«Πο πο ομορφιές, Ελένη μου!» είπε η Μαργαρίτα χαμογελώντας μόλις η Ελένη μπήκε στο αμάξι. «Καλημέρα Μαργαρίτα μου» είπε η Ελένη και τη φίλησε. «Σίγουρα δεν σε βάζω σε κόπο;» τη ρώτησε. «Θα μπορούσα να πάρω κι ένα ταξί». «Σοβαρολογείς;» είπε η Μαργαρίτα με φωνή τάχα θιγμένη. «Να χάσουμε την ευκαιρία να τα πούμε με την ησυχία μας και να σου κουνήσω το μαντήλι στις πρώτες σου διακοπές, ως αδέσμευτη;» την πείραξε γελώντας. «Αχ, Μαργαρίτα μου!» αναστέναξε η Ελένη. «Λες να την είχα ανάγκη τούτη την ελευθερία; Αναγκαίο κακό είναι, μα τελοσπάντων, ας μην ασχολούμαστε μ' αυτό το θέμα. Κι εγώ χαίρομαι που σε βλέπω πριν φύγω. Τι θα κάνει ο άντρας σου; Θα το κλείσει τελικά το μαγαζί να πάτε πουθενά ή θα δουλεύει όλον τον Αύγουστο;» «Ιδέα δεν έχω Λενιώ. Πνίγεται στη δουλειά και τέτοιες εποχές δεν είμαστε για να λέμε όχι σε πελάτες. Μου είπε να φύγω να πάω μόνη μου στο εξοχικό μας, αλλά βαριέμαι. Τι να κάνω μονάχη μου;» είπε η Μαργαρίτα. «Μαργαρίτα μου, άσε να πάω πρώτα στο χωριό να δω πώς είναι οι δικοί μου» είπε η Ελένη. «Έχω να τακτοποιήσω κάτι θέματα εκεί και αν ξεμπερδέψω εύκολα θα σε πάρω να κατέβεις να κάτσουμε παρέα και αν μπορεί και ο Στάθης έρχεται κι εκείνος. Θα τον πάρω εγώ να το κανονίσουμε. Τι λες;» τη ρώτησε η Ελένη γλυκά. «Θέλω, θέλω!» είπε όλο χαρά η Μαργαρίτα. «Τέλειωσε πρώτα τις δουλειές σου με το καλό και αν μπορείς θα το κανονίσουμε. Θα το κουβεντιάσω και με τον Στάθη. Μπορεί αν είμαστε όλοι μαζί, ν' αλλάξει γνώμη».
Την αγαπούσε πολύ την Μαργαρίτα η Ελένη. Σαν αδερφή της την είχε. Γνωρίστηκαν στο σχολείο. Οι κόρες τους ήταν στην ίδια τάξη. Στην πρώτη δημοτικού τα κορίτσια τους είχαν καθίσει μαζί και είχαν γίνει φίλες. Το ίδιο συνέβη και μ' αυτές μόλις γνώρισε η μια την άλλη. Ταίριαξαν τόσο πολύ σε όλα. Τους άρεσαν τα ίδια βιβλία κι είχαν το ίδιο γούστο στο σινεμά. Συχνά έπαιρναν τα κορίτσια και έβγαιναν οι τέσσερίς τους. Τα πιο όμορφα απογεύματα τα είχαν περάσει όλες μαζί στο θέατρο ή στο σινεμά και τα πιο όμορφα πρωινά του Σαββάτου θύμιζαν βόλτες στα μαγαζιά της Ερμού ή ατέλειωτα ραντεβού στο κομμωτήριο μιας τρίτης φίλης τους, της Αλκμήνης.
Όταν η Μαργαρίτα έμαθε πως η φίλη της χώριζε, προσπάθησε μ' όποιον τρόπο μπορούσε να τη βοηθήσει και η Ελένη το ένιωθε. Έβρισκε αφορμές για να είναι πιο πολλές ώρες μαζί και περνούσε συχνά από το σπίτι στη Βούλα για να κάτσουν παρέα, να πιούνε καφέ και να μιλήσουν. Και τώρα μόλις έμαθε πως θα πήγαινε στην Κρήτη, στους δικούς της, επέμενε να την πάει στο αεροδρόμιο. Κι αν τώρα δεν της μαρτυρούσε τίποτα για όσα την απασχολούσαν ήταν γιατί μήτε εκείνη δεν ήξερε ακόμη τι συνέβαινε. Η Μαργαρίτα πέρασε την είσοδο του αεροδρομίου Ελευθέριος Βενιζέλος και άφησε την Ελένη στην πύλη 9. Από εκεί έμπαινε για να επικυρώσει την κράτησή της και να δώσει τις αποσκευές της. «Εδώ σ' αποχαιρετώ κοριτσάκι μου» είπε στην Ελένη και της έδωσε μια μεγάλη αγκαλιά. «Θα μου λείψεις» είπε και τη φίλησε. «Κι εμένα θα μου λείψεις Μαργαρίτα μου» είπε η Ελένη. «Θα κοιτάξω να ξεμπερδέψω και να περάσουμε το δεύτερο μισό του μήνα μαζί». Την έσφιξε στην αγκαλιά της και γυρνώντας την πλάτη της πέρασε την πόρτα της πύλης 9.
Σαράντα λεπτά. Τόσο διάρκεσε η πτήση μέχρι το αεροδρόμιο της Σητείας. Η Ελένη προσπάθησε ν' αδειάσει το μυαλό της. Απόλαυσε τον ζεστό μυρωδάτο καφέ και τα κουλουράκια με σταφίδες μαζί με το ευγενικό χαμόγελο της αεροσυνοδού που τα πρόσφερε. Πάντα τη γοήτευαν αυτά τα σύντομα ταξίδια. Τ' αντιμετώπιζε σαν μια μικρή βόλτα στα σύννεφα, συνοδευόμενη από καφέ κι ευγένεια. Άγγιξε το κρεμαστό στον λαιμό της και με τ' ακροδάχτυλά της χάιδεψε την ανάγλυφη επιφάνεια του αστερία. Θυμήθηκε τα λόγια της Μαργαρίτας. «Φιλενάδα, τι υπέροχο κολιέ; Δεν σ' έχω ξαναδεί να το φοράς». «Το είχα από μικρή» της απάντησε. Όσο κι αν την αγαπούσε τη Μαργαρίτα, και την αγαπούσε πολύ, αυτή τη φορά δεν της είπε την αλήθεια. «Το βρήκα στο δωμάτιό μου στο πατρικό μου, όταν μετακόμισα. Ήταν δώρο της νονάς μου και η μάνα μου το είχε φυλάξει για να μην το σπάσω». «Η μάνα...» σκέφτηκε η Ελένη. Αλήθεια πώς θ' αντιδρούσε βλέποντάς την να το φορά. Στην αρχή είχε διστάσει να το φορέσει. Φοβήθηκε μήπως ταραχτεί πολύ και έχουν τρεχάματα, αλλά από την άλλη σκέφτηκε, η αντίδρασή της θα της έδινε μια πρώτη εικόνα για το αν συνέβαινε κάτι σοβαρό ή όχι.
Μόλις πήρε τη βαλίτσα της και βγήκε από το αεροδρόμιο, η Ελένη είδε τον Ανέστη, τον ταξιτζή, που πάντα χρησιμοποιούσε η οικογένειά της όταν ήταν χωρίς
αυτοκίνητο. Του χαμογέλασε. «Καλημέρα Ανέστη». «Καλώς όρισες Ελένη μου» της αποκρίθηκε εκείνος. «Καλό καλοκαίρι». Πήρε τη βαλίτσα της και την τοποθέτησε στο πορτ μπαγκάζ. «Η μάνα σε ειδοποίησε, ε;» τον ρώτησε. «Ναι. Αλίμονό σου και δεν μου φέρεις την Ελένη μου αύριο, μου 'πε η κυρά Μυρτώ χτες στο τηλέφωνο» είπε γελώντας ο Ανέστης. «Τολμώ να της χαλάσω εγώ χατίρι; Να 'μαι λοιπόν» είπε κι άνοιξε την πόρτα του οδηγού. «Να 'σαι καλά Ανέστη» του απάντησε εκείνη κι έκατσε μπροστά. Ο οδηγός έβαλε μπροστά και ξεκίνησε.
Κατεβαίνοντας προς την παραλία της Σητείας, η Ελένη δεν μπόρεσε να μην θαυμάσει για μια ακόμα φορά τούτη την πόλη, που απλωνόταν πανοραμικά κατά μήκος της παραλίας. Τα μικρά στενά με το σχεδόν ανύπαρκτο πεζοδρόμιο, οι γλάστρες με τα βασιλικά και τα κυκλάμινα που κρέμονταν σε κάθε κολόνα ηλεκτρικού... Οι ψαρόβαρκες δεμένες πλάι πλάι σαν κουρνιασμένα περιστέρια. Ο κυρ-Αντώνης, η Γλαύκα, η Αφροδίτη, η Λευκή Χαρά, ο Αη-Νικόλας, όλες με τα καλοζωγραφισμένα ονόματά τους, έτοιμες να σαλπάρουν. Οι λάμπες κατά μήκος της παραλίας κάθε βράδυ φώτιζαν όλο το λιμάνι. Τα Σαββατόβραδα ομορφοντύνονταν όλα τα κορίτσια και οι νεαροί και κατέβαιναν παρέες παρέες κάτω στο λιμάνι και να οι βόλτες απ' τη μια μεριά ίσαμε την άλλη και ξανά το ίδιο και ξανά. Δίναν και παίρναν οι κρυφές ματιές και τα χαμόγελα, τα πειράγματα και οι μαντινάδες.
«Αφού περνάς απού περνάς, γιάηντα περνάς με φόρακαι δεν περνάς σιγά σιγά να σε θωρώ πολλή ώρα;»
Στο τέλος της βόλτας αποκαμωμένοι όλοι μα χορτάτοι απ' αλμύρα και φεγγάρι κάθονταν στο μεγάλο ζαχαροπλαστείο στην παραλία κι έτρωγαν λουκουμάδες, άλλοι παραδοσιακούς, άλλοι με παγωτό, άλλοι με σοκολάτα. «Αχ, Ανέστη. Να κάνουμε μια στάση να πάρω λίγους λουκουμάδες για τη μάνα;» ρώτησε η Ελένη. «Άκου λέει; Ό,τι θέλει η Λενιώ. Σάμπως μας κυνηγά κανείς;» είπε ο Ανέστης καλόκαρδα. «Μετά το μεσημέρι μόνο έταξα των κοπελιών να τα πάω στη θάλασσα. Ίσαμε τότε έχουμε όσο χρόνο θέλεις».
Έπιασε δεξιά και η Ελένη μπήκε στο ζαχαροπλαστείο των παιδικών της χρόνων. Η μυρωδιά του ζεστού μελιού αγκάλιασε σαν χάδι την πληγωμένη της καρδιά και τα μάτια της θόλωσαν. Πόσο ξέγνοιαστη ήταν η ζωή της σαν ήταν παιδί. Η μέρα της γέμιζε απ' αγάπη και χαμόγελα, παιχνίδια με την αδερφή της και παιδικές σκανταλιές. Μύριζε αλλιώς η άνοιξη τότε. Μύριζε γλυκό τριαντάφυλλο, που έφτιαχνε η μάνα της από τα πρώτα εκατόφυλλα του Μάη, και ο χειμώνας μοσχοβολούσε κάστανα στο τζάκι αντάμα με τη φωνή του πατέρα να τους διαβάζει παραμύθια και να τους λέει στιγμές από την ελληνική και παγκόσμια ιστορία. Η φωνή της υπαλλήλου την επανέφερε στην πραγματικότητα. «Έτοιμοι οι λουκουμάδες σας, κυρία» της είπε χαμογελαστά και της έδωσε ένα αχνιστό κουτί με διάτρητο καπάκι. «Ευχαριστώ πολύ» αποκρίθηκε η Ελένη. Πλήρωσε και βγήκε με γοργά βήματα έξω. Κατευθύνθηκε προς το ταξί. Ο Ανέστης με τα χέρια ακουμπισμένα πάνω στον ουρανό τ' αυτοκινήτου τέλειωνε το τσιγάρο του. «Φεύγουμε;» τη ρώτησε φυσώντας τον καπνό. «Φύγαμε!» είπε η Ελένη, μπήκε μέσα και κάθισε.
Το αυτοκίνητο ξεκίνησε. Το ίδιο και η αντίστροφη μέτρηση για την οικογένεια Θεοτοκάτου. Είκοσι χιλιόμετρα χώριζαν την Ελένη απ' τους γονείς της. Είκοσι χιλιόμετρα την χώριζαν από την άκρη του μίτου, που θα την έβγαζε από τον λαβύρινθο της αγωνίας της. Είκοσι χιλιόμετρα ήθελε ακόμα για να βγει στο φως. Πόσο λάθος έκανε; Στον λαιμό της είχε κρεμάσει το κλειδί που άνοιγε μια πόρτα πολύ παλιά στο παρελθόν. Μια πόρτα σφραγισμένη με πόνο κι αυτοθυσία. Η Κλωθώ ίσιωσε τη μακριά της φούστα και βγήκε από το δωμάτιο. Η Άτροπος πήγε κι έκατσε στη θέση της. Ήταν η δική της σειρά να εμφανιστεί, ήταν η ώρα του παρελθόντος να μιλήσει, να ξορκίσει το μυστικά και είχε τόσα πολλά να πει.
Copyright © Σταυρούλα Δεκούλου All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Εξώφυλλο: Ράμπα Τάμπα (Άγγελος Μαρίνου)
Η νουβέλα της Σταυρούλας Δεκούλου, Το βραβείο, δημοσιεύεται κατ' αποκλειστικότητα στο koukidaki σε συνέχειες. Διαβάστε τη συνέχεια.