Το πρώτο πρώτο πράγμα που θα ήθελα να σημειώσω για εσάς που δεν έχετε διαβάσει το βιβλίο της Μαρίας Βουζουνεράκη Η οργή του χρόνου, που κυκλοφόρησε από την Άνεμος εκδοτική, είναι να μην δώσετε σημασία στο οπισθόφυλλο –θα προσπαθήσω να το αποφύγω κι εγώ γράφοντας αυτές τις αράδες. Κι ο λόγος δεν είναι άλλος παρά το να μην σας δημιουργήσει λάθος εντύπωση, όπως συνέβη (και) με εμένα, που θεώρησα ότι πρόκειται για ένα τυπικό κοινωνικό μυθιστόρημα για την σχέση δύο νέων στα χρόνια της πρόσφατης πανδημίας. Δεν λέω πως δεν είναι αυτό, με δυο λέξεις αυτό είναι, αλλά δεν έχει καμία σχέση με τις εντυπώσεις που δημιουργεί μια τέτοια φράση.
Το μυθογράφημα, που άνετα θα χαρακτήριζα δραματικό αφήγημα, προσφέρει πολλαπλές συναισθηματικές αποχρώσεις, συγκίνηση και φορτισμένες αναγνωστικές στιγμές. Είναι το ιδανικό βιβλίο για εκείνους τους φιλαναγνώστες που δεν τους αρέσουν οι φανταστικές, παραμυθένιες ιστορίες αλλά οι πιο γήινες και ρεαλιστικές που όμως παράλληλα είναι ικανές να τους βγάλουν από την πεζή πραγματικότητα προσφέροντας το απαραίτητο ταξίδεμα πάνω σε μια ουσιαστική βάση. Λογοτεχνισμός με ουσία και νόημα χωρίς δράκους, μυθικά όντα και σουπερ-ήρωες.
Το πρώτο και το δεύτερο μέρος αφορούν στη γνωριμία των ηρώων και στον προσδιορισμό του χρόνου και του τόπου, που δεν είναι άλλος από την Ελλάδα στα χρόνια της καραντίνας και του εγκλεισμού λόγω της Covid 19, όπως ακριβώς το βιώσαμε. Ως εδώ θα αναγνωρίσετε πλήθος πραγμάτων, καταστάσεων και συναισθηματικών μεταπτώσεων, σκέψεων και φόβων, που είδαμε, νιώσαμε και κάναμε όλοι μας λόγω της πανδημίας και των επιπτώσεών της στις ζωές μας. Όμως από το τρίτο μέρος και έκτοτε –κι εδώ είναι που η κυρία Βουζουνεράκη βάζει την «πινελιά» της και κάνει τη διαφορά– ο χρόνος έχει άλλη διάσταση. Δεν αφορά σε κάτι που ζήσαμε αλλά σε κάτι που δεν έχει συμβεί ακόμα, καθώς η συγγραφέας «προχωράει» τη συνθήκη βλέποντας στο μέλλον.
Αρχικά λοιπόν, πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν πρόκειται για ιστορικού τύπου καταγραφή, μα για μια «ανοιχτή» ματιά, που τολμά να κοιτάξει πέρα από ό,τι συνέβη και προς την επόμενη ή μεθεπόμενη ημέρα, αλλά και μία μυθιστορηματική πρόβλεψη. Ενδιαφέρουσα οπτική, αν με ρωτάτε, που πέτυχε, ενώ περιέχει και μια πολύ όμορφη, εμβόλιμη σκέψη σχετική (προσδιοριστικής υφής) με τον χρόνο (σ. 79).
Πηγαίνοντας το σκεπτικό κομμάτι της ιστορίας λίγο παρακάτω, η συγγραφέας μάς δίνει μια επιπλέον παράμετρο των επιπτώσεων της πανδημίας σε σχέση με τα θύματα αυτής, αναφερόμενη σε εκείνους που επηρεάστηκαν ψυχολογικά. Με έκανε να αναθεωρήσω για χάρη όλων αυτών που δέχτηκαν καίρια χτυπήματα λόγω της νέας ίωσης, βάζοντας μέσα στο πλαίσιο και όσους κατέρρευσαν ψυχολογικά. Προφανώς, δεν είναι μόνο οι θάνατοι που οφείλουμε να μετρήσουμε και ίσως θα έπρεπε να εστιάσουμε και σε άλλες μεριές.
Προχωρώντας στα μηνύματα του βιβλίου, οι σοφιστίες, που παρεμβάλλονται ανάμεσα στις αράδες, συμβάλλουν λειτουργικά στη συνολική εμπειρία και στο καταστάλαγμα που θα μείνει στο τέλος. Όμως το κορυφαίο όλων αυτών των γόνιμων πραγμάτων, που περιέχονται, είναι η σχέση του σύγχρονου ανθρώπου με το παρόν του. Το πώς διαχειριζόμαστε το σήμερα. Το πώς φιλτράρουμε όσα γίνονται στον πλανήτη, στον τόπο μας ή πάνω μας/σε εμάς. Και, φυσικά, το πού κάνουμε το λάθος.
Οι άνθρωποι πονούν γιατί δεν έχουν μάθει να συμβιώνουν με το τώρα.(Οι άνθρωποι) είναι μάταιο ν' ανησυχούν για όλα όσα μπορεί να διορθωθούν.
Θα καταλάβατε προφανώς τη σχέση του χρόνου με το βιβλίο και πόσο αλληλοσυνδέονται αυτοί οι παράμετροι αλλά μόνο όταν ολοκληρώσετε την ανάγνωση θα έχετε ξεκάθαρη εικόνα και μια σαφέστατη απάντηση στο ποια είναι η οργή του.
Κλείνει συγκινητικά, μα πάνω απ' όλα ανθρώπινα. Γιατί πρόκειται για ένα ανθρωποκεντρικό μυθιστόρημα ποικίλων συναισθημάτων όλων των αποχρώσεων –όπως είναι και η πραγματικότητα– ενώ σου θυμίζει με τον καλύτερο τρόπο τη μόνη, βέβαιη κι αδιαμφισβήτητη σταθερά: ό,τι κι αν έγινε, η ζωή συνεχίζεται.
Περισσότερα: Πάμε μια βόλτα;