Οι υπόλοιπες ώρες μέχρι το βράδυ κύλησαν βασανιστικά αργά. Οι ωροδείκτες θαρρείς και είχανε μείνει ακίνητοι και ροκάνιζαν την ίδια πάντα στιγμή. Το ξέσπασμα του Στέφανου στην κουζίνα. Η κραυγή του «Φωτιά, Θεέ μου, η φωτιά…» και η άτακτη φυγή του από την κουζίνα. Η Ελένη δεν είχε δει ποτέ τον πατέρα της εκτός εαυτού. Ήταν πάντα σαν ένας ακλόνητος βράχος. Κι όμως εκείνη είχε προκαλέσει τέτοιο σεισμό που είχε ξεκολλήσει τις ρίζες του από τη γη. Τον είχε αποσχίσει από την αιωνιότητα. Τα στριφογύριζε όλα στο μυαλό της και άκρη δεν μπορούσε να βγάλει. Η μάνα της ήξερε μεν, αλλά παρέμενε σιωπηλή. Έκλαιγε απαρηγόρητη, αλλά δεν μιλούσε, μήτε και της είπε κάτι μετά που αποχώρησε ο πατέρας της από το κάτω σπίτι.
Ο πατέρας της είχε εξοργιστεί με την αποκάλυψή της και ήταν ένα βήμα πριν την κατάρρευση όταν έφυγε από την κουζίνα. Τα γράμματα όμως και οι αφιερώσεις αφορούσαν μια γυναίκα. Γιατί θύμωνε ο πατέρας της; Γιατί υποστήριζε τη μητέρα της τόσο σθεναρά; Ποιος ήταν ο Θαλασσινός; Κι εκείνη είχε σχέση με όλα αυτά ή ήταν θύμα τραγικών συμπτώσεων; Μα όχι, αποκλείεται να ήταν τυχαίο. Αν ήταν τυχαία όλα αυτά και δεν την αφορούσαν γιατί να προκαλέσει τόση ταραχή; Από όποια πλευρά κι αν το κοιτούσε, τίποτα δεν έβγαζε νόημα. Το σίγουρο ήταν ένα. Υπήρχε κάποιο μυστικό που παλιότερα είχε συνταράξει το σπιτικό της. Κάποια στιγμή κατέβηκε στην κουζίνα να φτιάξει ένα τσάι κι ένα τοστ να ξεγελάσει τ' άδειο στομάχι της. Κατέβηκε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε για να δει πρώτα τι κλίμα επικρατούσε. Δεν ήταν σε θέση για μια ακόμα αντιπαράθεση με τον πατέρα της. Καλύτερα να περίμενε να ηρεμήσουν πρώτα τα πράγματα. Άλλωστε ό,τι κι αν συνέβαινε δεν θα συγχωρούσε ποτέ τον εαυτό της να πάθαινε κάτι κάποιος από τους γονείς της. Ίσως τελικά αυτή η τόσο επιθετική αποκάλυψη του τι είχε βρει να μην ήταν η πιο σωστή επιλογή.
Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη και οι γονείς της κάθονταν στο τραπέζι της κουζίνας. Είδε τον πατέρα της που κρατούσε ένα ποτηράκι ρακή. Φαινόταν πολύ προβληματισμένος. Εκείνη τη στιγμή άκουσε τη φωνή της μητέρας της να λέει, «Μην το πολεμάς άλλο Στέφανε. Η Ελένη έχει δικαίωμα να μάθει». «Γιατί Μυρτώ;» τη ρώτησε. «Τι έχει να κερδίσει από όλο αυτό πέρα από πόνο και ντροπή; Μετά από τόσα χρόνια σιωπής... Για κείνη σιωπήσαμε, για χάρη της κρύψαμε τα δάκρυά μας». «Ναι, καλέ μου, τα κρύψαμε» είπε η μάνα της χαϊδεύοντάς του το πρόσωπο. «Μα η Ελένη είναι μια μεγάλη γυναίκα πια κι αφού έχει στοιχεία που ταράζουν την αλήθεια που φτιάξαμε πρέπει να μάθει την πραγματική. Δεν μπορούμε να την κρατάμε άλλο στο σκοτάδι. Την πληγώνουμε πιο πολύ έτσι». «Δεν με καταλαβαίνεις Μυρτώ;» είπε ο Στέφανος φανερά συντετριμμένος. «Δεν αντέχω στη σκέψη ότι μπορεί να τη χάσουμε. Δεν μπορώ ούτε να φανταστώ ότι θα πάψει να με λέει πατέρα. Για μένα η Ελένη είναι η πρωτοκόρη μου». «Μόνο δική σου, Στέφανε;» είπε με φωνή γεμάτη συγκίνηση η κυρα-Μυρτώ. «Όχι, γυναίκα. Όχι, Μυρτούλα μου» ξέσπασε σε κλάματα ο Στέφανος. «Εσένα πιότερο από όλους μας. Εσένα πιο πολύ καρδιά μου».
Έτρεμε η Ελένη τόση ώρα πίσω από την πόρτα. Κόντευε να σπάσει η καρδιά της. Μια απ' τον πόνο, μια απ' την αγωνία. Ήταν αλήθεια λοιπόν. Δεν ήταν δικό τους παιδί. Και ποιανού ήταν; Του Θαλασσινού; Κι η μάνα της; Ποια ήταν η μάνα της; Πού τη βρήκαν; Γιατί ήταν εδώ τώρα; Έσπρωξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Ο Στέφανος με τη Μυρτώ γύρισαν και την κοίταξαν σαστισμένοι, σίγουροι ότι τους είχε ακούσει. Πόση ώρα άραγε να στεκόταν εκεί; Τα βουρκωμένα μάτια της επιβεβαίωναν τους φόβους τους. «Πατέρα» είπε η Ελένη τρέμοντας. «Είμαι πενήντα χρονών και μάνα δυο παιδιών. Αλήθεια φαντάστηκες ότι θα υπήρχε έστω και μια στιγμή που θα άντεχα ν' αρνηθώ εσένα ή τη μάνα μου; Πιστεύεις πως θ' ακολουθούσα το αίμα και θα ξεχνούσα τον άνθρωπο; Η όποια αλήθεια με αφορά είναι τόσο δυνατή ώστε να σβήσει την αγάπη, την έννοια, τα ξενύχτια, τη στήριξη που είχα ως παιδί από σας; Με τι καρδιά και κουράγιο, με ποια λογική να σας αρνηθώ; Η κόρη μου έχει το όνομα της μάνας μου. Θα το σβήσω κι αυτό; Έχω όμως δικαίωμα να ξέρω. Δεν έχω;»
Σηκώθηκε ο Στέφανος και ανοίγοντας τα δυο του χέρια την έκλεισε στην αγκαλιά του, την αγκαλιά του πατέρα. Αυτή που κρατά του πόνους έξω και τους βοριάδες μακριά. Αυτή που εξαϋλώνει του φόβους και του δισταγμούς. «Παιδί μου» έλεγε και της χάιδευε τα μαλλιά. «Ελένη μου» ψιθύριζε και τη φιλούσε. Η Μυρτώ τους κοίταζε σιωπηλή με τα μάτια της να τρέχουν ποτάμια τα δάκρυα. Είχε γαλήνη στην ψυχή της. Ήξερε πως το σπιτικό της θ' άντεχε, δεν θα σκορπούσε στον άνεμο. Όσο κι αν πονούσαν σήμερα, αύριο θ' αντάμωναν την αυγή μονιασμένοι. Ήταν τόσο σφιχτή η αγκαλιά του Στέφανου που δεν θ' άφηνε τίποτα να την ανοίξει και ν' αλλοιώσει το δέσιμο της οικογένειάς του. «Ελάτε» είπε η Μυρτώ. «Έχουμε πολλά να πούμε. Ανεβείτε απάνω κι εγώ θα φτιάξω τσάι και θα έρθω να σας βρω. Καλύτερα να μη μιλήσουμε εδώ κάτω. Μπορεί να περάσει κανείς. Άντε Λενιώ μου, πάτε απάνω κι έρχομαι» είπε σκουπίζοντας τα δάκρυα από τα μάτια της κόρης της. Η Ελένη εκείνη τη στιγμή είδε στο χάδι αυτό όλο το μεγαλείο της Μυρτώς. Όλη η αγάπη, η ζεστασιά, η έγνοια της αποτυπώθηκαν σε κείνο το χάδι. Ο Στέφανος άνοιξε την πόρτα και ανέβηκε στο πάνω πάτωμα που είχαν το καθιστικό και η Ελένη σκουπίζοντας τα μάτια της τον ακολούθησε. Τον παρακολουθούσε καθώς ανέβαινε τα σκαλιά. Κοιτούσε τα πόδια που ογδόντα χρόνια τώρα πατούσαν τη γη και τις πλάτες που μισό αιώνα στήριζαν τον ουρανό για χάρη της και για χάρη της αδερφής της. Είδε το σκυμμένο κεφάλι και τα άσπρα του μαλλιά και θύμωσε με το άγνωστο, με καθετί άγνωστο που κάποτε είχε ταράξει την ηρεμία των γονιών της και κινδύνευε τώρα να ξεθεμελιώσει και τη δική της ζωή.
Η Μυρτώ έβαλε νερό στο βραστήρα και πάτησε το κουμπί. Γέμισε την τσαγέρα με τρία τέσσερα φακελάκια τσάι και έσταξε μέσα λίγες σταγόνες κονιάκ. Η νύχτα θα ήταν δύσκολη, ας έπαιρναν δύναμη απ' ό,τι μπορούσαν. ΄Έβαλε σε μια πιατέλα μερικά κουλουράκια και λίγα μπισκότα. Θεονήστικοι ήταν όλοι τους. Κάτι έπρεπε να βάλουν στο στόμα τους. Πριν βγει από την κουζίνα, άναψε το καντήλι που είχε στο εικονοστάσι και έκανε τον σταυρό της. «Βοήθησέ την Παναγία μου. Βοήθησέ την να βρει τη δύναμη να καταλάβει και να συγχωρήσει. Φέρε γαλήνη στην ψυχή της μαζί με την αλήθεια. Κάνε την να καταλάβει τη μάνα της που έφυγε και την άφησε γεμίζοντας τη ζωή όλων μας με θάνατο».
Copyright © Σταυρούλα Δεκούλου All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Εξώφυλλο: Ράμπα Τάμπα (Άγγελος Μαρίνου)
Η νουβέλα της Σταυρούλας Δεκούλου, Το βραβείο, δημοσιεύεται κατ' αποκλειστικότητα στο koukidaki σε συνέχειες. Διαβάστε το επόμενο μέρος.