε στο πνεύμα ιδιάζουσες απηχήσεις, τις οποίες οι άνθρωποι συσχέτισαν με τη δική τους ιστορία.
Η βιβλική διήγηση της Γένεσης έλκει την καταγωγή της από τη μεσοποταμιακή αφήγηση, που απαντά στην ενδέκατη πινακίδα του Έπους του Γκιλγκαμές, και η οποία με τη σειρά της σαφώς αποτελεί μια «αναθεωρημένη και διορθωμένη» αντιγραφή της σουμερικής διήγησης της Νιππούρ. Αν δεχθούμε ότι ο κύριος κατακλυσμός υπήρξε κατά πολλές χιλιάδες χρόνια προγενέστερος της ανακάλυψης της γραφής, είναι προφανές ότι οι συντάκτες της Γένεσης δεν μπορούσαν να έχουν πληροφόρηση ούτε από πρώτο χέρι ούτε από ίδιες πηγές. Αντιθέτως, οι παραλλαγές και οι καινοτομίες του βιβλικού κειμένου απηχούν μάλλον το ανθρώπινο και θρησκευτικό περιβάλλον μέσα από το οποίο αναδύθηκε το συγκεκριμένο κείμενο παρά κάποια γεγονότα, τα οποία είχαν από καιρό μετασχηματιστεί κάτω από την επίδραση της μυθοπλαστικής ικανότητας του ανθρώπου.
Η σουμερική πινακίδα που βρέθηκε στη Νιππούρ είναι δραματικά ακρωτηριασμένη. Μόνο το 1/3 στάθηκε δυνατό να μεταφραστεί με βεβαιότητα. Αυτό το τμήμα αφηγείται τη δημιουργία του ανθρώπου και του κόσμου, την οικοδόμηση των πρώτων πόλεων, όπως ήταν η Εριντού[4] και η Σουρουππάκ, η σημερινή Φαρά[5], τα ερείπια των οποίων ανακαλύφθηκαν από τους αρχαιολόγους ενώ στη συνέχεια, ύστερα από ένα κενό 37 σειρών, εξιστορεί την απόφαση των θεών να καταστρέψουν την ανθρωπότητα. Τον λόγο δεν μας τον λέει το ποίημα. Το μόνο που διαπιστώνουμε είναι ότι δεν υπήρξε ομοφωνία των θεών σχετικά με το θέμα και πως ορισμένοι αγόρευσαν υπέρ του ανθρώπου. Τελικά όμως ο Κατακλυσμός αποφασίστηκε. Όλοι οι άνθρωποι αφανίστηκαν, όλοι εκτός από έναν, τον ευλαβέστατο βασιλιά Ζιουσούντρα. Πρόκειται για τον πρώτο Νώε της ιστορίας, για τον πρώτο επιζήσαντα από τον οποίο καταγόμαστε όλοι.
Ο Ζιουσούντρα στεκόταν λοιπόν μπροστά στο περιτείχισμα κάποιου ναού, όταν μια φωνή τον προειδοποίησε για τον επικείμενο Κατακλυσμό.
Στη συνέχεια το ποίημα περιγράφει τις οδηγίες που δόθηκαν στον Ζιουσούντρα (το κείμενο όμως έχει χαθεί). Γνωρίζουμε το περιεχόμενό του από τα συμφραζόμενα, καθώς και από τη μεταγενέστερη ακκαδική[6] εκδοχή: ο Ζιουσούντρα έλαβε εντολή να κατασκευάσει ένα γιγαντιαίο πλοίο για να γλιτώσει από την καταστροφή. Έπειτα ο Κατακλυσμός ξέσπασε σε ολόκληρη τη γη.
«Όλες οι θύελλες μαζί λυσσομανούσαν με ανήκουστη σφοδρότητα. Την ίδια στιγμή ο Κατακλυσμός κατάπινε τα κέντρα της λατρείας. Αφού επί επτά μερόνυχτα ο Κατακλυσμός σάρωνε τη γη και το πελώριο πλοίο κλυδωνιζόταν από τις θύελλες στα νερά, πρόβαλε ο Ουτού (ο ηλιακός θεός), αυτός που σκορπίζει το φως σε ουρανό και γη. Ο Ζιουσούντρα άνοιξε ένα από τα παράθυρα του πλοίου του και ο Ουτού έστειλε τις ακτίνες του να γλιστρήσουν μες στο γιγάντιο καράβι. Ο Ζιουσούντρα, ο βασιλιάς, γονάτισε μπροστά στον Ουτού. Ο βασιλιάς τού θυσίασε ένα βόδι κι έσφαξε ένα πρόβατο.»S.N. Kramer, History Begins at Sumer
Με τη θυσία αυτή ο Ζιουσούντρα συμφιλίωνε το ανθρώπινο γένος με τους θεούς και οι τελευταίοι, για να τον ανταμείψουν, του χάρισαν την αθανασία.
«Τότε ο Ζιουσούντρα, ο βασιλιάς, γονάτισε μπροστά στον Άνου και στον Ενλίλ. Ο Άνου και ο Ενλίλ έδειξαν την ευμένειά τους στον Ζιουσούντρα: του έδωσαν θεία ζωή, ψυχή αιώνια, όμοια με των θεών. Και τον Ζιουσούντρα, τον βασιλιά, σωτήρα του ονόματος της βλάστησης και του σπέρματος του ανθρώπινου γένους, οι θεοί τον εγκατέστησαν στη χώρα του επέκεινα, στη χώρα του Ντιλμούν[7], εκεί από όπου ανατέλλει ο ήλιος.»S.N. Kramer, History Begins at Sumer
Το γεγονός ότι, ο Ζιουσούντρα βρισκόταν μπροστά στο τείχος ενός ναού, όταν άκουσε τη φωνή κάποιου θεού, μπορεί να φαίνεται κάτι ασήμαντο. Ωστόσο, πρόκειται για μια λεπτομέρεια ουσιαστική, γιατί συναντάται ξανά στη μεγάλη βαβυλωνιακή αφήγηση του Κατακλυσμού, πράγμα που αποδεικνύει την συγγένεια μεταξύ των δύο διηγήσεων, τις οποίες χωρίζει χρονική απόσταση μεγαλύτερη των 15 αιώνων.
Η βαβυλωνιακή εκδοχή του Κατακλυσμού εμπεριέχεται στο μεγάλο Έπος του Γκιλγκαμές, του οποίου καταλαμβάνει ολόκληρη την ενδέκατη πινακίδα. Στα αποσπάσματα που παρατέθηκαν παραπάνω ο Γκιλγκαμές, αναζητώντας το βοτάνι της αθανασίας, διέσχισε τα Ύδατα του Θανάτου και έφθασε σ' ένα νησί, όπου ζούσε κάποιος ονόματι Ουτ-Ναπιστίμ. Αυτός, λοιπόν, ο Ουτ-Ναπιστίμ ήταν ο Βαβυλώνιος Ζιουσούντρα. Όπως συνέβη και στην περίπτωση του Ζιουσούντρα, οι θεοί τον έσωσαν από τον Κατακλυσμό και του χάρισαν την αθανασία. Έκτοτε κατοικούσε μακριά από τους ζωντανούς, στα πέρατα της γης, στη χώρα εκείνη όπου ο θάνατος γίνεται συνώνυμος με την αιώνια ζωή. Προτού υποδείξει στον Γκιλγκαμές πώς να αποκτήσει το βοτάνι της αθανασίας, του αφηγήθηκε την ιστορία του Κατακλυσμού.
Ο Ουτ-Ναπιστίμ ζούσε στην πόλη Σουρουπάκ (μία από τις πέντε πόλεις που κατονομάζονται στο σουμερικό ποίημα του Κατακλυσμού). Ήταν ένας άνθρωπος ιδιαίτερα ευλαβής, προστατευόμενος του Έα, θεού της θάλασσας και της σοφίας, ο οποίος ήταν παρών στο συμβούλιο των θεών και αποφάσισε να τον ειδοποιήσει για τον επερχόμενο κατακλυσμό[8]. Όταν λοιπόν οι θεοί συγκεντρώθηκαν και αποφάσισαν την εξολόθρευση της ανθρωπότητας με τον Κατακλυσμό, ο Έα έσπευσε να προειδοποιήσει τον ευνοούμενό του με άκρως πρωτότυπο τρόπο:
Ο Έα επανέλαβε τα λόγια τους σ' ένα καλαμόσπιτο:
Καλαμόσπιτο, καλαμόσπιτο
κι εσύ τείχος, ω τείχος,
δώσε προσοχή, καλαμόσπιτο,
άκουσε καλά, τείχος!
Άνθρωπε από τη Σουρουπάκ, γιε του Ουμπάρ-Τουτού,
Γκρέμισε το σπίτι σου και φτιάξε ένα πλοίο για σένα.
Παράτησε τα αγαθά σου και τα πλούτη σου
Για να μείνεις σώος.
Άσε το βιος σου για να σώσεις τη ζωή σου.
Και φόρτωσε στο πλοίο σου
το άνθος όλων των ζωντανών πλασμάτων.
Στο σημείο αυτό υπάρχει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα λογοτεχνικού δανείου, που κατέστη ακατανόητο με το πέρασμα από τη μία γλώσσα στην άλλη, στη συγκεκριμένη περίπτωση από τα σουμερικά στα ακκαδικά. Στη σουμερική διήγηση ο θεός προειδοποιεί τον Ζιουσούντρα, ενώ αυτός στεκόταν μπροστά στο τείχος κάποιου ναού. Στα σουμερικά, όμως, το «στέκομαι μπροστά σ' ένα τείχος» και το «είμαι ένα τείχος» εκφέρονται με τον ίδιο τρόπο και μόνο από τα συμφραζόμενα μπορεί κάποιος να καταλάβει τη διαφορά. Αντιθέτως, στα ακκαδικά οι δύο εκφράσεις δεν συμπίπτουν. Πρόκειται για μεταφραστικό λάθος ή για δυσκολία στην απόδοση των αποχρώσεων της γλώσσας; Δεν αποκλείεται και η περίπτωση, για καθαρά γλωσσικούς λόγους, ο Έα να θεώρησε ότι όφειλε να απευθυνθεί σ' ένα καλαμόσπιτο, σ' ένα τείχος, αντί να μιλήσει απευθείας στον Ουτ-Ναπιστίμ! Μάλιστα, το ακκαδικό κείμενο προσθέτει αυθαίρετα και έναν φράκτη, πιο συγκεκριμένα μια καλαμωτή. Ο Έα «υπαγορεύει» τις συμβουλές του στα καλάμια, τα οποία με τη σειρά τους θα τις επαναλάβουν στον Ουτ-Ναπιστίμ.
Στο άκουσμα των εντολών του Έα ο Ουτ-Ναπιστίμ περιέπεσε σε μεγάλη αμηχανία. Αυτός δεν είχε δει πλοίο στη ζωή του. Πώς θα μπορούσε να ναυπηγήσει ο ίδιος ένα; Τότε ο θεός Έα ζωγράφισε πρόθυμα στο χώμα ένα καράβι για να του χρησιμεύσει ως υπόδειγμα. Ο Ουτ-Ναπιστίμ στρώθηκε στη δουλειά και κατασκεύασε μια κιβωτό. Η καρίνα της είχε 120 πήχεις μάκρος (η βιβλική αντίστοιχή της έφθανε τους 300) και ήταν οριζόντια διαιρεμένη σε 7 καταστρώματα, από τα οποία καθένα περιλάμβανε 10 χωρίσματα, πράγμα που αντιστοιχεί προφανώς σε 70 καμπίνες! Ο Ουτ-Ναπιστίμ καλαφάτισε την καρίνα με πίσσα και άσφαλτο, φόρτωσε τα αναγκαία εφόδια και ανέβασε στο πλοίο ένα ζευγάρι ζώων από κάθε είδος. Έπειτα επιβιβάστηκε και ο ίδιος και έκλεισε την πόρτα. Τότε οι θεοί άνοιξαν «τις δεξαμενές του ουρανού».
Έξι μέρες κι επτά νύχτες πέρασαν
και ακόμα μαίνονταν οι θύελλες του κατακλυσμού.
Οι θύελλες του νότου έπνιγαν τη χώρα.
Την έβδομη μέρα
Οι θύελλες του κατακλυσμού
που, ίδια στρατιά,
είχαν ξεκληρίσει στο διάβα τους τα πάντα
κόπασαν
Η θάλασσα γαλήνεψε,
ο αέρας καταλάγιασε,
έπαψε η αντάρα του κατακλυσμού.
Ατένιζα τον ουρανό. Σιγή βασίλευε.
Είδα πως οι άνθρωποι είχανε ξαναγίνει λάσπη.
Τα στάσιμα νερά είχαν πυργωθεί.
Άνοιξα ένα μικρό παράθυρο.
Το φως έπεσε στο πρόσωπό μου.
Γονάτισα
Κι άρχισα να κλαίω
Τα δάκρυα μού αυλάκωναν το πρόσωπο.
Το αίσθημα αυτό της συντριβής και της αγωνίας μπροστά στην ερήμωση της γης, που είχε μεταβληθεί σε βάλτο και μπροστά στο χαμό των ανθρώπων είναι ίδιον του ακκαδικού κειμένου. Στη Γένεση δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Εκεί ο Νώε υπακούει τυφλά στον Θεό. Ο βιβλικός Νώε αποδείχτηκε πιο σκληρός από τον σουμερικό και τον βαβυλώνιο πρόγονό του, αφού ο ολοκληρωτικός αφανισμός της ανθρωπότητας δεν στάθηκε αρκετός για να του αποσπάσει ένα δάκρυ.
Το καράβι του Ουτ-Ναπιστίμ στάθηκε στην κορυφή του όρους Νιζίρ όπου το απόθεσαν τα νερά, καθώς η στάθμη τους κατέβαινε. Έμεινε εκεί επτά ημέρες. Την έβδομη ημέρα ο Ουτ-Ναπιστίμ άνοιξε ένα παράθυρο και άφησε τρία πουλιά να πετάξουν. Ένα περιστέρι και ένα χελιδόνι, που ξαναγύρισαν, και ένα κοράκι που δεν ξαναγύρισε. Τότε ο Ουτ-Ναπιστίμ βγήκε από την κιβωτό και πρόσφερε θυσία στους θεούς. Δεν είχε ακόμη βάλει τα κρέατα να ψήνονται και «…οι θεοί μύρισαν την κνίσα, οι θεοί οσφράνθηκαν την οσμή, οι θεοί μαζεύτηκαν γύρω από τα σφάγια σαν τις μύγες».
Η ιστορία του μεσοποταμιακού Κατακλυσμού δεν σταματά σε αυτό το σημείο, αλλά αποδεικνύεται πιο γλαφυρή και συγκινητική από τη βιβλική διήγηση, καθώς η διαμάχη που είχε διχάσει τους θεούς ως προς τη σκοπιμότητα του Κατακλυσμού αναζωπυρώθηκε μετά το τέλος του. Οι θεοί, μυρίζοντας την καλή μυρουδιά, έτρεξαν να δουν τι έγινε και είδαν τον Ουτ-Ναπιστίμ ολοζώντανο, μαζί με τη γυναίκα του, τα παιδιά του και ένα πλήθος ζώα. Ο Ενλίλ, ο Κύριος του ουρανού και της γης, ο ηγέτης των θεών, εμπνευστής και υπεύθυνος του Κατακλυσμού, θύμωσε πάρα πολύ. Ετοιμαζόταν λοιπόν να εξοντώσει τον μοναδικό επιζήσαντα, όταν παρέμβηκαν ο Έα και η Ιστάρ –ένθερμοι υποστηρικτές του ανθρώπινου γένους– και τελικά ο Ενλίλ έδωσε χάρη στον επιβιώσαντα και την οικογένειά του, τους έκανε αθάνατους και τους επέτρεψε να κατοικήσουν πολύ μακριά στην εκβολή των ποταμών. Αυτοί που χάθηκαν, όμως, έφυγαν για ένα ταξίδι χωρίς γυρισμό στη Χώρα του Σκότους.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε τη σφραγίδα του Adda, μια αρχαία ακκαδική κυλινδρική σφραγίδα που απεικονίζει (από τα αριστερά προς τα δεξιά) τις θεότητες Inanna, Utu, Enki και Isimud (περ. 2300 π.Χ.)
Σημ. επιμ.: Έχει διατηρηθεί η μεταγραφή των ονομάτων κατά την επιλογή του συγγραφέα.
[1] Lacarriѐre Jacques, Στα Άδυτα των Μύθων, εκδόσεις Χατζηνικολή, 2007, σ. 195-203
[2] Τεταρτογενές: υποδιαίρεση του γεωλογικού χρόνου που, μαζί με το Τριτογενές, ανήκει στον Καινοζωικό αιώνα. Το Τεταρτογενές χαρακτηρίζεται κυρίως από την εμφάνιση των παγετωδών εποχών.
[3] Νιππούρ: Αρχαία πόλη της Κάτω Μεσοποταμίας, η σημερινή Νιφέρ στο Ιράκ. Υπήρξε θρησκευτικό κέντρο των Σουμερίων και άκμασε μεταξύ 3ης και 1ης χιλιετίας π.Χ. Οι ανασκαφές στην περιοχή έφεραν στο φως πλήθος πινακίδων σε σφηνοειδή γραφή.
[4] Εριντού: Αρχαιολογικός χώρος στο Ιράκ, κοντά στην Ουρ, με ερείπια μιας από τις αρχαιότερες πόλεις της περιοχής. Από την 6η χιλιετία π.Χ. ακόμη αποτελούσε θρησκευτικό κέντρο.
[5] Σουρουππάκ: Αρχαία πόλη κτισμένη στη θέση όπου βρίσκεται η σημερινή Φάρα, κοντά στον Ευφράτη, η οποία υπήρξε μια από τις ισχυρότερες πόλεις-κράτη της Σουμερίας.
[6] Ακκάδ: Πόλη, κράτος και δυναστεία της Κάτω Μεσοποταμίας κατά την 3η χιλιετία π.Χ. Η Ακκαδική αυτοκρατορία καταλύθηκε περίπου το 2.200 π.Χ., εξαιτίας ενός κύματος εισβολών που την κατέστρεψαν.
[7] (Ν)τιλμούν: Στη σουμερική μυθολογία το (Ν)τιλμούν, το οποίο ορισμένοι τοποθετούν γεωγραφικά στο σημερινό Μπαχρέιν, ήταν ένας επίγειος Παράδεισος, ένα αντίστοιχο της Εδέμ. Ήταν η «κατοικία του Ήλιου», το «βασίλειο των θεών», άρα ένας τόπος σχεδόν απροσπέλαστος για τους θνητούς.
[8] Κοντενώ Ζωρζ, Η καθημερινή ζωή στην Βαβυλώνα και στην Ασσυρία, μεφρ. Έλλη Ι. Αγγέλου, εκδ. Δημ. Ν. Παπαδήμα, Αθήνα, 1989, σ. 214