Το ξημέρωμα βρήκε την Ελένη να μισοκοιμάται στο γραφείο του πατέρα της. Ο ήχος από το ξυπνητήρι την έκανε να πεταχτεί απότομα και ένας μορφασμός πόνου σχηματίστηκε στο πρόσωπό της, αποτέλεσμα της στάσης που είχε το σώμα της στον καναπέ. Ήταν ήδη οκτώ και στις έντεκα πετούσε για Κρήτη. Σηκώθηκε βιαστικά και αφού έβαλε καφέ να ετοιμάζεται κατευθύνθηκε στον πάνω όροφο για ένα ντουζ που θα τη βοηθούσε να συνέλθει από την ταλαιπωρία της προηγουμένης νύχτας. Έπιασε τα μαλλιά της ψηλά και αφού τέλειωσε το μπάνιο της προσπάθησε να κρύψει τα σημάδια της έλλειψης ύπνου στο πρόσωπό της. Άπλωσε λίγη ενυδατική κρέμα και με ένα κονσίλερ βάλθηκε να φωτίσει την περιοχή κάτω από τα μάτια της. Μια ελαφριά πούδρα και λίγο μπρονζέ ρουζ φώτισαν την επιδερμίδα της ενώ το nude κραγιόν που επέλεξε έδωσε μια γλυκιά και φυσική απόχρωση στα χείλη της. Είχε ακούσει πως θα είχε ζέστη εκείνη την ημέρα, είχε και το ταξίδι… Το τελευταίο που χρειαζόταν ήταν να τρέχει το μακιγιάζ της πάνω στα ρούχα της.
Κατέβηκε στην κουζίνα και γέμισε μια κούπα με καφέ. Άνοιξε το κουτί με τα μπισκότα και έβαλε ένα με γεύση κανέλα όλο μέσα στο στόμα της. Έκλεισε τα μάτια της και ήταν πάλι παιδί. Χριστούγεννα του '74. Το σπίτι ήταν στολισμένο και το δέντρο γεμάτο δώρα. Η μαμά μέσα στα γέλια σιγοτραγουδούσε ενώ ετοίμαζε τη γαλοπούλα για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Ήταν τα πρώτα λεύτερα Χριστούγεννα μετά την επταετία. Μετά από επτά χρόνια στρατιωτικής και πολιτικής κατοχής ο λαός είχε ανακτήσει και πάλι την πολιτική του αυτονομία. Οι εξόριστοι είχαν επιστρέψει και οι φυλακισμένοι είχαν ελευθερωθεί. Υπήρχαν βέβαια και αυτοί που δεν γύρισαν ποτέ. Εκείνοι που το αίμα τους έγινε η μελάνη που υπογράφηκε η πολιτική ανεξαρτησία της Ελλάδας.
Θυμόταν πως εκείνα τα χρόνια ο μπαμπάς του Γιαννάκη και ο θείος της Μαρίας εξαφανίστηκαν. Όταν ρώτησε τη μάνα της που ήταν ο μπαμπάς του Γιαννάκη εκείνη την αποπήρε και της είπε να κοιτάζει τη δουλειά της και να μην είναι περίεργη. Τα χρόνια περνούσαν και ούτε ο μπαμπάς του Γιαννάκη ούτε η θεία της Μαρίας γύρισαν πίσω. Και αν θυμόταν καλά είχαν χάσει και κάναν δυο ακόμα από τη γειτονιά, αλλά η μάνα της επέμενε να μην απαντά στις ερωτήσεις της. Μια μέρα μάλιστα η αδερφή της φίλης της Ρηνούλας είχε γυρίσει σε κακά χάλια στο σπίτι. Το πρόσωπό της ήταν μελανιασμένο και κούτσαινε. Εκείνη γεμάτη απορία είχε τρέξει πίσω στη μάνα της να της πει τι είχε δει και εκείνη τη μάλωσε. «Μαμά τι έπαθε η Ευρυδίκη;» την είχε ρωτήσει. «Εσύ να κοιτάς τη δουλειά σου» της είχε απαντήσει αυστηρά η μαμά της, κάτι που σπάνια έκανε. «Κακοί άνθρωποι της επιτέθηκαν και τη χτύπησαν την κοπέλα» της είχε πει.
Και ξημέρωσε μια μέρα χειμωνιάτικη… 17 Νοεμβρίου ήταν. Όλοι στη γειτονιά ήταν ανάστατοι από το πρωί. Τα ραδιοφωνάκια όλα ήταν ανοιχτά, αλλά ακούγανε σιγανά. Η μητέρα μπαινόβγαινε και μυξόκλαιγε... μια έκλαιγε και μια θύμωνε, μια έβριζε και μια σταυροκοπιόταν. Είχε περάσει το μεσημέρι και κίνησε να νυχτώνει. Ο Σταμάτης του κυρ-Νικόλα του κηπουρού τους ακόμα δεν είχε γυρίσει σπίτι. Ούτε η Ευγενία από δίπλα, ούτε και η Ελένη με τον Σταύρο της κυρα-Παναγιώτας. Οι γονείς των παιδιών μπαινόβγαιναν στο σπίτι τους και μιλούσαν με τους δικούς της. Ήταν όλοι ανάστατοι, αλλά στα μικρά δεν έλεγαν τίποτα.
Τα γεγονότα εκείνης της νύχτας ήταν συγκεχυμένα στο μυαλό της τότε. Μια κλαίγαν και μια γέλαγαν οι μεγάλοι. Αργά το άλλο πρωί γύρισε ο Σταμάτης του κυρ-Νικόλα σπίτι. Θυμόταν τη μάνα του να τον αγκαλιάζει και να τον φιλά σαν να είχε γυρίσει από τον πόλεμο. Ο Σταύρος της κυρα-Παναγιώτας δεν είχε γυρίσει. Τον πλάκωσε είχε ακούσει η πόρτα στο Πολυτεχνείο, που την έριξε ένα τανκ. «Μαμά, τι δουλειά είχανε τα τανκς στη σχολή των παιδιών; Τα τανκς δεν πάνε μόνο στον πόλεμο;» είχε τολμήσει να ρωτήσει η Ελένη. Η μάνα της δεν είχε προλάβει να της απαντήσει… μια κραυγή κι ένα κλάμα της σφράγισε το στόμα… και η Ελένη δεν ξαναρώτησε τίποτα.
Ένα κορνάρισμα ειδοποίησε την Ελένη πως η φίλη της η Μαργαρίτα είχε φτάσει για να την πάει στο αεροδρόμιο. Μόλις την άκουσε, βγήκε από την μπροστινή πόρτα κρατώντας μια γκρι βαλίτσα στο χέρι. Φορούσε το καινούριο της φόρεμα στο χρώμα της άμμου, που είχε πάρει πριν δυο τρεις μέρες. Τον όμορφο λαιμό της στόλιζε μια χρυσή αλυσίδα στην οποία κρεμόταν ο πράσινος γυάλινος αστερίας.
Σιγουρεύτηκε πως είχε κλειδώσει και την είσοδο της αυλής και προχώρησε προς τον δρόμο.
Copyright © Σταυρούλα Δεκούλου All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Εξώφυλλο: Ράμπα Τάμπα (Άγγελος Μαρίνου)
Η νουβέλα της Σταυρούλας Δεκούλου, Το βραβείο, δημοσιεύεται κατ' αποκλειστικότητα στο koukidaki σε συνέχειες. Διαβάστε το επόμενο!