Ο ζωγράφος, γλύπτης, χαράκτης, δημιουργός κοσμημάτων Πάρις Πρέκας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1926. Σπούδασε στην ΑΣΚΤ (1948-1952) με δάσκαλους τους Δημήτρη Μπισκίνη, Ανδρέα Γεωργιάδη και Ουμβέρτο Αργυρό. Πολύπλευρος δημιουργός, ασχολήθηκε με όλες τις εικαστικές μορφές και την ανάγλυφη αρχιτεκτονική διακόσμηση σε εσωτερικούς και εξωτερικούς τοίχους κτηρίων. Στη ζωγραφική εκφράστηκε με ελαιογραφίες και υδατογραφίες, ενώ στη γλυπτική δούλεψε με πηλό, πέτρα, μάρμαρο, ξύλο, κερί, ορείχαλκο, σίδερο, ατσάλι. Εμβάθυνε για μεγάλο χρονικό διάστημα σε κάθε θεματικό κύκλο, προσπαθώντας μέσα από συνεχείς παραλλαγές να εισχωρήσει στους πλαστικούς και αισθητικούς προβληματισμούς της αισθητικής ιδέας που επρόκειτο να απεικονίσει. Τα θέματά του έχουν συνήθως αναφορές στον αρχαίο ελληνικό κόσμο (Μυθολογία, Όμηρο, Πλούταρχο) και μεταφέρουν οπτικά στο παρόν ένα πολύπλευρο συμβολικό φορτίο: Ατρείδες, Βίοι παράλληλοι, Ίκαρος, το άλογο, ιππείς, ο νικητής και ο ηττημένος, μάσκες, το πλοίο, το ηλιακό ρολόι, τα περίφημα αρχαία αγάλματα που εκτίθενται στο Ριάτσε. Ξεκίνησε με παραστατικά έργα, καΐκια, λευκά πανιά, ελληνικά τοπία, που τα ονόμαζε Πορτραίτα της Ελλάδας (υδατογραφίες, 1959-1965), και προχώρησε σε αφαιρετικές μορφές με τις σειρές Λιμάνια, Άλογα (δεκαετία του 1970), Βίοι Παράλληλοι (1977), Τα Τάνκερ (δεκαετία του 1980). Έχει επηρεαστεί έντονα από τη λιτότητα, την αυστηρότητα και τις απέριττες επιφάνειες της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής και αγγειογραφίας. Αυτό διακρίνεται στον επικό χαρακτήρα των έργων του και στην ποικιλία αποχρώσεων και τόνων του άσπρου χρώματος, που απηχεί εικαστικά την πατίνα του χρόνου, τη φθορά, το non finite/ανολοκλήρωτο των σπασμένων αρχαίων ανάγλυφων και των αρχαιολογικών σπαραγμάτων. Με αφαιρετικό τρόπο και κονστρουκτιβιστική τεχνική, άρθρωσε τις χαρακτηριστικές φόρμες του με βάση την ανάπτυξη γεωμετρικών σχημάτων. Δημιουργούσε έτσι επίπεδες συνθέσεις με γραμμικές σχηματοποιήσεις. Η χρωματική του λιτότητα αποπνέει εξπρεσιονιστική δυναμική, ιδιαίτερα εκεί που η γειτνίαση των τονικών διαβαθμίσεων δημιουργεί συγκρούσεις. Στα γλυπτά του μεταφέρει τα ζωγραφικά του μοτίβα με τεχνοτροπία που συνδυάζει την αφαίρεση, τον κυβισμό, τον εξπρεσιονισμό καθώς και σουρεαλιστικές προεκτάσεις, με καθαρά πλαστική αντίληψη. Οι ανάγλυφες διακοσμήσεις του, που χαρακτηρίζονται από αρχαϊκό στιλιζάρισμα και γεωμετρική απόδοση, συνδιαλέγονται επιτυχημένα με το στερεομετρικό χαρακτήρα τής εκάστοτε αρχιτεκτονικής, με βάση τη ρυθμολογία της επιφάνειας. Παρουσιάζονται σε γεωμετρίζουσες διαδοχικές συνθέσεις, άλλοτε ημιπαραστατικές, άλλοτε ανεικονικές. Υπόδειγμα των επιτεύξεών του είναι η γλυπτική κόσμηση του νέου κτηρίου του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών το 1976.
Στο σύνολο του έργου του κυριαρχεί η τεκτονική καθαρότητα με ευδιάκριτους συνθετικούς άξονες. Έργα του μέχρι το 1999, που αποβίωσε, έχουν εκτεθεί σε ατομικές εκθέσεις [«Ζαχαρίου» (1955), «Ζυγός» (1958), «Νέες Μορφές» (1964, 1972), «Αίθουσα Τέχνης Αθηνών» (1977, 1980, 1983, 1989), «Ώρα» (1979), «Τέχνη» (Θεσσαλονίκη 1979), «Υάκινθος» (1984, 1995), Μουσείο Γ. Ι. Κατσίγρα (Λάρισα 1984), «Αίθουσα Τέχνης Ηρακλείου» (1985), Πολιτιστικό Κέντρο Anneoy (Γαλλία 1986), Πολιτιστικό Κέντρο Νίκαιας (1989, 1993), «Αργώ» (Λευκωσία 1994), Μέγαρο Γκύζη (Σαντορίνη 1994), «Ελληνογερμανική Αγωγή» (1996), «Αργώ» (1997)] και συμμετείχε στις Πανελλήνιες εκθέσεις (1952-1987) και στις διεθνείς Young Artists of the Near East (ΗΠΑ 1956), Μπιενάλε Παρισιού, Salon de I'Art Libre (Παρίσι 1959, Β' Βραβείο), Μπιενάλε Σάο Πάουλο (1965), «Qantas» (Λονδίνο 1966), Μπιενάλε Αλεξάνδρειας (1967), «Waldorf Astoria» (Ν. Υόρκη 1969), Expo Οζάκα (1970), «Αργώ» (Λευκωσία 1970, 1974) «Upper Grosvenor» (Λονδίνο 1971), Salon Comparaisons (Παρίσι 1982), Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (Βιέννη 1983), «Μορφή» (Λεμεσός 1988) κ.α. Το 2012 διοργανώθηκε στο Μουσείο Μπενάκη αναδρομική έκθεση ζωγραφικής και γλυπτικής του. Έργα του βρίσκονται στην ΕΠΜΑΣ, στην Πινακοθήκη Αβέρωφ, στην Π.Δ. Ιωαννίνων, στη Συλλ. ΜΙΕΤ, στο Δημαρχείο Κέρκυρας, στην Εθνική Τράπεζα, στην Τράπεζα της Ελλάδος, στην Κτηματική Τράπεζα, στην Τράπεζα Εργασίας, στην Τράπεζα Πίστεως, στην Banque de France, στη Midland Bank, στην Barclays Bank, στην Air France, στα Ελληνικά Ταμιευτήρια, στο Υπουργείο Εξωτερικών, στην Ελληνική Πρεσβεία, Ουάσιγκτον κ.α. Φιλοτέχνησε έργα σε δημόσιους χώρους στην Αττική όπως τις τοιχογραφίες στην είσοδο του Μεγάρου στη Λ. Αμαλίας 2-4: Θησέας και Αριάδνη και Ναυμαχία Πύλου. Τον εσωτερικό τοίχο της Εθνικής Τράπεζας, την πλατεία Συντάγματος: Χρόνος, γλυπτική σε ορείχαλκο, ανάγλυφο με επικολλήσεις και χαράξεις. Τον εξωτερικό τοίχο της Τράπεζας της Ελλάδος στα Ιωάννινα: Πύρρος, ανάγλυφο μάρμαρο. Την είσοδο του κτηρίου Λεμού στην Ηρώδου Αττικού 1: Ίκαρος, γλυπτική, ορείχαλκος. Τον εξωτερικό τοίχο της νέας πτέρυγας του Γαλλικού Ινστιτούτου: Αναπνοή της πέτρας, ανάγλυφο σε πέτρα και οπλισμένο σκυρόδεμα. Τον εσωτερικό τοίχο του ξενοδοχείου «Αστήρ» στη Βουλιαγμένης: Μυθιστόρημα, γλυπτική σε ξύλο και ορειχάλκινο φόντο. Την είσοδο του Μουσείου Βορρέ: Ηλιακό ρολόι, ορείχαλκος, κ.π.ά.
Συναντήθηκα με τον Πάρι Πρέκα και την οικογένειά του σε δεξίωση στην οικία του εικαστικού ζεύγους Ευάγγελου και Αλεξάνδρας Μαυρογορδάτου-Πετρίτζη το 1986, με αφορμή τη συνεργασία μας σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις τους, με την επιμέλεια του καθηγητή ιστορίας της τέχνης Στέλιου Λυδάκη στη γκαλερί Dada που ήμουν καλλιτεχνικός διευθυντής. Τη σύζυγό του Μερόπη Πρέκα, το γένος Στεφανάτου, ζωγράφο και δημιουργό περίτεχνων βιτρώ, την γνώριζα ήδη από μαθητής, με τις συμμετοχές της στις ετήσιες ιστορικές εκθέσεις υψηλής ποιότητος των Κεφαλληνίων καλλιτεχνών στο Αργοστόλι, στις οποίες συμμετείχα και εγώ στη δεκαετία το 1990. Μαζί τους, στην οικία Πετρίτζη, ήταν και η κόρη τους Χριστίνα, που ίδρυσε μετά τον σημαντικό χώρο τέχνης «Αιγόκερως» στο Κολωνάκι και συνεργαστήκαμε εκθεσιακά με επιτυχία. Σαν άνθρωπος και καλλιτέχνης, ο Πρέκας, διέθετε υψηλή αισθητική παιδεία, ευγένεια και σοβαρότητα που αμέσως εντυπωσίαζε. Όπως είχε γράψει: Η θάλασσα, το πλοίο, ο άνθρωπος. Το ταξίδι τελικά. Ποιο ταξίδι όμως; Ετοιμαζόμουνα να ζωγραφίσω κάποια πλοία. Όπως τα μέτραγα για να υπολογίσω τους όγκους τους και τα μεγέθη, είδα ένα στίγμα να μετακινείται. Τότε πρόσεξα πως ήταν ένας άνθρωπος που έκανε κάποιες εργασίες. Αυτή η σχέση με έβαλε σε σκέψεις. Αυτό το στίγμα ήταν ο δημιουργός αυτού του όγκου. Χωρίς να ξέρω γιατί, όταν σκέπτομαι το ταξίδι, σκέπτομαι την Ελλάδα. Το ταξίδι του Οδυσσέα, ο Νόστος. Ο Καβάφης, όμως μου λέει πως η Ιθάκη ήταν το πρόσχημα. Ποιον να πιστέψω; Μέχρι να τελειώσει το ταξίδι της ζωής μου άραγε θα έχω μάθει; Μ' αρέσει όμως αυτή η αμφιβολία. Μ' αρέσει το ταξίδι.
Ζωγράφος, λογοτέχνης, θεωρητικός της τέχνης.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Πρωτοδημοσιεύτηκε στο ένθετο Art And Business της οικ. εφημ. ΑΞΙΑ
Οι συνοδευτικές εικόνες ανήκουν στο αρχείο του συντάκτη