Σας έχει τύχει να σας εντυπωσιάσει ένας τίτλος ώστε να αποφασίσετε αυτοστιγμεί ότι πρέπει να διαβάσετε το βιβλίο; Εμένα αρκετές φορές, μία εκ των οποίων και η συγκεκριμένη. «Τι να συμβαίνει άραγε πίσω από τον ήχο του νερού;» αναρωτήθηκα και ξεκίνησα το αναγνωστικό ταξίδι στις λέξεις της Γεωργίας Τάτση ανιχνεύοντας σελίδα τη σελίδα τη νουβέλα της, Πίσω από τον ήχο του νερού, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Στην υπόθεση, ένας εξηντάχρονος –όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά «Στα εξήντα σου είναι νέος για να πεθάνεις, αλλά γέρος για να ζήσεις.»– στο μεταίχμιο μεταξύ νεότητας και γήρατος, στο σημείο όπου συναντιούνται η ορμή των νιάτων και η ρώμη με την ωριμότητα και την εμπειρία της ζωής, επιστρέφει στον τόπο που γεννήθηκε για να πουλήσει το εγκαταλειμμένο πια πατρικό του. Η επιστροφή είναι τόσο σωματική/ταξιδιωτική όσο και πνευματική/εσωτερική καθώς ανακαλεί μνήμες επώδυνων γεγονότων από τα παιδικά του χρόνια επιχειρώντας μια αναγκαία, και κάπως αυτοπροτασσόμενη, ενδοσκόπηση.
Η πλοκή ολοκληρώνεται με αυτή τη λιτή περιγραφή όμως το πεζογράφημα έχει άλλον προσανατολισμό. Αφορά σε υπαρξιακά ζητήματα σχετικά με τον πυρήνα του ανθρώπου, τις πρώτες του μεγάλες στιγμές/καταγραφές και τις τομές της ζωής του. Τη σχέση του με το παρελθόν (του), την παιδική ηλικία, την οικογένεια, την εστία και απαρχή του... και σε αυτό το πεδίο κυριαρχούν η οικία που μεγαλώνει κανείς και οι γονείς του· ίσως λίγο περισσότερο η μάνα. Τα πρώτα, τα παιδικά βιώματα αποτελούν σημεία-τομές μέσα του ενώ η «βουτιά» στην έναρξη της ύπαρξης, πολλές φορές, κουβαλά «αγκάθια».
Στην καμπή του χρόνου που ο άνθρωπος γυρίζει πίσω [...] ...ανέστιος, ο άνθρωπος, κουβαλώντας μόνο τη σκεύη του, περπατάει ανάποδα τον δρόμο που έχει μέχρι τώρα διανύσει και ξαναγίνεται παιδί.
Δύσκολο κι επίπονο το «εγχείρημα», αναγκαίο ωστόσο και αυτόματο για τον συγκεκριμένο χαρακτήρα –του συμβαίνει θέλει δε θέλει– ξεκινά με μια ονειρική εικόνα για τη μάνα του, τον πιο σημαίνων άνθρωπο στη ζωή μας, και «ξεδιπλώνεται» μέσα από συρτάρια-μνήμες: τόπους εικόνων, ήχων, αρωμάτων, χρωμάτων και συναισθημάτων.
Το ύφος της πένας της κυρίας Τάτση περιέχει μπόλικη λογοτεχνική χροιά, πολύ αισθαντισμό, σουρεαλισμό κι εξπρεσιονισμό –ποντάρει στην εντύπωση– και, στο τέλος τέλος, όλο το βιβλίο της αποτελεί έναν –ακόμα– υπέροχο τρόπο να διηγηθείς μια ιστορία.
Πού πεθαίνει πρώτα ο άνθρωπος;
Φυσικά (θα το περιμένατε εξάλλου) δίνεται μεγάλο μέρος στον θάνατο, που σε αυτή τη νουβέλα έχει διπλή αξία: αφορά τόσο στον θάνατο του ήρωα (στην κατάληξή του, στο πώς θα τερματίσει τελικά ως άνθρωπος) όσο και στον θάνατο, είτε οριστικό είτε μέσω της απουσίας, των γονιών του. Σκεφτείτε αυτό που στην ψυχολογία ονοματίζεται ως πραγματική ενηλικίωση του ατόμου και αφορά τη ζωή του μετά τον χαμό των γονιών του. Δηλαδή, όσο υπάρχει ο γονιός σου είσαι το παιδί κάποιου, όμως όταν χαθεί είσαι εσύ· τελεία και παύλα. Κι αυτό δεν διαφοροποιείται με την ηλικία που θα έχει κανείς τη στιγμή που χάνει τους γεννήτορές του, όμως αν η απώλεια του θανάτου σε βρει σε μια μικρή και τρυφερή ηλικία, θα αντιμετωπίσεις το σοκ ενώ το τραύμα (θα) είναι πολύ πιο μεγάλο.
Αλλάζει το βλέμμα με τον θάνατο, αλλάζει ο τρόπος που κοιτάζεις υπό το φάσμα του θανάτου.Ο θάνατος διπλοκλειδώνει τον άνθρωπο από μέσα, δεν επιτρέπει καμιά ρωγμή.
Αναλογιστείτε τώρα τις θαμμένες, καταχωνιασμένες κάπου βαθιά μέσα, μνήμες (επειδή πονάνε φρικτά προφανώς) οι οποίες έρχονται στην επιφάνεια καθηλωτικά και περιέχουν (;) άλογα, αρνιά και παγόνια, ακατανόητες (;) εικόνες βγαλμένες λες από πίνακες του Νταλί, διαστρεβλωμένες (;) από συναισθηματισμούς, τον χρόνο που μεσολάβησε, το τραύμα, την παιδική φαντασία ή ό,τι άλλο και φανταστείτε κι έναν άνθρωπο να ξαναζεί ό,τι τον πόνεσε περισσότερο ενώ αναρωτιέται παράλληλα αν οι εικόνες που «βλέπει» αποτελούν μνήμες ή είναι όνειρα, αν δηλαδή πρόκειται για πραγματικότητα ή φαντασία...
Σε εκείνο το σημείο η Γεωργία Τάτση τοποθετεί το ερώτημά της (το αναγράφω γιατί έτσι κι αλλιώς θα το βρείτε στο οπισθόφυλλο). Αλλά ποια είναι η πραγματική ζωή, αν όχι ό,τι επιβιώνει στη μνήμη μας; Σε εκείνο το σημείο η συγγραφέας ουσιαστικά ζητά την αποδοχή μας θέτοντας ένα ρητορικής υφής ζήτημα, μιας και η απάντηση είναι αρκετά δεδομένη: ό,τι επιβιώνει στη μνήμη μας. Αυτό δεν είμαστε; Αυτό δεν ισχύει για εμάς; Τι ισχύει όμως στ' αλήθεια όταν αυτό που έχει επιβιώσει στη μνήμη είναι το πιο τρελό, απίθανο, «εξωγήινο» πράγμα; Και πώς ισχύει άραγε αυτό όταν φοβάσαι να σκάψεις βαθιά για να μη «ξυπνήσεις» την τραυματική εμπειρία, που ενδεχομένως δεν μπορείς να αντέξεις; Κι άμα ό,τι σου συμβεί, συμβεί σε μια μικρή τρυφερή ηλικία που ο ρεαλισμός δεν έχει τρυπώσει καθολικά μέσα σου –δεν έχει προλάβει– και δεν ξέρεις ακόμα παρά ελάχιστα για τον κόσμο οπότε λειτουργείς με ό,τι πιο οικείο και γνώριμο, όπως το παραμύθι;
Ίσως πάλι να έφτιαξα στο μυαλό μου μια αναπαράσταση.Το αίμα καθαρίζει στη μνήμη, φιλτράρεται στα όνειρα και επιστρέφει στη φλέβα.Ο πίνακας εκτεινόταν έξω από το κάδρο, το έργο μάς περιλάμβανε όλους, μας περιείχε το έργο.
Τις απαντήσεις σε αυτά και σε άλλα τόσα, που θα μπορούσα να αναφέρω, θα τις βρείτε κατά μόνας ακολουθώντας τον άντρα της ιστορίας βήμα το βήμα. Είναι γεγονός όμως ότι αυτά τα γεγονότα αναδημιουργήθηκαν στο μυαλό του ως αποτέλεσμα των συναισθημάτων που βίωσε, του αντίκτυπου που είχαν όσα πέρασε, της ψυχολογίας του κ.α. Όπως είναι γεγονός ότι το νερό, εκείνο του ιντριγκαδόρικου τίτλου, παίζει μέγιστο ρόλο στις ζωές τους. Όλων. Επίσης, είναι γεγονός πως, όσο επώδυνη κι αν είναι αυτή η κατάδυση, άλλο τόσο απελευθερωτική είναι και επουλωτική. Υπάρχει κόστος, ναι. Μα όλα έχουν το κόστος τους, όμως, τελικά, αν το αποτέλεσμα συμβάλει στον προσδιορισμό, απογαλακτίσει το άτομο και το ωθήσει, χωρίς βαρίδια πλέον, στη συνέχεια, ε, δεν αξίζει;
Το παιδί αλλού μόνο του, αλλού στα πόδια του πατέρα, αλλού στην αγκαλιά της μάνας του. Το προστατεύουν ή το εμποδίζουν να δραπετεύσει;Κι όταν είναι σε θέση να τις πει (τις λέξεις ο γονιός) ή έτσι νομίζει, το παιδί δεν είναι πια παιδί και κανείς δεν υπάρχει εκεί να τις ακούσει.
Άξιζε άραγε; Θα το απαντήσετε όσοι το διαβάσετε. Και προσέξτε τους συμβολισμούς (νερό, λευκό, ζώα, χρώματα...), κοιτάξτε πίσω από τις αράδες, ανοίξτε όλες τις αισθήσεις γιατί η συγγραφέας έχει αφήσει εκεί για εσάς και αρώματα, μυρωδιές, ήχους, υφές... αλλά και μια όμορφη αναγνωστική εμπειρία που θα γοητεύσει κάθε φιλαναγνώστη.
Μέσα σ' εκείνη τη λευκότητα βρίσκεται η αρχή και το τέλος αυτού που ζούμε.
Οπωσδήποτε ναι! Ειδικά αν αγαπάτε τις ψαγμένες μυθογραφίες που αφήνουν καταστάλαγμα και υλικό περίσκεψης.