Μύθος και πραγματικότητα στην ποίηση των Σουμερίων

Η σφραγίδα του Adda, μια αρχαία ακκαδική κυλινδρική σφραγίδα που απεικονίζει (από τα αριστερά προς τα δεξιά) τις θεότητες Inanna, Utu, Enki και Isimud (περ. 2300 π.Χ.)

Οι αρχαίοι μύθοι έφθασαν μέχρι τη σύγχρονη εποχή μέσω κειμένων, προϋπήρχαν όμως της γραφής. Οι πιο παλιοί ανάμεσά τους, όπως είναι οι σουμερικοί μύθοι, υπήρξαν προϊόν μιας μακράς προφορικής επεξεργασίας στη διάρκεια της οποίας οι διάφορες γενιές χωρικών, που εγκαταστάθηκαν ανάμεσα στον Τίγρη και στον Ευφράτη, μεταβίβαζαν η μια στην άλλη τις φανταστικές τους διηγήσεις για τη δημιουργία του ανθρώπου και του κόσμου.

Με την εμφάνιση της γραφής διαμορφώθηκε με αργό ρυθμό η πεποίθηση ότι οι διηγήσεις αυτές θα ήταν δυνατόν να συνενωθούν με την προσθήκη, όπου χρειαζόταν, κάποιων συνδετικών κειμένων. Έτσι, η έννοια του έργου είχε γεννηθεί. Αρχικά στη Σουμερία και έπειτα στη Βαβυλώνα ποιητές ή ιερείς ενοποίησαν αποσπάσματα πολλών ποιημάτων, τα οποία περιέγραφαν τη δημιουργία του κόσμου. Με αυτόν τον τρόπο συντέθηκε κατά πάσα πιθανότητα το Ενούμα Έλις[1], το μεγάλο βαβυλωνιακό ποίημα της Δημιουργίας, το οποίο όμως δεν θα μας απασχολήσει σε αυτήν την εργασία, για το λόγο ότι είναι καθαρά έργο των Βαβυλωνίων, χωρίς να στηρίζεται σε προφορική παράδοση ή σε γραπτά κείμενα των Σουμερίων.

O Jacques Lacarriѐre[2], προσπαθώντας να ταξινομήσει κάπως τους μύθους, τόνισε ότι τα ερωτήματα στα οποία αυτοί δίνουν απαντήσεις είναι τρία: Γιατί; Πώς; Προς τα πού; Οι πρώτοι είναι, χωρίς εξαίρεση, μύθοι καταγωγής είτε πρόκειται για τη δημιουργία του ανθρώπου, είτε για την ίδρυση μιας πόλης, είτε για την προέλευση κάποιου εθίμου ή τελετουργικού. Η ίδια αιτιολογική αρχή εξηγεί, για παράδειγμα, το σχήμα του ουρανού ή την εμφάνιση του ανθρώπου επάνω στη γη. Ωστόσο, οι συγκεκριμένοι μύθοι, που ικανοποιούν ως έναν βαθμό τις λογικές ανάγκες της διάνοιας, παραμένουν εξωτερικοί για τον άνθρωπο ακόμη και όταν τον αφορούν άμεσα. Πράγματι, ο άνθρωπος δεν έχει καμιά δικαιοδοσία και καμιά εξουσία επάνω στα γεγονότα και στους μηχανισμούς που περιγράφονται στους συγκεκριμένους μύθους. Το μόνο που μπορεί είναι να τους μαθαίνει ή, στην καλύτερη περίπτωση, να τους κατανοεί, μιας και πριν από όλα αφηγούνται την εξέλιξη μιας αμείλικτης μηχανιστικής διαδικασίας υπαγορευμένης από τους θεούς ή τη μοίρα.

Οι μύθοι της δεύτερης κατηγορίας απαντούν στην ερώτηση: Πώς; Πώς ο άνθρωπος πρέπει να ενεργήσει για να επιτελέσει «τη διακονία των θεών»; Πώς να δράσει για να εναρμονιστεί με τους νόμους του σύμπαντος; Πώς να συμπεριφερθεί για να αποκτήσει πρόσβαση στις γνώσεις, τα προνόμια, τα μυστικά που ομορφαίνουν και δίνουν νόημα στη ζωή, βελτιώνοντάς την με αυτόν τον τρόπο; Οι σχετικοί μύθοι αφορούν τον άνθρωπο ακόμη πιο άμεσα από τους προηγούμενους. Γι' αυτό και συχνά αποτελούν πρότυπα συμπεριφοράς. Αυτοί οι μύθοι εκθέτουν τα κατορθώματα ή τις δοκιμασίες των ηρώων, οι οποίοι πέτυχαν ακριβώς να γίνουν κάτοχοι των προνομίων της ισχύος, της αθανασίας, της γνώσης των Μυστηρίων. Σε αντίθεση με τους πρώτους, οι μύθοι της δεύτερης ομάδας υποδεικνύουν στον άνθρωπο έναν συμβολικό, συνήθως, δρόμο, ικανό να αλλάξει την ίδια του τη ζωή και να μεταβάλει το πεπρωμένο του σε αυτόν ή στον άλλο κόσμο. Αντί να περιγράψουν μιαν αδυσώπητη και ξένη προς τον άνθρωπο διαδικασία, τον καλούν να δράσει, σύμφωνα με το προτεινόμενο παράδειγμα.

Η τρίτη σειρά μύθων απαντά στο ερώτημα: Προς τα πού; Προς τα πού βαδίζουμε; Προς ποια μοίρα θανάτου ή αθανασίας προχωρά ο άνθρωπος, που άντεξε με επιτυχία τις δοκιμασίες; Τέλος, προς τα πού θα πορευθεί ο ίδιος ο κόσμος με τα δισεκατομμύρια των πλασμάτων του, ορατών και αόρατων, ζωντανών και νεκρών, όταν οι καιροί θα φθάνουν στη συντέλειά τους;

Όλοι αυτοί οι μύθοι και των τριών κατηγοριών πάντα ερμηνεύονται με πολλούς τρόπους. Μπορεί να απεικονίζουν προσωποποιημένες τις κοσμικές δυνάμεις. Μπορεί να απηχούν ιστορικά γεγονότα. Μπορεί να εξυπηρετούν λατρευτικούς σκοπούς. Μπορεί να αντικατοπτρίζουν τον κύκλο της φύσης, καταδεικνύοντας ότι οι θεοί έχουν στα χέρια τους την τύχη των ανθρώπων. Όλες αυτές οι ερμηνείες είναι πιθανές, όταν εξετάζουμε τους μύθους της Μεσοποταμίας. Μάλιστα, οι ήρωες των μύθων αυτών έχουν παγκόσμια χαρακτηριστικά, όπως γενναιότητα, εντιμότητα, αφοσίωση και ομορφιά. Συχνά η γέννησή τους γίνεται με θαύμα, ή έχουν μητέρα θεά και/ή πατέρα θεό. Ο τρόπος με τον οποίο ένας μύθος εντυπώνεται στο κοινωνικό σύνολο δεν διαφέρει πολύ από τον έναν πολιτισμό στον άλλο, και οι μύθοι της Μεσοποταμίας έχουν χαρακτηριστικά γνωστά και από άλλες γλώσσες και περασμένες εποχές.

Οι μύθοι που περιγράφονται και αναλύονται ανθρωπολογικά σε αυτήν την εργασία παρουσιάζουν και μία ιδιαιτερότητα. Οι μύθοι αυτοί είναι από τους πρώτους που διατυπώθηκαν και καταγράφηκαν ποτέ. Οι πηγές τους χάνονται στον χρόνο, αλλά ίσως ανάγονται σε τόσο παρωχημένη εποχή, όσο το κτίσιμο των πρώτων πόλεων κατά την 4η με 3η χιλιετία π.Χ., όταν τα χαρακτηριστικά των θεών αποδίδονταν σε πραγματικούς βασιλείς και το κύρος συγκεκριμένων θεών σκόπιμα μεγεθυνόταν με σκοπό να τιμήσει τα κέντρα λατρείας και ως εκ τούτου και τους κατοίκους τους.

Το ευρύ φάσμα θεμάτων, χαρακτήρων και τόπων σε αυτούς τους μύθους τους κάνει ελκυστικούς, παρά τις χιλιετίες που τους χωρίζουν από το σύγχρονο κοινό. Για εμάς τους Δυτικούς είναι σίγουρα πολύ δύσκολο έως αδύνατο να κατανοήσουμε και μόνο μια πολυθεϊστική άποψη. Επιπλέον, η γνώση μας είναι ελλιπής, αφού έχουμε στη διάθεσή μας υλικό, το οποίο μπορεί να είναι μόνο ένας μικρός αριθμός από τα χιλιάδες κομμάτια ενός τεράστιου παζλ, χωρίς μάλιστα να μας είναι γνωστό το όλο σχέδιο. Και κάτι άλλο. Οι πινακίδες των Σουμερίων δεν προορίζονταν να διαβαστούν, να αναγνωστούν ή να μελετηθούν από εμάς.

Παρ' όλα αυτά η προσεκτική μελέτη αποκαλύπτει χαρακτηριστικά, που μας οδηγούν στη βαθύτερη ουσία αυτών των μύθων. Η δράση είναι πάντα επιβλητική και αργή και η αλλαγή του τόπου πραγματοποιείται πάντα με την απλή μετάβαση του ήρωα του μύθου στον τόπο αυτόν. Απουσιάζει η τεχνική του «παράλληλου χρόνου», προκειμένου να περιγραφούν γεγονότα, που συμβαίνουν σε άλλο χρόνο ή τόπο σε άλλα πρόσωπα, τα οποία συμμετέχουν στην ιστορία. Μόνο μία αφήγηση αναπτύσσεται κάθε φορά. Η πλοκή εξελίσσεται με διάφορους απλούς τρόπους, όπως με όνειρα που προλέγουν μελλοντικά γεγονότα, με διαλόγους μεταξύ των βασικών πρωταγωνιστών, με οδηγίες και συμβουλές δοσμένες από τους θεούς.

Η επανάληψη χρησιμοποιείται ευρύτατα, συνήθως λέξη προς λέξη, χωρίς καλολογικές παραλλαγές του λεξιλογίου. Η πραγματικότητα και η σημασία, η αξία ενός γεγονότος ενισχύεται με την επανάληψη. Δεν υπάρχει ούτε ένας μύθος που να μην περιέχει τέτοιες επαναλήψεις. Μερικές φορές αυτές χρησιμοποιούνται για να αυξηθεί η δραματική ένταση, όπως, για παράδειγμα, όταν ο αετός ανεβάζει τον Ετάνα στον ουρανό του Άνου ή όταν ο Γκιλγκαμές διασχίζει τη σκοτεινή ερημιά. Επίσης, χρησιμοποιούνται για να τονίσουν τη σημασία ορισμένων περιγραφικών αποσπασμάτων και να παρακινήσουν ένα κοινό ασυνήθιστο σε οπτικούς συμβολισμούς να χρησιμοποιήσει τα μάτια του νου για να δει τι είναι αυτό που ενδιαφέρει και τι ακριβώς διακυβεύεται για τους ήρωες, οι οποίοι εμπλέκονται στη δράση.

Μια άλλη τεχνική του έπους είναι να αριθμείται μια σειρά πραγμάτων ή γεγονότων και στη συνέχεια να κορυφώνεται η αρίθμηση αυτή, αυξάνοντας τον αριθμό κατά ένα. Έτσι, οι έξι ημέρες επιστεγάζονται από την έβδομη μετά τον Κατακλυσμό, όταν το όρος Νιμούς συγκράτησε τη βάρκα:

Την πρώτη και δεύτερη μέρα το όρος Νιμούς συγκράτησε τη βάρκα και δεν την άφησε να κινηθεί.
Την τρίτη και τέταρτη μέρα το όρος Νιμούς συγκράτησε τη βάρκα και δεν την άφησε να κινηθεί.
Την πέμπτη και έκτη μέρα το όρος Νιμούς συγκράτησε τη βάρκα και δεν την άφησε να κινηθεί.
Όταν έφθασε η έβδομη μέρα…

Έτσι και ο Γκιλγκαμές πέφτει σε βαθύ ύπνο, που διαρκεί έξι ημέρες και έξι νύχτες. Την έβδομη ημέρα ξυπνάει. Ο Νεργκάλ και η Ερεσχειγκάλ βρίσκονται γεμάτοι πάθος στο κρεβάτι για έξι ημέρες και έξι νύχτες. Την έβδομη ημέρα ξαναρχίζει η αληθινή ζωή. Στο Έπος του Ανζού τρεις θεοί προσπαθούν και αποτυγχάνουν, ενώ ο τέταρτος, ο Νινούρτα, επιτυγχάνει. Συνήθως οι αριθμοί έχουν κάποιο νόημα, ιδίως οι αριθμοί τρία και επτά. Πολύ συχνά τα όνειρα εμφανίζονται σε τριάδες, ενώ οι άνεμοι και τα όπλα σε επτάδες. Η συσσώρευση αυτή έχει ως αποτέλεσμα την κλιμάκωση της έντασης.

Η εκτίμηση της φιλολογικής αξίας αυτών των κειμένων είναι ένα έργο το οποίο εγκυμονεί πολλούς κινδύνους. Οι διάφορες λογοτεχνικές τεχνικές πρέπει να αντικατοπτρίζουν τις προτιμήσεις του αρχικού ακροατηρίου, του οποίου τα γούστα δεν προσανατολίζονται τόσο στο δράμα, που προκαλεί αγωνία, όσο στην εξεζητημένη πολυπλοκότητα και την ηθοπλασία. Οι θεοί έπαιζαν πολύ σημαντικότερο ρόλο στη ζωή του αρχαίου κόσμου από όσο μπορεί εύκολα να γίνει κατανοητό σήμερα, που φαίνεται ότι υπάρχουν επιστημονικές ερμηνείες για όλα τα θέματα. Με όποιον τρόπο και αν γίνει η εκτίμηση αυτών των κειμένων και με οποιαδήποτε κριτήρια –τους στόχους, το ύφος, το περιεχόμενο–, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι υπάρχουν πολλοί περιορισμοί. Το μόνο που θα μας λυτρώσει είναι να αφεθούμε στην ομορφιά των πρωταγωνιστών αυτών των μύθων.

Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η συγκέντρωση των μύθων ήταν εργασία πολλών δεκαετιών. Η τύχη, η μοίρα, η σύμπτωση και ο επιστημονικότερος τρόπος προσέγγισης των ανασκαφών, ο οποίος εφαρμόστηκε τα τελευταία χρόνια, έπαιξαν αναμφισβήτητα τον ρόλο τους.

Ένα μικρό ποσοστό από το υλικό που ανακαλύφθηκε θα μας απασχολήσει στην εργασία αυτή, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του δεν εμπίπτει στην κατηγορία του μύθου. Μάλιστα, μόνο ένα πολύ μικρό μέρος από ολόκληρο το σώμα αποτελεί λογοτεχνία, όπως εμείς οι σύγχρονοι την εννοούμε. Το μέρος που θα μας απασχολήσει, λοιπόν, είναι τα επικά ποιήματα.

Πριν δούμε, όμως, τα επικά ποιήματα, ας ρίξουμε μια ματιά σε μια ιδιαίτερη λογοτεχνική παράδοση, που σώζεται από την εποχή των Σουμερίων: τους Διαλόγους. Αυτό ήταν ένα είδος δημοφιλούς ψυχαγωγίας, το οποίο κατά πάσα πιθανότητα το αναπαρίσταναν ή να το απάγγελλαν στην αυλή, όπου δύο αντίθετες απόψεις διατυπώνονταν από δύο προσωποποιημένους αντιπάλους, που φιλονικούσαν για τα αντίστοιχα προσόντα τους, π.χ. το αρμυρίκι και ο φοίνικας, ο σπόρος και το σιτάρι, το βόδι και το άλογο, το καλοκαίρι και ο χειμώνας. Αυτά τα κείμενα ακολουθούσαν μια στερεότυπη μορφή. Μετά από μια εισαγωγή που ανέφερε ποιοι ήταν οι διαφωνούντες και πού τοποθετούνταν στη μεγάλη κοσμολογική τάξη, παραθέτονταν τα αίτια της ιδιαίτερης διαμάχης τους. Ακολουθούσε ο ίδιος ο αγώνας, στη διάρκεια του οποίου κάθε πλευρά εκθείαζε τα προσόντα της, ενώ συγχρόνως καταδείκνυε τα μειονεκτήματα του αντιπάλου της. Η διαφωνία μεταφερόταν σε κάποιο θεό, ο οποίος εξέδιδε απόφαση, που γινόταν αμέσως δεκτή από τους δύο αντιπάλους. Τότε αυτοί αποχωρούσαν από τη σκηνή ως οι καλύτεροι φίλοι.

Αυτό το είδος της ανταγωνιστικής λογομαχίας μερικές φορές εμφανιζόταν και στο μύθο, όπως, για παράδειγμα, στην πινακίδα VII του Έπους του Γκιλγκαμές, όταν ο Ενκιντού καταρχάς καταριέται την πόρνη Σάμχατ με βαριές κατάρες, όπως «ο μεθυσμένος θα λεκιάσει με ξερατά το γιορτινό σου φόρεμα». Στη συνέχεια, μετά από παρέμβαση του θεού Σάμας, περνάει στην εκ διαμέτρου αντίθετη στάση:

Ο λόγος που σε καταράστηκε θ' αλλάξει σ' ευλογία.
Και κυβερνήτες, πρίγκιπες θα γίνουν εραστές σου…

Ο Διάλογος της Απαισιοδοξίας παρουσιάζει ίσως το πρώτο δείγμα κωμωδίας καταστάσεων, όπου ο δούλος είναι πιο εύστροφος από τον κύριό του. Σε κάθε μία από τις 12 διαταγές, που δίνει ο αφέντης, ο δούλος έχει έτοιμη μια έξυπνη απάντηση. Όταν η διαταγή ακυρώνεται, ο δούλος έξυπνα αλλάζει την απάντησή του, δείχνοντας ότι υπάρχουν δύο τρόποι αντιμετώπισης κάθε κατάστασης. Μερικές στροφές είναι κάπως δυσνόητες, όμως είναι σαφές ότι, η πρόθεσή του ήταν να ψυχαγωγήσει.

«Δούλε, να με υπακούς!»
«Ναι, κύριέ μου, ναι».
«Θα αγαπήσω μια γυναίκα».
«Ναι, να αγαπήσεις, κύριέ μου, να αγαπήσεις. Ο άντρας που αγαπάει μια γυναίκα ξεχνά τον πόνο και τα βάσανα».
«Όχι, δούλε, δεν θα αγαπήσω γυναίκα».
«Μην αγαπήσεις, κύριέ μου, μην αγαπήσεις. Η γυναίκα είναι παγίδα, η γυναίκα είναι ένα σιδερένιο στιλέτο –και κοφτερό!– που κόβει τον λαιμό του άντρα».

Τέτοιου είδους λεκτικές αντιπαραθέσεις εμφανίζονται σε συζητήσεις στους μύθους. Για παράδειγμα, στην πινακίδα VI του Έπους του Γκιλγκαμές, όταν η θεά Ιστάρ, κυριευμένη από την ομορφιά του Γκιλγκαμές, του προσφέρει τον εαυτό της μαζί με πολλά πλούσια δώρα, και αυτός την αποκρούει με μια παραστατικότατη και υπερβολική φρασεολογία.

Ο Φτωχός άνδρας από τη Νιππούρ είναι ίσως η πιο ελκυστική ιστορία εκτός της κατηγορίας του μύθου, με κωμική χροιά. Το κείμενο βρέθηκε στο Σουλτάντεπε και ένα επιπλέον τμήμα ανακαλύφθηκε στη βιβλιοθήκη του Ασσουρμπανιπάλ. Αναφέρεται σ' έναν φτωχό, που παίρνει εκδίκηση από τον δήμαρχο της Νιππούρ, ο οποίος του πήρε την τελευταία του γίδα. Παίζονται τρεις φάρσες, που όλες καταλήγουν σε ξυλοδαρμό του δημάρχου προς ικανοποίηση αναμφίβολα του ακροατηρίου. Ελάχιστες επαναλήψεις υπάρχουν εδώ και η γρήγορη πλοκή της ιστορίας τονίζει το ηθικό δίδαγμα ότι αυτοί που βρίσκονται σε υψηλές θέσεις έχουν καθήκον να συμπεριφέρονται έντιμα και δίκαια προς τους πολίτες της πόλης ή του κράτους, το οποίο κυβερνούν.

Η πιο σπουδαία κληρονομιά της φιλολογικής παράδοσης της αρχαίας Μεσοποταμίας είναι οι μύθοι και οι θρύλοι, για τους οποίους ήταν γνωστή ακόμη από την αρχαιότητα. Τα αποσπάσματα που σώζονται είναι αρκετά για να καταδείξουν την ύπαρξη μιας μεταγενέστερης επικής παράδοσης, η οποία είχε σχέση με τα βασιλικά κατορθώματα γνωστών ιστορικών βασιλέων, που θα μπορούσαμε να περιγράψουμε ως θρύλους. Αυτό που μας ενδιαφέρει στην εργασία αυτήν, όμως, είναι ο μύθος. Παρ' όλο που ο Γκιλγκαμές και ο Ετάνα ήταν γνωστοί βασιλείς, των οποίων τα ονόματα συμπεριλαμβάνονται στον Κατάλογο των Σουμερίων Βασιλέων, είναι, όπως ο Ατραχάσις και ο Αντάπα, ημίθεοι. Έχουμε μία ανάμειξη, επομένως, του μύθου με τον θρύλο. Άλλοι, όμως, από τους μύθους, οι οποίοι εξιστορούνται εδώ, αναφέρονται εξ ολόκληρου στους θεούς, στον ουρανό και στον Κάτω Κόσμο ή και σε μεγάλες κοσμολογικές αναταραχές. Τα γεγονότα που περιγράφονται ανάγονται στην αυγή του πολιτισμού, πριν ακόμη υπάρξουν θεοί ή προκαθορισμένα πεπρωμένα, σύμφωνα με το Έπος της Δημιουργίας.

Οι μύθοι των Σουμερίων χωρίζονται σε θεϊκούς και σε βασιλικούς.[3] Οι πρώτοι είναι άσματα αφιερωμένα στους θεούς και οι δεύτεροι εξαίρουν τα προτερήματα των βασιλέων της 3ης Δυναστείας της Ουρ, που βασίλεψε τους δύο τελευταίους αιώνες της 3ης χιλιετίας π.Χ. Ανάμεσα στα ποιήματα αυτά υπάρχει ένα μεγάλο που αποτελείται από 400 στίχους και θρηνεί την καταστροφή της Ουρ, ένα άλλο που είναι αφιερωμένο στην καταστροφή της Νιππούρ και ένα ακόμη που αναφέρεται στην καταστροφή όλης της Σουμερίας. Παροιμίες και αφορισμοί είναι ένα άλλο είδος λογοτεχνίας των Σουμερίων και ορισμένοι από τους μύθους αυτούς θυμίζουν μύθους του Αισώπου, παρόλο που γράφτηκαν περίπου 1.000 χρόνια νωρίτερα. Πάντως, απ' όλες τις αντίστοιχες γειτονικές λογοτεχνίες, η λογοτεχνία των Σουμερίων σώθηκε μέχρι τις ημέρες μας αυτούσια, χωρίς να υποστεί επεξεργασία ή διορθώσεις. Τα κείμενα σώθηκαν έτσι όπως χαράχτηκαν από τους γραφείς στις πήλινες πινακίδες πριν από 4.000 χρόνια και αναφέρονται στη φύση, στο δέος του ανθρώπου που προσπαθεί να ερμηνεύσει το Σύμπαν και στους θεούς του, που έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά με τον άνθρωπο.

Μια γυμνή θεά και ο ταύρος είναι οι αρχαιότερες μυθολογικές παραστάσεις στη Μεσοποταμία. Συμβολίζουν το στοιχείο της δημιουργίας και της γέννησης, είναι έκφραση της γονιμότητας και ταυτόχρονα σύμβολα της αρχής της ζωής.

Δεν γνωρίζουμε πώς και πότε εξαπλώθηκαν αυτές οι πρώτες θρησκευτικές παραστάσεις, για να καταλήξουν αργότερα στη δημιουργία του πανθέου των θεών, που συναντάμε σε κάθε βήμα στη ζωή των Σουμερίων. Οι θεοί, όπως φαίνεται, δεν αποτελούν για τους Σουμέριους κάποια όντα που ζουν επάνω στη γη, αλλά είναι άνθρωποι που έχουν εξελιχθεί και ανήκουν σε άλλο επίπεδο. Γι' αυτό, για τους Σουμέριους είναι εντελώς φυσικό να πιστεύουν ότι οι θεοί έχουν ανθρώπινες αδυναμίες και πάθη.

Η γυμνή θεά παριστάνει την Ινάννα ή Ιννίν ή Ιστάρ, θεά του ουρανού, της γονιμότητας, του έρωτα, του πολέμου και του θανάτου. Οι πόλοι ανάμεσα στους οποίους κινείται η ζωή της Ινάννα είναι:
  • Ο ουρανός και η γη
  • Η φιληδονία και η μητρότητα
  • Η γονιμοποίηση και η γέννα
  • Η μάχη και ο θάνατος
Οι ιδιότητές της είναι:
  • Φλογερός έρωτας, αλλά και φοβερή εκδίκηση
  • Απόλυτη κυριαρχία
  • Αυτοπεποίθηση
  • Υπερηφάνεια
  • Απληστία
Οι ιδιότητες αυτές τονίζονται ιδιαίτερα σ' ένα τραγούδι, που ερμήνευε η ίδια η Ινάννα:

Ο πατέρας μου μου χάρισε τον ουρανό, μου χάρισε τη γη:
Η βασίλισσα του ουρανού είμαι εγώ.
Ο Μουλλίλ μου χάρισε τον ουρανό, μου χάρισε τη γη:
Η βασίλισσα του ουρανού είμαι εγώ.
Μου έδωσε το δικαίωμα να κυβερνώ, εγώ απ' όλες τις γυναίκες.
Μου χάρισε τον πόλεμο, μου χάρισε το τύμπανο του πολέμου.
Μου χάρισε τον τυφώνα, μου χάρισε τον δυνατό άνεμο.
Τον ουρανό μου στόλισε σαν στέμμα στο κεφάλι,
μου φόρεσε τη γη στα πόδια σαν σανδάλια,
στους ώμους μου φόρεσε τον φωτεινό μανδύα των θεών,
το αστραφτερό σκήπτρο μου έβαλε στο χέρι,
οι θεοί μοιάζουν με φοβισμένα πουλιά –
εγώ όμως είμαι η βασίλισσα.

Εξάλλου η Ινάννα είναι και η πρωταγωνίστρια στο πρώτο ερωτικό δράμα, όπου συναντιούνται ο θεός Ήλιος Ούτου, ο αγρότης Ενκιντού, ο βοσκός Ντουμούζι και φυσικά η Ινάννα. Ο Ούτου προσπαθεί με όμορφα λόγια, τα οποία μπορούμε να διαβάσουμε στο σχετικό ποίημα, να πείσει την αδελφή του, την Ινάννα, να παντρευτεί τον Ντουμούζι.

Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι η μετάφραση δηλώνει περισσότερη αυτοπεποίθηση από αυτήν που μαρτυρά στην πραγματικότητα το σουμερικό κείμενο. Είναι όμως πολύ δύσκολο σε αυτά τα πρώτα ποιήματα να συλλάβουμε το ακριβές περιεχόμενο και ακόμη περισσότερο να αποδώσουμε τα συναισθήματα και το νόημα με ακρίβεια. Τα διάφορα συμπεράσματα που βγάζουν οι επιστήμονες (Θόρκιλντ Γιάκομπσεν, Σάμουελ Ν. Κράμερ) από το κείμενο του ποιήματος, που ήταν γραμμένο σε πλάκες, το δηλώνουν πολύ καθαρά αυτό.[4]

Ο μύθος τελειώνει με τον συμβιβασμό ανάμεσα στο βοσκό και στον γεωργό, που σημαίνει τη συμφιλίωση ανάμεσα στους νομάδες και στους αστούς, δηλαδή τους Σημίτες και τους Σουμέριους, αν θέλουμε να επεκτείνουμε το νόημα του ερωτικού δράματος της Ινάννα. Το δράμα όμως έχει και μια τρίτη πράξη, η οποία δυστυχώς δεν σώζεται. Αργότερα, όμως, θα αποτελέσει τη βάση της σουμερικής και της βαβυλωνιακής λατρείας. Τελειώνει, λοιπόν, με την κάθοδο της Ινάννα στον Κάτω Κόσμο, την επιστροφή της με μαγικό τρόπο στον κόσμο των ζωντανών και την εκδίκηση που σκέφτηκε να πάρει, τιμωρώντας τον Ντουμούζι, επειδή πίστευε ότι ο βοσκός δεν είχε στενοχωρηθεί όσο έπρεπε μετά από την τραγική μοίρα που την είχε χτυπήσει.

Στο ποίημα αυτό παρατηρούμε για άλλη μια φορά έναν μύθο, ο οποίος επαναλαμβάνεται μέσα στους αιώνες πολύ συχνά και αναφέρεται στον θάνατο και στην ανάσταση με κεντρικό σημείο πάντα τον ιερό γάμο.

Στον Σουμερικό κατάλογο των Βασιλέων τον Ντουμούζι, που ήταν ο τέταρτος βασιλιάς της πρώτης δυναστείας της Ουρούκ, ακολούθησε ο Γκιλγκαμές, ένας ηγέτης, ο οποίος λέγεται ότι, κυβέρνησε 126 ολόκληρα χρόνια. Πρόκειται για έναν θεοποιημένο ήρωα. Ο σουμερικός μύθος τον περιγράφει ως έναν από τους πρώτους ήρωες, κατά τα 2/3 θεό και κατά το 1/3 άνθρωπο. Δύο είναι τα κεντρικά θέματα στις αρχαίες διηγήσεις αυτού του ήρωα: α) η μάχη εναντίον δυνατών εχθρών σε μυθική μορφή και β) η μάχη με τον θάνατο. Από την άλλη μεριά δύο είναι και οι επιθυμίες του: α) η επιβεβαίωση του εαυτού του και β) η αθανασία. Μάλιστα, η μετέπειτα φιλία του Γκιλγκαμές[5] με τον Ενκιντού είναι μία πρώτη απόδειξη του ανθρωπολογικού σημαίνοντος. Από μυθολογική άποψη, με άλλοθι αυτή τη φιλία, πραγματοποιείται κάτι πολύ βασικό για τη μετάβαση από τον μύθο στην ιστορία: οι ημίθεοι και οι γίγαντες γίνονται άνθρωποι. Αυτό συνοδεύεται φυσικά από την απώλεια της αθανασίας και τον φόβο του θανάτου. Αυτά ακριβώς τα συναισθήματα συνοδεύουν, όπως παρατηρήσαμε προηγουμένως, και τη θεά Ινάννα όταν αυτή βρίσκεται στον Κάτω Κόσμο. Δεν μας μένει, λοιπόν, παρά να αναζητήσουμε να δούμε την ποσοτική, αλλά και την ποιοτική εικόνα, όχι μόνο αυτών των συναισθημάτων, αλλά και πολλών άλλων, όπως φιλία, έρωτας, υπερηφάνεια, θάρρος, αυτοπεποίθηση κ.ά., μέσα στα σουμερικά ποιήματα.

Στο μεγαλύτερο και αρχαιότερο μύθο των Σουμερίων, το Έπος του Γκιλγκαμές, ο ήρωας Γκιλγκαμές είναι ένας ημίθεος βασιλιάς της Ουρούκ, που βρισκόταν στη Σουμερία, σε μικρή απόσταση από τον Ευφράτη. Ο Γκιλγκαμές ήταν ένα φαινόμενο της φύσης, του οποίου οι ορέξεις –διατροφικές και σεξουαλικές– ξέφευγαν τόσο από τα συνηθισμένα, ώστε οι απαιτήσεις του κατέληξαν να τρομοκρατούν τους υπηκόους του. Οι τελευταίοι προσέφυγαν στους θεούς και εκείνοι, προκειμένου να τους βοηθήσουν, αποφάσισαν να δημιουργήσουν ένα γιγάντιο ον και να του αναθέσουν να αναμετρηθεί με τον Γκιλγκαμές και να τον φέρει στο δρόμο της μετριοπάθειας. Μα όσο και να ήταν ένας τύραννος, ένας άνθρωπος άπληστος, ο Γκιλγκαμές δεν έπαυε να είναι ταυτόχρονα και ένας σοφός με πύρινο ζήλο για την αλήθεια, την οποία αναζητούσε παντού και πάντοτε.

Η πρώτη δοκιμασία για τον Γκιλγκαμές προήλθε, λοιπόν, από τους θεούς. Έπλασαν έναν άνθρωπο από λάσπη για να αντιμετωπίσει τον Γκιλγκαμές και τον ονόμασαν Ενκιντού.

Το τέρας αυτό, που είχε επιφορτιστεί με την αποστολή να δαμάσει τον Γκιλγκαμές, στην αρχή ζούσε μέσα στο δάσος σαν θηρίο. Έπρεπε να τον εξανθρωπίσουν, να τον φέρουν σε επαφή με τον πολιτισμό και τι καλύτερο για το σκοπό αυτό από τη σεξουαλική σχέση με μια γυναίκα; Κάποια εταίρα της Ουρούκ ανέλαβε, λοιπόν, την εκπαίδευσή του. Ξεκίνησε να τον προϋπαντήσει, τον είδε στον γενέθλιο δρυμό του. Τότε:

Η πόρνη γδύνεται,
τα στήθια ξεσκεπάζει,
του δείχνει το γυμνό κορμί της
κι ο Ενκιντού αχόρταγα θωρεί τις χάρες της.
Αυτή δεν κρύβεται,
διεγείρει μέσα του τον πόθο.
Βγάζει τα ρούχα της
κι ο Ενκιντού χιμάει πάνω της.
Εκείνη τότε μυεί τον άγριο κι αθώο άνθρωπο
στην τέχνη της γυναίκας.
Δική του αυτός την κάνει και δένεται μαζί της.
Έξι μέρες κι εφτά νύχτες χωρίς σταματημό
ο Ενκιντού τρυγάει την πόρνη.

Εξημερωμένος και τιθασευμένος από τη γυναίκα, ο Ενκιντού θα την υπακούει στο εξής σαν κατοικίδιο ζώο. Μια λεπτή διαφοροποίηση συντελείται ήδη μέσα στην ψυχή του. Ο Ενκιντού κουρεύεται και ντύνεται ενώ τα θηρία το βάζουν στα πόδια όταν τα ζυγώνει, γιατί δεν τον αναγνωρίζουν πια. Με αργό ρυθμό ο Ενκιντού γίνεται άντρας και ακολουθεί τη μυσταγωγό του, η οποία τον οδηγεί στην πόλη της Ουρούκ. Μέσα σε λίγους στίχους το έπος συνοψίζει τη μακρά όσο και θαυμαστή μαθητεία του ανθρώπου:

Ο Ενκιντού δεν γνώριζε για τροφή του το ψωμί,
δεν γνώριζε το δυνατό πιοτό.
Είχε ανδρωθεί βυζαίνοντας των αγριμιών το γάλα.
Η πόρνη του είπε:
«Φάε ψωμί, Ενκιντού,
το ψωμί είναι η βάση της ζωής
και πιες από το δυνατό πιοτό.
Αυτό είναι το έθιμο των ντόπιων.».

Ο Ενκιντού έχει πιει μπύρα, έχει φάει ψωμί, έχει γνωρίσει τις χάρες της γυναίκας. Τώρα πλέον είναι άνδρας. Εμφανίζεται, λοιπόν, στην Ουρούκ, όπου ο Γκιλγκαμές πληροφορείται την άφιξή του. Οι δύο άνδρες αμέσως ορμούν ο ένας στον άλλον και ξεκινούν μιαν ανελέητη μάχη. Ο άνθρωπος του δάσους εναντίον του ανθρώπου της πόλης. Κι ενώ η αμφίρροπη μάχη καλά κρατεί, ξαφνικά ο Γκιλγκαμές την διακόπτει, αγκαλιάζει τον αντίπαλό του και του προσφέρει τη φιλία του. Ο Ενκιντού τη δέχεται και από τη μέρα εκείνη μια αμοιβαία αφοσίωση και μια τρυφερότητα ακατάλυτη τους δένουν για πάντα.

Οι δύο φίλοι συμβιώνουν, λοιπόν, στο ανάκτορο του Γκιλγκαμές, αλλά σύντομα η πλήξη τους κυριεύει. Η ήσυχη ζωή δεν τους ταιριάζει. Ο Γκιλγκαμές ονειρεύεται κατορθώματα σε χώρες μακρινές και ο Ενκιντού αναπολεί τα δάση όπου ζούσε κάποτε. Αποφασίζουν να κάνουν μαζί μεγάλα πράγματα. Για αρχή θα τα βάλουν μ' ένα τέρας φοβερό, που ακούει στο όνομα Χουάουα (Χουμπάμπα) και κατοικεί σ' έναν τόπο μακρινό, γνωστό ως Χώρα των Κέδρων. Όταν ο Ενκιντού ζούσε σ' εκείνους τους δρυμούς, είχε συναντήσει το τέρας και τώρα περιγράφει στον Γκιλγκαμές την τρομακτική όψη του:

Φίλε μου,
τον καιρό που μαζί με τα αγρίμια
περιπλανιόμουν στις απέραντες πεδιάδες και τους λόφους,
ήξερα πως το δάσος εκτεινόταν
σε απόσταση ίση με εξήντα δίωρα προς κάθε πλευρά.
Ποιος, λοιπόν, μπορεί να διεισδύσει στην καρδιά του;
Ο βρυχηθμός του Χουμπάμπα είναι χείμαρρος,
το χνώτο του φωτιά,
τα σαγόνια του βέβαιος θάνατος.
Γιατί θες να επιχειρήσεις τούτο το ταξίδι;
Ο Χουμπάμπα είναι ανίκητος.

Οι ταξιδιώτες περπατούν για ημέρες, ώσπου φθάνουν στις παρυφές του αχανούς δάσους. Τα πελώρια δέντρα κρύβουν τον ήλιο και οι δύο άνδρες μένουν έκθαμβοι από το μεγαλείο και το μέγεθός τους.

Ο Γκιλγκαμές και ο Ενκιντού χώνονται μέσα στις πυκνές φυλλωσιές και προχωρούν προσεκτικά προς τη φωλιά του τέρατος. Αυτός μοιάζει με γίγαντα, σαυροειδή ή ανθρωποειδή· το κείμενο δεν το διευκρινίζει. Κρυμμένο ανάμεσα στους κέδρους, βλέπει τους δύο άνδρες να πλησιάζουν και η συμπλοκή αρχίζει. Η πάλη είναι μανιασμένη και ο Χουμπάμπα φαίνεται να επικρατεί, όταν ο Σάμας, ο θεός Ήλιος, σπεύδει σε συμπαράσταση των δύο ηρώων. Ο Σάμας εξαπολύει μια λαίλαπα τόσο σφοδρή που ο Χουμπάμπα σωριάζεται στο έδαφος. Ικετεύει τον Γκιλγκαμές να τον λυπηθεί και εκείνος δέχεται. Ο Ενκιντού, όμως, δεν συμφωνεί και τον παρακινεί να τον σκοτώσει. Του κόβουν, λοιπόν, το κεφάλι και ο γίγαντας ξεψυχά μπροστά τους.

Οι ήρωες, επιστρέφοντας στην Ουρούκ, τυγχάνουν λαμπρής υποδοχής αντάξιας του κατορθώματός τους και η Ιστάρ, η θεά του έρωτα, που δεν είναι άλλη από την Ινάννα των Σουμερίων, έρχεται αυτοπροσώπως να προσφέρει τον εαυτό της στον Γκιλγκαμές. Εκείνος, όμως, την απωθεί με φρίκη: «Είχες αμέτρητους εραστές», της λέει, «και όλοι τους πλήρωσαν πολύ ακριβά την εύνοιά σου». Έξαλλη η Ινάννα ή Ιστάρ εξαπολύει εναντίον του έναν γιγαντιαίο ταύρο, που κατεβαίνει στη γη, ρημάζει την πόλη της Ουρούκ και εξοντώνει εκατοντάδες στρατιώτες. Ο Ενκιντού και ο Γκιλγκαμές ενώνουν τις δυνάμεις τους ενάντια στο τέρας, το οποίο και εξολοθρεύουν τελικά μετά από πολύ κοπιώδεις προσπάθειες.

Τώρα, όμως, οι θεοί συσκέπτονται στον ουρανό. Έχουν αρχίσει να ανησυχούν με τα κατορθώματα και τις καταστροφές των δύο φίλων. Τον Γκιλγκαμές, που έχει θεϊκό αίμα κατά τα 2/3 τον σέβονται. Ο Ενκιντού, όμως, που αυτοί οι ίδιοι τον δημιούργησαν, πρέπει να πεθάνει. Το θεϊκό συμβούλιο το παρακολουθεί ο ίδιος ο Εριντού μέσω ενός εφιάλτη, τον οποίο βλέπει στον ύπνο του. Αντικρίζει, λοιπόν, τους τέσσερις μεγάλους θεούς –Άνου, Μπελ, Ένκι (Έα) και Σαμάς– συγκεντρωμένους στον ουρανό. Μάλιστα, ακούει τον Άνου να λέει στους τρεις άλλους θεούς: «Σκότωσαν τον Ουράνιο ταύρο, σκότωσαν τον Χουμπάμπα, έκοψαν τους κέδρους των βουνών, άρα πρέπει να πεθάνουν.». Ο Μπελ τότε του αποκρίθηκε: «Ο Ενκιντού θα πεθάνει, μα ο Γκιλγκαμές όχι.». Ο Ενκιντού ξυπνά έντρομος από την προαναγγελία του επικείμενου θανάτου του.

Πράγματι, δώδεκα ημέρες μετά ο Ενκιντού πέφτει άρρωστος και γνωρίζει ότι έχει φθάσει η ώρα να πραγματοποιηθεί η ετυμηγορία των θεών. Ήδη ακούει τους νεκρούς να τον καλούν:

Είδα ένα όνειρο τη νύχτα.
Ο ουρανός βροντούσε
η γη του αποκρινόταν
κι εγώ στεκόμουν ανάμεσά τους όρθιος,
όταν φανερώθηκε μπροστά μου
ένας άντρας με σκοτεινή θωριά.
Το πρόσωπο του θύμιζε τον Ανζού,[6]
τα νύχια του έμοιαζαν με του αετού.
Με έγδυσε και με κράτησε μες στις αρπάγες του
Με έσφιξε και μου κόπηκε η ανάσα
Η όψη μου άλλαξε
Τα χέρια μου γινήκανε φτερούγες
και σκεπάστηκαν με πούπουλα
Με καθήλωσε, με πήρε,
με έσυρε προς τον τόπο που δεν έχει γυρισμό
με έσυρε προς το δρόμο που δεν έχει γυρισμό
στον τόπο του αιώνιου ζόφου
που οι κάτοικοί του
φως ποτέ δεν βλέπουν
κι έχουν τη σκόνη για τροφή
και για ψωμί τη λάσπη.

Ο Ενκιντού πεθαίνει, σύμφωνα με την ετυμηγορία των θεών και ο Γκιλγκαμές μένει ξανά ολομόναχος στη γη, να βασανίζεται από την απελπισία και την αγωνία.



Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε τη σφραγίδα του Adda, μια αρχαία ακκαδική κυλινδρική σφραγίδα που απεικονίζει (από τα αριστερά προς τα δεξιά) τις θεότητες Inanna, Utu, Enki και Isimud (περ. 2300 π.Χ.)
Σημ. επιμ.: Έχει διατηρηθεί η μεταγραφή των ονομάτων κατά την επιλογή του συγγραφέα.

[1] Ενούμα Έλις => Enouma Elish = Όταν εκεί πάνω. Στο βαβυλωνιακό αυτό Έπος της Δημιουργίας εξιστορείται η γέννηση των πρώτων θεών από το αρχικό Χάος, η σύγκρουση ανάμεσα στην πρώτη και στη δεύτερη γενιά θεών, που ανέδειξε νικητή τον Μαρδούκ, ο οποίος ανήκε στους νεώτερους θεούς και η δημιουργία του κόσμου από τον ίδιο τον Μαρδούκ.
[2] Lacarriѐre Jacques, Στα Άδυτα των Μύθων, εκδόσεις Χατζηνικολή, 2007, σ. 227-228
[3] Σουμεριακοί Μύθοι, απόδοση Αύρα Ward, Αθήνα, Ερμής ΕΠΕ, 2006, σ. 13
[4] Uhlig, Helmut, Οι Σουμέριοι: Ένας λαός στις απαρχές της Ιστορίας, μεφρ. Μαρούλα Κόντη, Αθήνα, Ι. ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ & ΣΙΑ Ε.Ε., 2003, σ. 131
[5] Το Έπος του Γκιλγκαμές, εισαγωγή - απόδοση Αύρα Ward, Αθήνα, Ερμής ΕΠΕ, 2001, σ. 212
[6] Στη σουμερική και ασσυριακή μυθολογία ο Ανζού ήταν το φοβερό πουλί της καταιγίδας.