«Μαμά» φώναξε η Ελένη και πετάχτηκε έξω από το αμάξι μόλις ο Ανέστης πάρκαρε έξω από το σπίτι. «Κυρα-Μυρτώ» φώναξε και ο Ανέστης. «Δες ποια σου 'φερα!» «Μάνα!» ξαναφώναξε η Ελένη νιώθοντας ξαφνικά μια μεγάλη ανάγκη να πέσει στην αγκαλιά της. «Ελένη μου, παιδί μου!» φώναξε η κυρά Μυρτώ που εμφανίστηκε από την δεξιά πλευρά του σπιτιού. «Είχα πάει στην αποθήκη να φέρω ένα κρασί για το μεσημεριανό. Κοριτσάκι μου!» είπε και άνοιξε τα χέρια της κι έκλεισε μέσα τους την κόρη της μ' όλη την αγάπη που μπορεί να νιώσει μια μάνα για το παιδί της. «Μανούλα μου γλυκιά» είπε η Ελένη γεμίζοντάς τη φιλιά. «Τι κάνεις; Πόσο μου έλειψες». «Ανέστη, θα 'ρθεις να σου βάλω μια ρακή που μου 'φερες την κοπελιά μου;» ρώτησε η κυρα-Μυρτώ. «Όχι, κυρα-Μυρτώ. Με περιμένουν τα κοπέλια να τα πάω στη θάλασσα. Ένας θεός κατέχει ίντα θα μου σούρουν άμα αργήσω. Εκειά τα δυο είναι από το πρωί ντυμένα με τα μαγιό και μ' ανιμένουν να γιαείρω» είπε ο Ανέστης γελώντας και βάζοντας τα λεφτά που του 'χε δώσει η Ελένη πριν βγει από το αμάξι στην τσέπη του, έβαλε μπροστά τη μηχανή κι έφυγε κορνάροντας δυο φορές. Μάνα και κόρη αγκαλιασμένες μπήκανε μέσα στο σπίτι. Η Ελένη κοίταζε τη μάνα της. Εβδομήντα τριών χρονών και δεν έδειχνε ούτε εξήντα. Την αγαπούσε ο χρόνος τη μάνα της. Βέβαια δεν είχε κουραστεί στη ζωή της. Μπορεί να τους είχε όλους μη στάξει και μη βρέξει στο σπίτι, αλλά ο πατέρας της δεν την άφησε ποτέ να δουλέψει. Ως καπετάνιος έφερνε πολύ καλά λεφτά στο σπίτι, τόσο καλά που ζούσαν όλοι τους πλουσιοπάροχα και δεν έλειψε ποτέ σε καμιά τους τίποτα.
«Κάτσε Ελένη μου, να κάνω καφεδάκι να τα πούμε, να σε χαρώ λίγο, που πέρασες τόσες φουρτούνες τούτη τη χρονιά κι εγώ δεν σε είδα καθόλου» είπε η κυρα-Μυρτώ. «Τι να πούμε μάνα για όσα έγιναν; Η ζωή προχώρησε για όλους, προχώρησα κι εγώ. Σπιτικό με το ζόρι δεν γίνεται και να γίνεται ποιος το θέλει μάνα; Τα παιδιά μεγάλωσαν, μπορούν να καταλάβουν. Έχουν πια τη δική τους ζωή κι εγώ… Εγώ μάνα, ψάχνω να βρω ποια είμαι» είπε η Ελένη χαϊδεύοντας ασυναίσθητα τον αστερία που 'χε κρεμασμένο στον λαιμό της. Ένας θόρυβος τη συντάραξε.
Ο δίσκος με τα φλιτζανάκια του καφέ είχε πέσει στο πάτωμα. Η κυρα-Μυρτώ ακίνητη κοιτούσε μια εκείνη και μια τα σπασμένα. Η Ελένη ταράχτηκε. «Μάνα είσαι καλά; Τι έπαθες; Σκόνταψες;» ρώτησε τη μεγάλη γυναίκα. Συνήλθε η κυρα-Μυρτώ στη φωνή της Ελένης και έκανε να μαζέψει τα φλιτζάνια. «Άσε τα, μάνα μου, θα τα μαζέψω εγώ» είπε η Ελένη και πήγε κοντά της. «Κάτσε εσύ και θα φτιάξω εγώ καφεδάκια να πιούμε. Μήπως κάηκες; Για δες μην σε έκοψε κανένα κομμάτι». «Όχι, μάτια μου, καλά είμαι» είπε η μάνα της. «Μην ανησυχείς. Απροσεξία μου». Όμως η Ελένη είδε πως τα μάτια της είχαν σκοτεινιάσει. «Φτιάξε εσύ τους καφέδες, που τους κάνεις όμορφους» συνέχισε η μεγάλη γυναίκα «κι εγώ θα φέρω τα κουλουράκια». «Έφερα εγώ μάνα» την πρόλαβε η Ελένη. «Τα νηστίσιμα με το σουσάμι και την κανέλα που σ' αρέσουν και λουκουμάδες. Στάσου να τα βγάλω από την τσάντα». «Να 'χεις την ευχή μου κόρη μου» είπε η κυρα-Μυρτώ κι άρχισαν να τρέχουν τα μάτια της. «Έλα μανούλα μου, γιατί κλαις;» τη ρώτησε η Ελένη πιάνοντάς της το χέρι. «Για την Παναγιά κλαίω κόρη μου. Για την Παναγιά που θα κοιμηθεί σε λίγες μέρες παίρνοντας όλο τον πόνο μαζί της» είπε η κυρά Μυρτώ και τα μάτια της γεμάτα δάκρυα, μια στον αστερία καρφωμένα και μια στο πάτωμα.
Δεν μίλησε η Ελένη. Για πρώτη φορά σκέφτηκε πως ίσως να μην ήταν αυτή η πιο σωστή προσέγγιση. Όμως ήταν σίγουρο πως η μητέρα της το γνώριζε τούτο το κρεμαστό. «Μήπως...;» Χιλιάδες ερωτήματα δημιουργούσαν εκρήξεις μες στο μυαλό της. Φόβος, αγωνία, απορία, θλίψη. Όλα τα συναισθήματα είχαν πιαστεί χέρι χέρι και χόρευαν μέσα της έναν τρελό χορό. Έσκυψε και μάζεψε τα σπασμένα φλιτζάνια, σφουγγάρισε το πάτωμα και πήγε να φτιάξει καφέ από την αρχή. Είχε μάθει ν' απολαμβάνει την ιεροτελεστία του ελληνικού καφέ. Πρώτα ο καφές, μετά το νερό έλεγε η γιαγιά της. Ανακάτευέ το καλά να διαλυθεί και μετά δώσε του χρόνο να κατακάτσει. Σαν δεις το καϊμάκι να παχαίνει ξεκίνα πάλι το ανακάτεμα να σπάσει το σκούρο του χρώμα. Θα το δεις ν' αρχίζει να ξανοίγει. Μόλις πάει να φουσκώσει μέτρα ως το δυο και τράβα το από τη φωτιά. Μην τυχόν και τ' αφήσεις παραπάνω θα βράσει, θα χάσει την αψάδα του, εκτός και στον εζητήσανε γλυκύ βραστό.
«Βρε, βρε» ακούστηκε η φωνή του πατέρα της, βροντερή και χαρούμενη. «Για δες ποιος μας ήρθε και φωτίστηκε το σπίτι». «Μπαμπά μου» είπε η Ελένη κι έπεσε στην αγκαλιά του. «Για να σε δω. Μα εσύ όσο πας ξανανιώνεις» του είπε η Ελένη χαμογελώντας. «Για να σε δω κόρη μου» είπε ο κυρ Στέφανος. «Άλλαξες, ομόρφυνες και τι όμορφα σου πάνε έτσι τα μαλλιά. Για πες μου τακτοποιήθηκες στο σπίτι;» τη ρώτησε. «Πώς πάει η ζωή απάνω στην πρωτεύουσα;» «Μια χαρά τακτοποιήθηκα πατέρα» είπε η Ελένη. «Έπιασα σιγά σιγά να μαζεύω και τη σοφίτα. Θα την κάνω ατελιέ. Θ' αρχίσω πάλι να ζωγραφίζω στον ελεύθερο χρόνο μου». «Μπράβο Ελένη μου. Δεν ήθελα να στο πω, αλλά πολύ στενοχωρήθηκα όταν έπαψες να ζωγραφίζεις» είπε ο πατέρας της. «Κι όλα τ' άλλα να μην τα σκέφτεσαι πια. Μεγάλη είσαι, δεν έχεις να δώσεις λογαριασμό σε κανέναν. Ο κόσμος να κοιτά τη δουλειά του. Αρκεί μα είσαι ήρεμη και χαρούμενη εσύ. Είσαι;» ρώτησε ο πατέρας της. Η Ελένη δεν απάντησε μόνο ρώτησε, «Θα πιεις καφέ πατέρα;» «Ε, ένα καφεδάκι να το πιούμε. Νωρίς είν' ακόμα για φαγητό». «Πάρε τον δικό μου και θα φτιάξω άλλον εγώ» είπε η Ελένη. «Ακόμα σκέτο τον πίνεις;» ρώτησε. «Χούγια είναι αυτά, κόρη. Δεν αλλάζουν εύκολα» αποκρίθηκε ο πατέρας της.
Η Ελένη έκανε να του δώσει τον καφέ και όπως έσκυψε, ο αστερίας αντανάκλασε το φως που έπεφτε πάνω του. Σαν να τον χτύπησε κεραυνός, ο πατέρας της πετάχτηκε όρθιος. Το φλιτζάνι έφυγε από τα χέρια της Ελένης κι έπεσε κι αυτό στο πάτωμα. Ο πατέρας της γούρλωσε τα μάτια του και σούφρωσε τα χείλη. Ποτέ μέχρι τώρα στη ζωή της η Ελένη δεν είχε δει τον πατέρα της ν' αντιδρά έτσι. «Πού το βρήκες αυτό που φοράς στον λαιμό σου Ελένη;» τη ρώτησε αυστηρά με φωνή να τρέμει από την ένταση. «Στη σοφίτα πατέρα» είπε εκείνη κι ένιωθε σαν να ήταν δέκα χρονών και είχε κάνει κάτι πολύ τρομερό. «Γιατί; Συμβαίνει κάτι;» τον ρώτησε προσπαθώντας να δει μέχρι πού θα έφτανε ο πατέρας της και τι μπορούσε να μάθει. «Πού στη σοφίτα, Ελένη; Κάπου πεταμένο;» ξαναρώτησε ο κυρ Στέφανος πιο αυστηρά αυτή τη φορά. «Όχι πατέρα» αποκρίθηκε η Ελένη κι ένας κόμπος της έφραζε τον λαιμό και τη φωνή μαζί. Ξαφνικά πιο πολύ ντρεπόταν παρά φοβόταν. «Ήταν κλειδωμένο μέσα σ' ένα σκαλιστό κουτί» συνέχισε. «Είχε ακόμη μέσα ένα...», δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει. «Ένα βραβείο και μια κόκκινη καμένη κορδέλα» άκουσε τον πατέρα της να ολοκληρώνει το περιεχόμενο του κουτιού. «Ξέρω τι είχε μέσα το κουτί Ελένη. Αυτό που δεν ξέρω είναι ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να το ανοίξεις αφού δεν σου ανήκε» συνέχισε θυμωμένος ο πατέρας της. «Πατέρα» ψέλλισε η Ελένη, «αυτό είναι το θέμα; Ξέρεις σε τι κατάσταση βρίσκομαι απ' την ώρα που το άνοιξα; Ξέρεις πόσα ερωτηματικά με βασανίζουν; Ποιος είναι ο Ορέστης Θαλασσινός; Πού είναι το παιδί που λέει ότι γεννήθηκε την ίδια χρονιά με μένα;» Τα μάτια της πέταγαν σπίθες. Όχι από θυμό. Από φόβο τι μπορεί ν' άκουγε. Από αγωνία μεγάλη για την αλήθεια. Σίγουρα δεν ήταν κάτι απλό, για να είναι ο πατέρας της σ' αυτή την κατάσταση. Εκείνη περίμενε τη μητέρα της να ξεσπάσει, μα ο πατέρας της είχε την πιο τραγική αντίδραση.
Όλη εκείνη την ώρα η κυρα-Μυρτώ βαστούσε ένα μαντήλι και σκούπιζε τα μάτια της που τρέχανε ασταμάτητα. «Κοριτσάκι μου» την άκουσε να μουρμουρίζει. «Παιδί μου» έλεγε και η φωνή της έσπαγε. «Μαμά, εσύ δεν έχεις τίποτα να μου πεις;» γύρισε η Ελένη στη μητέρα της. «Άσε τη Μυρτώ. Δεν έχει να σου πει τίποτα» είπε ο πατέρας της. Η Ελένη άνοιξε την τσάντα της και άφησε τις ποιητικές συλλογές πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. «Κι αυτά τι είναι; Ποιος είναι αυτός που τα έγραψε αυτά; Πήγα στη βιβλιοθήκη. Δεν υπάρχουν αντίτυπα του έργου του λένε. Δεν υπάρχουν στοιχεία γι' αυτόν, δεν υπάρχουν ούτε φωτογραφίες ούτε τίποτα. Μόνο μια φήμη ότι είχε δεσμό με μια μικρή κοπέλα, καλής οικογένειας και επειδή ξέσπασε κατακραυγή αποσύρθηκε από παντού. Και μετά... τι έγινε μετά μάνα; Γιατί τα έχεις εσύ αυτά; Γιατί μάνα μου;» είπε η Ελένη. «Κι αυτά κλειδωμένα ήταν Ελένη» είπε ο πατέρας της. «Έψαξες το σπίτι; Με ποιο δικαίωμα Ελένη τόλμησες να σκαλίσεις πράγματα που δεν ήταν δικά σου; Με ποιο δικαίωμα φυσάς τα κάρβουνα στη στάχτη ν' ανάψει και πάλι η φωτιά... η φωτιά… Θεέ μου, η φωτιά…!» είπε ο Στέφανος ξέπνοα κι έφυγε από την κουζίνα βροντώντας την πόρτα πίσω του.
«Μαμά» είπε η Ελένη γυρνώντας στη μητέρα της. «Εγώ φταίω μαμά; Δεν ήξερα πως είχαμε επτασφράγιστα μυστικά στο σπίτι. Δεν ήξερα πως υπήρχαν απαγορευμένες γωνιές. Ποτέ δεν μας δώσατε τέτοια δικαιώματα, αλλά ακόμα κι αν είναι έτσι, δεν νομίζεις πως δικαιούμαι μια απάντηση; Είναι πολλές οι συμπτώσεις που μ' αφορούν μαμά. Μ' αφορούν αλήθεια; Έχω δικαίωμα να ξέρω» είπε η Ελένη και με σπασμένη φωνή βγήκε από την κουζίνα κι ανέβηκε στο δωμάτιό της.
Copyright © Σταυρούλα Δεκούλου All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Εξώφυλλο: Ράμπα Τάμπα (Άγγελος Μαρίνου)
Η νουβέλα της Σταυρούλας Δεκούλου, Το βραβείο, δημοσιεύεται κατ' αποκλειστικότητα στο koukidaki σε συνέχειες. Διαβάστε τη συνέχεια.