Διαβολομαζώματα - ανεμοσκορπίσματα

Γιώργου Καριώτη


Το αγεφύρωτο χάος διευρύνθηκε όταν κατέφθασαν οι, χωρίς ρίζες, Αθηναίοι και συμπαραμαρτούντες. Αυτοί ξεκίνησαν με σκηνές, στην ομολογουμένως όμορφη παραλία μας, αλλά όταν πιάστηκαν αγοράσανε για ένα βαρέλι κρασί, που λέει ο λόγος, τα χαλάσματα στο παλιό χωριό· άλλη εξυπνάδα μας κι αυτή. Επειδή όμως δεν τα είχαμε δει όλα, λίγο αργότερα μας επιτέθηκε απρόκλητα η παγκοσμιοποίηση. Λεφούσια από αλλοδαπούς κατέκλυσαν το χωριό. Εργάτες από τις τέως ανατολικές χώρες, κυρίως την Αλβανία, αλλά ακόμα και από το Πακιστάν. Την άνευ όρων συνθηκολόγηση όμως επέβαλαν οι σιδερόφρακτοι εισβολείς συνταξιούχοι των δυτικών χωρών· κυρίως της τέως Βρετανικής αυτοκρατορίας. Έχουν ξενερίσει επίσης Ρώσοι, Ισραηλινοί, Δανοί, Γάλλοι, Καναδοί, Αμερικάνοι, Νεοζηλανδοί, κοπάδια από κάθε καρυδιάς καρύδι, όλοι οι κουτόφραγκοι δηλαδή οι οποίοι έχουν φέρει μαζί τους και τα θησαυροφυλάκιά τους. Μη με ρωτήσετε πού βρέθηκαν όλοι αυτοί εδώ ή γιατί. Οι πιο ευφάνταστοι δικοί μας ρητορεύουν στα καφενεία ότι πολλοί είναι κατάσκοποι και ρίχνουν στο τραπέζι της πρέφας τις ατράνταχτες αποδείξεις που έχουν. Την Μάτα Χάρι των επιχειρημάτων τους ενσάρκωνε –γιατί την έχει κοπανήσει– μία νεαρή από τις Σεϊχέλες που είχε φέρει ένας ναυτικός η οποία, εκτός από τα μάτια που μας γούρλωνε, μας έσπαγε και τη μύτη με τα καρυκευμένα φαγητά που μαγείρευε στο γκουρμέ εστιατόριο που είχε ανοίξει ο –μάγειρας στα καράβια– σύζυγος.
Υπάρχουν πολλά ευτράπελα να διηγηθεί κανείς για τη συμβίωση με αυτήν την πανσπερμία. Πρόχειρα μου έρχεται στο μυαλό ένα και καλό. Μαζεύεται κάποιο βραδάκι ένα τσούρμο από δαύτους για drinks –όπως μάθαμε ότι λέγεται το σπορ. Η αδιαφιλονίκητη –μη αιρετή φυσικά κατά τα πρότυπα– ηγέτης των υπηκόων και φίλων της κοινοπολιτείας ή «βασίλισσα μέλισσα» συναντά κάποιον για πρώτη φορά! Δεν είχε προλάβει να της επιδώσει τα διαπιστευτήριά του. «Μοιάζεις με ξένο», του λέει μετά την επιδεικτικά ψυχρή από πλευράς της υποδοχή, οφειλόμενη προφανώς στο ατόπημά του. Στα αγγλικά φυσικά –ελπίζοντας ότι θα την καταλάβει– μιας και τα ελληνικά της, μετά από πολλά χρόνια διαμονής εδώ, είναι επιπέδου πυλωτής. «Μα, είμαι ξένος!», της απαντά σε άπταιστα αγγλικά. «Εννοώ με Έλληνα», τον κατακεραυνώνει. Να πού φτάσαμε!
Μας επισκέπτονται όμως και αρκετοί περιστασιακοί τουρίστες, απ' όλο το φυλετικό φάσμα, οι οποίοι μένουν είτε στα δικά τους αυτοκινούμενα παλάτια, είτε στα όλο και πιο πολυτελή Airbnb που νοικιάζουν οι τέως σκηνίτες αλλά και μερικοί δικοί μας που αφυπνίστηκαν. Ξενοδοχείο με την στενή έννοια του όρου δεν διαθέτουμε.

Νέοι καιροί νέα ήθη πάντως· ο τοπικός πληθωρισμός απογειώθηκε σαν διαστημόπλοιο Voyager χωρίς επιστροφή. Οι τιμές στις ταβέρνες κάθε λίγο και λιγάκι είναι διαφορετικές, προς τα πάνω εννοείται. Το ίδιο συνέβαινε στην αρχή και με τα λιγοστά εμπορικά μαγαζιά αλλά τώρα μαζεύτηκαν κάπως γιατί όλοι ξύπνησαν και προτιμούν τα σε απόσταση αναπνοής εδρεύοντα μεγάλα σούπερ μάρκετ με τις απίστευτα ψεύτικες προσφορές τους. Μέχρι και στη λαϊκή οι τιμές για ντόπιους και ξένους διαφέρουν. Μόνο διαβατήριο που δεν σου ζητάνε αν δεν σε ξέρουν.
Παλιότερα ας πούμε πλήρωνες στην ταβέρνα χι ποσό και σε κέρναγε η κυρά κάνα φρούτο ή κάνα καρτούτσο το αφεντικό. Σου δίνανε και απόδειξη τότε που τους είχανε στριμώξει. Λίγο αργότερα πλήρωνες 2χι. Σήμερα πληρώνεις 2,5χι, πας στον άλλο πληρώνεις 2χι την πρώτη φορά για δόλωμα και 3χι την επόμενη για τιμωρία επειδή δεν είσαι τακτικός πελάτης και η ταμειακή μηχανή πάντα χαλασμένη λόγω απεργίας των εργατών στο κινέζικο εργοστάσιο που φτιάχνει τα ανταλλακτικά... Ο λογαριασμός συνήθως ακολουθεί την προφορική παράδοση. Οι ταβέρνες, τα τσιπουράδικα, τα μπαρ αναδύονται σαν την Αφροδίτη του Botticelli. Μετά από μία ή δύο σεζόν όμως καταδύονται στον Άδη σαν την Περσεφόνη και φτου κι απ' την αρχή. Τους τοίχους τους καλύπτουν τεράστιες οθόνες που φιλοξενούν νυχθημερόν ποδόσφαιρο και σπάνια κάποιο άλλο άθλημα ή ανταποκρίσεις για βιασμούς ανηλίκων, εξοντώσεις αμάχων, υποσχέσεις για ευημερία μετά τις εκλογές. Αρκετά συχνά εμφανίζουν κάποιον διαπλεκόμενο τέως υπουργό να βρίζει χυδαία όλον τον κόσμο από την φυλακή γιατί μαζί τα φάγαμε αλλά μόνο αυτός είναι άδικα μέσα αντί να είναι στην Καραϊβική. Στην παραλία κόψαμε τα παμπάλαια αλμυρίκια, κράχτη παλιά των σκηνιτών που έβαλαν επιτέλους ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους. Ντόπιοι και ξένοι συμφωνήσαμε ότι πλέον απαγορεύεται το κάμπινγκ και ο γυμνισμός. Ίσως λόγω των ανέσεων και των περιττών κιλών, που προσφέρει απλόχερα η ευημερία ή όπως το δει κανείς. Τοποθέτησαν λοιπόν κάποιοι επιτήδειοι –με τα στραβά μάτια των αρχών– ψάθινες ομπρέλες, επί πληρωμή φυσικά, για να φοβάσαι και τον ίσκιο σου. Τους αδύναμους πλέον παφλασμούς των κυμάτων του Γραίγου καλύπτουν οι ήχοι της λεγόμενης μουσικής που παράγουν τα «βαρέως οπλισμού» ηχεία της καντίνας.

Μία άλλη συνέπεια της παγκοσμιοποίησης είναι ότι η ελληνική γλώσσα ξαναέγινε, μετά από κοντά έναν αιώνα, η γλώσσα της μειονότητας. Είχε αλώσει με το ζόρι την καθομιλουμένη τοπική διάλεκτο διαπομπεύτηκε όμως από την αγγλική. Τη χαριστική βολή έδωσε το φροντιστήριο ταχύρρυθμης εκμάθησης αγγλικών που άνοιξε μια ξύπνια ντόπια φιλόλογος όταν διέβλεψε τις θετικές για το πενιχρό εισόδημά της –και όχι μόνο– συνέπειες της εισβολής. Είχε βαρεθεί πλέον να δουλεύει παρτ τάιμ στο κομμωτήριο ή να κάνει κατ' οίκον μανικιούρ-πετικιούρ. Οι μισοί περίπου κάτοικοι είναι σήμερα αλλοεθνείς, αλλά σχεδόν όλοι οι κάτω των εξήντα-κάτι συνεννοούνται τσάτρα πάτρα στην αγγλική γλώσσα η οποία φαντάζομαι ότι σε λίγα χρόνια θα είναι πλέον και η επίσημη. Ήδη ο Γιώργος είναι Georgie και η Κατίνα Cathy, ο φούρνος είναι bakery, η πλατεία square, η αγορά downtown, η κουτσουπιά, που ευδοκιμεί στα μέρη μας, judas tree –να κρεμαστώ μου έρχεται– και πάει λέγοντας. Ανάλογα με το λεξιλόγιο που μεταλαμπαδεύει η ma’am, όπως της αρέσει να την αποκαλούν τα μαθητούδια της ανεξαρτήτως ηλικίας, αν και σκάρτα έχει πατήσει τα τριάντα. Μόνο το ούζο δεν έχει, προς το παρόν, μεταγλωττιστεί και φυσικά το εδώ και καιρό παγκοσμιοποιημένο Metaxa. Να μην λησμονήσω να αναφέρω ότι και τα δύο ρέουν άφθονα, όπως παλαιότερα το ύδωρ στα νεροτριβεία. Συνοδεύονται όμως με snacks ή μεζέ –ούτε αυτό έχει μεταγλωττιστεί– αντί για αλισίβα. Αρκετά βασικό για το λεξιλόγιό μας είναι να μάθουμε ότι οι ανεμογεννήτριες λέγονται πλέον wind turbines. Επειδή είναι αθόρυβες όμως(!) η λέξη noise δεν υπάρχει στο εγχώριο λεξικό. Αυτό βολεύει και τη ντίσκο ή disco βέβαια γιατί όταν λειτουργεί, κυρίως Σαββατοκύριακα και όλο το καλοκαίρι, δεν κοιμάται κανείς σε ακτίνα διακοσίων μέτρων. Άλλοι γιατί χορεύουν εκεί κι άλλοι από το ντάπα ντούπα. Τουλάχιστον στο ετήσιο τριήμερο πανηγύρι ήταν όλος ο κόσμος οπότε ούτε γάτα ούτε ζημιά. Αλλά για το πανηγύρι σε λίγο, αν προλάβω γιατί... για να δω πώς το λένε μωρέ... α ναι! Είμαι busy. Η ma’am παραδίδει επίσης μαθήματα ελληνικών, όχι πολύ ταχύρρυθμα αυτά, σε φιλομαθείς νεαρούς, κατά προτίμηση αγγλόφωνους, προκειμένου να εκσυγχρονίζει τις γλωσσικές της εμπειρίες. Αυτοί έχουν την άδεια να την αποκαλούν darling, sweetheart, honey ή άλλα που δεν είναι τόσο πρέποντα και τους πείθει ότι της αρέσει για όσο διαρκέσει ο κύκλος ολιστικής εκπαίδευσης. Σε αντάλλαγμα την μαθαίνουν ότι το ρολογάκι λέγεται στα αγγλικά passion flower και της προσφέρουν το πρώτο συνθετικό απλόχερα. Την ζηλεύουν βέβαια οι παλιές συμμαθήτριές της αλλά ας πρόσεχαν. Όταν εκείνη διάβαζε αυτές είχαν το μυαλό τους στο να μην πω τι. Όλες έβγαζαν τα μάτια τους αλλά με διαφορετικό τρόπο. Κάθε πράμα στον καιρό του όμως, όπως λένε οι σοφοί, ή οι καιροί αλλάζουν. «Πυρ, γυνή και θάλασσα» δηλαδή. Πολύ περίπλοκη έννοια κι όχι μόνο στα αγγλικά.

Οι άλλοι δύο ισόβιοι άρχοντες του χωριού μας είναι ο παπάς και ο δάσκαλος. Συνταξιούχος ο δεύτερος εδώ και χρόνια, μαθητές και μαθήτριές του θυμούνται τους φούσκους που τους είχε ρίξει μπας και τους μάθει γράμματα, τους κάνει ανθρώπους σα να λέμε. Είχαν φάει της χρονιάς τους για πολλές χρονιές αλλά μάταια, στις περισσότερες περιπτώσεις τουλάχιστον. Αναμένοντας να συνταξιοδοτηθεί ο πρώτος έχει παραμελήσει λίγο τα θρησκευτικά του καθήκοντα. Δεν τελεί πάντα ας πούμε όρθρο ή εσπερινό γιατί είτε δεν έχει ξυπνήσει, είτε νυστάζει. Είναι πιο συνεπής στα τρισάγια και τα ευχέλαια όμως, ίσως γιατί οι πιστοί είναι πιο γαλαντόμοι από τον θεό που τον πληρώνει. Η αλήθεια είναι ότι φροντίζει να τελούνται το μεσημεράκι λίγο πριν ξαπλώσει. Έχουν ακουστεί και παράπονα ότι επί των ημερών του έχει σταματήσει το κατηχητικό. Ίσως γιατί δεν έχει και πολλά να κατηχήσει ως τέως ανθρακωρύχος στις στοές της Φλάνδρας από τα μικράτα του. Εκεί πάντως θα κόντεψε ν' αγιάσει και ίσως να του αποκαλύφθηκε η θεολογική κλίση του. Για να λέμε όμως και του στραβού το δίκιο τα μαθήματα δεν θα είχαν και μεγάλη συμμετοχή λόγω σταδιακής έλλειψης υποψήφιων κατηχούμενων. Ο δάσκαλος είναι και πρωτοψάλτης οπότε ο άμουσος παππάς τα έχει καλά μαζί του από ανάγκη. Από τότε που ο μπαϊρακτάρης άρχισε να δυσκολεύεται λόγω ηλικίας όποιος γιος ή ανιψιός τους τύχει να είναι στο χωριό χτυπάει και την καμπάνα οπότε η χορωδία έχει και ορχήστρα. Στα κορίτσια απαγορεύεται. Να διορθώσω ότι ο παππάς δεν είναι τελείως άμουσος γιατί φημίζεται για τις βωμολοχίες του σε ήχο πλάγιο του τετάρτου.

Λίγα λόγια και για τον άτυπο μπαϊρακτάρη, να μην τον αφήσουμε παραπονεμένο. Μ' αρέσει, όπως έχετε καταλάβει, και το κουτσομπολιό. Οι πρόγονοί του ήταν κοτζαμπάσηδες. Η γη και τα ζωντανά δικά τους –με φιρμάνια των πασάδων– οι ελιές, τα λιοτρίβια, τα γεννήματα, τ' αλώνια, οι μύλοι. Με τον καιρό τα πούλησαν ή τα κληροδότησαν στους παραγιούς και στις λεγόμενες ψυχοκόρες τους. Όχι όλα βέβαια! Κάτι λίγα του έχουν μείνει. Λέγεται μάλιστα ότι αυτός είναι εγγονός μιας ψυχοκόρης που την είχε στεφανώσει με το ζόρι ο παππούς του για να κρύψει την πομπή του. Άντε τώρα να βγάλεις άκρη. Είχαν κολίγους, τσοπάνηδες, διαφέντευαν πετράδες, σιδεράδες και φυσικά άνδρες με καριοφίλια. Περασμένα μεγαλεία θα μου πείτε, γιατί μια ζωή διαφέντευε μικρό εμπορικό κατάστημα αλλά το σέβας σέβας. Έχει και δικό του κληρονομικό στασίδι στην εκκλησία.

Η εκκλησία, μια και την ανέφερα, είναι σχετικά καινούργια. Χτίστηκε με εθελοντική εργασία των κατοίκων, όταν μετακόμισαν από το παλιό χωριό κατά μήκος του νέου εθνικού δρόμου. Τη δεκαετία του περασμένου πενήντα δηλαδή. Τον τρούλο όμως επιμελήθηκε, ευτυχώς, μηχανικός για να μην μας πέσει στο κεφάλι. Έχει, όπως οσμίζεστε, υποστεί πολλές αναπλαστικές χειρουργικές επεμβάσεις. Σοβατίστηκε κάποια στιγμή γιατί η πέτρα ήταν μπανάλ και μόνο το τσιμέντο μέτραγε. Μετά από χρόνια δώσανε ένα σκασμό λεφτά για να βγάλουν τους σοβάδες και να φαίνονται πάλι οι πέτρες και κάποιες τοιχογραφίες που είχαν κατά λάθος ασβεστωθεί. Αποφασίσανε να αντικαταστήσουν τις πλάκες από ντόπια πέτρα της μικρής πλατείας της με τσιμεντένιες σε στιλ σκακιέρας και να κόψουν το δένδρο που είχε φυτευτεί στα εγκαίνιά της γιατί ο ίσκιος του ενοχλούσε τα αγάλματα εικονικών ηρώων που είχαν στο μεταξύ αναγερθεί.
Η παλιά, χωρίς τρούλο αυτή, με τον καιρό εγκαταλείφθηκε στη μοίρα της και γερνάει αβοήθητη. Λειτουργία τελείται εκεί μόνο την ημέρα της ονομαστικής της εορτής. Μια στο τόσο γίνεται και κανένας γάμος σε κλειστό κύκλο αν η νύφη δεν θέλει να την δουν γκαστρωμένη. Τις πιο πολλές δεν τις νοιάζει πια. Όχι πως γίνονται και πολλοί γάμοι δηλαδή. Άλλωστε τα τελευταία χρόνια φοριέται να γίνονται γάμος και βαφτίσια σε συσκευασία «δύο σ' ένα», αχταρμάς σα να λέμε. Μαζί με τους ζωντανούς μετακόμισαν και οι νεκροί στο νέο κοιμητήριο. Τα πέτρινα μνήματα αναβαθμίστηκαν σε μαρμάρινα.
Ώρα είναι να πάμε στο πανηγύρι λοιπόν γιατί έχουμε και δουλειές. Οι ρίζες του ανάγονται στα πολύ παλιά χρόνια. Ξεκίνησε σαν ζωοπανήγυρις όπου παίζανε πλανόδιοι μουσικοί για κάνα κέρασμα ή χαρτζιλίκι. Μετά τα κρασιά και τα τσίπουρα ρίχνανε και καμιά βόλτα οι μερακλήδες. Γινότανε και κάνας καυγάς όταν ανάβανε πολύ τα αίματα, όχι σπάνια χυνόντουσαν κιόλας. Με τον καιρό καθιερώθηκε σαν τριήμερη ετήσια φιέστα και κράτησε για δεκαετίες και βάλε. Ερχόντουσαν δεξιοτέχνες από τα γύρω χωριά αλλά και από πιο μακριά, φέρανε μικροφωνικές, ηχεία, κονσόλες ήχου, όλη τη νέα τεχνολογία. Γινότανε χαμός δηλαδή, μόνο η μουσική υπέφερε αλλά ποιος την ρώταγε. Οι πολυπληθείς, μέχρι σχετικά πρόσφατα, οικογένειες περίμεναν υπομονετικά να έρθει η σειρά τους να χορέψουν και να ρίξουν επιδεικτικά την χαρτούρα που επί τούτου μάζευαν όλη τη χρονιά. Είχε ήδη επιτραπεί η συμμετοχή γυναικόπαιδων βέβαια αλλά η κάθε οικογένεια χόρευε μόνη της. Δεν ζούμε πια στην τουρκοκρατία δα αλλά να 'χουμε και τον νου μας. Είπαμε για τα τσιλημπουρδήματα. Ακόμα θυμάμαι τους μάστορες που πήγαιναν ξενύχτηδες και πιωμένοι για δουλειά και δεν ήξεραν τι έκαναν. Ακόμη και το αλφάδι είχε hangover, όπως το λέμε οι γλωσσομαθείς. Μετά την ακμή η παρακμή όμως, ξέφτισε. Ζήταγαν πολλά οι διάσημοι πλέον μουσικάντηδες και οι ντίβες τραγουδιάρες. Μια μέρα τον χρόνο, μια μέρα κάθε διετία, καμία μέρα πια. Βοήθησαν βέβαια η κρίση και η πανδημία. Ποιος ξέρει; Μπορεί να αναστηθεί. Νόμιμος διάδοχος η disco, που κληρονόμησε ως πρωτότοκο, κατά κάποιο τρόπο, αρσενικό τέκνο την παράδοση. Μέχρι και το «Αρμενάκι» σε ραπ εκδοχή έχουμε ακούσει, άσε τον καψερό τον «Μαουκά», θα τρίζουν τα κόκκαλά του. Ανατριχιάζω μόνο που αναπολώ το τι γίνεται όταν έρχεται κάποιος ερασιτέχνης disc jokey –για να μην ξεχνάμε τις ξενόγλωσσες επιδόσεις μας– εποχικός πυροφύλακας το επάγγελμα, του οποίου η σχέση με τη μουσική είναι απροκάλυπτα σαδομαζοχιστική ή κάποια ανερχόμενη, παντελώς άγνωστη εκτός του στενού οικογενειακού της περιβάλλοντος ίσως, αλλά κατά κοινή ομολογία ταλαντούχα αοιδός και τραγουδάει καψουροτράγουδα συνοδεία καραόκε υπό τις επευφημίες του φιλόμουσου πλήθους που την σιγοντάρει. Δεν μου βγάζετε πάντως από το μυαλό ότι την πλημμύρα του θαυμασμού υποδαυλίζουν τα γυμνά μπούτια και το ημίγυμνο ή κάτι παραπάνω σιλικονάτο μπούστο της. Η διαπόμπευση και η κατά συρροή μεταμεσονύκτια κατάχρηση σε παρά φύσιν ασέλγεια του «Ντιρλαντά» αποτελεί τον κράχτη για τους αναποφάσιστους. Τζάμπα αναβοσβήνουν τα νέον στην πινακίδα; Δεν λέει και πολλά πράγματα νομίζω το άσμα αλλά mercy, έλεος για τους αγράμματους!

Τώρα που γράφω αυτές τις δυο αράδες –που λέει ο λόγος δηλαδή– είναι η εποχή της ελαιοσυλλογής, κοινώς του λιομαζώματος. Olive harvesting όπως μας το λέει η ma’am στο φροντιστήριο για να μπορέσουμε να συνεννοηθούμε με τους αγγλόφωνους πλέον και όχι αλβανόφωνους εργάτες οι οποίοι ή σνομπάρουν αυτήν την ενασχόληση ή ζητάνε και μεροκάματο και μισακό. «Βγαίνει από τη μύγα ξύγκι;», γκρινιάζουν οι νοικοκυραίοι. Χόμπι το έχουν οι νεότευκτοι εργάτες βέβαια, παίρνουν το λαδάκι τους μέχρι να μεγαλώσουν τα δικά τους δέντρα και να μας γράψουν. Όταν δεν παίζουν τένις ή μπριτζ μαζεύουν ελιές το χειμώνα και σταφύλια το καλοκαίρι. Δεν μας έχει μάθει ακόμα η ma’am το «θέρος, τρύγος, πόλεμος» για να μην μας παραμορφώσει. Στον τελευταίο βέβαια έχουμε ήδη εντρυφήσει σε πολλές γλώσσες, μέσω των πολεμοκάπηλων ειδήσεων με τις οποίες μας βομβαρδίζει το χαζοκούτι. Όλοι μονιασμένοι, ανακωχή, ντόπιοι και ξένοι βοηθάν ο ένας τον άλλο, στην καταπονητική όντως δουλειά, υποκαθιστώντας τη δράση του ανύπαρκτου συνεταιρισμού. Αυτό ξέχασα να το πω, κάθε φάρα και σύλλογος αλλά συνεταιρισμός γιοκ. Προαιώνιες διαφορές, που κανένας δεν θυμάται τι της προκάλεσε, υποδαυλίστηκαν από την επιλογή των χέρσων κτημάτων για τις ανεμογεννήτριες και άστα να πάνε. Στοιβάζουν λοιπόν τον καρπό σε πλαστικά τσουβάλια και τον αφήνουν για μέρες να σιτέψει μέχρι να τα πάνε όλα στο λιοτρίβι. Ο καθένας θέλει το δικό του λάδι που είναι καλύτερο από του γείτονα –μόνο η γυναίκα του γείτονα είναι καμιά φορά καλύτερη από τη δική του–, με συνέπεια το οξύμετρο να μοιράζει με το ζόρι άσσο σε ελάχιστες παρτίδες. Πρόσφατα ένας ξένος είχε πάει ένα κοφίνι ελιές και επέμενε, παρά τα γέλια του ελαιοτριβέα, να τις εκθλίψει χώρια από των άλλων. Τελικά πείστηκε για το ανεδαφικό του εγχειρήματος και τις έφτιαξε βρώσιμες. Πιάσανε τουλάχιστον τόπο γιατί είναι αμαρτία να χαραμίζεις τις ελιές όπως και το ψωμί. Χωρίς αυτά δεν θα είμαστε τώρα εδώ κι ας με πείτε παλιομοδίτη ρομαντικό, σκασίλα μου.

Όπως ίσως έχετε ψυχανεμιστεί –επειδή κέντρισα τη φαντασία σας– το χωριό μας είναι γεωλογικά όπως τα πιο πολλά που δεν είναι σε κάμπο. Λοφάκια γύρω γύρω, όπου σύχναζαν αιγοπρόβατα και τώρα ανεμογεννήτριες, ένα δασάκι που το ξυλεύουν για τζάμπα θέρμανση –παράνομα βέβαια– οι «ξύπνιοι», ένα ποταμάκι παλαιότερα και τώρα ρυάκι ή χείμαρρος· το λέμε χαϊδευτικά ρεματιά. Είναι θύμα ακατονόμαστων ακόλαστων πράξεων επί δεκαετίες ή, όπως είναι πιο in, έχουμε κατ' εξακολούθηση και αμετανόητα εγκληματήσει κατά της γενετήσιας ελευθερίας του ύδατος, της πανίδας και της χλωρίδας της. Υλικά κατεδαφίσεων, κατεστραμμένα έπιπλα, κάθε λογής παλιοσίδερα και άχρηστες συσκευές, νεκρά ζώα, απόβλητα, σκουπίδια κι ό,τι άλλο καλύτερα να μην βάζει ο νους σας την στολίζουν. Ευτυχώς τα τελευταία χρόνια έχει σταματήσει η άντληση για πότισμα, γιατί στα χέρσα χωράφια σταβλίζονται πλέον αγέλες αιολικών πάρκων. Επιπλέον –μετά από ένα ντοκιμαντέρ που τους έκανε ρόμπες– οι ιθύνοντες αποκομίζουν κάπου κάπου τα πιο χοντρά τουλάχιστον. Ανθίσταται λοιπόν, που λέει ο λόγος. Αν και τα αιωνόβια πλατάνια –όσα έχουν επιζήσει της γενοκτονίας– που την συνοδεύουν στη διαδρομή των παθών της, φαντάζουν πλέον νεκροπομποί. Όπως όλα τα ρυάκια ή ο Νείλος έχει την ανήθικη όμως τάση να καταλήγει στη θάλασσα, τις λίγες χρονιές που τα καταφέρνει, παρασύροντας φυσικά και τα διαφόρων ειδών χαλκώματα με τα οποία την προικίζουμε συνέχεια. Φταίει η ρεματιά η οποία προφανώς τα αναπαράγει και τιμωρείται με επί πλέον μπαζώματα και τσιμεντώματα. Γεια σου ρε Ξέρξη που μαστίγωνες τη θάλασσα για να σου κάτσει, το παλιοθήλυκο. Δεν υστερούμε πάντως σε εφευρετικότητα βασανιστηρίων, ούτε σε μένος. Θυμάμαι κάποιον που είχε χτίσει αυθαίρετα το μισό του σπίτι μέσα στην κοίτη της και κάποια στιγμή που πλημμύρισε είχε χαλάσει τον κόσμο γιατί δεν μπορούσε να βγει έξω και ζητούσε «την κεφαλήν της επί πίνακι». Μέχρι και την εκτροπή της απαιτούσε. Ακόμα κι εγώ, που είμαι χαμηλών τόνων, του είχα πει: «Πάρε το φουσκωτό σου καημένε!».

Λιομαζώματα, διαβολομαζώματα, σκόρπια κι αμάζευτα –ανεμοσκορπίσματα σα να λέμε– τα μαντάτα από το χωριό μας. Από κάθε χωριό που συχνά πυκνά αποφυλακίζεται από το google maps, όπως το λέει η ma’am, ή δεν το ιχνηλατεί το GPS όπως μας ενημερώνει η εκνευριστική πατρόνα του.
Η εγγόνα από την Αυστραλία για τις επόμενες διακοπές της ίσως να προτιμήσει κάποιο «νησί της προηγούμενης ημέρας»[1] στον Ειρηνικό πριν το πνίξει η θάλασσα. Οι ανεμογεννήτριες θα μας προμηθεύουν με φιλικό προς το περιβάλλον και τις τσέπες κάποιων ηλεκτρικό ρεύμα –όταν δεν έχει διακοπή– το οποίο δυστυχώς ακριβαίνει συνέχεια γιατί έχει προσβληθεί από τον COVID-19 σε όλες τις μεταλλάξεις του και ιδιαίτερα από την ανίατη Κ, αυτήν της κερδοσκοπίας. Οι καμπάνες θα ηχούν, όλο και πιο συχνά, σαν αυτές της Μεγάλης Πέμπτης κι όχι της Ανάστασης.

Νομίζω ότι κάπου εδώ καλό είναι να σταματήσω. Έχω να πάω να μαζέψω τις ελιές μου πριν βρέξει, γιατί το βράδυ θα παίξουμε μπιρίμπα με τους εργάτες· η διαπολιτισμική συμβολή μου. Ουλίν τις έλεγε ο ντόπιος παππούς μου και την βροχή σίου ή κάπως έτσι με παχύ το σίγμα. Olives τις λέμε τώρα και τη βροχή rain. Αν έχετε τον θεό σας! Village λέμε το χωριό, αλλά τον μαχαλά mahala, όλα κι όλα.


Copyright © Γιώργος Καριώτης All rights reserved, 2022
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε φωτογραφία αρχείου

[1] Το νησί της προηγούμενης ημέρας είναι μυθιστόρημα του Umberto Eco